Τον Απρίλη του 1975 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο. Πενήντα χρόνια μετά, αξίζει να ανατρέξουμε στην ιστορία του, γιατί οι συνέπειες αυτής της σύρραξης καθόρισαν πτυχές του σύγχρονου πολιτικού τοπίου στη Μέση Ανατολή και γιατί τα τότε γεγονότα ρίχνουν φως και σε σημερινές εξελίξεις στην περιοχή.

Η αποικιακή κληρονομιά

Μετά την ήττα και την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν και μοίρασαν μεταξύ τους την περιοχή που αντιστοιχεί σήμερα σε Συρία-Λίβανο-Ισραήλ/Παλαιστίνη-Ιορδανία-Ιράκ.

Με βάση τη μοιρασιά (σύμφωνο Σάικς-Πικό του 1916) στο γαλλικό ιμπεριαλισμό αντιστοιχούσε η περιοχή που αντιστοιχεί σήμερα σε Συρία-Λίβανο. Για να επιβάλλει τον έλεγχό του, το Παρίσι χρειάστηκε να συντρίψει στρατιωτικά το βραχύβιο Αραβικό Βασίλειο της Συρίας, που είχε ανακηρυχθεί στη Δαμασκό μετά την ήττα των Οθωμανών από μια αραβική ηγεσία που πίστεψε τις υποσχέσεις αυτοδιάθεσης με βάση τις οποίες οι Άραβες πολέμησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας («Αραβική Εξέγερση») στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Με τη δυναμική της Αραβικής Εξέγερσης να παραμένει ενεργή, η Γαλλική Διοίκηση διεύρυνε τα όρια της παλιάς αυτόνομης (επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) περιοχής «Όρος Λίβανος», συμπεριλαμβάνοντας στο νέο «Μεγάλο Λίβανο» τις παλιές οθωμανικές επαρχίες της Τρίπολης και της Σιδώνας, όπως και την Κοιλάδα της Μπεκά.

Για τους Γάλλους αποικιοκράτες, ο στόχος ήταν η αποδυνάμωση μιας δυνητικής μελλοντικής «Μεγάλης Συρίας» και η ενίσχυση ενός πιστού συμμάχου, καθώς η χριστιανική ελίτ (Μαρωνίτες) του Όρους του Λιβάνου είχε παραδοσιακούς ιστορικούς δεσμούς με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Για αυτήν την ελίτ, τα επιπλέον εδάφη και υποδομές που αποκτούσε με τη διεύρυνση της επικράτειάς της, ήταν κρίσιμα για να αναπτύξει μια στοιχειώδη κρατική/οικονομική αυτάρκεια και γι’ αυτό ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί τις δημογραφικές αλλαγές που έφερνε αυτή η διεύρυνση, ενσωματώνοντας μουσουλμανικούς πληθυσμούς με πιο παναραβικό προσανατολισμό. Το γαλλικό Σύνταγμα του 1926 δημιουργούσε ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στις θρησκευτικές-δογματικές διαιρέσεις και θεσμοθετούσε την πολιτική κυριαρχία της οριακής πλειοψηφίας των Χριστιανών Μαρωνιτών.

Ο ανεξάρτητος Λίβανος «κληρονόμησε» από τη γαλλική αποικιοκρατία το πολιτικό του σύστημα. Με βάση μια γαλλική απογραφή του 1932 (55% Χριστιανοί), η Εθνική Συμφωνία του 1943 προέβλεπε ότι οι Χριστιανοί θα διατηρούν την πλειοψηφία (6-5) της Βουλής, ότι ο Πρόεδρος θα είναι Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός Σουνίτης Μουσουλμάνος και ο Πρόεδρος της Βουλής Σιΐτης Μουσουλμάνος.

Ο ανεξάρτητος Λίβανος «κληρονόμησε» επίσης από τη γαλλική αποικιοκρατία τα σύνορά του, καθώς η Εθνική Συμφωνία έκανε δεκτά τα γεωγραφικά όρια που είχε χαράξει στην περιοχή η «Γαλλική Εντολή». Αυτή η πτυχή του Συμφώνου έχει περιγραφεί ως μια «διπλή άρνηση»: Απαγόρευε στην Μαρωνίτικη Χριστιανική αστική τάξη να επιδιώξει μια προωθημένη σχέση στήριξης κι εξάρτησης από τον δυτικό κόσμο, ενώ οι Μουσουλμανικές ελίτ εγκατέλειπαν τις «παναραβικές» προοπτικές.

Εύθραστες ισορροπίες

Η κοινωνική πόλωση στον Λίβανο απέκτησε θρησκευτικό μανδύα. Ασφαλώς δεν ανήκαν όλοι οι Μαρωνίτες Χριστιανοί στην άρχουσα τάξη, αλλά σχεδόν όλη η άρχουσα τάξη ανήκε στη Χριστιανική κοινότητα. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν ο φτωχότερος και στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονταν ειδικά οι Σιϊτικές μάζες που ζούσαν στην νότια και νοτιοανατολική ύπαιθρο. Το θρησκευτικό-δογματικό πολιτικό σύστημα αποτελούσε τον πυλώνα αναπαραγωγής αλλά και «διαπραγμάτευσης» αυτής της κατάστασης. Αυτή η εύθραστη ισορροπία, μαζί με την εξίσου εύθραστη ισορροπία της «διπλής άρνησης» ως προς τον προσανατολισμό του νέου κράτους, αποτέλεσε τη βάση για πολλές εκρήξεις στην ιστορία του Λιβάνου, κάθε φορά που οι αντιφάσεις έφταναν σε ένα όριο και οι ισορροπίες παραβιάζονταν.

Μια πρώτη δοκιμασία υπήρξε η κρίση του 1958. Ο παναραβικός εθνικισμός βρισκόταν σε άνοδο, μετά την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ (1956), την ένωση Αιγύπτου-Συρίας στην Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία, την ανατροπή του (φιλοδυτικού) Βασιλιά του Ιράκ από Άραβες εθνικιστές αξιωματικούς του στρατού. Ο τότε πρόεδρος του Λιβάνου ακολουθούσε έναν ανοιχτά φιλοδυτικό προσανατολισμό μέσα σε αυτά τα γεγονότα, κάτι που προκάλεσε ένα μαζικό ξεσηκωμό εναντίον του και ένοπλες συγκρούσεις, με Αμερικανούς πεζοναύτες να κάνουν απόβαση στη χώρα για να στηρίξουν την κυριαρχία της Μαρωνίτικης παράταξης. Αυτή η κρίση εκτονώθηκε με την εκλογή του Φουάντ Τσεχάμπ στην Προεδρία. Ως επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, είχε διατηρήσει το στρατό σε θέση ουδετερότητας κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Ως πρόεδρος, κυβέρνησε ως «Βοναπάρτης» εγγυητής μιας εθνικής συναίνεσης μεταξύ των παρατάξεων.

