Σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο TPP, ο Lance Selfa, μέλος του International Socialist Project (ISP), που είναι λενινιστική, τροτσκιστική οργάνωση με έδρα τις ΗΠΑ, και συγγραφέας του βιβλίου «The Democrats: A Critical History», μοιράζεται την εμπειρία της ριζοσπαστικής, αμερικάνικης αριστεράς μετά την εκλογή του Τραμπ. Αναλύει, με την πολιτική του ματιά, τους παράγοντες πίσω από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, τις επιπτώσεις της για την αμερικανική εργατική τάξη και τις κοινότητες που βιώνουν πολλαπλές καταπιέσεις, καθώς και τα μέτωπα του πολέμου, ιδίως τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη που συντελείται με τη σφραγίδα των ΗΠΑ. Τη στιγμή που εντείνονται οι φόβοι για μια εντονότερη στροφή προς τον αυταρχισμό, ποιον ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν η πολιτική δράση από τη βάση και οι αριστερές εναλλακτικές στη διαμόρφωση του μέλλοντος;
Κι ενώ στην Ελλάδα οι πολιτικές αναλύσεις για τους παράγοντες που οδήγησαν στην επιστροφή του ακροδεξιού Τραμπ στον Λευκό Οίκο και το μέλλον που αυτή επιφυλάσσει είναι ποικίλες, υπήρχε η αίσθηση ότι έλειπε η εμπειρία της ίδιας της αμερικανικης ριζοσπαστικής αριστεράς από τον διάλογο που γινόταν στην χώρα μας. Το TPP ήρθε σε επαφή με τον Lance Selfa, μέλος του International Socialist Project (ISP) προκειμένου να συμπεριλάβει στην ουσιαστική αυτή κουβέντα και την ανάγνωση που γίνεται στους κύκλους της επαναστατικής αριστεράς, η οποία παράγεται και διαμορφώνεται εκεί, στις ΗΠΑ.
Η οικονομία και ο πληθωρισμός έπαιξαν καθοριστικό ρόλο: «Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις ΗΠΑ μειώθηκε επί κυβέρνησης Μπάιντεν»
«Υπάρχει μια σχετικά απλή εξήγηση για το εκλογικό αποτέλεσμα. Σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η πλειονότητα πίστευε ότι η χώρα κινείται προς λάθος κατεύθυνση, όπου η οικονομία θεωρούνταν ανεπαρκής και όπου οι περισσότεροι δήλωναν ότι ο πληθωρισμός τους είχε προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες, οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να απορρίψουν το κυβερνών κόμμα που εκπροσωπούσε η Αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις» δηλώνει ο Lance αρχικά.
Συνεχίζει ενημερώνοντας ότι «ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε για πρώτη και μοναδική φορά τη λαϊκή ψήφο, σημειώνοντας άνοδο όχι μόνο στις αγροτικές περιοχές αλλά και στα προάστια, καθώς και σε προπύργια των Δημοκρατικών, όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Σύμφωνα με τα exit polls, η Χάρις τα πήγε καλύτερα από τον Τζο Μπάιντεν το 2020 με τους πιο εύπορους Αμερικανούς, όμως ο Τραμπ παρουσίασε βελτίωση σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες ψηφοφόρων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, παρόλο που η ευρύτερη οικονομία ανέκαμψε από τους κραδασμούς της πανδημίας COVID-19, ο Μπάιντεν υπήρξε ένας εξαιρετικά μη δημοφιλής πρόεδρος. Η αντιδημοτικότητα του Μπάιντεν μπέρδεψε τους συμβούλους του, οι οποίοι δεν μπορούν να την εξηγήσουν με βάση τους “μακροοικονομικούς” δείκτες που παρουσιάζουν ότι οι ΗΠΑ είχαν την ισχυρότερη ανάκαμψη από την πανδημία σε σχέση με άλλες χώρες».
