Ο σύντροφος Ομάρ Χασάν βρέθηκε στη Συρία για να καταγράψει την πραγματικότητα μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ για λογαριασμό της εφημερίδας Red Flag. Θα αναδημοσιεύουμε τις διαδοχικές ανταποκρίσεις του, αυτές που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από το elaliberta.gr, αλλά και επόμενες. Σε αυτό το κείμενο, ο Ομάρ επισκέπτεται τα ερείπια του Γιαρμούκ, του μεγαλύτερου προσφυγικού παλαιστινιακού καταυλισμού στη Συρία.

Καθώς βγαί­νω από το μικρό λε­ω­φο­ρείο και κάνω τα πρώτα μου βή­μα­τα στον προ­σφυ­γι­κό κα­ταυ­λι­σμό Γιαρ­μούκ, στα νότια της Δα­μα­σκού, πα­ρα­τη­ρώ δύο νεαρά αγό­ρια να σκά­βουν αργά μέσα σε έναν σωρό από σκου­πί­δια και μπάζα. Ρωτώ αν μπορώ να τα φω­το­γρα­φί­σω, στο πλαί­σιο της τεκ­μη­ρί­ω­σης των όσων έκανε ο Άσαντ σε αυτή την πε­ριο­χή και στους αν­θρώ­πους της. Με κοι­τά­ζουν κα­χύ­πο­πτα, με τα πρό­σω­πα και τα ρούχα τους κα­λυμ­μέ­να με στρώ­σεις βρω­μιάς. «Όχι, πή­γαι­νε να φω­το­γρα­φί­σεις κά­ποιον άλλο», λέει ένα από αυτά. Δεί­χνουν κου­ρα­σμέ­να, κα­τα­βε­βλη­μέ­να, πι­θα­νόν αμή­χα­να. Αι­σθά­νο­μαι τα μάτια τους πάνω μου καθώς απο­μα­κρύ­νο­μαι, και ανα­ρω­τιού­νται τι δου­λειά έχω εκεί. Τε­λι­κά, αρ­χί­ζουν πάλι να ψά­χνουν στα σκου­πί­δια. Δεν είναι πάνω από 10 ετών.

Σύμ­φω­να με τα στοι­χεία του ΟΗΕ, στο Γιαρ­μούκ ζού­σαν πριν από το 2011 πε­ρί­που 160.000 άν­θρω­ποι, στην πλειο­νό­τη­τά τους Πα­λαι­στί­νιοι. Ο οδη­γός μου, ο Άχ­μαντ, λέει με υπε­ρη­φά­νεια ότι κά­πο­τε ήταν ένα από τα πιο δυ­να­μι­κά οι­κο­νο­μι­κά μέρη της Δα­μα­σκού, με εμπο­ρι­κές πε­ριο­χές, βιο­μη­χα­νι­κούς το­μείς και πολλά άλλα. Με πη­γαί­νει να επι­σκε­φθώ τον Αμπού Σαΐντ Αΐντι, έναν ηλι­κιω­μέ­νο άνδρα που γεν­νή­θη­κε το 1945 στο εξα­φα­νι­σμέ­νο πλέον πα­λαι­στι­νια­κό χωριό Λού­μπια. Ζει στον κα­ταυ­λι­σμό εδώ και δε­κα­ε­τί­ες και δι­η­γεί­ται μια πα­ρό­μοια ιστο­ρία για το Γιαρ­μούκ που κά­πο­τε ήταν ένα ακ­μά­ζον κέ­ντρο για τη ζωή των Πα­λαι­στι­νί­ων. Τα μάτια του λά­μπουν από υπε­ρη­φά­νεια όταν πε­ρι­γρά­φει ότι ο κα­ταυ­λι­σμός σχε­διά­στη­κε από έναν Πα­λαι­στί­νιο μη­χα­νι­κό από την Ιε­ρου­σα­λήμ χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις πιο σύγ­χρο­νες ιδέες που υπήρ­χαν εκεί­νη την εποχή, ότι είχε μια δη­μο­κρα­τι­κή δομή δια­φο­ρε­τι­κή από την υπό­λοι­πη Δα­μα­σκό και ότι οι πλού­σιες δω­ρε­ές από το εξω­τε­ρι­κό εξα­σφά­λι­ζαν την κα­λύ­τε­ρη υπο­δο­μή από κάθε άλλο προ­ά­στιο.

