Δεδομένου του ότι κατά την τελευταία τριανταετία, οι υψηλότεροι ρυθμοί ετήσιας αύξησης της απασχόλησης που παρατηρήθηκαν συνεπάγονταν την δημιουργία περίπου 50.000 θέσεων εργασίας, ενώ μέσα στην 2000-2008 δημιουργήθηκαν μόλις 82.000 θέσεις εργασίας, δεδομένου ότι μέχρι να αρχίσουν να επιτυγχάνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας η ανεργία πιθανότατα θα έχει τουλάχιστον αγγίξει το 1,5 εκατομμύριο, τίθεται ένα σημαντικότατο ζήτημα για το πως είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι απαραίτητες θέσεις εργασίας σε ένα σύντομο διάστημα ώστε να μπορεί να απαντηθεί το πιεστικότερο και αμεσότερο σήμερα πρόβλημα της εργατικής τάξης.
Στις 6 Μαϊου 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε ένα εκλογικό ποσοστό πέρα από όλες τις προσδοκίες και αναδείχθηκε σε δεύτερο κόμμα. Ήταν το αποτέλεσμα της επιλογής ανατροπής που έκανε βασικά η εργατική τάξη και ορισμένα άλλα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα μετά από τα δύο χρόνια κινητοποιήσεων ενάντια στην πιο άγρια ταξική και αντιδημοκρατική επίθεση που έχουν δεχθεί σε περίοδο ειρήνης στην Ελλάδα.
Το αίτημα της κατάργησης των μνημονίων και το σύνθημα για μια πολιτική ανατροπή με Κυβέρνηση της Αριστεράς, αιχμές που άμεσα γίνονταν αντιληπτές από πλατιά λαϊκά στρώματα τα οποία αποκολλήθηκαν από τους πολιτικούς δεσμούς που είχαν συγκροτήσει με τον δικομματισμό, ήταν το ποιοτικά κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κατάφερε να ανατρέψει ένα πολιτικό τοπίο που είχε ουσιαστικά παραμείνει ασάλευτο σε όλη την Μεταπολίτευση.
Σε εκείνη την κρίσιμη και πολιτικά και κοινωνικά ρευστή περίοδο, λοιπόν, υπήρξε η μόνη από τις δυνάμεις της Αριστεράς που στο άμεσο διάστημα έθεσε ζήτημα ανατροπής και κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας.Το γεγονός ότι οι διπλές εκλογές έφεραν ισχυρά τον χαρακτήρα της πολιτικής έκφρασης των λαϊκών κινητοποιήσεων και ακριβώς επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθετε ένα ριζοσπαστικό και ταξικό πρόγραμμα απαντούσε, έστω και διαθλασμένα, στα βασικά ερωτήματα που εγείρει πάντα το ζήτημα της εξουσίας: στην άσκησή της από ποιον, για ποιον και προς ποια κατεύθυνση. Η απάντηση ήταν σαφώς υπέρ των δυνάμεων της εργατικής τάξης, οι οποίες ταύτισαν σε μαζική κλίμακα τα πραγματικά συμφέροντά τους με την κυβέρνηση της Αριστεράς, όπως έδειξε και η κοινωνικό-οικονομική κατανομή του εκλογικού σώματος.
Δυστυχώς, οι εκλογές χάθηκαν, το μνημονιακό μπλοκ ανασυντάχθηκε, νέα πολύ σκληρότερα μέτρα λήφθηκαν, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο αυταρχικότητας και μια αντιδημοκρατική πορεία. Η κατάσταση των εργαζόμενων επιδεινώθηκε περαιτέρω στον ένα χρόνο που μεσολάβησε. Η ανεργία έφτασε σε επίσημα ποσοστά το 27% και σε πραγματικά επίπεδα που ξεπερνάνε το 30% με προοπτικές ακόμη μεγαλύτερης αύξησης. Επιπλέον, ένας στους τρεις μισθωτούς βρίσκεται σε καθεστώς μαύρης ανασφάλιστης εργασίας και ένας στους δύο εργάζεται σε σχέση μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό ανεργίας ξεπερνάει το ιστορικό ρεκόρ της Αμερικής του 1931. Σε μια κοινωνία, όμως, όπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού – μην προσμετρώντας μάλιστα όσους έχουν μεταναστεύσει –βρίσκεται εκτός παραγωγικής διαδικασίας, κατάσταση η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί πια από κανέναν ως «έκτακτη συνθήκη», αλλά μετά από πάνω από πέντε έτη κατακόρυφης ανόδου της ύφεσης και της ανεργίας λαμβάνει χαρακτήρα παγίωσης, η συνοχή του κοινωνικού ιστού βρίσκεται υπό διακύβευση.
Εξάλλου, πέρα από το άμεσο πρόβλημα επιβίωσης που εγείρει η ανεργία, στην φάση χρόνιας καθήλωσης σε τέτοια ύψη και με την δυσκολία ταχείας αντιμετώπισης σε συνθήκες σταθερής καπιταλιστικής ανάπτυξης (πολλώ δε μάλλον έπειτα από παρατεταμένη ύφεση και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων), σημαίνει και ιδιαίτερα βαριές μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες για την εργατική τάξη:
Κοινωνικές συνέπειες:
- απόλυτη ένταση της εξάρτησης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, η παραγωγή μιας δεξαμενής φθηνού εφεδρικού στρατού εργασίας συνιστά κρίσιμο στοιχείο για την διάλυση και την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, την συρρίκνωση του εργατικού κόστους στα αναγκαία όρια της αναπαραγωγής για την μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών εργαζόμενων κι έτσι την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης
- εκτεταμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, είτε λόγω της μαζικής μετανάστευσης νέου εργατικού δυναμικού και κυρίως του πιο ειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού και ταυτόχρονα του πιο μορφωμένου και συνειδητού κομματιού της μισθωτής εργασίας, είτε λόγω μακροχρόνιας ανεργίας που οδηγεί μέρος των εργαζομένων σε απαξίωση γνώσεων και δεξιοτήτων, συναισθηματική παραίτηση και κοινωνική περιθωριοποίηση
- αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ιδιαίτερα αν το γεγονός της υψηλής ανεργίας συνδυαστεί με τις χρόνιες αδυναμίες των συνδικάτων να εντάξουν και να κινητοποιήσουν τους ανέργους και τους υποαπασχολούμενους
- ισχυρή αναδιοργάνωση της ταξικής διαστρωμάτωσης, μέσα από μια βίαιη προλεταριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία άλλωστε μέχρι και πρόσφατα διέθετε υψηλά νούμερα αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών (και αρκετά χαμηλά ποσοστά μισθωτής εργασίας συγκριτικά με την ΕΕ), οι οποίοι κρεμάσανε λουκέτο κατά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μέσα στα τρία τελευταία χρόνια.
Πολιτικές συνέπειες:
- κίνδυνος δημιουργίας μιας κοινωνίας σε παραίτηση και αποδοχή των τετελεσμένων, κίνδυνος ο οποίος αυξάνει ιδιαίτερα όσο τα λαϊκά στρώματα νιώθουν ότι οι αντιδράσεις τους αδυνατούν να παράγουν θετικές πολιτικές μετατοπίσεις, ικανές να αλλάξουν άρδην την οικονομική και κοινωνική κατάσταση
- κίνδυνος εκφασισμού σε μαζική κλίμακα και επικράτησης ακραίων ακροδεξιών, αντιδημοκρατικών πολιτικών λύσεων, λόγω της διοχέτευση της κοινωνικής οργής σε συντηρητικές ατραπούς και της αδυναμίας της Αριστεράς να εμπνεύσει και να μετασχηματίσει την αγανάκτηση σε ένα συνειδητό πολιτικό ρεύμα ανατροπής, ενδεχόμενο που τονίζεται από το ιστορικό προηγούμενο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης (ποσοστό ανεργίας 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1932) όπου τα μικροαστικά και αγροτικά στρώματα στράφηκαν τελικά στο ναζιστικό κόμμα υπό τον φόβο της προλεταριοποίησης.
Δεδομένου του ότι κατά την τελευταία τριανταετία, οι υψηλότεροι ρυθμοί ετήσιας αύξησης της απασχόλησης που παρατηρήθηκαν συνεπάγονταν την δημιουργία περίπου 50.000 θέσεων εργασίας, ενώ μέσα στην 2000-2008 δημιουργήθηκαν μόλις 82.000 θέσεις εργασίας, δεδομένου ότι μέχρι να αρχίσουν να επιτυγχάνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας η ανεργία πιθανότατα θα έχει τουλάχιστον αγγίξει το 1,5 εκατομμύριο, τίθεται ένα σημαντικότατο ζήτημα για το πως είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι απαραίτητες θέσεις εργασίας σε ένα σύντομο διάστημα ώστε να μπορεί να απαντηθεί το πιεστικότερο και αμεσότερο σήμερα πρόβλημα της εργατικής τάξης.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν ορισμένα αναγκαία στοιχεία για ένα πρόγραμμα μέτρων της Αριστεράς ώστε να καταφέρει να ανταποκριθεί στο καθήκον της άμεσης και δραστικής αντιμετώπισης της ανεργίας βραχυπρόθεσμα. Το κυριότερο είναι ότι σε συνθήκες γενικευμένης ταξικής επίθεσης του κεφαλαίου δεν αρκούν ευχολόγια για οικονομική ανάπτυξη, είτε αυτή νοείται ως παραδοσιακή ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας που θα οδηγήσει σε συνολική επανάκαμψη του ΑΕΠ το οποίο σε βάθος χρόνου θα μπορέσει να αποφέρει αυξημένα φορολογικά έσοδα για επενδύσεις, είτε γίνεται αντιληπτή ως εξάπλωση του λεγόμενου τομέα της κοινωνικής οικονομίας (ο οποίος πέραν του ότι δεν συγκρούεται με τον πυρήνα των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων, αλλά κάλλιστα λειτουργεί επικουρικά με την ελεύθερη αγορά, δεν έχει δώσει και κανένα δείγμα δραστικής συμβολής στην αντιμετώπιση της ανεργίας: στο σύνολο της ΕΕ, με μια παράδοση δεκαετιών σε πολλές χώρες, αφορά μόνο το 6,5% του εργαζόμενου πληθυσμού, συμπεριλαμβάνοντας και την απασχόληση στον εθελοντικό-μη κυβερνητικό τομέα[1]).