Ωστόσο, εξηγεί ότι «η πανδημία άφησε πίσω της οικονομική αστάθεια, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων ποσοστών πληθωρισμού των τελευταίων 40 ετών – κάτι που ουσιαστικά αποτελεί περικοπή μισθών. Η έκρηξη στρατιωτικών δαπανών για την υποστήριξη των πολέμων στην Ουκρανία και τη Γάζα επίσης τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Ως αποτέλεσμα, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις ΗΠΑ μειώθηκε επί κυβέρνησης Μπάιντεν, ενώ η άνθηση του χρηματιστηρίου βοήθησε τους πλουσιότερους Αμερικανούς να ευημερήσουν. Σχεδόν όλες οι υφιστάμενες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική – οι περισσότερες από τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με πιο σοβαρές αναταράξεις και αργές ανακάμψεις από την πανδημία σε σχέση με τις ΗΠΑ – είτε σημείωσαν απώλειες είτε αποδυναμώθηκαν σοβαρά στις τελευταίες εκλογές».
Ταυτόχρονα, κρίνει ότι «η αντικατάσταση του Μπάιντεν από τη Χάρις στα μέσα του καλοκαιριού έδωσε στους Δημοκρατικούς την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν αυτή τη μοίρα, καθώς ο Μπάιντεν φαινόταν να οδεύει προς ήττα από τον Τραμπ. Τελικά, όμως, η Χάρις δεν μπόρεσε να αποφύγει το γεγονός ότι, ως αντιπρόεδρος, όλα τα αρνητικά της θητείας Μπάιντεν συνδέθηκαν μαζί της. Με τη λήξη της καταμέτρησης των ψήφων, φαίνεται ότι ο Τραμπ θα λάβει λιγότερο από το 50% των ψήφων, ενώ η διαφορά του από τη Χάρις θα είναι η έβδομη μικρότερη στην ιστορία. Παρόλα αυτά, ο Τραμπ και η δεξιά θα προχωρήσουν με την ατζέντα τους. Ωστόσο, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι, αν και η νίκη του Τραμπ είχε εύρος, δεν είχε βάθος».
Τι περιμένουμε από μια νέα κυβέρνηση Τραμπ; «Θα είναι μία από τις πιο αντεργατικές των τελευταίων δεκαετιών» – Επίθεση στα δικαιώματα μεταναστών και Loatqi+ ατόμων
Στην ερώτηση μας, ο Lance απαντάει ξεκάθαρα, χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία, «τίποτα θετικό, αυτό είναι σίγουρο».
Σχετικά με την υποτιθέμενη φιλολαϊκή πολιτική του Τραμπ, ο εκπρόσωπος του ISP σχολιάζει στο TPP πως «παρά τη ρητορική του για την υπεράσπιση των “ξεχασμένων” και της εργατικής τάξης, γνωρίζουμε ότι η κυβέρνησή του θα είναι μία από τις πιο αντεργατικές των τελευταίων δεκαετιών. Θα ανανεώσει τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2017 που ευνόησε τους πλουσιότερους Αμερικανούς και θα επιδιώξει περικοπές σε κυβερνητικά προγράμματα υγείας, εκπαίδευσης, περιβάλλοντος και ασφάλειας στον χώρο εργασίας, μεταξύ άλλων».
«Η κύρια προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ αφορά μια στρατιωτικοποιημένη απέλαση έως και 11 εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς έγγραφα. Το κατά πόσο μπορεί να το επιτύχει ή ποιος θα είναι ο αντίκτυπος παραμένει αβέβαιο, όμως οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των μεταναστών δεν πρέπει να υποθέτουν τίποτα άλλο πέρα από το χειρότερο σενάριο» σημειώνει και προσθέτει πως «παρόμοια, θα δούμε την κυβέρνηση Τραμπ να εντείνει τις επιθέσεις κατά των LGBTQI+ ατόμων, με τα τρανς άτομα να στοχοποιούνται έντονα. Ο Τραμπ έχει ήδη δηλώσει ότι σκοπεύει να απαγορεύσει την αναφορά φύλου διαφορετικού από αυτό που αποδόθηκε κατά τη γέννηση στα επίσημα έγγραφα».