Ο «τσεχαμπισμός» ως μοντέλο δεν άντεξε τελικά τους νέους κλυδωνισμούς. Γύρω από τη Βηρυτό, είχε δημιουργηθεί μια «ζώνη φτώχειας», από κατεστραμμένους (κυρίως Σιΐτες Μουσουλμάνους) αγρότες που συνέρρεαν στην πρωτεύουσα για βρουν δουλειά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπήρξε μια οξεία άνοδος της εργατικής μαχητικότητας και του φοιτητικού ριζοσπαστισμού που τροφοδοτούσε την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η θρησκευτική δημογραφία του Λιβάνου άλλαζε και καθιστούσε όλο και πιο άδικη/μειοψηφική την Μαρωνίτικη κυριαρχία σε ένα πολιτικό σύστημα που στηριζόταν στην απογραφή του 1932 (δεν ξαναέγινε από τότε). Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967 είχε δοκιμάσει ξανά τα όρια αντοχής της «Εθνικής Συμφωνίας» και της ουδετερότητας του Λιβάνου. Αυτές οι αλλαγές στην βάση της λιβανέζικης κοινωνίας αλληλοδιαπλέκονταν με τoν αντίκτυπο της Παλαιστινιακής Υπόθεσης.  

Ο παλαιστινιακός παράγοντας

Μετά τη Νάκμπα του 1948 και στα χρόνια που ακολούθησαν, στο Λίβανο είχαν εγκατασταθεί εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι Παλαιστίνιοι, που τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα προσφύγων και αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς δικαιώματα. Μετά την νίκη του Ισραήλ επί των αραβικών στρατών το 1967, οι παλαιστινιακές πολιτικοστρατιωτικές παρατάξεις πήραν την Παλαιστινιακή Υπόθεση στα χέρια τους και η PLO ξεκίνησε την ένοπλη πάλη κατά της Κατοχής. Ο ριζοσπαστισμός των Παλαιστινίων προσφύγων από αυτές τις εμπειρίες και οι αδελφικές σχέσεις με τους φτωχούς Λιβανέζους (που συχνά κατέληγαν να ζουν κι αυτοί στις παραγκουπόλεις που είχαν γίνει σταδιακά τα αρχικά «στρατόπεδα») μετέτρεψαν τους καταυλισμούς του Λιβάνου σε εύφορο κι ασφαλές έδαφος για την ανάπτυξη της PLO και ιδιαίτερα της (Παλαιστινιακής αλλά και Λιβανέζικης) Αριστεράς. Η γεωγραφική εγγύτητα με την Γαλιλαία μετέτρεψε τον νότιο Λίβανο σε προνομιακή βάση για τις επιχειρήσεις των Παλαιστίνιων ανταρτών. Οι ένοπλες ενέργειες κατά του Ισραήλ και τα άγρια Σιωνιστικά «αντίποινα» (πχ. καταστροφή της λιβανέζικης αεροπορίας το 1969) προκαλούσαν το θυμό του λιβανέζικου κατεστημένου, που πάσχιζε (ανεπιτυχώς) να θέσει όρια στην πολιτικοστρατιωτική δράση των Παλαιστινιακών οργανώσεων.

Το πολιτικό-κοινωνικό ρήγμα του Λιβάνου συνδυαζόταν με το ρήγμα μεταξύ όσων (Άραβες εθνικιστές, Κομμουνιστές) στήριζαν την Παλαιστινιακή Αντίσταση και όσων (Χριστιανική Δεξιά) θεωρούσαν την δράση των Παλαιστινιακών οργανώσεων ως «υπονομευτική» στην κρατική κυριαρχία του Λιβάνου και στην ισορροπία του πολιτικού του συστήματος.

Αυτή η αντίφαση παροξύνθηκε μετά το 1970 και τον «Μαύρο Σεπτέμβρη», με την βίαιη εκδίωξη της PLO από την Ιορδανία, που αποτελούσε την κύρια βάση του Παλαιστινιακού εθνικού κινήματος μέχρι τότε. Η PLO εγκαταστάθηκε στο Λίβανο, ενισχύοντας το πολιτικό-στρατιωτικό βάρος των Παλαιστινιακών οργανώσεων και της λιβανέζικης Αριστεράς. Στα δεξιά (κυρίως χριστιανικά) κόμματα του Λιβάνου ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο το αντιπαλαιστινιακό αίσθημα ενώ άρχισαν και αυτά να σχηματίζουν τις δικές τους πολιτοφυλακές, με πιο διαβόητες τις φασιστικές δυνάμεις των Φαλαγγιτών. 

Το ξέσπασμα του Εμφυλίου

Το 1975, όλες αυτές οι διεργασίες είχαν πλέον αποκρυσταλλωθεί στη δημιουργία δύο ανταγωνιζόμενων στρατοπέδων. Οι δυνάμεις που ηγούνταν του ριζοσπαστικού εργατικού-φοιτητικού κινήματος του Λιβάνου (οργανώσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς, μπααθιστές, νασερικοί, «σοσιαλίζουσες» παρατάξεις, δυνάμεις του αραβικού εθνικισμού) είχαν συγκροτήσει το Λιβανέζικο Εθνικό Κίνημα (LNM), υποστηρίζοντας την ανάγκη ανατροπής του θρησκευτικού συστήματος που διαιώνιζε την οικονομική-πολιτική κυριαρχία της χριστιανικής ελίτ. Το LNM διεκδικούσε ένα κοσμικό πολιτικό σύστημα, υποστήριζε τον αραβικό χαρακτήρα του Λιβάνου, μιλούσε για αναδιανομή του πλούτου και υποστήριζε την PLO και την Παλαιστινιακή Υπόθεση. Εκτός από την πολιτικά κοσμική μερίδα της κοινωνίας, είχε ιδιαίτερη απήχηση στους Δρούζους και τους Μουσουλμάνους, που ήταν τα κατεξοχήν «θύματα» του θρησκευτικού/δογματικού συστήματος και είχαν να κερδίσουν από την κατάργησή του. 