Όπως η βασική εργασιακή σχέση αποτελεί μια διελκυστίνδα μεταξύ δύο άνισων πόλων, όπου η απεργία (αλλά και το ίδιο το εργατικό δίκαιο) συνιστά μονομερή ενέργεια του αδύναμου πόλου για τον περιορισμό της εργοδοτικής εξουσίας, έτσι και στο σύνολο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, απαιτείται «μονομερής» συχνά στάση μια κυβέρνησης που επιδιώκει να εφαρμόσει ένα ταξικά ριζοσπαστικό σχέδιο. Πολύ περισσότερο όταν οι σημερινές αντικειμενικές ανάγκες της ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου δεν αφήνουν περιθώρια για παραχωρήσεις.
Έτσι, η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, που περιλαμβάνει ως σκοπό και την αύξηση των θέσεων απασχόλησης και την πλήρη σταθερή και ποιοτική εργασία, σημαίνει τον έλεγχο από το κράτος σε κλάδους και σε τομείς της οικονομίας με στόχο την σχεδιασμένη παραγωγική ανόρθωση τους με κοινωνικά κριτήρια και προτεραιότητες, που θα επιτρέψει την δημιουργία νέων σταθερών θέσεων εργασίας. Η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των Τραπεζών, ώστε με δημόσια ιδιοκτησία και διαχείριση να αποκτήσουν έναν νέο προσανατολισμό, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και η επαναφορά των ιδιωτικοποιημένων σε πλήρη δημόσια ιδιοκτησία με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο και η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση όλων των στρατηγικών τομέων και κλάδων της οικονομίας, μαζί με την αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων συνιστούν ένα συνεκτικό σχέδιο, όχι απλής κρατικής παρέμβασης και υποστήριξης της οικονομίας, αλλά ανάληψης «επιθετικών» δημόσιων δράσεων σε εκτεταμένη κλίμακα που μπορεί να δημιουργήσει ένα σύνολο πραγματικών θέσεων πλήρους και σταθερής εργασίας – σε συντονισμό με την κάλυψη βασικών παραγωγικών αναγκών της χώρας και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου – σε σχετικά βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα χωρίς να αναμένεται η κατάκτηση επαρκών ρυθμών ανάκαμψης της οικονομίας (πόσες δεκαετίας θα χρειαζόντουσαν άλλωστε για τα μεγέθη ανεργίας που αντιμετωπίζουμε;).
Κάτι τέτοιο όμως, μαζί με αναγκαία μέτρα ανάσχεσης της αυξητικής τάσης της ανεργίας που θα πρέπει να έρθουν πρώτα (κατάργηση του άρθρου 99 του πτωχευτικού κώδικα, νομικό πλαίσιο για την αυτοδιαχείριση εγκαταλελειμμένων επιχειρήσεων, επαναφορά του δικαίου προστασίας από τις απολύσεις και απαγόρευση απολύσεων σε κερδοφόρες επιχειρήσεις ) και με τον στρατηγικό στόχο μας για σταδιακή, μαζί με την ανάκαμψη της ύφεσης, επιβολή της μικρότερης εργάσιμης ημέρας με διατήρηση των αποδοχών (35ωρου-7ωρου-5νθήμερου), συνιστά ένα πλαίσιο σαφούς οριοθέτησης της ελευθερίας του κεφαλαίου και εγκαθίδρυσης της απαρχής μιας νέας εξουσίας των εργαζομένων με ζωντανή στον ορίζοντα την σοσιαλιστική προοπτική.
[1] SIRIEC, The social economy in the European Union, Brussels (European Economic and Social Committee) 2012