Κεφάλαιο: Πολεμικά μέτωπα – «Οι Δημοκρατικοί προσέφεραν μόνο περιφρόνηση σε όσους εξοργίστηκαν με τη γενοκτονία στη Γάζα»
Σχετικά με το σκεπτικό μιας μερίδας κόσμου και αναλυτών που βλέπει έναν «αντιπολεμικό Τραμπ», ο Lance κάνει εντελώς διαφορετική κριτική, εξηγώντας ότι:
«Είναι παραπλανητικό να πιστεύει κανείς ότι ο Τραμπ είναι κατά των πολέμων – ειδικά στην Παλαιστίνη. Ο διορισμένος του πρεσβευτής στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι, είναι ένας φανατικός Χριστιανός Σιωνιστής που αρνείται την ύπαρξη του παλαιστινιακού λαού. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κυβέρνησή του θα υποστηρίξει τον Νετανιάχου σε πολιτικές εθνοκάθαρσης, συμπεριλαμβανομένης της προσάρτησης της Δυτικής Όχθης και της πλήρους καταστροφής της Γάζας. Οι επιλογές του Τραμπ για υπουργό Εξωτερικών και σύμβουλο εθνικής ασφάλειας θεωρούνται αμφότερες “γεράκια έναντι της Κίνας” (σ.σ. δηλαδή υποστηρίζουν μια επιθετική πολιτική έναντι της Κίνας), γεγονός που προμηνύει αυξημένη ένταση στις σχέσεις με την Κίνα. Αυτή είναι μια κατεύθυνση που ακολουθεί ολόκληρη η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να γνωρίζουμε σε αυτό το στάδιο αν η κλιμάκωση των εμπορικών συγκρούσεων θα εξελιχθεί σε ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση».
Στο ουκρανικό, επίσης, «ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να “τερματίσει τον πόλεμο” στην Ουκρανία, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει στη ρωσική προσάρτηση μέρους της ουκρανικής επικράτειας. Το τι σημαίνει αυτό για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Η ιδεολογία “Πρώτα η Αμερική” του Τραμπ είναι εχθρική προς την παγκόσμια τάξη που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στηριζόμενη σε θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να αναζωογονήσει αυτό που αποκαλούσε “διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες”, ειδικά μέσω της υποστήριξης της Ουκρανίας» ερμηνεύει ο ίδιος.
Ωστόσο, επιστρέφοντας στο Παλαιστινιακό ο Lance θεωρεί ότι «η υποστήριξη του Μπάιντεν στη γενοκτονία της Γάζας αποκάλυψε την υποκρισία αυτής της ρητορικής, πλήττοντας τη διεθνή του εικόνα. Τώρα, με τον Τραμπ, βλέπουμε έναν ηγέτη που δεν προσπαθεί καν να συγκαλύψει τους στρατηγικούς στόχους των ΗΠΑ πίσω από τη ρητορική του διεθνούς δικαίου. Το κατεστημένο της στρατιωτικής και εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ ήλπιζε ξεκάθαρα σε μια νίκη της Χάρις. Τώρα καλείται να αντιμετωπίσει τον Τραμπ, ο οποίος έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει σε εκκαθάριση του αμερικανικού στρατού, διάλυση των συμμαχιών των ΗΠΑ και απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων από διάφορες περιοχές του κόσμου».
Παρότι μας παραδέχεται ότι ο ίδιος δεν είναι ειδικός στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, με τα πολιτικά και εμπειρικά του εργαλεία, δηλώνει ότι «πιστεύω ότι μια κυβέρνηση με “γεράκια έναντι της Κίνας” θα επιδιώξει να διατηρήσει στρατηγικές συμμαχίες με δυνάμεις στην Ευρώπη και την Ασία. Οι τραμπιστές είναι λιγότερο “απομονωτιστές” και περισσότερο “μονομερείς” στις πολιτικές τους. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι θα αποφύγουν τη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος –για παράδειγμα, εναντίον του Ιράν– εάν κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους».