Απέναντι στέκονταν τα κόμματα της Χριστιανικής Δεξιάς, που οργανώθηκαν στο Λιβανέζικο Μέτωπο (LF). Αυτό υπερασπιζόταν το θρησκευτικό-δογματικό σύστημα, τα οικονομικά προνόμια της ελίτ και το γεωπολιτικό στάτους κβο. Απαιτούσε τον διωγμό της PLO από τον Λίβανο και προέβαλε έναν κάποιο υποτιθέμενο «Φοινικικό» φυλετικό-πολιτισμικό χαρακτήρα του Λιβάνου, ως διακριτό από την αραβική ταυτότητα.

Οι εντάσεις μεταξύ Χριστιανικών ακροδεξιών πολιτοφυλακών και δυνάμεων της PLO ή/και της λιβανέζικης Αριστεράς άρχισαν να πυκνώνουν και τον Απρίλη του 1975 αυτές κλιμακώθηκαν σε οδομαχίες στην Βηρυτό και στο ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου…

Με το ξέσπασμα της ένοπλης αναμέτρησης, η PLO βρέθηκε εύλογα σε συμμαχία με το LNM. Αντιμετώπιζε την διαρκή πίεση των ακροδεξιών παραστρατιωτικών και αντιλαμβανόταν ότι η θέση της στο Λίβανο εξαρτιόταν από μια νίκη των κοσμικών-αριστερών-εθνικιστικών δυνάμεων. Με το πολιτικό και στρατιωτικό βάρος της PLO δίπλα της, η συμμαχία του LNM έδειχνε ασταμάτητη και κατέγραφε νίκες σε όλη τη χώρα. Μέχρι το καλοκαίρι, η συμμαχία LNM/PLO είχε αποκτήσει το πάνω χέρι και ως τις αρχές του 1976 έλεγχε το 80% του Λιβάνου.

Μετά το πισωγύρισμα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» του 1970 και τη χαμένη ευκαιρία ανατροπής του Βασιλιά Χουσεΐν στην Ιορδανία (όταν η PLO αποτελούσε «κράτος εν κράτη», στηριζόταν από την Παλαιστινιακή πλειοψηφία του πληθυσμού και είχε πολιτικές συμπάθειες στην κοινωνία και στις ένοπλες δυνάμεις της Ιορδανίας), στο Λίβανο διαμορφωνόταν μια ακόμα ευκαιρία για μια καθεστωτική ανατροπή από τα αριστερά, προς όφελος και της Παλαιστινιακής Υπόθεσης και των εργαζομένων μαζών του αραβικού κόσμου.

Αυτό δεν συνέβη και οι επιπτώσεις –όπως θα δούμε– υπήρξαν καθοριστικές και για την Παλαιστινιακή Αντίσταση και για το μέλλον του Λιβάνου. Αυτό δεν συνέβη γιατί προκάλεσε (διαφορετικούς) φόβους στο Κράτος του Ισραήλ, στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στο συριακό καθεστώς του Χαφέζ Αλ Άσαντ, που παρενέβησαν -πρώτα σε συμφωνία κι έπειτα σε σύγκρουση μεταξύ τους- για να το αποτρέψουν.

Ο ρόλος του Άσαντ

Στη διάρκεια του 1975, το συριακό καθεστώς παρείχε στρατιωτική βοήθεια στην PLO και στο LNM, αλλά δεν ήθελε μια αποφασιστική νίκη τους, θεωρώντας ότι αυτή «θα άνοιγε τις πόρτες σε κάθε ξένη επέμβαση και ιδιαίτερα σε μια επέμβαση του Ισραήλ…».

Οι παραινέσεις της Δαμασκού για αυτοσυγκράτηση και διαπραγματεύσεις απορρίφθηκαν τόσο από τον Τζουμπλάτ, τον επικεφαλής του LNM που βρισκόταν στα πρόθυρα της νίκης κι ανακοίνωσε μια «ολοκληρωτική και ασταμάτητη στρατιωτική εκστρατεία», όσο και από τον Αραφάτ που επιβεβαίωσε τη συμμαχία του με το LNM, σίγουρος ότι ο Άσαντ «δεν θα επιτρέψει συριακό τουφέκι να χτυπήσει τις Παλαιστινιακές μάζες». Κι όμως…

Την 1η Ιούνη του 1976, εισέβαλε στο Λίβανο ο συριακός στρατός. Ο Άσαντ περιέγραφε την εισβολή ως πράξη «σωτηρίας της Αντίστασης» από μια «συνωμοσία» που είχε στηθεί εναντίον της. Είτε επρόκειτο για κραυγαλέα ρητορική υποκρισία, είτε αντανακλούσε τον τρόπο σκέψης του Σύριου δικτάτορα (που έβλεπε «κινδύνους» σε κάθε ανεξέλεγκτη -από τον ίδιο- εξέλιξη), η ουσία δεν αλλάζει: Ο συριακός στρατός επιτέθηκε στις δυνάμεις του LNM και της PLO, σώζοντας έτσι την ετοιμόρροπη λιβανέζικη Δεξιά από την ήττα και ενισχύοντας τη θέση της.

Είχαν ήδη φανεί (μετά το 1967) τα όρια που είχε η στρατηγική των υπαρκτών αραβικών κρατικών ηγεσιών, συμπεριλαμβανομένων των «προοδευτικών» (με τη γλώσσα της εποχής, που τα διέκρινε από τα «αντιδραστικά»). Η παρέμβαση του καθεστώτος Άσαντ έδειξε σε τι εγκλήματα μπορούσε να φτάσει ο «ρεαλισμός» των κρατικών ηγεσιών και η δυσανεξία τους στην «ανεξέλεγκτη» δράση του κινήματος και της Αντίστασης. Πενήντα χρόνια μετά, αυτή η διαπίστωση διατηρεί την αξία της ως προς τις στρατηγικές για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης.   

Πίσω στο 1976, η συριακή επιχείρηση δήθεν «σωτηρίας της Αντίστασης» έγινε σε άτυπο συντονισμό με… τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Ο Άσαντ είχε ενημερώσει την Ουάσινγκτον για την πρόθεσή του να εισβάλει στον Λίβανο, ζητώντας να μην παρέμβουν οι ΗΠΑ. Ο Κίσσιγκερ μεσολάβησε για να πείσει τους -ανήσυχους- Ισραηλινούς ότι ο συριακός στρατός είναι στην καλύτερη θέση για να εξασφαλίσει την διάσωση της Χριστιανικής Δεξιάς, την οποία το Κράτος του Ισραήλ είχε ήδη αρχίσει να ενισχύει με όπλα από την άνοιξη του 1976. Η ντε φάκτο σύμπραξη στην υποστήριξη των Φαλαγγιτών αποτυπώθηκε και στη διαβόητη συμφωνία «κόκκινων γραμμών». Ικανοποιημένος από την απόσπαση της αμερικανικής υποστήριξης, ο Άσαντ αποδέχτηκε τον Ισραηλινό όρο να μην κινήσει συριακά στρατεύματα νότια του ποταμού Λιτάνι, την «κόκκινη γραμμή» του Ισραήλ.

