Στο ξεκίνημά του το 2021 σφραγίστηκε από το ξέσπασμα του ελληνικού #metoo.

 Η δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για τον προ εικοσαετίας βιασμό της αποτέλεσε  την απαρχή ενός καταιγισμού καταγγελιών που ξεκίνησε από το χώρο του αθλητισμού, σάρωσε αυτόν των τεχνών, μεταφέρθηκε στα Πανεπιστήμια, φέρνοντας στην επιφάνεια όλη την αόρατη βία που είχε συσσωρευθεί κάτω από χρόνια σιωπής, φόβου και συγκάλυψης. Στους μήνες που ακολούθησαν η επικαιρότητα κατακλύστηκε από περιστατικά ακραίας σεξιστικής βίας: γυναικοκτονίες, βιασμούς, trafficking, παρενοχλήσεις. Φτάνουμε, έτσι, στην εκπνοή του Οκτώβρη να μετράμε τη δέκατη τρίτη γυναικοκτονία από την αρχή του έτους, με τους πραγματικούς αριθμούς να παραμένουν άγνωστοι λόγω της περιορισμένης καταγγελίας και της υποκαταγραφής από τις αρχές.

Η φετινή 25η Νοέμβρη, Παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, επαναφέρει την ευκαιρία, αλλά και το καθήκον για το φεμινιστικό κίνημα να ανοίξει τη συζήτηση για την έμφυλη βία  πλατιά στην κοινωνία και να αρθρώσει συγκεκριμένα αιτήματα που θα κάνουν πράξη το «ούτε μία λιγότερη». Την ώρα που τα αστικά ΜΜΕ στην είδηση της εκάστοτε γυναικοκτονίας παίζουν εναλλάξ το χαρτί της ιδεολογικής επίθεσης (βλ. έγκλημα πάθους, «ο δράστης θόλωσε», κ.ό.κ.) και της ενσωμάτωσης (πλέον ο όρος «γυναικοκτονία» χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των αστικών καναλιών), είναι ανάγκη να αναδειχτούν τα βαθύτερα, συστημικά αίτια της γυναικείας καταπίεσης που υποθάλπουν την πιο ακραία μορφή βίας, τη γυναικοκτονία.

Οι κρατικές ευθύνες

Το πανομοιότυπο μοτίβο των φετινών γυναικοκτονιών μαρτυρά με τον πιο καθαρό τρόπο την εγκληματική αδιαφορία που επιδεικνύει το κράτος στη διαχείριση των καταγγελιών έμφυλης κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας.  Οι γυναικοκτονίες είχαν στην πλειονότητά τους ως θύματα γυναίκες που βρήκαν τη δύναμη να «σπάσουν τη σιωπή», αλλά, όταν κατέφυγαν στις αρχές, όχι μόνο δεν τους παρασχέθηκε στήριξη και προστασία, αλλά αντιθέτως αποθαρρύνθηκαν από το να προβούν σε επίσημη καταγγελία. Κραυγαλέο είναι το παράδειγμα της Κωνσταντίνας Τσάπα, η οποία δολοφονήθηκε από τον εν διαστάσει σύζυγο της, μολονότι είχε καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε γίνει δεκτή από το δικαστήριο, χωρίς όμως ποτέ να ελεγχθεί η εφαρμογή της σχετικής απόφασης.

Παρατηρούμε, έτσι, το φαινομενικά παράδοξο, την ίδια στιγμή που αυξάνεται η ορατότητα και η κοινωνία επιδεικνύει μικρότερη ανοχή στην έμφυλη βία, οι δείκτες των γυναικοκτονιών να εκτινάσσονται. Και η τρομακτική συχνότητα των περιστατικών δεν μπορεί επαρκώς να εξηγηθεί με υπεραπλουστεύσεις, στη λογική του «πάντοτε συνέβαιναν, αλλά τώρα βλέπουν το φως της δημοσιότητας». Η πλατύτερη, πλέον, διάχυση του φεμινιστικού λόγου στην κοινωνία έχει συμβάλει στην ενδυνάμωση των γυναικών, που μπορούν ευκολότερα σε σχέση με το παρελθόν να διαγνώσουν κακοποιητικές συμπεριφορές και να «σηκώσουν κεφάλι». Όσο, όμως, δεν υπάρχουν προσβάσιμες δομές στήριξης που να είναι δίπλα τους και να τις καθοδηγούν με ασφάλεια στη διαδικασία της απομάκρυνσης από τον κακοποιητή, τόσο η «άτακτη φυγή» τους θα συναντά τη δολοφονική βία του τελευταίου. Όσο η αστυνομία εξακολουθεί να στέλνει τις καταγγέλλουσες στα σπίτια τους υποτιμώντας/χλευάζοντας την απειλή, όσο απουσιάζουν οι οποιεσδήποτε εγγυήσεις τήρησης των δικαστικών αποφάσεων στις περιπτώσεις που έχει παρασχεθεί δικαστική προστασία, τόσο θα μακραίνει ο κατάλογος των γνωστών και άγνωστων θυμάτων.

Νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας στον ΠΚ

Ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο, η καταπολέμηση της έμφυλης βίας υπονομεύεται από ένα νομικό πλαίσιο που έμμεσα την υποθάλπει. Η Κυβέρνηση -την ίδια στιγμή που επιχειρεί την αυστηροποίηση του πλαισίου ποινών με την τροποποίηση σειράς διατάξεων του Ποινικού Κώδικα- προκλητικά κωφεύει στον τραγικό απολογισμό δολοφονημένων γυναικών των τελευταίων μηνών, αρνούμενη να τυποποιήσει τη γυναικοκτονία ως διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Παρά τις υποκριτικές εξαγγελίες που ακολούθησαν το κίνημα #metoo, λίγους μήνες αργότερα αποδεικνύει ότι δεν έχει την πολιτική βούληση να ικανοποιήσει ένα ώριμο κοινωνικό αίτημα για μία στοιχειώδη νομική μεταρρύθμιση. Είναι προφανές ότι η αντεγκληματική πολιτική εξαντλείται στην ποινικοποίηση της πολιτικής δράσης και του λόγου του κινήματος, αλλά στερείται οποιουδήποτε στόχου γενικής ή ειδικής πρόληψης ενός έμφυλου εγκλήματος που τελείται με συχνότητα δύο φορές το μήνα…

Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι η παρέμβαση του νομοθέτη είναι επαρκής συνθήκη για την εξάλειψη μίας μορφής καταπίεσης που το ίδιο το σύστημα παράγει. Ωστόσο, ο αγώνας για τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας είναι αγώνας  για την αναγνώριση της ιδιαίτερης απαξίας ενός εγκλήματος που απορρέει από σχέσεις εξουσίας και δεν εκδηλώνεται ως μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο. Είναι αγώνας για να τερματιστεί η ατιμωρησία των δραστών και να πάψει το κράτος να περιβάλλει με την ανοχή του την πιο ακραία μορφή της σεξιστικής βίας. Είναι η απαρχή για να διεκδικήσουμε ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στο νομικό πλαίσιο που διέπει τα έμφυλα εγκλήματα (βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, κ.ά.), ώστε να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος συμπεριφορών με τις οποίες αυτά εκδηλώνονται.

Οι υλικοί όροι για την απελευθέρωση

Η μεταρρύθμιση, όμως, του νομικού πλαισίου, παρά την κοινωνική της σημασία, δεν πρόκειται να εξαλείψει το φαινόμενο όσο συντηρούνται οι υλικοί όροι της καταπίεσης και της ανισότητας. Είναι το ίδιο το σύστημα που μεταχειρίζεται τις γυναίκες ως μηχανές κοινωνικής και βιολογικής αναπαραγωγής μέσα στην οικογένεια, ως αναλώσιμο, φθηνό δυναμικό στην εργασία και για να νομιμοποιήσει την πολλαπλή αυτή εκμετάλλευση συγκροτεί το σεξισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην κοινωνία. Ο αγώνας, λοιπόν, ενάντια στην αντικειμενοποίηση και την κακοποίηση των σωμάτων μας είναι αγώνας για την κατάκτηση των υλικών όρων της ύπαρξης μας, που το σύστημα μας στερεί.