Ήταν όμορφες οι εικόνες που έφταναν στις οθόνες μας από τα αμερικάνικα πανεπιστήμια, τις σκηνές και τις Παλαιστινιακές σημαίες πριν λίγους μήνες. Ρωτήσαμε τον Lance αν θεωρεί ότι το κίνημα αυτό κατάφερε να ριζοσπαστικοποιήσει ένα κομμάτι της αμερικάνικης νεολαίας και αν η καταστολή που υπέστη κόστισε εκλογικά στους Δημοκρατικούς. «Προς το παρόν, πιστεύω ότι το αμερικανικό κατεστημένο –συμπεριλαμβανομένου του Δημοκρατικού Κόμματος– έχει περιθωριοποιήσει το κίνημα αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη. Τα πανεπιστήμια έχουν επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα διαμαρτυρίας, ενώ ακτιβιστές, ακόμα και καταξιωμένοι καθηγητές, έχουν στοχοποιηθεί, πειθαρχηθεί ή απολυθεί λόγω του ακτιβισμού τους. Επιπλέον, το τετραετές “εκλογικό τσίρκο” τείνει να επισκιάζει όλα τα άλλα πολιτικά ζητήματα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν τα κινήματα ακτιβιστών, υποβιβάζοντας κάθε συζήτηση σε μια δυαδική επιλογή μεταξύ Χάρις και Τραμπ».
«Είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια ο αντίκτυπος της Γάζας στις εκλογικές επιδόσεις των Δημοκρατικών, αλλά είναι σαφές ότι υπήρξε επιρροή. Στο Μίσιγκαν, όπου ζουν πάνω από 300.000 Αραβοαμερικανοί –πολλοί εκ των οποίων έχασαν συγγενείς στις αμερικανικά υποστηριζόμενες επιθέσεις στη Γάζα και τον Λίβανο– σημειώθηκε σημαντική απομάκρυνση από το Δημοκρατικό Κόμμα. Στην πόλη Ντίαρμπορν, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων έχει καταγωγή από τη Μέση Ανατολή ή τη Βόρεια Αφρική και συνήθως ψηφίζουν μαζικά τους Δημοκρατικούς, ο Τραμπ κέρδισε τη Χάρις, ενώ περίπου ένας στους πέντε ψηφοφόρους στήριξε την υποψήφια του Πράσινου Κόμματος, Τζιλ Στάιν» πληροφορεί το μέλος του ISP.
«Το στρατόπεδο της Χάρις δεν πρόσφερε τίποτα άλλο πέρα από περιφρόνηση σε όσους εξοργίστηκαν με τη γενοκτονία στη Γάζα – και αυτοί δεν ήταν μόνο άνθρωποι αραβικής καταγωγής ή μουσουλμάνοι. Περιλάμβανε εκατομμύρια νέους. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι η κατάπαυση του πυρός στη Γάζα ήταν η δεύτερη πιο σημαντική προτεραιότητα μεταξύ των Λατίνων, μετά την οικονομία και τον πληθωρισμό. Επομένως, καθώς οι Δημοκρατικοί αναζητούν τι πήγε στραβά με τους απογοητευμένους ψηφοφόρους που δεν προσήλθαν στις κάλπες, η Γάζα σίγουρα υπήρξε ένας από τους παράγοντες» έκρινε.
Καταλήγει για το ζήτημα αυτό λέγοντας πως «νομίζω ότι το κίνημα αλληλεγγύης, όπως και οι καθημερινές φρικαλεότητες που παρακολουθούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν σημαντικά επηρεάσει την αμερικανική κοινή γνώμη, η οποία είναι πλέον πολύ πιο επικριτική απέναντι στο Ισραήλ και υποστηρικτική προς τους Παλαιστίνιους από ποτέ. Οργανώσεις όπως η Jewish Voice for Peace και Εβραίοι φοιτητές από πανεπιστήμια έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στις διαμαρτυρίες. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν το ψέμα όσων υποστηρίζουν το Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου του Λευκού Οίκου, και ισχυρίζονται ότι το κίνημα αυτό είναι αντισημιτικό».