Η πιο σκοτεινή στιγμή του ρόλου του συριακού στρατού στην στήριξη των Φαλαγγιτών υπήρξε η σφαγή στο Ταλ αλ Ζατάρ. Αυτό το προσφυγικό στρατόπεδο βρισκόταν υπό Φαλαγγίτικη πολιορκία από το Φλεβάρη του 1976. Στις 22 Ιούνη, με τη συριακή εισβολή σε εξέλιξη να πιέζει πλέον τις θέσεις της PLO, οι Φαλαγγίτες εξαπέλυσαν μια σαρωτική επίθεση. Το Ταλ αλ Ζατάρ έπεσε τελικά στις 12 Αυγούστου και οι Φαλαγγίτες προχώρησαν σε μαζικές σφαγές Παλαιστινίων.

Παρότι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, η λιβανέζικη και παλαιστινιακή Αριστερά δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τον συριακό στρατό που σφυροκοπούσε τις θέσεις τους με ένταση μέσα στο Σεπτέμβρη και είχε αναπτύξει 30.000 στρατιώτες στο Λίβανο μέχρι τον Οκτώβρη. Υπό την αραβική κατακραυγή για το Ταλ αλ Ζατάρ, αλλά και έχοντας πλέον εξασφαλίσει την αποδυνάμωση της Αριστεράς, ο Άσαντ σταμάτησε τον πόλεμό του κατά του LNM και της PLO και ανέλαβε ηγετικό ρόλο σε μια αραβική «ειρηνευτική δύναμη» που είχε την ευθύνη να επιβλέπει μια  συνολική κατάπαυση του πυρός που αποφάσισε ο Αραβικός Σύνδεσμος των Οκτώβρη του 1976.

Οι συνέπειες της ήττας

Ήταν το τέλος της πρώτης-ελπιδοφόρας φάσης του Εμφυλίου Πολέμου, με την δολοφονία του ηγέτη του LNM, Καμάλ Τζουμπλάτ (που αποδόθηκε -εύλογα- από πολλούς στον Άσαντ), τον Μάρτη του 1977 να θεωρείται συμβολικό «ορόσημο» για το τέλος της «Φάσης 1975-77».

Ο εμφύλιος θα αναζωπυρωνόταν και θα συνεχιζόταν μέχρι το 1990, αλλά σε μια πιο χαοτική μορφή. Τυπικά, η «παράταξη» LNM/PLO συνέχισε να λειτουργεί ως το 1982, αλλά μετά την ήττα του 1976 και τη δολοφονία του Τζουμπλάτ το 1977 είχαν ήδη απελευθερωθεί φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό του LNM (και του Παλαιστινιακού κινήματος), που ενίσχυσαν την τάση πολλών «εμφυλίων μέσα στον εμφύλιο» που κλιμακώθηκαν δραματικά τη δεκαετία του 1980. Παράλληλα, με την αγριότητα που πάντα συνοδεύει κάθε πόλεμο και την απώλεια της ελπίδας στην αρχική υπόσχεση του LNM για δημοκρατική ανατροπή του θρησκευτικού συστήματος, το στοιχείο της θρησκευτικής αντιπαράθεσης  άρχισε να ενισχύεται ως συνιστώσα της σύγκρουσης. Ενώ σε συνθήκες παρατεταμένου εμφυλίου σε ένα διαλυμένο/αδύναμο κράτος άνθισε και το φαινόμενο των «πολέμαρχων». Σε αυτή τη διαδρομή, ο πόλεμος έγινε και πεδίο παρεμβάσεων άλλων περιφερειακών δυνάμεων (με τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν να προστίθενται αργότερα στη Συρία και το Ισραήλ), που παρόξυναν όλες τις παραπάνω δυναμικές.

Μια διαδικασία που θυμίζει τον εκφυλισμό του συριακού εμφυλίου μετά την αρχική φάση του 2011-12, οδήγησε τελικά να ενισχύσει ακόμα περισσότερο πολλές από τις παθογένειες του Λιβάνου που επιχείρησε να υπερβεί σε ριζοσπαστική κατεύθυνση η «πλατιά» Αριστερά το 1975. Ο θρησκευτικός διχασμός ως βάση του πολιτικού-κομματικού συστήματος, η πόλωση στο εσωτερικό της λιβανέζικης κοινωνίας ως προς την Παλαιστινιακή Υπόθεση, η μετέωρη (γεωπολιτική) θέση του κράτους του Λιβάνου και οι (περιφερειακές) συγκρούσεις για το πού θα στραφεί αυτό, συνεχίζουν να καθορίζουν τη χώρα και να διαπλέκονται με (ή/και να στρεβλώνουν) το ζήτημα της ακραίας ταξικής ανισότητας. 

Ενώ η μοιραία παρέμβαση του συριακού στρατού κατά των ριζοσπαστών δεν… έσωσε την Παλαιστινιακή Αντίσταση ή τον Λίβανο από την σιωνιστική επιθετικότητα, που κλιμακώθηκε κατακόρυφα στις επόμενες «φάσεις» του Εμφυλίου.

Η επέμβαση του Ισραήλ

Η συνεννόηση Συρίας-ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας, είχε επιβάλει τη διακοπή του πολέμου το 1976. Η κατάρρευση αυτής της συνεννόησης  έφερε στη συνέχεια την αναζωπύρωσή του. Μετά την αποτροπή της νίκης της PLO και του LNM και την αποδυνάμωσή τους, ο συριακός στρατός στράφηκε και κατά της Χριστιανικής Δεξιάς. Το Κράτος του Ισραήλ, που ήδη παρενέβαινε στον εμφύλιο έμμεσα (εξοπλίζοντας τη Δεξιά) και άμεσα (βομβαρδίζοντας το νότιο Λίβανο και παράκτιες πόλεις), κλιμάκωσε την εμπλοκή του, στηρίζοντας την ακροδεξιά Φάλαγγα, η οποία κυριάρχησε μέσα στο χριστιανικό-δεξιό συνασπισμό.

