Στη μνήμη του Παύλου Ζάννα.

Χρειά­στη­καν λοι­πόν πέντε μήνες για να απο­χω­ρή­σει επι­τέ­λους η ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση από μια δια­δι­κα­σία εξου­θε­νω­τι­κή για την ίδια, την κοι­νω­νία και την χώρα. Οσοι χρειά­στη­καν και για να απο­φα­σί­σει να δώσει (προ­σω­ρι­νό;) τέλος στην αι­μορ­ρα­γία της απο­πλη­ρω­μής των δό­σε­ων προς τους δα­νει­στές και για να απευ­θύ­νει το κυ­βερ­νών κόμμα ένα κά­λε­σμα για επα­νεκ­κί­νη­ση της λαϊ­κής κι­νη­το­ποί­η­σης που διέ­κο­ψε η κα­τα­στρο­φι­κή από κάθε άποψη συμ­φω­νία της 20ης Φλε­βά­ρη.

Με στραγ­γιγ­μέ­να τα δη­μό­σια τα­μεία, με την οι­κο­νο­μία να υφί­στα­ται τις συ­νέ­πειες του ελέω ΕΚΤ χρη­μα­το­δο­τι­κού στραγ­γα­λι­σμού, με τον λαό αδρα­νο­ποι­η­μέ­νο και σε σύγ­χυ­ση, το ερώ­τη­μα που αβί­α­στα προ­κύ­πτει είναι εάν όλα τα προη­γού­με­να, πέρα από ανε­παρ­κή, έρ­χο­νται πολύ αργά. Εάν, με άλλα λόγια, είναι δυ­να­τόν να κα­λυ­φθεί ο χρό­νος που άρ­χι­σε να κυλά σε βάρος της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης από τότε που η ίδια προ­σπά­θη­σε να πα­ρου­σιά­σει ως «δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή επι­τυ­χία» την αδυ­να­μία της να κάμ­ψει στο ελά­χι­στο την στάση των δα­νει­στών.



Σε πεί­σμα λοι­πόν της ξύ­λι­νης γλώσ­σας περί «προ­ό­δου» και «επι­κεί­με­νης συμ­φω­νί­ας», αυτό που ήρθαν να επι­βε­βαιώ­σουν οι τε­λευ­ταί­ες εξε­λί­ξεις είναι ότι η πα­ρά­στα­ση του τε­λευ­ταί­ου πε­ντά­μη­νου δεν ήταν παρά μια πα­ρω­δία «δια­πραγ­μά­τευ­σης». Διότι πως αλ­λιώς να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με μια δια­δι­κα­σία όπου η πρό­τα­ση που κα­τα­θέ­τει τε­λε­σι­γρα­φι­κά, μετά από τέσ­σε­ρις μήνες, η άλλη πλευ­ρά, προ­φα­νώς αυτή που δια­θέ­τει την ισχύ, απο­τε­λεί, κα­τ’ο­μο­λο­γία του υπουρ­γού Εσω­τε­ρι­κών  μια ιδιαί­τε­ρα βε­βα­ρυ­μέ­νη εκ­δο­χή του ση­μεί­ου εκ­κί­νη­σης, των όσων δη­λα­δή είχε απο­δε­χθεί η προη­γού­με­νη ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση με το δια­βό­η­το «μέηλ Χαρ­δού­βε­λη»;  Το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρεί να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς είναι ότι μετά από ένα τέ­τοιο ναυά­γιο, είναι η απο­χώ­ρη­ση. Το πιο κρί­σι­μο όμως, εάν δεν θέ­λου­με να επα­να­λη­φθεί αυτό το εφιαλ­τι­κό σε­νά­ριο, είναι η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, δη­λα­δή η δη­μό­σια ανα­γνώ­ρι­ση, ότι αυτή η δια­δι­κα­σία ήταν μια πα­γί­δα, στην οποία εγκλω­βί­στη­κε η ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά, με πολύ δυ­σά­ρε­στα απο­τε­λέ­σμα­τα, που, ας το πούμε ευ­θέ­ως, μόνο με ρι­ζι­κή αλ­λα­γή πο­ρεί­ας είναι ανα­στρέ­ψι­μα.



Διότι ο χρό­νος που «χά­θη­κε» σε αυτές τις ατέ­λειω­τες «συ­νο­μι­λί­ες» δεν χά­θη­κε για όλους. Προ­φα­νώς δεν χά­θη­κε για την πλευ­ρά των δα­νει­στών που ακο­λού­θη­σαν με από­λυ­τη συ­νέ­πεια την στρα­τη­γι­κή του «κλοιού ρευ­στό­τη­τας» που εγκαι­νί­α­σε δέκα μόλις μέρες μετά τις εκλο­γές ο Μάριο Ντρά­γκι. Και που πέ­τυ­χαν κάτι, που του­λά­χι­στον στα μάτια όσων στή­ρι­ξαν και συ­νέ­βα­λαν στην υπό­θε­ση μιας αρι­στε­ρής κυ­βέρ­νη­σης, φά­ντα­ζε αδια­νό­η­το πριν από με­ρι­κούς μήνες: να σύ­ρουν μια κυ­βέρ­νη­ση που εκλέ­χτη­κε με δια­κυ­ρηγ­μέ­νο στόχο την κα­τάρ­γη­ση των Μνη­μο­νί­ων στην απο­δο­χή του «κά­δρου» των πο­λι­τι­κών λι­τό­τη­τας. Διότι, και πάλι, πως αλ­λιώς μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­σθεί το απί­στευ­το «κεί­με­νο των 47 σε­λί­δων», όπως έχει πλέον κα­τα­χω­ρη­θεί η τε­λευ­ταία ολο­κλη­ρω­μέ­νη εκ­δο­χή της ελ­λη­νι­κής πρό­τα­σης; (Το πλή­ρες αναρ­τή­θη­κε από το ThePressProject) Ενα κεί­με­νο που κι­νεί­ται στην γνώ­ρι­μη, και σα­φέ­στα­τα μνη­μο­νια­κή, λο­γι­κή των δη­μο­σιο­νο­μι­κών πλε­ο­να­σμά­των, των ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων, της διαρ­κούς αύ­ξη­σης της πραγ­μα­τι­κής ηλι­κί­ας συ­ντα­ξιο­δό­τη­σης, της πα­γί­ω­σης της λη­στρι­κής υπερ­φο­ρο­λό­γη­σης των τε­λευ­ταί­ων ετών με ταυ­τό­χρο­νη αύ­ξη­ση της έμ­με­σης φο­ρο­λο­γί­ας, την μεί­ω­ση της προ­στα­σί­ας της πρώ­της κα­τοι­κί­ας και την με­τά­θε­ση σε ένα ακα­θό­ρι­στο μέλ­λον του συ­νό­λου σχε­δόν των προ­γρα­μα­τι­κών δε­σμεύ­σε­ων  του Σύ­ρι­ζα που δεν έχουν ντε φάκτο ήδη αναι­ρε­θεί;



Ας εί­μα­στε σα­φείς: στην διαρ­κή διο­λί­σθη­ση των ελ­λη­νι­κών θέ­σε­ων κατά τη διάρ­κεια της δήθεν δια­πραγ­μά­τευ­σης, το κεί­με­νο των 47 σε­λί­δων απο­τε­λεί ση­μείο τομής. Ακόμη κι αν οι προ­τά­σεις της ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς γί­νο­νταν απο­δε­κτές ως «βάση συ­ζή­τη­σης», και ξέ­ρου­με ότι από τότε υπήρ­ξαν και πε­ραι­τέ­ρω βή­μα­τα ευ­θυ­γράμ­μι­σης με τις απαι­τή­σεις των δα­νει­στών (με πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό την πλήρη απο­δο­χή των στό­χων για δη­μο­σιο­νο­μι­κά πλε­ο­νά­σμα­τα), το απο­τέ­λε­σμα θα ήταν και πάλι η συ­νέ­χι­ση της λι­τό­τη­τας και η εμπέ­δω­ση του μνη­μο­νια­κού κα­θε­στώ­τος. Με αυτήν την έν­νοια μπο­ρού­με να πούμε ότι η πα­ρα­βί­α­ση της λαϊ­κής εντο­λής έχει ήδη συ­ντε­λε­σθεί.