Ομοιότητες-Διαφορές Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικανών: «Βασικό σημείο διαφοροποίησης η αποκατάσταση του δικαιώματος στην άμβλωση-Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί δεν φρόντισαν ποτέ να θεσπίσουν νομοθεσία που θα το κατοχύρωνε»
Στην πραγματική απορία για την ριζοσπαστική πρόταση που μπορεί να έχει μία οργάνωση σε μία χώρα με ένα τόσο αυστηρά δικομματικό εκλογικό σύστημα, ο Lance μας εξηγεί:
«Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι δεν είναι ίδιοι, αλλά παραμένουν δύο καπιταλιστικά κόμματα που εναλλάσσονται στη διαχείριση του αμερικανικού κράτους. Αν εξετάσει κανείς πολλές από τις βασικές τους πολιτικές, θα δει σημαντικές ομοιότητες: υποστήριξη για την “ασφάλεια των συνόρων” (περιορισμοί στη μετανάστευση), μια εξωτερική πολιτική εστιασμένη στην αντιμετώπιση της Κίνας, τεράστιους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς, υποστήριξη εισαγωγικών ελέγχων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και μια ενεργειακή πολιτική που συμφωνεί σε “όλα τα παραπάνω” και έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ στην παραγωγή ρεκόρ ορυκτών καυσίμων επί κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις. Παρότι υπάρχουν διαφορές στην έμφαση και τις λεπτομέρειες, οι γενικοί προσανατολισμοί των δύο κομμάτων είναι αρκετά παρόμοιοι. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγκλισης είναι ο σημερινός πόλεμος στη Γάζα».
Ακόμα, συνεχίζει παρουσιάζοντας και μερικές διαφορές των δύο κομμάτων: «Η Χάρις και οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν μια τυπική νεοφιλελεύθερη ατζέντα του status quo, που περιλαμβάνει υποστήριξη στις επιχειρήσεις, στον αμερικανικό στρατό και στην εξωτερική αυτοκρατορία, με ορισμένες φιλελεύθερες κοινωνικές πολιτικές. Στην Ευρώπη, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και “κεντροδεξιό”. Ο Τραμπ, αντίθετα, προτείνει ένα πιο αντιδραστικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις, κατάργηση περιβαλλοντικών και εργασιακών κανονισμών, στήριξη της στρατιωτικής μηχανής και της εξωτερικής αυτοκρατορίας των ΗΠΑ, καθώς και μια ρεβανσιστική κοινωνική πολιτική, όπως η απαγόρευση των αμβλώσεων σε εθνικό επίπεδο».
«Εκτός από την έμφαση στην “ικανότητα”, την προσήλωση στο “κράτος δικαίου” και τους θεσμούς ενάντια στη χαοτική, ακραία και αντιδημοκρατική συμπεριφορά του Τραμπ, το βασικό σημείο διαφοροποίησης της Χάρις από τον Τραμπ ήταν η υποστήριξη για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των αμβλώσεων. Αυτή η διαφορά είναι σαφής και παραμένει διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων εδώ και 50 χρόνια.» εξηγεί, ωστόσο, συμπληρώνει πως «σε αυτό το διάστημα, οι Δημοκρατικοί δεν φρόντισαν ποτέ να θεσπίσουν νομοθεσία που θα κατοχύρωνε τα δικαιώματα αυτά, παρά τις επανειλημμένες προεκλογικές τους υποσχέσεις».
«Όπως πάντα, οι Δημοκρατικοί παρουσιάστηκαν ως “το μικρότερο κακό” για τους συνδικαλιστές και τους ακτιβιστές απέναντι στους Ρεπουμπλικάνους. Όταν το κάνουν αυτό, προσφέρουν ελάχιστα ή τίποτα στους υποστηρικτές τους, πέρα από το ότι δεν είναι τόσο κακοί όσο οι αντίπαλοί τους. Και όμως, πολλοί ακτιβιστές κάνουν στην άκρη την κριτική τους και στηρίζουν τους Δημοκρατικούς ξανά και ξανά. Αυτό το έχουμε δει και στην τρέχουσα εκστρατεία, όπου περιβαλλοντιστές και ακτιβιστές για τα δικαιώματα των μεταναστών, παρότι απογοητευμένοι από την υποστήριξη της Χάρις στο fracking και την “ασφάλεια των συνόρων”, οργανώνουν τις βάσεις τους για να “βγάλουν την ψήφο” υπέρ της Χάρις από φόβο για την εκλογή του Τραμπ» περιγράφει μία λογική σχετικά γνωστή σε μάς, οι ίδιοι ως ISP τάσσονται κατά της, δηλώνοντας ότι:
«Για εμάς ως σοσιαλιστές, αυτό δεν είναι αρκετό. Είμαστε αντίθετοι στη στήριξη καπιταλιστικών κομμάτων και πολιτικών και πιστεύουμε ότι η αριστερά πρέπει να οικοδομήσει μια εναλλακτική πέρα από τους Δημοκρατικούς. Σήμερα, μια τέτοια μαζική εναλλακτική λύση δεν υπάρχει στις ΗΠΑ. Υποστηρίζουμε οποιονδήποτε εκφράζει διαμαρτυρία μέσω της ψήφου, όπως για παράδειγμα υπέρ της Τζιλ Στάιν του Κόμματος των Πρασίνων. Ωστόσο, σε πολλές πολιτείες οι Πράσινοι δεν υπήρχαν καν στο ψηφοδέλτιο».