Στις 14 Μάρτη του 1978, ο Ισραηλινός Στρατός εισέβαλε στο νότιο Λίβανο, δηλώνοντας ότι επιδιώκει να δημιουργήσει ένα «μαξιλάρι ασφαλείας». Η PLO αναδιπλώθηκε συντεταγμένα και η εισβολή του 1978 αποδείχθηκε σύντομη. Μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ζήτησε την απόσυρση του Ισραήλ και δημιούργησε την δύναμη του ΟΗΕ που παραμένει μέχρι σήμερα στην περιοχή. Όμως αποχωρώντας, το Ισραήλ παρέδωσε τον έλεγχο της περιοχής στον Στρατό του Νοτίου Λιβάνου (SLA) υπό τον Λιβανέζο πολέμαρχο Σαάντ Χαντάντ. Ήταν μια ένοπλη δύναμη που εκπαιδεύτηκε, εξοπλίστηκε και χρηματοδοτήθηκε από το σιωνιστικό κράτος, για να πολεμά την PLO για λογαριασμό του Ισραήλ.

Τον Απρίλη του 1981, οι ΗΠΑ πέτυχαν μια κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ, Συρίας (που εν τω μεταξύ είχε στραφεί κατά του Ισραήλ) και PLO στο νότιο Λίβανο, αλλά αυτή αποδείχθηκε προσωρινή. Την ίδια χρονιά, το Λικούντ ξανακέρδισε τις εκλογές στο Ισραήλ και ο Μπεγκίν συγκρότησε μια κυβέρνηση «σκληροπυρηνικών», που από την πρώτη μέρα ξεκίνησε να καταστρώνει τα σχέδιά της για μια νέα, πιο αποτελεσματική εισβολή στο Λίβανο, με στόχο να σπάσει τη ραχοκοκαλιά της PLO, να σκορπίσει ακόμα περισσότερο τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και να φέρει στην εξουσία την Χριστιανική Φάλαγγα.

Αξίζει να ανατρέξουμε στα σχέδια και τις φιλοδοξίες των ιδρυτών του Κράτους του Ισραήλ, για να αντιληφθούμε τη σιωνιστική πολιτική και επί Μπεγκίν αλλά και μέχρι σήμερα.

Τον Μάη του 1948, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν δήλωνε στο σιωνιστικό πολεμικό επιτελείο: «Πρέπει να ετοιμαστούμε για να περάσουμε στην επίθεση με στόχο να συντρίψουμε τον Λίβανο, την Υπεριορδανία και τη Συρία… Το αδύναμο σημείο του αραβικού συνασπισμού είναι ο Λίβανος γιατί το καθεστώς είναι τεχνητό και εύκολο να υπονομευτεί. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα Χριστιανικό κράτος, με νότιο σύνορο τον Ποταμό Λιτάνι. Θα συμμαχήσουμε μαζί του».

Ο Μοσέ Νταγιάν είχε επεξεργαστεί τις τακτικές για αυτόν το στόχο: «Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρούμε έναν [Χριστιανό Λιβανέζο] αξιωματικό, ακόμα και λοχαγό. Θα πρέπει να τον πείσουμε ή να τον εξαγοράσουμε, προκειμένου να συμφωνήσει να αυτοανακηρυχτεί σωτήρας του Μαρωνίτικου πληθυσμού. Τότε ο Ισραηλινός Στρατός θα μπει στο Λίβανο, θα καταλάβει τα εδάφη που είναι αναγκαία και θα εγκαταστήσει ένα Χριστιανικό καθεστώς, συμμαχικό με το Ισραήλ. Η περιοχή νότια του Ποταμού Λιτάνι θα προσαρτηθεί στο Ισραήλ».

Η Εισβολή του 1982

Τον Ιούνη του 1982, οι συνθήκες έδειχναν «ώριμες» για να επιδιωχθεί αυτός ο σχεδιασμός, με την ειρηνευτική συμφωνία με την Αίγυπτο να επιτρέπει στο Ισραήλ να στρέψει την προσοχή του στη Δυτική Όχθη και τα βόρεια σύνορα, με την Επιχείρηση «Ειρήνη στη Γαλιλαία».

Στις 4 Ιούνη ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και στις 6 Ιούνη, 80.000 στρατιώτες και 1.240 τανκς εισέβαλλαν στο Λίβανο. Χρησιμοποιήθηκε θηριώδης δύναμη πυρός από γη, αέρα και θάλασσα, ισοπεδώνοντας τα πάντα και προκαλώντας «Σοκ και Δέος», πριν το πεζικό κινηθεί για «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις». Οι IDF έσπασαν γρήγορα την γραμμή άμυνας των 7-8 χιλιάδων μαχητών της PLO, επιτέθηκαν στις θέσεις του συριακού στρατού και ως τις 11 Ιούνη είχαν ελέγξει τη λεωφόρο που συνδέει τη Βηρυτό με τη Δαμασκό. Μέσα σε ελάχιστες μέρες οι δυνάμεις εισβολής σκότωσαν 10.000 και εκτόπισαν 100.000 Παλαιστίνιους και Λιβανέζους.

Το στρατόπεδο προσφύγων Ρασιντίγιε ήταν το πρώτο που μετατράπηκε σε ερείπια. Οι δικαιολογίες ήταν από τότε ίδιες με αυτές που ακούγονται σήμερα για τη Γάζα, μόνο ο «τρομοκρατικός μπαμπούλας» ήταν διαφορετικός, με την PLO στη θέση της Χαμάς. Όταν ρωτήθηκε από τα διεθνή Μέσα γιατί πολιορκεί ένα νοσοκομείο, ο Στρατηγός Άρνον Μόζερ δήλωσε «Για να το κλείσουμε. Όλοι οι γιατροί είναι PLO. Είναι προφανές ότι δεν είναι ένα καλό νοσοκομείο».

Στις 13 Ιούνη οι σιωνιστικές δυνάμεις είχαν αποκλείσει 15.000 (Παλαιστίνιους και Λιβανέζους) μαχητές στη Βηρυτό, είχαν αποκόψει τις συριακές μονάδες και είχαν ενωθεί με τους Φαλαγγίτες.

Η πόλη υπέμεινε τη μοίρα της Γάζας. Επί 75 μέρες βομβαρδιζόταν ενώ είχε αποκλειστεί από τρόφιμα, φάρμακα και ηλεκτρισμό, με τον Ισραηλινό Στρατό να αξιοποιεί την πολιορκία και την δύναμη πυρός από απόσταση, αποφεύγοντας την άμεση εμπλοκή με τους μαχητές της Αντίστασης.  

Η έξοδος από την Βηρυτό, η Σάμπρα και η Σατίλα

Υπό αυτήν την πίεση, η ηγεσία της PLO αποδέχθηκε την πρόταση (ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας) για την έξοδό της από τη Βηρυτό. Μια πολυεθνική δύναμη θα διασφάλιζε την ασφαλή μεταφορά των μαχητών της PLO στο εξωτερικό, ο συριακός στρατός θα αποσυρόταν, ο ισραηλινός στρατός δεν θα έμπαινε στην λιβανέζικη πρωτεύουσα και η πολυεθνική δύναμη θα εγγυόταν την ασφάλεια των Παλαιστινίων αμάχων που θα έμεναν πίσω.

Η Έξοδος της PLO ξεκίνησε στις 21 Αυγούστου. Στις 23 Αυγούστου έγιναν προεδρικές εκλογές. Μουσουλμάνοι αλλά και Μαρωνίτες βουλευτές τις μποϊκόταραν, καταγγέλοντας ότι γίνονται υπό την κάνη Ισραηλινών όπλων, αλλά αυτές διεξήχθησαν «κανονικά» και ανέδειξαν πρόεδρο τον Μπασίρ Τζεμαγέλ, ηγέτη των χριστινιακών δεξιών πολιτοφυλακών.

Στις 14 Σεπτέμβρη, με την Έξοδο της PLO να έχει πλέον ολοκληρωθεί, ο Τζεμαγέλ δολοφονήθηκε και ο Ισραηλινός Στρατός άρπαξε την ευκαιρία να μπει στη Βηρυτό. Οι «εγγυήσεις» προστασίας των αμάχων εφόσον αποχωρήσουν οι Παλαιστίνιοι μαχητές πήγαν περίπατο, καθώς ακολούθησε το πιο σκοτεινό επεισόδιο του πολέμου. Οι ισραηλινές δυνάμεις περικύκλωσαν τα προσφυγικά στρατόπεδα (Σάμπρα και Σατίλα) και εξόπλισαν τους Φαλαγγίτες οι οποίοι μπήκαν μέσα σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Επί 3 μέρες, οι Φαλαγγίτες δολοφονούσαν ανυπεράσπιστους αμάχους, με τις ισραηλινές φωτοβολίδες να φωτίζουν τον ουρανό για να διευκολύνουν τους ακροδεξιούς να συνεχίζουν να σφαγιάζουν και τις νύχτες. Οι νεκροί υπολογίζονται σε 3.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά.

Σήμερα, το τραύμα της Σάμπρα και της Σατίλα αποτελεί μέρος της ερμηνείας της επίμονης άρνησης των Παλαιστινιακών οργανώσεων της Γάζας να αποδεχθούν τον αφοπλισμό ή την έξοδό τους. Αντίστροφα, η Σάμπρα και η Σατίλα θα έπρεπε να λειτουργούν ως υπενθύμιση σε όσους «καλοθελητές» ή αφελείς πιστεύουν ότι αν η Χαμάς σταματήσει να αντιστέκεται, θα γλιτώσει τον λαό της Γάζας από τη φρίκη που ζει, ή ότι μια «διεθνής δύναμη» μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης…

Η διεθνής δύναμη που υποτίθεται εγγυόταν την ασφάλεια των αμάχων (μετά την έξοδο της PLO) δεν εγγυήθηκε τίποτα, πέρα από την σταθερότητα της κυβέρνησης του Αμίν Τζεμαγέλ (αδελφού του δολοφονημένου), με 1.000 Αμερικανούς πεζοναύτες να σπεύδουν στη Βηρυτό για να τον στηρίξουν μαζί με Γάλλους και Ιταλούς στρατιώτες ενάντια σε πολιτοφυλακές Μουσουλμάνων και Δρούζων.

Υπό διεθνή κατακραυγή αλλά και την εμφάνιση ενός μαζικού κινήματος κατά του πολέμου στο Λίβανο μέσα στο Ισραήλ, η σιωνιστική κυβέρνηση διέταξε μια έρευνα, η οποία ξέπλυνε σε γενικές γραμμές την επιχείρηση, αλλά έκρινε τον (υπουργό Άμυνας) Αριέλ Σαρόν ως «έμμεσα υπεύθυνο» για τη σφαγή και ζητούσε την παραίτησή του. Εδώ αξίζει μια υπενθύμιση για την κοντή μνήμη και τα εκτονωτικά ημίμετρα: Παρά την –τότε– κατακραυγή, τα εγκλήματα του Ισραήλ έμειναν ατιμώρητα διεθνώς, ενώ ο –τότε– «αποδιοπομπαίος τράγος» Σαρόν, θα κέρδιζε τις εκλογές το 2001 και θα γινόταν πρωθυπουργός του Ισραήλ ως το 2006, όταν και ένα μείζον εγκεφαλικό επεισόδιο τον οδήγησε σε κωματώδη κατάσταση μέχρι τον θάνατό του.

Η PLO, υποχρεωμένη να αποσυρθεί και από τον Λίβανο και να βρεθεί μακριά από τα κατεχόμενα εδάφη και τα σύνορα του Ισραήλ, υπέστη μια βαριά ήττα. Ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» στην Ιορδανία, η ειρηνευτική συμφωνία του Αιγύπτιου Σαντάτ με το σιωνιστικό κράτος, ο εμφύλιος στο Λίβανο και η παρέμβαση της Συρίας σε αυτόν αποτέλεσαν μια αλυσίδα γεγονότων που έδειξε ότι μια ανεξάρτητη, ριζοσπαστική Παλαιστινιακή Αντίσταση δεν είναι «ευπρόσδεκτη» στα υπαρκτά αραβικά κράτη. Αυτή η διαπίστωση και το πισωγύρισμα της εξορίας ώθησε την ηγεσία της ακόμα περισσότερο στο δρόμο των υποχωρήσεων που οδήγησε τελικά στο συμβιβασμό, την παγίδα και το αδιέξοδο των Συμφωνιών του Όσλο.

Η Κατοχή γεννά Αντίσταση

Με τον διωγμό της PLO και την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης Τζεμαγέλ, το Ισραήλ είχε πετύχει όλους τους πολεμικούς του στόχους. Αλλά η συνέχεια αποδείχθηκε πιο σύνθετη.

Η αντίσταση μέσα στη Βηρυτό ξεκίνησε άμεσα, από το Λιβανικό Εθνικό Μέτωπο Αντίστασης (LNRF) μια ανασυγκρότηση των αριστερών και προοδευτικών παρατάξεων μετά την έξοδο της PLO και την αποδιοργάνωση του NLM, η οποία έθετε ως στόχο την εκδίωξη του Ισραήλ από την Βηρυτό και τον Λίβανο. Οι IDF, που είχαν αποφύγει τις μάχες μέσα στην πόλη και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της PLO, αντιμέτωπες με ένοπλα χτυπήματα της αντίστασης, υποχρεώθηκαν να φύγουν από την πρωτεύουσα του Λιβάνου μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Ο Ισραηλινός Στρατός μπορεί να αξιοποιεί τη συντριπτική δύναμη πυρός για να χτυπά από μακριά και να προελαύνει σε ανοιχτό (ή ισοπεδωμένο) έδαφος, αλλά ο αποτελεσματικός έλεγχος μιας κατοικημένης περιοχής όπου ο πληθυσμός στηρίζει τις αντιστασιακές οργανώσεις αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολο καθήκον. Αυτό το μάθημα οδήγησε τον Αριέλ Σαρόν στην «απεμπλοκή» από τη Γάζα το 2005, προκρίνοντας τον έλεγχό της από έξω. Αυτό το μάθημα επιβεβαιώθηκε στους πρώτους 16 μήνες του  τελευταίου Πολέμου της Γάζας και σπρώχνει σήμερα τον Νετανιάχου να συνδυάζει τον στόχο ανακατάληψης της Γάζας με τον στόχο του διωγμού του Παλαιστινιακού πληθυσμού…

Η ήττα στο Λίβανο αποτέλεσε ένα «τέλος διαδρομής» για τη στρατηγική της PLO, αλλά δεν έβαλε τέλος στην Παλαιστινιακή Αντίσταση, που επίμονα επί δεκαετίες ξεπερνά ήττες και πισωγυρίσματα για να κάνει νέες απόπειρες. Πέντε χρόνια μετά την Έξοδο από τη Βηρυτό, θα ξεσπούσε η Πρώτη Ιντιφάντα στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Οι Παλαιστινιακές μάζες που ζούσαν υπό κατοχή, επιχείρησαν «να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους» και πρόσφεραν ένα συγκλονιστικό υπόδειγμα μαζικής από τα κάτω δράσης που συντάραξε την Κατοχή επί χρόνια, μετατρέποντας το νεαρό διαδηλωτή με τη σφεντόνα σε νέο «πρόσωπο» της Παλαιστινιακής Αντίστασης.

Αλλά και στον ίδιο τον Λίβανο, η επιτυχία της Σιωνιστικής εκστρατείας είχε ανεπιθύμητες για το Ισραήλ παρενέργειες.

Όταν το Μάη του 1983 ο Αμίν Τζεμαγέλ συμφώνησε σε τερματισμό του πολέμου με το Ισραήλ, κλήθηκε στη… Δαμασκό για εξηγήσεις και ανατροπή της απόφασής του. Με μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση, τα αρχικά αντιμαχόμενα στρατόπεδα κατακερματισμένα και τις διάφορες πολιτοφυλακές αδύναμες, η Συρία -ενάντια στην οποία πολέμησε το Ισραήλ μετά το 1982- κατέληξε να έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή στον Λίβανο από ό,τι προπολεμικά.

Το 1985, ο Ισραηλινός Στρατός άρχισε να παραδίδει πόλεις και περιοχές στον κυβερνητικό στρατό του Λιβάνου, αναδιπλωνόμενος προς τα νότια. Ο νότιος Λίβανος παρέμεινε υπό κατοχή, με τους Λιβανέζους «πληρεξουσίους» των σιωνιστών (Στρατός του Νοτίου Λιβάνου), να λειτουργούν ως «πολιτική διοίκηση» για λογαριασμό της Κατοχής.

Το LNRF είχε οργανώσει αρκετές πράξεις αντίστασης, ειδικά στη Βηρυτό το 1982, αλλά επισκιάστηκε σύντομα από μια νέα δύναμη που ανέλαβε την αντίσταση στην Ισραηλινή Κατοχή στο νότιο Λίβανο. Το Ισραήλ, αποδυναμώνοντας τους άλλους αντιπάλους του (PLO, Λιβανέζικη Αριστερά), είχε «δημιουργήσει» έναν καινούργιο: Τη Χεζμπολά.

Η άνοδος της Χεζμπολά

Η μουσουλμανική κοινότητα των Σιϊτών, αποτελούσε τη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα, αλλά και την πλέον ανίσχυρη οικονομικά και πολιτικά. Καθώς ζούσαν κυρίως στο νότιο Λίβανο, τα μέλη της υπήρξαν τα κύρια θύματα της Σιωνιστικής Εκστρατείας μετά τους Παλαιστίνιους. Το 80% των Σιϊτικών χωριών υπέστησαν καταστροφές από την Ισραηλινή εισβολή, ενώ είχαν και τις περισσότερες απώλειες (19.000) μεταξύ των Λιβανέζων. Μέσα από τα ερείπια του νότιου Λιβάνου, αναδύθηκε μια νέα αντισιωνιστική αντίσταση στις γραμμές τους.

Με την ήττα του 1975-77, την αποδυνάμωση της λιβανέζικης Αριστεράς και την ενίσχυση του θρησκευτικού σεχταρισμού ως παράγοντα του εμφυλίου τη δεκαετία του 1980, η ισλαμική ταυτότητα άρχισε να γίνεται η νέα «σημαία» των φτωχών σιϊτών μουσουλμάνων. Η Ιρανική Επανάσταση του 1979 ενίσχυε αυτήν την εξέλιξη, ενώ η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν στήριξε πολιτικά και υλικά τις ισλαμικές πολιτοφυλακές και την ενοποίησή τους στο «Κόμμα του Θεού», τη Χεζμπολά.

Η Χεζμπολά είχε μεγαλύτερη υλική στήριξη (από το Ιράν, αλλά και από τη Συρία) από το αριστερό LNRF. Δανειζόταν τις ταξικές αναφορές της Αριστεράς, δίνοντάς τους θρησκευτική διάσταση, ταυτίζοντας τους Σιΐτες με την εργατική τάξη και τους Χριστιανούς με την καπιταλιστική. Μαζί με τον πολιτικό ανταγωνισμό, δε δίσταζε να χρησιμοποιήσει και ένοπλη βία κατά στελεχών της Αριστεράς, για να εξασφαλίσει το μονοπώλιο της αντίστασης. Εμβληματική αυτής της διαδικασίας ήταν η εκτέλεση του Χασάν Χαμντάν. Γνωστός με το ψευδώνυμο Μέχντι Αμέλ και θεωρούμενος ως ένας από τους πιο εξέχοντες θεωρητικούς της λιβανέζικης κομμουνιστικής Αριστεράς, είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «Άραβας Γκράμσι» για το μαρξιστικό του έργο πάνω στις ιδιαίτερες συνθήκες του αραβικού κόσμου. Λίγο πριν εκτελεστεί στο δρόμο το 1987, το έντυπο της Χεζμπολά είχε προειδοποιήσει ότι «ήρθε η σειρά του».

Η Χεζμπολά έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη μεταξύ των Σιϊτών του Λιβάνου και από το 1985 και μετά ανέλαβε σημαντική κι επίμονη αντιστασιακή δράση κατά της Σιωνιστικής Κατοχής στο νότιο Λίβανο.

Οι συμφωνίες της Ταΐφ

Αυτές οι νέες πραγματικότητες αποτυπώθηκαν στις συμφωνίες της Ταΐφ, που έβαλαν τέλος στον Εμφύλιο Πόλεμο το 1989.

Μια συνεννόηση μεταξύ Συρίας και Σαουδικής Αραβίας, υπό την εποπτεία των ΗΠΑ, διαμόρφωσε μια νέα τακτοποίηση του πάντα διαιρεμένου Λιβάνου. Οι εξουσίες του (Χριστιανού) Προέδρου μειώθηκαν σχετικά, ενώ η αναλογία βουλευτικών εδρών άλλαξε σε «1 προς 1» (Χριστιανών/Μουσουλμάνων). Τροποποιημένο, με αυτές τις ελαφρές παραχωρήσεις προς τα μουσουλμανικά κόμματα, το πολιτικό σύστημα της θρησκευτικής/σεχταριστικής διαίρεσης παρέμεινε στη θέση του. Η Σαουδική Αραβία αποκτούσε ακόμα πιο ενεργό ρόλο στη χώρα, προωθώντας «σουνιτικά» κόμματα ως αντίβαρο στα «σιϊτικά» που στηρίζονταν από το Ιράν, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο τον θρησκευτικό διχασμό ως πολιτικό παράγοντα, προσθέτοντας και αυτήν την «ενδομουσουλμανική» διαίρεση. Όταν ο στρατηγός Μισέλ Αούν, ένας επίδοξος «βοναπάρτης», κατήγγειλε τις συμφωνίες της Ταΐφ και κήρυξε «εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο» κατά του συριακού στρατού, ο Χαφέζ Αλ Άσαντ συνέτριψε τις δυνάμεις του το φθινόπωρο του 1990. Εξαργύρωσε την υποστήριξή του στις ΗΠΑ κατά τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου με το αμερικανικό «πράσινο φως» και εξασφάλισε την κυριαρχία της Συρίας στο Λίβανο μέσω της μόνιμης παρουσίας του στρατού της σε αυτόν. 

Οι συμφωνίες της Ταΐφ προέβλεπαν τον αφοπλισμό όλων των πολιτοφυλακών, με διάφορους πολέμαρχους της δεκαετίας του 1980 να μετεξελίσσονται σε «καθωσπρέπει» ηγέτες πολιτικών κομμάτων. Από τον αφοπλισμό εξαιρούνταν η Χεζμπολά, που διεξήγαγε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και νομιμοποιούταν από αυτόν να διατηρήσει το οπλοστάσιό της και την σχετική αυτονομία της από το κράτος. Η Χεζμπολά αξιοποίησε τις δυνατότητες αυτόνομης δράσης για να διεξάγει έναν παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο κατά της Σιωνιστικής Κατοχής του νότιου Λιβάνου, που υποχρέωσε τελικά το Ισραήλ να αποχωρήσει από τη χώρα το 2000, ενώ ο δοσιλογικός μηχανισμός κατέρρευσε.

Ο σύγχρονος Λίβανος

Το 2005 έλαβε τέλος μια πτυχή της Ταΐφ, με τον συριακό στρατό να αποσύρεται από το Λίβανο υπό το βάρος μαζικών διαδηλώσεων και την πίεση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Εν τω μεταξύ, η νίκη της Χεζμπολά επί του Ισραήλ το 2000 έκανε τους ανταγωνιστές της να ανακινήσουν το ζήτημα του αφοπλισμού της, επικαλούμενοι το τέλος του λόγου ύπαρξης του αυτόνομου οπλοστασίου της. Μια πρώτη απόπειρα να περιοριστεί η αυτόνομη λειτουργία της Χεζμπολά προκάλεσε έναν μίνι-εμφύλιο που περιορίστηκε με τις συμφωνίες της Ντόχα (2008). Η Χεζμπολά βρισκόταν στο απόγειο της πολιτικής ισχύος της (έχοντας αποκρούσει την Ισραηλινή εισβολή του 2006 στον «πόλεμο των 33 ημερών») ενώ είχε κάνει ένοπλη επίδειξη δύναμης κατά την κρίση του 2008 και αυτό αποτυπώθηκε στις τότε συμφωνίες, που ενίσχυσαν το ρόλο της μέσα και έξω από το λιβανέζικο κράτος.

Σήμερα ο συσχετισμός έχει αλλάξει, τόσο με τη στρατιωτική αποδυνάμωση της Χεζμπολά μετά τον πρόσφατο πόλεμο με το Ισραήλ, όσο και με την -σχετική- μείωση της πολιτικής της επιρροής, απότοκο των επιλογών που έκανε τα προηγούμενα 15 χρόνια (ένταξη στο πολιτικό σύστημα και τις κυβερνήσεις εθνικής εθνότητας, συνευθύνη για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρέμβαση στον συριακό εμφύλιο) που έκαψαν ένα μέρος του πολιτικού κεφαλαίου που είχε κερδίσει με την αντισιωνιστική νίκη του 2006. Οι ΗΠΑ και οι εγχώριοι αντίπαλοι της λιβανέζικης οργάνωσης εργάζονται συστηματικά για μια ανατροπή των προηγούμενων ισορροπιών (παραγκωνισμός της Χεζμπολά από την κυβέρνηση, ανακίνηση του ζητήματος αφοπλισμού της). Το αν αυτή θα επιβληθεί -και μάλιστα ειρηνικά- παραμένει ανοιχτό ερώτημα…

Ετικέτες