Το πρωί του Σαββάτου 6 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ανακοίνωσε την πολιτική επιστράτευση των απεργών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Κανείς δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα, καθώς το Πρωτοδικείο Αθηνών είχε έγκαιρα προετοιμάσει το έδαφος για την κυβερνητική πρωτοβουλία, κρίνοντας την απεργία «παράνομη και καταχρηστική».
Οι μονότονες ανακοινώσεις που ακολούθησαν την είδηση της επιστράτευσης μαρτυρούν την απουσία του στοιχείου της έκπληξης: η Νέα Δημοκρατία, επικαλούμενη τη σταθερότητα, επανέλαβε το δόγμα «η χώρα δεν μπορεί να είναι όμηρος συντεχνιών»· η Αριστερά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κατήγγειλαν τον «αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης»· η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ δήλωσε ότι «ο αγώνας [...] πέτυχε και θα συνεχιστεί», ενώ ο πρόεδρος του Σωματείου Σπάρτακος ότι «ο αγώνας δεν καταστέλλεται», παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στις δουλειές τους με το φύλλο πορείας στο χέρι, σχεδόν προτού καλά καλά απεργήσουν. Το αλάνθαστο κριτήριο της αγοραίας ειδησιογραφίας γρήγορα αντικατέστησε τις προφητείες για το «καταστρεπτικό μπλακ άουτ» με τις πραγματικές εκπλήξεις των ημερών: τη συντριβή της Βραζιλίας, την οριστική επιβεβαίωση της παρουσίας του Ρεθύμνιου κροκοδείλου και το διαζύγιο του Πέτρου Κωστόπουλου και της Τζένης Μπαλατσινού.
Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της επιστράτευσης η αναμενόμενη σύγκρουση κυβέρνησης και συνδικάτων γύρω από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ συρρικνώθηκε αυστηρά στα όρια της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Η τελευταία έχει τη δική της σημασία, καθώς καταδεικνύει –για πολλοστή φορά– την επιλογή της κυβέρνησης να παραβιάζει τους κανόνες της δημοκρατίας, τους οποίους διαρκώς επικαλείται, όπως στο παράδειγμα με το γαϊτανάκι γύρω από τη σύγκληση της Ολομέλειας της Βουλής. Από την άλλη, η προκαταβολική απαξίωση της προοπτικής του δημοψηφίσματος φανερώνει τον εκνευρισμό της κυβέρνησης για το αναπάντεχο ενδεχόμενο να χρειαστεί να πείσει γι’ αυτό που παρουσιάζει ως αυτονόητο, αλλά και την ανησυχία της για την ενδεχόμενη εμφάνιση ενός αντικυβερνητικού μετώπου της Αριστεράς γύρω από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες.
Ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον των εξελίξεων αυτών, η απουσία των εργαζόμενων της ΔΕΗ από το προσκήνιο υπογραμμίζει την παγίωση μιας νέας κατάστασης: την αναγόρευση της προληπτικής καταστολής σε κυρίαρχο κρατικό δόγμα, το οποίο διαπερνά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, τις δικαστικές αποφάσεις και τις πρακτικές της αστυνομίας. Η προληπτική πολιτική επιστράτευση, οι προληπτικές προσαγωγές, η προληπτική διάλυση και η προληπτική απαγόρευση συγκεντρώσεων αποτυπώνουν την ενισχυμένη αυτοπεποίθηση των κρατικών μηχανισμών που καθορίζουν τα όρια της κοινωνικής σύγκρουσης, πριν ακόμα αυτή εκδιπλωθεί. Και, στον βαθμό που συζητάμε για την πολιτική επιστράτευση εργαζομένων, αυτή η πρακτική έχει αποδειχθεί επιτυχής: το 2013, οι διαδοχικές επιστρατεύσεις των εργαζομένων στο μετρό, των ναυτεργατών και των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης λειτούργησαν ανασταλτικά στην υλοποίηση των συνδικαλιστικών αποφάσεων για σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική. Ακόμα περισσότερο, ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει δείχνει ότι η κυβερνητική επιλογή υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματική και μακροπρόθεσμα, καθώς οι κλάδοι που εκπροσωπούσαν τον μαχητικό συνδικαλισμό στην Ελλάδα βρίσκονται σε παρατεταμένη κινηματική νηνεμία.