«Οι “αντικειμενικές συνθήκες” για την εμφάνιση ενός εναλλακτικού αριστερού κόμματος είναι ώριμες – Αν σπάσουμε την λογική του “μικρότερου κακού”»
Στο τι βλέπουν από εδώ και πέρα τα μέλη του ISP ο Lance προτεραιοποιεί ξανά το παλαιστινιακό ζήτημα αλλά και τα κοινωνικά κινήματα, υπογραμμίζοντας ότι «η νίκη του Τραμπ αποτελεί ένα τεράστιο πλήγμα για το φιλοπαλαιστινιακό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα γενικότερα. Αποτελεί επίσης πρόκληση για αυτά τα κινήματα να ξεπεράσουν τη λογική των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της εξάρτησης από δημοκρατικούς πολιτικούς. Χρειάζεται να επανασυνδεθούν με τις ρίζες τους στα μαζικά κινήματα βάσης, τα οποία εξασφάλισαν δικαιώματα όπως η συνδικαλιστική οργάνωση στη δεκαετία του 1930 και κατέρριψαν το καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού του Jim Crow στον αμερικανικό Νότο τη δεκαετία του 1960».
«Εάν η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ παραμείνει ενωμένη, χωρίς να καταρρεύσει σε αντιμαχόμενες φατρίες, ή εάν ο ίδιος ο Τραμπ δεν υπονομεύσει τα σχέδια των πιο αφοσιωμένων ακροδεξιών συνεργατών του, τότε ίσως δούμε κάτι παρόμοιο με το καθεστώς του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία» μαντεύει και συνεχίζει ότι «η ευρύτερη αριστερά –το εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα– πρέπει να είναι προετοιμασμένη να πολεμήσει αυτή τη μετάβαση σε ένα καθεστώς τύπου Όρμπαν. Οι Δημοκρατικοί θα πουν ότι πρέπει να πιστέψουμε σε θεσμούς όπως το δικαστικό σύστημα ή τη δημόσια διοίκηση για να αντισταθούμε στον Τραμπ, ενώ θα προετοιμάζουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ελπίζουμε ότι “οι θεσμοί” θα σταθούν εμπόδιο σε μια αυταρχική κατάληψη εξουσίας από τον Τραμπ. Τα αμερικανικά δικαστήρια, είτε λόγω διαφθοράς είτε λόγω δειλίας, δεν τον έχουν ακόμη θεωρήσει υπεύθυνο για την απόπειρά του να ανατρέψει τις εκλογές του 2020. Αυτή η αποτυχία τον κατέστησε πιο ισχυρό υποψήφιο για το 2024 από όσο θα έπρεπε».
Τέλος, χωρίς αυταπάτες και πολλές ελπίδες, ο Lance αναφέρει ότι «οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος στις ΗΠΑ αυτοπροσδιορίζεται ως “ανεξάρτητοι” και όχι ως Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι. Η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς είναι γενικά χαμηλή» κι έτσι καταλήγει πως «κάποιος θα μπορούσε να πει ότι οι “αντικειμενικές συνθήκες” για την εμφάνιση ενός εναλλακτικού αριστερού κόμματος είναι ώριμες. Όμως, για να συμβεί αυτό, τα συνδικάτα και οι οργανώσεις κοινωνικών κινημάτων πρέπει να σπάσουν τη λογική της υποστήριξης του “μικρότερου κακού” υπέρ των Δημοκρατικών. Αυτή ήταν μια από τις κύριες προκλήσεις της αριστεράς εδώ και δεκαετίες».
*Τη μετάφραση της συνέντευξης έκανε η Αλεξάνδρα Σίμιτς.