Δεν έχει μεί­νει τί­πο­τα από αυτά τώρα.

Ο Άχ­μαντ οδη­γεί για πάνω από μισή ώρα, δια­σχί­ζο­ντας τους στε­νούς, έρη­μους δρό­μους. Προ­σπα­θώ να κι­νη­μα­το­γρα­φή­σω, αλλά είναι μά­ταιο. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μιας τέ­τοιας κα­τα­στρο­φής δεν μπο­ρεί να απο­τυ­πω­θεί μόνο με ει­κό­νες. Σει­ρές επί σει­ρών, οι­κο­δο­μι­κά τε­τρά­γω­να επί οι­κο­δο­μι­κών τε­τρα­γώ­νων με κα­τε­στραμ­μέ­να σπί­τια. Ένα παλιό σχο­λείο του ΟΗΕ βομ­βαρ­δι­σμέ­νο ολο­σχε­ρώς. Το κέ­λυ­φος όχι ενός αλλά δύο τε­ρά­στιων τζα­μιών, χώρων συ­νά­ντη­σης και πο­λι­τι­στι­κών κέ­ντρων μιας κά­πο­τε ακ­μά­ζου­σας κοι­νό­τη­τας. Ένας μι­κρός κήπος, με την καλή σο­δειά από φα­σο­λά­κια να ανα­δει­κνύ­ει απλώς την κα­τα­στρο­φή που τον πε­ρι­βάλ­λει. Μια παλιά παι­δι­κή χαρά, μια σκου­ρια­σμέ­νη κού­νια, μια ξε­θω­ρια­σμέ­νη παι­δι­κή ζω­γρα­φιά μιας ευ­τυ­χι­σμέ­νης οι­κο­γέ­νειας, με ένα από τα παι­διά να ανε­μί­ζει τη ση­μαία του κα­θε­στώ­τος.

Ο Σαΐντ αλ-Σνί­νι είναι πρό­θυ­μος να μι­λή­σει μόλις μπαί­νει στο αυ­το­κί­νη­το. «Πρέ­πει να το κα­τα­γρά­ψε­τε αυτό», λέει με αυ­το­πε­ποί­θη­ση. Είναι πα­λιός κά­τοι­κος του κα­ταυ­λι­σμού και έχει να δι­η­γη­θεί ιστο­ρί­ες για κάθε κτί­ριο που περ­νά­με. «Αυτό είναι το ση­μείο ελέγ­χου όπου συ­νή­θι­ζαν να απα­γά­γουν στην τύχη αν­θρώ­πους», λέει καθώς περ­νά­με από ένα μικρό τσι­με­ντέ­νιο πυρ­γί­σκο σε έναν στενό δρόμο. «Αυτή είναι η γραμ­μή οριο­θέ­τη­σης, όπου κάθε κτί­ριο γκρε­μί­στη­κε για να έχει η κυ­βέρ­νη­ση πιο κα­θα­ρή πρό­σβα­ση στον κα­ταυ­λι­σμό. Στη συ­νέ­χεια, έκλε­βαν το ατσά­λι από τα χα­λά­σμα­τα για να το που­λή­σουν στη μαύρη αγορά. Εγκλη­μα­τί­ες από κάθε άποψη αυτοί οι άν­θρω­ποι».