Οι εμπειρίες αυτές πρέπει να προβληματίσουν την Αριστερά που επιμένει μεν –και ορθώς, βέβαια– να καταγγέλλει τον κυβερνητικό αυταρχισμό, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει τις πρακτικές αυτές ως εκτροπή από μια –οριστικά απολεσθείσα– εποχή κατοχυρωμένων κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Με παρόμοιο τρόπο, οι διαβεβαιώσεις των συνδικαλιστικών φορέων ότι η πολιτική επιστράτευση φανερώνει τη φοβία της κυβέρνησης μοιάζουν με ξόρκι, καθώς είναι εντελώς αναντίστοιχες με την αυτόματη επιστροφή στην κανονικότητα που ακολουθεί την επίδοση των φύλλων πορείας. Δεν πρόκειται για ζήτημα ύφους. Σχετίζεται με τη συλλογική μας αδυναμία να μετασχηματίσουμε την καταγγελία της καταστολής σε πολιτική πρακτική –και όχι απλώς ρητορική– ανυπακοής, καθώς και την απροθυμία μας να αποδεχτούμε ότι οι κατασταλτικές πρακτικές όχι μόνο δεν πυροδοτούν αντιστάσεις, αλλά συναντούν την επιδοκιμασία τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Η μετάβαση από την περίοδο της μνημονιακής κρίσης στην εποχή της αυταρχικής σταθερότητας συμβαδίζει με τη μετεξέλιξη των μηχανισμών του κοινωνικού αυτοματισμού. Η αντιπολιτική στάση και το μένος εναντίον των συνδικαλιστών, τάσεις οι οποίες μόνο περιθωριακές δεν είναι αν αφουγκραστεί κανείς τη συζήτηση στους συρμούς του ηλεκτρικού ή στην ουρά της τράπεζας, αποτελούν ίσως το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση των κυβερνητικών επιλογών. Το διαταξικό αυτό ακροατήριο που επιζητεί «νόμο και τάξη», νοσταλγεί τους ισχυρούς άντρες στο τιμόνι της χώρας και επιβραβεύει τους πολιτικούς εκείνους που κατακεραυνώνουν τις συλλογικές διεκδικήσεις επιβεβαιώνει την εικόνα της κοινωνικής πόλωσης, την οποία συχνά περιγράφουμε, ξεχνώντας όμως τον ενοχλητικό της συντηρητικό πόλο. Η φωνή του κοινωνικού συντηρητισμού δεν εκφράζεται από τις στήλες των διανοουμένων που αιωνίως αγανακτούν με την «ασυδοσία» της μεταπολίτευσης· βρίσκει την έκφρασή της στα κανάλια της επιφανειακής αντιμνημονιακής ρητορείας, στην προσδοκία ότι οι οικονομικές περιπέτειες τελείωσαν, και κυρίως στην ιερή οργή εναντίον των «βολεμένων», όπου ανήκουν όλοι εκτός από τον εκάστοτε οργίλο. Το παγόβουνο της αντιπολιτικής έχει μία ορατή κορυφή –τη Χρυσή Αυγή– αλλά ένα σημαντικό κοινωνικό βάθος, συχνά αόρατο στα μάτια της Αριστεράς.
Στο πολυπληθές αυτό ακροατήριο απευθύνεται η κυβέρνηση όταν παρουσιάζει την πολιτική της ως σύγκρουση με τις συντεχνίες. Ταυτόχρονα, το μήνυμα αυτό έχει αποδέκτη και εκτός των συνόρων. Το φετινό καλοκαίρι παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα, μέσα από την αύξηση των τουριστικών αφίξεων. Στοχευμένες δημοσιεύσεις και υπόρρητη σύγκριση με τη Μέση Ανατολή και τη γειτονική Τουρκία εξυπηρετούν την εικόνα του θερινού successstory. Η προληπτική καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας αποτελεί προϋπόθεση της εικόνας σταθεροποίησης που τόσο συστηματικά προβάλλει η κυβέρνηση. Η συμβολική διάσταση είναι σαφής: αν η μνημονιακή κρίση έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της κοινωνικής έκρηξης η εποχή της αυταρχικής σταθερότητας εκφράζει την έξοδο από την οικονομική περιπέτεια του grexit.
Το τελευταίο πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι γνωρίζει τον αντίπαλό της. Η κόπωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ο φόβος της διαθεσιμότητας, οι επιλογές των συνδικαλιστικών ηγεσιών που εναλλάσσουν τους ρητορικούς λεοντοκαρδισμούς με την αμήχανη υποχώρηση επιτρέπουν την εμπέδωση των πρακτικών της πολιτικής επιστράτευσης. Η περσινή καλοκαιρινή ήττα των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης –όχι μόνο για το αποτέλεσμα της απεργίας, αλλά κυρίως για τον ίδιο τον χειρισμό της– αποκάλυψε την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη. Το μοντέλο συνδικαλισμού που εκπροσώπησε για χρόνια η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ (με τους νέους εργαζόμενους εξορισμένους από τη συνδικαλιστική οργάνωση, την αδιαφανή χρήση της κρατικής χρηματοδότησης και την πολυετή σύνδεσή της με τους μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ) συγκινεί πλέον ελάχιστους. Για την κυβέρνηση, αυτή η διαπίστωση οδηγεί στη συκοφάντηση των συλλογικών διεκδικήσεων. Για την Αριστερά, η ίδια διαπίστωση πρέπει να οδηγήσει σε διαφορετικές πρωτοβουλίες: στη χαρτογράφηση της μισθωτής εργασίας που βρίσκεται εκτός συνδικάτων, στη συζήτηση για τη δομή και λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, στην ενίσχυση των νέων μορφών οργάνωσης και στην προώθηση μιας φιλόδοξης εκστρατείας για την ριζική ανανέωση, και πολιτική και ηλικιακή, του υπάρχοντος κόσμου της οργανωμένης εργασίας.
*Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ColumbiaUniversity