Αυτό που συντελέστηκε στο Καστελόριζο ήταν μια ιστορική τομή: Η κοινωνία μας δεν κινείται πλέον πάνω στην γραμμή ευμάρεια – λιτότητα, ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Από τη «μεταπολιτευτική» πραγματικότητα μας χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα, χωρίς επιστροφή: Ζούμε σε μια νέα κοινωνία που οργανώνεται ραγδαία με στόχο την επιστροφή σε μεσαιωνικές συνθήκες ώστε να εξυπηρετηθεί το Κεφάλαιο.
Στη μετά Καστελόριζο εποχή, βιώνουμε δύο διαφορετικές, εκ διαμέτρου αντίθετες, πραγματικότητες: Στη μία, τα μνημονιακά μέτρα πέτυχαν, ενώ στην άλλη, απέτυχαν. Στη μια πραγματικότητα που απέτυχαν, ζούμε μια γραμμική συνέχεια της Μεταπολίτευσης, που ζούσαμε με δανεικά, τα οποία φάγαμε «όλοι μαζί» και τώρα πρέπει να πληρώσουμε το λογαριασμό. Μπορούμε δηλαδή να φανταστούμε την κοινωνία σαν μια κουκίδα πάνω σε μια γραμμή, που κινείται από την «καλή» κατάσταση προς την «κακή», από την ευμάρεια στην λιτότητα. Επομένως, αν πετύχουν τα μέτρα, θα δούμε φως στο τέλος του τούνελ, θα μετακινηθεί δηλαδή η κουκίδα από τη λιτότητα στην ευμάρεια. Τα μέτρα θα πετύχουν αν αντισταθούμε στο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που ως άλλο ΠΑΣΟΚ τάζει πράγματα ανέφικτα, που θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή, στην έξοδο από το Ευρώ, και άλλα μύρια κακά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τί απαντάει; Ότι τα μέτρα των μνημονιακών κυβερνήσεων είναι «κακά» μέτρα, έχουν αποτύχει, οδηγούν την κοινωνία σε εξαθλίωση και ιδού τα αποτελέσματα. Ενώ εμείς, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, θα πάρουμε «καλά» μέτρα, που θα στηρίξουν το λαό και θα βγούμε από την «κρίση» χωρίς τόσες θυσίες. Αυτή την «κρίση» που προφανώς είναι κάτι σαν «κρίση βαρυστομαχιάς», που πιάνει τις κοινωνίες όταν φάνε πολύ. Έτσι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετακινήσει την κουκίδα πίσω στην ευμάρεια, στην «καλή» κατάσταση, με άλλη μέθοδο, φιλολαϊκή. Και η άλλη, η κυβερνητική – τροϊκανή μεριά απαντάει: «με τι λεφτά» και ο ΣΥΡΙΖΑ απαντάει πίσω «με αλλαγές στη φορολογία», και πάει λέγοντας.
Δεν θυμίζει λίγο αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ αυτή η διελκυστίνδα; Και πώς είναι δυνατόν να την κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ολοκληρωτική προπαγάνδα σε όλα τα επίπεδα; Τι έχει να αντιπαραθέσει στην επίθεση ολόκληρης της ΕΕ, του ΔΝΤ, των τραπεζών, των συστημικών καθηγητών, την σχεδιασμένη αδράνεια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και τόσα άλλα; Τι έχει να αντιπαραθέσει σε 30 χρόνια γιαπισμό και lifestyle, σε γκατζετάκια και i-κάτι που κυριαρχούν στη νεολαία; Μόνον θολές ιδέες συλλογικότητας, ενότητας και αγώνα, που έχουν καταπολεμηθεί και ξεφτιλιστεί τα 30 χρόνια Μεταπολίτευσης. Είναι χαμένος από χέρι. Μόνος δρόμος είναι τα μέτρα να εξαθλιώσουν το λαό σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεσηκωθεί αυθόρμητα και να τον ψηφίσει, αφού είναι η μόνη εναλλακτική λύση (η αντίληψη του ώριμου φρούτου). Βεβαία η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική όταν θα προκηρύξουν οι μνημονιακοί εκλογές που προσχεδιάζουν τις κινήσεις τους πολύ προσεκτικά.
