Η  χρονική σύμπτωση των επαναληπτικών προεδρικών εκλογών στην Αυστρία και του δημοψηφίσματος Ρέντσι στην Ιταλία ενθάρρυνε μια υπαρκτή τάση να αντιμετωπιστούν «ενιαία» δύο πολύ διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Σε έναν βαθμό, η τάση είναι σωστή και απο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νη: Πρό­κει­ται για δύο ακόμα κρί­σι­μα επει­σό­δια της πο­λι­τι­κής κρί­σης στην Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση, που έχει «ενιαία» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και κοι­νές αι­τί­ες. Επί­σης η έκ­βα­σή τους πράγ­μα­τι θα είχε (έμ­με­σα ή άμεσα, βρα­χυ­πρό­θε­σμα ή με­σο­πρό­θε­σμα) κά­ποιον αντί­κτυ­πο στη συ­νο­χή του ευ­ρω­παϊ­κού οι­κο­δο­μή­μα­τος. 

Αλλά υπάρ­χει μια τε­ρά­στια από­στα­ση ανά­με­σα σε αυτήν την πα­ρα­δο­χή, δη­λα­δή το συ­νυ­πο­λο­γι­σμό αυτής της διά­στα­σης, και τη μο­νό­πλευ­ρη πα­ρου­σί­α­ση των εξε­λί­ξε­ων σε Αυ­στρία και Ιτα­λία ως «κά­βους που πρέ­πει να πε­ρά­σει η ΕΕ». Γί­νε­ται εκ του πο­νη­ρού, και καλ­λιερ­γεί ένα σχήμα εξαι­ρε­τι­κά δη­μο­φι­λές στους νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρους τε­χνο­κρά­τες και εκ­συγ­χρο­νι­στές: Η σύ­γκρου­ση της επο­χής, λέει, είναι ανά­με­σα στο «λαϊ­κι­σμό» (που ταυ­τί­ζε­ται με την ακρο­δε­ξιά) και την «Ευ­ρώ­πη» (που ταυ­τί­ζε­ται με τη δη­μο­κρα­τία). 

Σε αυτό το σχήμα υπο­τάσ­σο­νται τα πάντα. Στην Αυ­στρία, το επί­δι­κο ήταν αν θα κα­τα­λά­βει τη θέση του Προ­έ­δρου της Δη­μο­κρα­τί­ας ένα ακρο­δε­ξιό (ως κρυ­πτο­φα­σι­στι­κό) κόμμα. Ο με­γά­λος «κίν­δυ­νος» δεν ήταν αυτός στις αστι­κές ανα­λύ­σεις, αλλά το «αντιευ­ρω­παϊ­κό μή­νυ­μα» που θα έστελ­νε μια νίκη του Χόφερ! Και μετά την ήττα του Χόφερ, οι ίδιοι αστοί ανα­λυ­τές έσπευ­σαν να μι­λή­σουν για «ανα­κού­φι­ση στις Βρυ­ξέλ­λες» και «φι­λο­ευ­ρω­παϊ­κή ψήφο», χωρίς να μπουν καν στον κόπο να εξε­τά­σουν το εν­δε­χό­με­νο οι ψη­φο­φό­ροι του νι­κη­τή Μπέ­λεν να είχαν ως προ­τε­ραιό­τη­τα να απο­τρέ­ψουν την άνοδο του ακρο­δε­ξιού και όχι να... κα­θη­συ­χά­σουν τις Βρυ­ξέλ­λες (και ξε­χνώ­ντας βο­λι­κά ότι οι αυ­θε­ντι­κοί εκ­φρα­στές "των Βρυ­ξελ­λών", οι δυ­νά­μεις του πα­ρα­δο­σια­κού δι­κομ­μα­τι­σμού, είχαν συ­ντρι­βεί στον πρώτο γύρο).

Δια­φο­ρε­τι­κά, αλλά αντί­στοι­χα, κι­νή­θη­καν οι ερ­μη­νεί­ες για τη μάχη στην Ιτα­λία. Δεν έχει ση­μα­σία που υπήρ­ξε και μα­ζι­κό «αρι­στε­ρό» ΟΧΙ. Δεν έχει καμία ση­μα­σία ότι το κί­νη­μα του Γκρί­λο είναι γε­μά­το αντι­φά­σεις και ιδιαι­τε­ρό­τη­τες που κά­νουν δύ­σκο­λο να το­πο­θε­τη­θεί με σα­φή­νεια κάπου στην κλί­μα­κα «Αρι­στε­ρά-Δε­ξιά». Δεν είχε καν ση­μα­σία το ερώ­τη­μα του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος (μια αντι­δη­μο­κρα­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση του Συ­ντάγ­μα­τος) ή η αντι­κυ­βερ­νη­τι­κή διά­στα­σή του (να φύγει ο Ρέν­τσι). Δεν είχε ση­μα­σία που δεν υπήρ­χε καν η αντι­με­τα­να­στευ­τι­κή προ­βλη­μα­τι­κή που συ­νό­δευ­σε την κα­μπά­νια του Brexit. Το ΟΧΙ ερ­μη­νεύ­τη­κε ως νίκη ενός κά­ποιου αντι­δρα­στι­κού λαϊ­κι­σμού. 

Η κα­τα­σκευή του δι­πό­λου «ευ­ρω­παϊ­σμός ενα­ντί­ον ακρο­δε­ξιάς» εκτός από εξαι­ρε­τι­κά βο­λι­κή είναι και βαθιά υπο­κρι­τι­κή. Οι προ­κρι­μα­τι­κές εκλο­γές στη γαλ­λι­κή Δεξιά είναι πρό­σφα­τες. Ενώ ο Φι­γιόν υιο­θε­τεί όλη την ατζέ­ντα της Λεπέν εκτός από την αμ­φι­σβή­τη­ση στην πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση, «υιο­θε­τεί­ται» εύ­κο­λα διε­θνώς ως «καλός υπο­ψή­φιος». 

Αυτό που εξορ­κί­ζε­ται ως «λαϊ­κι­σμός» είναι η πο­λι­τι­κή συ­ντρι­βή ενός πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού που εξέ­φρα­σε με τον πιο αλα­ζο­νι­κό τρόπο την ΤΙΝΑ (με όλη της την έν­νοια, από την απο­δο­χή του θριάμ­βου της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης ανε­ξαρ­τή­τως των κοι­νω­νι­κών συ­νε­πειών της, ως την τε­χνο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη για την πο­λι­τι­κή στην εποχή του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, που συ­νο­δευό­ταν από πλήρη υπο­τί­μη­ση των υπο­τε­λών τά­ξε­ων). Αν υπάρ­χει πράγ­μα­τι κάτι κοινό σε τόσο δια­φο­ρε­τι­κά γε­γο­νό­τα όπως το Brexit, ο Τραμπ, το ιτα­λι­κό δη­μο­ψή­φι­σμα και οι εξε­λί­ξεις στη Γαλ­λία, αυτό είναι η συ­ντρι­βή των Κά­με­ρον, των Χί­λα­ρι, των Ρέν­τσι και των Ολάντ αυτού του κό­σμου. 

Το πραγ­μα­τι­κό ζή­τη­μα είναι πώς πα­ρεμ­βαί­νει η ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά σε αυτό το τοπίο. Παρά τα όσα ανα­φέ­ρα­με πα­ρα­πά­νω, υπάρ­χει προ­φα­νώς ισχυ­ρή δόση αλή­θειας στην εμ­φά­νι­ση ενός ακρο­δε­ξιού (ή έστω αντι­πο­λι­τι­κού) «αντι­πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κού» ρεύ­μα­τος που διεκ­δι­κεί επι­θε­τι­κά να κερ­δί­σει τη λαϊκή δυ­σα­ρέ­σκεια. Καθώς έχει γίνει σαφές ότι η συ­ντρι­βή του «πα­λιού» γεννά εξί­σου επι­κίν­δυ­να τέ­ρα­τα, δεν υπάρ­χει χώρος για άκρι­τους πα­νη­γυ­ρι­σμούς. Αλλά αυτή είναι μια συ­ζή­τη­ση που αφορά την Αρι­στε­ρά που θέλει να αλ­λά­ξει τα πράγ­μα­τα σε κα­τεύ­θυν­ση δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη από εκεί­νη που εκ­φρά­ζει η (ακρο)δεξιά «απο­πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση». Όχι τους τα­λι­μπάν του πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, που αντι­με­τω­πί­ζουν τις ήττες τους κου­νώ­ντας το δά­χτυ­λο στους φτω­χούς «που ψη­φί­ζουν λάθος». 

Απέ­να­ντι στο δί­πο­λο που στή­νε­ται, η ανά­γκη για τη συ­γκρό­τη­ση μιας διε­θνι­στι­κής, τα­ξι­κής, αντι­ρα­τσι­στι­κής απά­ντη­σης και στα ρεύ­μα­τα «εθνι­κής προ­τε­ραιό­τη­τας» και στον «κα­τε­στη­μέ­νο» νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό πα­ρα­μέ­νει κο­ρυ­φαίο κα­θή­κον. 

Ετικέτες