Ο «χα­μέ­νος χρό­νος» δεν ση­μαί­νει όμως μόνο διαρ­κή υπο­χώ­ρη­ση των ελ­λη­νι­κών θέ­σε­ων. Εξ’ί­σου καί­ρια είναι  η αδρα­νο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας, ο εθι­σμός στο κα­τέ­βα­σμα του πύχη, το αί­σθη­μα ανη­μπό­ριας που γε­νι­κεύ­ε­ται. Η τομή εδώ ήρθε με την συμ­φω­νία της 20ης Φλε­βά­ρη που έδωσε τέλος στο κλίμα ελ­πί­δας και αγω­νι­στι­κής εγρή­γορ­σης που είχε πυ­ρο­δο­τή­σει η εκλο­γι­κή νίκη. Κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο έπαι­ξε εδώ ο επί­ση­μος κυ­βερ­νη­τι­κός λόγος αλλά και η αδυ­να­μία του Σύ­ρι­ζα ώς κόμ­μα­τος να δώσει ένα δια­φο­ρε­τι­κό στίγ­μα. Αυτό που εν τέλει κυ­ριάρ­χη­σε, και συ­νε­χί­ζει εν μέρει μια μετά θά­να­τον δια­δρο­μή, ήταν η ατέρ­μο­νη «δια­πραγ­μα­τευ­σιο­λο­γία», η φι­λο­λο­γία περί της επί θύ­ραις «συμ­φω­νί­ας» και του δήθεν «έντι­μου συμ­βι­βα­σμού», όλα αυτά κατά στιγ­μές διαν­θι­σμέ­να με πιο επι­θε­τι­κές κο­ρώ­νες που «έπαι­ζαν» με το εν­δε­χό­με­νο της «ρήξης» - χωρίς ποτέ όμως να το προ­ε­τοι­μά­ζουν και να το εξη­γούν σαν μια βιώ­σι­μη και θε­τι­κή επι­λο­γή. Δεν μπο­ρεί λοι­πόν να προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη ο σκε­πτι­κι­σμός με τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζε­ται ένα κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο, πρό­χει­ρο και με θολή στό­χευ­ση κά­λε­σμα για λαϊκή κι­νη­το­ποί­η­ση όπως αυτό της Τε­τάρ­της 17 Ιούνη.



Είναι πλέον προ­φα­νές η κυ­βέρ­νη­ση αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα ο Σύ­ρι­ζα έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν ένα θέμα αξιο­πι­στί­ας. Διότι ποιά αξιο­πι­στία μπο­ρεί άραγε να έχει η δή­λω­ση ότι «τώρα αρ­χί­ζει η πραγ­μα­τι­κή δια­πραγ­μά­τευ­ση» μετά από τους εξα­ντλη­τι­κούς πέντε μήνες που πέ­ρα­σαν; Τι νόημα έχει η επα­νά­λη­ψη της εκτί­μη­σης περί «θε­τι­κής συμ­φω­νί­ας της 20ης Φλε­βά­ρη» όταν οι πά­ντες πε­ρί­που έχουν δε­χθεί ότι έδεσε τα χέρια της κυ­βέρ­νη­σης χωρίς να εξα­σφα­λί­σει την πα­ρα­μι­κρή χα­λά­ρω­ση του χρη­μα­το­δο­τι­κού κλοιού; Πόσοι πι­στεύ­ουν ακόμη ότι το «Brussels group» και τα «τε­χνι­κά κλι­μά­κια» είναι κάτι δια­φο­ρε­τι­κό από την Τρόϊ­κα, ότι η λε­γό­με­νη «πέμ­πτη αξιο­λό­γη­ση» έχει απο­συρ­θεί από το τρα­πέ­ζι ή ακόμη ότι δεν υφί­στα­ται Μνη­μό­νιο ακόμη κι αν τώρα το λέμε «πρό­γραμ­μα» (κατά το «Θε­σμοί»); Αυτή η διαρ­κής λε­κτι­κή τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γία δεν απο­τε­λεί εξ’άλ­λου και μια ομο­λο­γία απο­τυ­χί­ας (όταν δεν μπο­ρού­με να αλ­λά­ξου­με τα πράγ­μα­τα, αλ­λά­ζου­με την ονο­μα­σία τους) και συ­νά­μα σύμ­πτω­μα προϊ­ού­σας απο­σά­θρω­σης του ίδιου του πο­λι­τι­κού λόγου;



Με το μνη­μειώ­δες έργο του «Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρόνο», ο Μαρ­σέλ Προυστ κα­τέ­δει­ξε αυτό που είχε συ­νο­ψί­σει ο Ηρά­κλει­τος με το ρητό του «Πο­τα­μώ ουκ έστιν εμ­βή­ναι δις τω αυτώ» («είναι αδύ­να­το να μπεις στο ίδιο πο­τά­μι δεύ­τε­ρη φορά»). Ο «χα­μέ­νος χρό­νος» έχει πε­ρά­σει ανε­πι­στρε­πτί, και η ανα­βί­ω­σή του, με οδηγό την μνήμη, δεν νο­εί­ται παρά ως αφη­γη­μα­τι­κή ανα­δη­μιουρ­γία σε ένα άλλο επί­πε­δο, αυτό της μυ­θι­στο­ρί­ας και του φα­ντα­σια­κού. Και για να το κάνει αυτό ο Προυστ στα­μά­τη­σε να ζει, διέ­κο­ψε τρό­πον τινά για τον ίδιο την ροή του χρό­νου για να αφή­σει την γραφή του να ανε­με­τρη­θεί με την εμπει­ρία της απώ­λειας.