Κι αν τα μέτρα πέτυχαν; Τότε εμφανίζεται, ως δια μαγείας, μια άλλη πραγματικότητα, όπου τα μέτρα είναι αυτοσκοπός, αποτελούν την επίθεση του μεγάλου Κεφαλαίου στους εργαζομένους και στους μικρομεσαίους. Όπου η «κρίση» δεν είναι «βαρυστομαχιά» αλλά έχει προκληθεί από την ίδια την τρόικα και την κυβέρνηση συνειδητά και οργανωμένα. Μια κρίση/επίθεση με τέσσερεις βασικούς στόχους: Το ξεπούλημα της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Την εξαθλίωση της κοινωνίας μέσω εξοντωτικής φορολογίας, με την αρπαγή και της τελευταίας δεκάρας που μάζεψε ο λαός με χίλια βάσανα τα τόσα χρόνια «ευμάρειας». Την επακόλουθη δημιουργία στρατιάς ανέργων με μηδενικά εργασιακά δικαιώματα, που θα δουλεύουν ανασφάλιστοι, για ένα κομμάτι ψωμί. Τέλος, την ταχύτατη διάλυση και παράδοση των δημοσίων μηχανισμών πρόνοιας, εκπαίδευσης και υγείας σε συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα.
Με άλλα λόγια: Αυτό που συντελέστηκε στο Καστελόριζο ήταν μια ιστορική τομή: Η κοινωνία μας δεν κινείται πλέον πάνω στην γραμμή ευμάρεια – λιτότητα, ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Από τη «μεταπολιτευτική» πραγματικότητα μας χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα, χωρίς επιστροφή: Ζούμε σε μια νέα κοινωνία που οργανώνεται ραγδαία με στόχο την επιστροφή σε μεσαιωνικές συνθήκες ώστε να εξυπηρετηθεί το Κεφάλαιο. Αυτή η νέα κοινωνία δεν υπάρχει στην κυρίαρχη ιδεολογία. Γι’ αυτήν ζούμε ακόμη στη Μεταπολίτευση, απλά τη διορθώνουμε, με – δυστυχώς – επώδυνα μέτρα. Επομένως, όταν τη διορθώσουμε θα γυρίσουμε στις παλιές καλές ημέρες. Η κυρίαρχη ιδεολογία παρουσιάζει το παραμύθι της γραμμής, με το φώς στο τέλος του τούνελ.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμη αποφασίσει πού πατάει, ποιά από τις δύο πραγματικότητες παρουσιάζει στο λαό. Γι’ αυτό και η προπαγάνδα που τον ταυτίζει με το ΠΑΣΟΚ πιάνει. Διότι όταν μπαίνεις σε ατέρμονες συζητήσεις που ανήκουν στη σφαίρα «λάθος μέτρα – σωστά μέτρα» παίζεις το παιχνίδι του κεφαλαίου, συμβάλλοντας στην παραποίηση της πραγματικότητας, νομιμοποιώντας το κυρίαρχο μοντέλο. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τον αντίπαλο της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης στο παιχνίδι σκιών, που δίνει σάρκα και οστά στην ψευδαίσθηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βροντοφωνάξει ότι τα μέτρα πέτυχαν, ότι κυβέρνηση και τρόικα είναι ένα και το αυτό, ότι κατασκεύασαν από κοινού την «κρίση», ότι το φώς στο τέλος του τούνελ είναι οι φλόγες της κόλασης. Πρέπει πάση θυσία να αναδείξει το ψέμα της «εξόδου από την κρίση», αντί συζητάει αν το φορολογικό νομοσχέδιο «είναι σε λάθος κατεύθυνση». Είναι στη σωστή κατεύθυνση: ο λαός εξαθλιώνεται μέσω της εξοντωτικής φορολογίας. Η υγεία και η παιδεία πάνε ολοταχώς προς πλήρη ιδιωτικοποίηση, η δημόσια διοίκηση έχει μετατραπεί σε ιδιωτική μέσω της απειλής των απολύσεων και ο ΣΥΡΙΖΑ λέει πως η κυβέρνηση είναι αποτυχημένη! Δηλαδή η κυβέρνηση είχε στόχο την έξοδο από την κρίση αλλά δεν τα καταφέρνει γιατί έχει «λάθος συνταγή»;
Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, δηλαδή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι είναι αυτοσκοπός τα μέτρα και η λιτότητα. Πράγματι, υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές σε όλα αυτά. Όμως η συνολική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει την τρέχουσα κυβέρνηση ως μια ακραία αντιλαϊκή Μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Πόσες φορές έχουν αναφερθεί τα στελέχη του κόμματος, του προέδρου μη εξαιρουμένου, στην «αποτυχία» της κυβέρνησης, των μέτρων, των μνημονίων κ.ο.κ. Παράδειγμα ο περιβόητος «λάθος πολλαπλασιαστής» του ΔΝΤ που κάναμε σημαία, ότι τάχατες και το ΔΝΤ παραδέχεται ότι τα μέτρα είναι λάθος. Το πόσο λάθος είναι φάνηκε στην συνέχεια, όταν όλοι οι «εταίροι» έσπευσαν να πουν ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στην πολιτική της τρόικας/κυβέρνησης.
Ας δούμε με ποια «πραγματικότητα» επιλέγει να αντιπαρατεθεί (νομιμοποιώντας τη) η Π.Γ. του κόμματος στην τελευταία (22/8/13) ανακοίνωση της. Παραθέτω απόσπασμα: «Η κυβέρνηση εφαρμόζοντας μια απίστευτα σκληρή αντιλαϊκή πολιτική αδιαφορεί πλήρως για τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας στην οικονομία και την κοινωνία, για τη διόγκωση της ανεργίας και για την έκδηλη αποτυχία του μνημονιακού προγράμματος ακόμα και στους στόχους που το ίδιο έχει θέσει». Έχουμε λοιπόν «την έκδηλη αποτυχία του μνημονιακού προγράμματος ακόμα και στους στόχους που το ίδιο έχει θέσει». Μα το μνημονιακό πρόγραμμα είναι σχεδιασμένο να «αποτυγχάνει», διότι αν πετύχει τότε θα πρέπει να βγούμε από την «κρίση». Αυτό θα ήταν η μέγιστη αποτυχία της κυβερνητικής/τροϊκανής πολιτικής διότι τότε δεν θα υπήρχε λόγος να συνεχιστούν τα μέτρα, να ξεπουληθεί κι άλλο η χώρα κλπ. Ποτέ δεν πρόκειται να επιτευχθούν οι οικονομικοί στόχοι (αυτό το έχει πει επανειλημμένα πλειάδα οικονομολόγων, ακόμη και της άλλης πλευράς). Άρα γιατί συζητάμε για αποτυχία; Δεν υπονοούμε έτσι ότι υπάρχει περίπτωση επιτυχίας και επομένως ο δηλωμένος κυβερνητικός στόχος της εξόδου από την ψευδο-κρίση νομιμοποιείται ως πραγματικός;
Η αποδοχή του ίδιου ιδεολογήματος, δηλαδή ότι οι πραγματικοί στόχοι ταυτίζονται με τους δηλωμένους, συνεχίζεται, με την «απίστευτα σκληρή αντιλαϊκή πολιτική αδιαφορεί πλήρως …». Η κυβέρνηση δεν αδιαφορεί καθόλου αλλά επικροτεί, αφού ο πραγματικός στόχος της είναι «οι επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας στην οικονομία και την κοινωνία», και η «διόγκωση της ανεργίας».
Χάνουμε το παιχνίδιόταν το παίζουμε στην πραγματικότητα (δηλαδή το πεδίο σύγκρουσης) που μας ορίζει ο αντίπαλος: Η κυβέρνηση λέει ότι τα μέτρα είναι αναγκαία για τη σωτηρία της χώρας, εμείς λέμε πως αποτυγχάνουν, δηλαδή δε σώζουν τη χώρα. Δεν λέμε ότι είναι επιτυχημένα μέτρα σωτηρίας του μεγάλου κεφαλαίου μέσω της καταστροφής της κοινωνίας. Δεν αλλάζουμε το πεδίο μάχης, αναδεικνύοντας την άλλη πραγματικότητα, τη δική μας, αλλά νομιμοποιούμε την κυρίαρχη ιδεολογία/πραγματικότητα, μπαίνοντας σε διαγωνισμό καλλιστείων για τον καλύτερο σωτήρα.