Αφη­γεί­ται την ιστο­ρία της πε­ντα­ε­τούς πο­λιορ­κί­ας του Γιαρ­μούκ, την οποία επέ­βα­λε το κα­θε­στώς με­τα­ξύ 2013 και 2018. Τα απο­τε­λέ­σμα­τά της ήταν τόσο βάρ­βα­ρα, τόσο ολο­κλη­ρω­τι­κά, ώστε μια έκ­θε­ση της Διε­θνούς Αμνη­στί­ας που δη­μο­σιεύ­θη­κε το 2014 δια­πί­στω­σε ότι 128 άν­θρω­ποι πέ­θα­ναν από την πείνα μόνο εκεί­νη τη χρο­νιά. Αυτή ήταν η συλ­λο­γι­κή τι­μω­ρία για το έγκλη­μα της υπο­στή­ρι­ξης της συ­ρια­κής επα­νά­στα­σης.

Ο Σαΐντ λέει ότι ένας πλού­σιος εξό­ρι­στος Πα­λαι­στί­νιος δω­ρο­δό­κη­σε τε­λι­κά το κα­θε­στώς για να επι­τρέ­ψει την πα­ρά­δο­ση βο­ή­θειας. Οι αρχές πήραν τα με­τρη­τά αλλά άνοι­ξαν πυρ ενα­ντί­ον όσων έκα­ναν ουρά για φα­γη­τό. Έγινε γνω­στό ως η σφαγή της πλα­τεί­ας Ρίτζα [23 Μαρ­τί­ου 2014]. «Ήταν ακρι­βώς όπως αυτό που έκα­ναν οι Ισ­ραη­λι­νοί στη Γάζα πέ­ρυ­σι», λέει. Επτά ακόμη άν­θρω­ποι έχα­σαν τη ζωή τους σε εκεί­νο το πε­ρι­στα­τι­κό, σκο­τώ­θη­καν ενώ βρί­σκο­νταν στην ουρά για ψωμί για να τα­ΐ­σουν τους αγα­πη­μέ­νους τους.

Το Γιαρ­μούκ ήταν επί­σης το κέ­ντρο μιας ζω­ντα­νής πα­λαι­στι­νια­κής κοι­νω­νί­ας των πο­λι­τών. «Υπήρ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρες από δε­κα­τέσ­σε­ρις [πο­λι­τι­κές] πα­ρα­τά­ξεις», λέει ο ανι­ψιός του Άχ­μαντ, ο Μο­χά­μεντ, ο οποί­ος έρ­χε­ται μαζί μας για με­ση­με­ρια­νό γεύμα. «Κάθε πα­ρά­τα­ξη είχε τις δικές της ορ­γα­νω­τι­κές επι­τρο­πές και τις δικές της ένο­πλες πτέ­ρυ­γες ... αλλά όλα αυτά έχουν τε­λειώ­σει τώρα».

Το κα­θε­στώς τους κρα­τού­σε σε στενή επι­τή­ρη­ση. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, υπήρ­χε ένα ει­δι­κό γρα­φείο στο τμήμα εσω­τε­ρι­κής ασφά­λειας, επι­φορ­τι­σμέ­νο με την απα­γω­γή, τον βα­σα­νι­σμό και τη δο­λο­φο­νία Πα­λαι­στί­νιων ορ­γα­νω­τών που ξε­φεύ­γουν από τη γραμ­μή. Ανα­φε­ρό­με­νο ως «πα­ράρ­τη­μα Πα­λαι­στί­νης», προ­σέλ­κυ­σε με­ρι­κούς από τους πιο βί­αιους και σα­δι­στές αν­θρώ­πους μέσα στο συ­ρια­κό κρά­τος. Ήταν υπεύ­θυ­νοι για την αντι­με­τώ­πι­ση της επα­να­στα­τι­κής εξέ­γερ­σης που είχε βρει ισχυ­ρό αντί­κτυ­πο στο Γιαρ­μούκ και τις γύρω γει­το­νιές.

Όταν οι δυ­νά­μεις του Άσαντ ανα­κα­τέ­λα­βαν το Γιαρ­μούκ το 2018, ο κα­ταυ­λι­σμός είχε γίνει συ­ντρίμ­μια και πα­ρέ­με­ναν μόνο με­ρι­κές εκα­το­ντά­δες άν­θρω­ποι. Ο συν­δυα­σμός της πεί­νας και των ατε­λεί­ω­των βομ­βαρ­δι­σμών είχε κα­τα­στή­σει την πε­ριο­χή αβί­ω­τη, ανα­γκά­ζο­ντας πάνω από 100.000 Πα­λαι­στί­νιους σε μια ακόμη εξο­ρία. Για να γί­νουν τα πράγ­μα­τα χει­ρό­τε­ρα, το ISIS και η Νούσ­ρα είχαν κα­τα­κλύ­σει τον κα­ταυ­λι­σμό λίγα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Αυτοί οι αντι­δρα­στι­κοί έδιω­ξαν τους ενα­πο­μεί­να­ντες αντάρ­τες και πέ­ρα­σαν τα επό­με­να τρία χρό­νια τρο­μο­κρα­τώ­ντας όσους πο­λί­τες είχαν απο­μεί­νει.

Χωρίς να πτο­ού­νται από την έλ­λει­ψη ζω­ντα­νών πλα­σμά­των για να κα­κο­ποι­ή­σουν, οι στρα­τιώ­τες δια­τά­χθη­καν να κα­κο­ποι­ή­σουν τους νε­κρούς. Ο Άχ­μαντ με πη­γαί­νει στο νε­κρο­τα­φείο του Γιαρ­μούκ, όπου οι τα­φό­πλα­κες έχουν σπά­σει. «Δεν μας έδω­σαν καμία γα­λή­νη, ακόμη και στο θά­να­το», λέει.

Μόνο όταν κα­θό­μα­στε για φα­γη­τό στο σπίτι του Άχ­μαντ, ο Σαΐντ μι­λά­ει για το πώς η αυ­θαί­ρε­τη βία του συ­ρια­κού κρά­τους άλ­λα­ξε για πάντα τη δική του ζωή.

«Εκεί­νη την εποχή, ζού­σα­με ακόμα στο δια­μέ­ρι­σμά μας στον τέ­ταρ­το όροφο ενός κτι­ρί­ου εδώ κοντά», λέει. «Αλλά οι βομ­βαρ­δι­σμοί ήταν τόσο συ­νε­χείς που η γυ­ναί­κα μου και εγώ εί­χα­με απο­φα­σί­σει να κοι­μό­μα­στε σε ξε­χω­ρι­στά δω­μά­τια, ώστε αν πέ­θαι­νε ο ένας από εμάς, ο άλλος να συ­νε­χί­σει να φρο­ντί­ζει τα παι­διά».

Τε­λι­κά ανα­γκά­στη­καν να με­τα­κο­μί­σουν στο σπίτι των γο­νιών τους, αφού μια βόμβα έπεσε στο δια­μέ­ρι­σμα του γεί­το­νά τους. Λίγες εβδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα, ο 16χρο­νος γιος τους, ο Μαχ­μούντ, εξα­φα­νί­στη­κε. «Ήταν πα­ρά­ξε­νο εκεί­νη την εποχή – κα­νείς δεν έμενε έξω μετά το σκο­τά­δι λόγω των μαχών. Ήμουν ξύ­πνιος όλη τη νύχτα ανη­συ­χώ­ντας και όταν δεν επέ­στρε­ψε, πέ­ρα­σα την επό­με­νη εβδο­μά­δα ψά­χνο­ντάς τον. Έψαξα πα­ντού, ρω­τώ­ντας οποιον­δή­πο­τε αν τον είχε δει».

Αφού δο­κί­μα­σε όλα τα υπό­λοι­πα, ο Σαΐντ πήγε στο νε­κρο­το­μείο. «Ο ερ­γα­ζό­με­νος εκεί μου έδει­χνε το ένα πτώμα μετά το άλλο ... Κά­ποια στιγ­μή, νό­μι­ζα ότι τον είχα βρει, αλλά απο­δεί­χθη­κε ότι ήταν το παιδί κά­ποιου άλλου. Ανα­κου­φί­στη­κα, αλλά εξα­κο­λου­θού­σα να είμαι πολύ αγ­χω­μέ­νος». Ο νε­κρο­θά­φτης του είπε να δο­κι­μά­σει στο γρα­φείο εσω­τε­ρι­κής ασφά­λειας, όπου τη­ρού­νταν μια βάση δε­δο­μέ­νων για τα πτώ­μα­τα που «βρέ­θη­καν» στην πε­ριο­χή.

Τα μάτια του Σαΐντ πα­γώ­νουν – η δι­ή­γη­ση της ιστο­ρί­ας τον έχει στεί­λει πίσω στο χρόνο. «Όταν έφτα­σα στο σχε­τι­κό δω­μά­τιο στο κτί­ριο ασφα­λεί­ας, [υπήρ­χε] ένας άν­δρας που κα­θό­ταν πίσω από έναν υπο­λο­γι­στή, με έναν αξιω­μα­τι­κό σε κάθε πλευ­ρά. Του έδει­χναν φω­το­γρα­φί­ες νε­κρών προ­σώ­πων, δε­κα­έ­ξι σε μια σε­λί­δα». Ο Σαΐντ στε­κό­ταν πίσω τους και τους πα­ρα­κο­λου­θού­σε να κοι­τά­νε αμέ­τρη­τες ει­κό­νες. Πε­ρι­γρά­φει ότι αι­σθα­νό­ταν δι­χα­σμέ­νος ανά­με­σα στο να θέλει να βρει τον γιο του και ταυ­τό­χρο­να να θέλει να προ­σκολ­λη­θεί στην ελ­πί­δα ότι ήταν ζω­ντα­νός. Σύ­ντο­μα, εμ­φα­νί­στη­κε το πρό­σω­πό του. «Φώ­να­ξα, «Αυτός είναι ο γιος μου!». Μέχρι τότε δεν είχαν καν προ­σέ­ξει ότι ήμουν εκεί». Στη συ­νέ­χεια, ο Σαΐντ είδε οκτώ φω­το­γρα­φί­ες του σώ­μα­τος του Μαχ­μούντ. Είχε πυ­ρο­βο­λη­θεί στο κε­φά­λι από κο­ντι­νή από­στα­ση. Αυτό ήταν το μόνο που έμαθε ο Σαΐντ για την απώ­λεια του αγα­πη­μέ­νου παι­διού του.

Αλλά αυτή η ιστο­ρία δεν έχει τε­λειώ­σει.

Το 2014, δύο χρό­νια μετά την εκτέ­λε­ση του Μαχ­μούντ, ο γιος του Σαΐντ, Ου­σά­μα, βρι­σκό­ταν ένα μήνα πριν από την απο­φοί­τη­ση από το λύ­κειο, έχο­ντας ει­δι­κευ­τεί στη διοί­κη­ση και το δί­καιο. Η οι­κο­γέ­νεια του Σαΐντ είχε με­τα­κο­μί­σει σε ένα ακόμη δια­μέ­ρι­σμα – «πε­ρισ­σό­τε­ρος χώρος για τα παι­διά», εξη­γεί ο ίδιος. Μια μέρα, ένας κυ­βερ­νη­τι­κός υπάλ­λη­λος ήρθε στο σπίτι τους και τους ζή­τη­σε να πάνε στο γρα­φείο του δη­μάρ­χου για να δη­λώ­σουν τη νέα τους διεύ­θυν­ση στην το­πι­κή διοί­κη­ση. Κατά την άφιξή τους, τόσο ο Σαΐντ όσο και ο Ου­σά­μα συ­νε­λή­φθη­σαν και ρί­χτη­καν σε ένα φορ­τη­γά­κι. Μετά από λίγα λεπτά, ο Σαΐντ απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε και πε­τά­χτη­κε στο δρόμο χωρίς κα­τη­γο­ρία ή εξη­γή­σεις. Δεν επρό­κει­το να ξα­να­δεί ποτέ τον γιο του.

Για χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, μέλη της εσω­τε­ρι­κής ασφά­λειας έρ­χο­νταν στο σπίτι του, υπο­σχό­με­νοι να συ­γκε­ντρώ­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον γιο του με αντάλ­λαγ­μα χρή­μα­τα. «Πρέ­πει να έχω πλη­ρώ­σει πάνω από 5.000 δο­λά­ρια», λέει. Αυτή ήταν μια συ­νη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή, πα­ρεμ­βαί­νει ο Άχ­μαντ – ένας τρό­πος για να απο­σπά­σουν με­τρη­τά από απελ­πι­σμέ­νους αν­θρώ­πους. «Ήξερα ότι με εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νταν, αλλά θα έκανα τα πάντα για να ακού­σω κάτι για το αγόρι μου», λέει ο Σαΐντ. Δεν πήρε ποτέ τί­πο­τα ως αντάλ­λαγ­μα για αυτές τις συ­ναλ­λα­γές, αλλά δεν με­τα­νιώ­νει που προ­σπά­θη­σε.

Πριν από δύο εβδο­μά­δες, έλαβε ένα μή­νυ­μα από την κόρη του. Οι φίλοι της της είχαν στεί­λει μια φω­το­γρα­φία ενός επί­ση­μου εγ­γρά­φου του 2015. Ήταν η φω­το­γρα­φία μιας λί­στας με τα ονό­μα­τα των νε­κρών που βρέ­θη­καν στην πε­ριο­χή γύρω από το Γιαρ­μούκ. Πε­ριε­λάμ­βα­νε τον γιο του, που πε­ρι­γρα­φό­ταν μόνο ως «Πα­λαι­στί­νιος» και ανα­φε­ρό­ταν ως νού­με­ρο δε­κα­έ­ξι.

Επει­δή ο Ου­σά­μα δεν κη­ρύ­χθη­κε ποτέ επί­ση­μα νε­κρός, ο τε­λευ­ταί­ος επι­ζών γιος του Σαΐντ, ο Αμπ­ντουλ­λάχ, πα­ρα­λί­γο να ανα­γκα­στεί να υπη­ρε­τή­σει στον ίδιο συ­ρια­κό στρα­τό που είχε σκο­τώ­σει τα αδέλ­φια του. Η προ­ο­πτι­κή αυτή κό­ντε­ψε να τρε­λά­νει τον Σαΐντ. Χρειά­στη­κε άλλος ένας γύρος δω­ρο­δο­κί­ας –που άξιζε άλλες δύο χι­λιά­δες τις οποί­ες δεν είχε– για να πεί­σει την το­πι­κή γρα­φειο­κρα­τία να ανα­γνω­ρί­σει ότι ήταν μο­να­χο­παί­δι. Σή­με­ρα, βρί­σκε­ται στη Γερ­μα­νία, δη­μιουρ­γώ­ντας μια νέα ζωή για τον εαυτό του.

Με δά­κρυα στα μάτια, προ­σπα­θώ να ζη­τή­σω συγ­γνώ­μη από τον Σαΐντ για τον πόνο του, εξ ονό­μα­τος ενός αδιά­φο­ρου κό­σμου. Ανα­ση­κώ­νει τους ώμους του, μου λέει να μην ανη­συ­χώ. Φεύ­γει λίγο αρ­γό­τε­ρα με το βλέμ­μα ενός αν­θρώ­που που έχει ολο­κλη­ρώ­σει ένα δύ­σκο­λο αλλά απα­ραί­τη­το έργο. Φαί­νε­ται ότι το να μοι­ρα­στείς αυτό το τραυ­μα­τι­κό πε­ρι­στα­τι­κό με τον κόσμο, ακόμη και με κά­ποιον άγνω­στο από την Αυ­στρα­λία, είναι για τον Σαΐντ μια πράξη αντί­στα­σης και αγά­πης.

Ο Άχ­μαντ μου λέει στη συ­νέ­χεια ότι ο Σαΐντ υπέ­φε­ρε πάρα πολύ κατά τη διάρ­κεια των ετών που με­σο­λά­βη­σαν, το άγχος και η θλίψη οδή­γη­σαν σε μια σειρά από προ­βλή­μα­τα υγεί­ας. «Το κα­θε­στώς του πήρε τους γιους του, αλλά του πήρε και τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής του».

Στο τέλος, η μόνη αξί­ω­ση νο­μι­μό­τη­τας του κα­θε­στώ­τος Άσαντ ήταν η υπο­τι­θέ­με­νη υπο­στή­ρι­ξή του στην αντί­στα­ση κατά του Ισ­ρα­ήλ. Φυ­σι­κά, όσοι έχουν την πιο στοι­χειώ­δη γνώση της ιστο­ρί­ας της Συ­ρί­ας γνω­ρί­ζουν για την προ­δο­σία του κα­θε­στώ­τος κατά τη διάρ­κεια του Μαύ­ρου Σε­πτέμ­βρη, την υπε­ρά­σπι­ση των ακρο­δε­ξιών, φι­λοϊσ­ραη­λι­νών δυ­νά­με­ων στον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο του Λι­βά­νου, τον ρόλο του στην εκ­δί­ω­ξη του Γιά­σερ Αρα­φάτ και της PLO από τον Λί­βα­νο όχι μία αλλά δύο φορές, και το πώς υπε­ρα­σπί­στη­κε τα σύ­νο­ρα του Ισ­ρα­ήλ κα­λύ­τε­ρα από οποιο­δή­πο­τε άλλο αρα­βι­κό κρά­τος στην πε­ριο­χή.

Αλλά ανε­ξάρ­τη­τα από αυτή την ιστο­ρία, αυτό που έκανε το κα­θε­στώς στον προ­σφυ­γι­κό κα­ταυ­λι­σμό Γιαρ­μούκ, σε αν­θρώ­πους όπως ο Σαΐντ, θα πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί από μόνο του ασυγ­χώ­ρη­το έγκλη­μα. Πράγ­μα­τι, οι εγκλη­μα­τί­ες του Άσαντ σκό­τω­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρους Πα­λαι­στί­νιους στο Γιαρ­μούκ από ό,τι το Ισ­ρα­ήλ σε οποιον­δή­πο­τε πό­λε­μο του πριν από την 7η Οκτω­βρί­ου.

Καθώς τρώμε, ο Άχ­μαντ δέ­χε­ται ένα τη­λε­φώ­νη­μα από τον γιο του στη Γερ­μα­νία. Του ανα­φέ­ρει ότι φαί­νε­ται πως η κυ­βέρ­νη­ση εν­δέ­χε­ται να ανα­κα­λέ­σει το κα­θε­στώς ασύ­λου πολ­λών από τους σχε­δόν 1 εκα­τομ­μύ­ριο Σύ­ριους πρό­σφυ­γες που βρί­σκο­νται στη χώρα.

Ο Μο­χάμ­μεντ μορ­φά­ζει. Λίγα λεπτά νω­ρί­τε­ρα, είχε εξη­γή­σει ότι σχε­δί­α­ζε να ζη­τή­σει άσυλο στη Γερ­μα­νία μαζί με τη σύ­ζυ­γό του και το 10 μηνών μωρό τους. Αυτή η εί­δη­ση πρέ­πει να του ρά­γι­σε την καρ­διά, αλλά το κρύ­βει πίσω από ένα πικρό χα­μό­γε­λο και λέει: «Ο αρα­βι­κός κό­σμος δεν μας θέλει και η Δύση δεν μας θέλει. Θα έπρε­πε απλώς να με στεί­λουν στη Γάζα για να πε­θά­νω πο­λε­μώ­ντας για την πα­τρί­δα μου».

*Με­τά­φρα­ση elaliberta.gr

Το πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο στα αγ­γλι­κά: https://​redflag.​org.​au/​article/​yarmouk-​assads-​obl​iter​atio​n-​of-​a-​palestin...