Εστω και έτσι όμως, ο γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας έχει κάτι καί­ριο να πει σε όσους κά­νουν την αντί­θε­τη από τον ίδιο επι­λο­γή, σε όσους να συ­νε­χί­ζουν να ζουν και να δρουν σε αυτόν τον κόσμο, με τη γνώση όμως ότι το κα­θε­τί κρα­τά­ει κάτι από την γεύση του πα­ρελ­θό­ντος, που δεν είναι παρά η γεύση του ανεκ­πλή­ρω­του. Μόνο η δη­μιουρ­γία και­νούρ­γιου χρό­νου μπο­ρεί να δι­καιώ­σει όσα τραυ­μά­τι­σε αυτός που πέ­ρα­σε. Με αυτήν την έν­νοια, τί­πο­τε δεν είναι σή­με­ρα πιο επί­και­ρο από το πρό­γραμ­μα του Σύ­ρι­ζα, από τις δε­σμεύ­σεις που ανέ­λα­βε και που τον οδή­γη­σαν σε μια ιστο­ρι­κής ση­μα­σί­ας νίκη, ακρι­βώς επει­δή ξέ­ρου­με ότι η υλο­ποί­η­σή τους δεν μπο­ρεί να γίνει όπως αρ­χι­κά εί­χα­με σκε­φτεί. Νέα αρχή δεν γί­νε­ται εκ του μη­δε­νός, ούτε όμως και χωρίς ρήξη με αυτό προη­γή­θη­κε.



Η κυ­βέρ­νη­ση, ο Σύ­ρι­ζα, ο ελ­λη­νι­κός λαός βρί­σκο­νται σή­με­ρα μπρο­στά σε ένα απλό, στη δια­τύ­πω­σή του και μόνον, δί­λημ­μα: συν­θη­κο­λό­γη­ση ή ρήξη, πα­ρά­δο­ση ή ανοι­χτό στοί­χη­μα για το μέλ­λον. Η δεύ­τε­ρη επι­λο­γή ενέ­χει αναμ­φι­σβή­τη­τα ρίσκο, η πρώτη όμως δεν έχει να προ­σφέ­ρει παρά την ασφά­λεια μιας θα­νά­σι­μης, ατε­λεί­ω­της, αγω­νί­ας. Για λίγο ακόμη το μέλ­λον είναι ανοι­χτό. Κα­νείς δεν μπο­ρεί εξ’άλ­λου να πει τι θα είχε κάνει ο Προυστ αν δεν είχε δο­κι­μά­σει αυτό το μικρό κομ­μά­τι κέηκ που οι Γάλ­λοι ονο­μά­ζουν Μα­ντλέν.

 

ΥΓ. Ο Παύ­λος Ζάν­νας (1929-1989) άρ­χι­σε να με­τα­φρά­ζει το έργο του Μαρ­σέλ Προυστ στη φυ­λα­κή όπου βρι­σκό­ταν για την αντι­δι­κτα­το­ρι­κή του δράση και τη συμ­με­το­χή στην ορ­γά­νω­ση «Δη­μο­κρα­τι­κή Αμυνα». Οταν οι συ­γκρα­τού­με­νοί του, ή οι κα­το­πι­νό­τε­ροι, τον ρω­τού­σαν γιατί, στις δε­δο­μέ­νες συν­θή­κες, δεν είχε δια­λέ­ξει να ασχο­λη­θεί με κάτι «πιο πο­λι­τι­κό», απα­ντού­σε ότι το να με­τα­φρά­ζεις Προυστ ακρι­βώς σε εκεί­νες τις συν­θή­κες συ­νι­στού­σε κα­τ’ε­ξο­χήν πο­λι­τι­κή πράξη και ανα­πό­σπα­στο μέρος της αντι­στα­σια­κής του δρά­σης.

Ετικέτες