Η οικονομική ανισότητα, η απλήρωτη εργασία στο σπίτι, η γυναικεία ανεργία και ελαστική εργασία συντηρούν την οικονομική εξάρτηση από το σύντροφο και την παραμονή σε κακοποιητικές σχέσεις. Δεν είναι «ατομική ευθύνη» των γυναικών να σπάσουν τα δεσμά της βίας και της καταπίεσης. Είναι ευθύνη του κράτους να διαμορφώσει  δομές που θα παρέχουν ψυχοκοινωνική και νομική στήριξη, φιλοξενία σε ασφαλείς και αξιοπρεπείς συνθήκες για τις επιζώσες. Είναι ευθύνη του κράτους να αναλάβει τα βάρη της οικογενειακής ζωής μέσα από τις κατάλληλες υπηρεσίες (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, γηροκομεία, κ.ό.κ.) και να παράσχει οικονομική στήριξη, ώστε οι κακοποιημένες γυναίκες να σταθούν στα πόδια τους.

Για μία δυναμική απάντηση στις 25 Νοέμβρη

Είναι ανάγκη η συσσωρευμένη οργή όλου του προηγούμενου διαστήματος να εκφραστεί ως αγωνιστική διεκδίκηση στο δρόμο. Η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων έχει αναδείξει την 25η Νοέμβρη σε ημέρα αυξημένης ορατότητας και δυναμικής κινητοποίησης για το παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα. Έπειτα από μήνες εγκλεισμού και αόρατης καταπίεσης αξίζει να διεκδικήσουμε τη μαζική παρουσία μας στο δημόσιο χώρο, να βροντοφωνάξουμε τα αιτήματά μας, να καταγγείλουμε τις πολιτικές του θεσμικού σεξισμού που αντιμετωπίζουν τις ζωές μας ως αναλώσιμες και μας καταδικάζουν στη βία, τη φτώχεια, την εξάρτηση, το θάνατο. 

Ως Συνέλευση 8Μ οργανώνουμε τη δράση μας για τις 25 Νοέμβρη μέσα από θεματικά υλικά, εξωστρεφείς παρεμβάσεις και ακτιβισμούς με κέντρο το ζήτημα των γυναικοκτονιών και βασικά αιτήματα την νομική αναγνώριση του όρου και τη δημιουργία δημόσιων, δωρεάν και προσβάσιμων δομών στήριξης και κέντρων φιλοξενίας των θυμάτων έμφυλης βίας. Διεκδικούμε οικονομική στήριξη των κακοποιημένων γυναικών από το κράτος για τον τερματισμό της οικονομικής ομηρίας από τον κακοποιητή, καθώς και δωρεάν νομική βοήθεια για χαμηλόμισθες, άνεργες, μετανάστριες, άστεγες, κ.ά. Απαιτούμε την ένταξη της σεξουαλικής αγωγής στα σχολικά προγράμματα και το διορισμό ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε σχολεία, σχολές και μαζικούς χώρους εργασίας. Παράλληλα, προετοιμάζουμε μία μακράς πνοής δουλειά που θέλουμε να ξεκινήσει στα σωματεία, για τη συγκρότηση επιτροπών ισότητας, στις οποίες θα μπορούν να καταφεύγουν οι εργαζόμενες όταν βιώνουν κάποια διάκριση, κακοποιητική συμπεριφορά ή οποιαδήποτε μορφή καθημερινού σεξισμού.

Πρώτος σταθμός, λοιπόν, προς τον οποίο κατευθύνεται η πολύμορφη καμπάνια που περιγράφηκε είναι η πορεία της 25ης Νοέμβρη, που θέλουμε να αποτελέσει μία πρώτη δυναμική απάντηση στη συστημική βία, την κυβερνητική υποκρισία, την εκμηδένιση των ζωών μας και να ανοίξει το δρόμο για μία ακόμη ηχηρότερη απάντηση στις 8 Μάρτη. Στις 25 Νοέμβρη, οι δυνάμεις του κινήματος – φεμινιστικές συλλογικότητες, σωματεία, πολιτικές οργανώσεις, δημοτικά σχήματα, φοιτητικοί σύλλογοι, κ.λ.π.- χρειάζεται να βρεθούν μαζί στο δρόμο ενάντια στο σύστημα του κέρδους που γεννάει φτώχεια, βία, σεξισμό.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες