Ο σύντροφος Ομάρ Χασάν βρέθηκε στη Συρία για να καταγράψει την πραγματικότητα μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ για λογαριασμό της εφημερίδας Red Flag. Στο project.gr αναδημοσιεύσαμε τις διαδοχικές ανταποκρίσεις του, τις περισσότερες σε μετάφραση από το elaliberta.gr. Αυτό το καταληκτικό κείμενο περιλαμβάνει συζητήσεις με Σύριους πρόσφυγες στο Λίβανο και τις τελικές σκέψεις του Ομάρ καθώς φεύγει από τη χώρα.

Το μέλλον της Συρίας είναι αβέβαιο, αλλά η οργάνωση μόλις άρχισε

Μπαίνοντας στο Λίβανο από τη Συρία, η πρώτη αισθητή αλλαγή είναι το πράσινο στα χωριά, τα βουνά και τις πεδιάδες. Έρχονται σε έντονη αντίθεση με τα σχεδόν γυμνά κεντρικά και νότια τμήματα της Συρίας, τα οποία εμφανίζουν μια λιτή χρωματική παλέτα ώχρας και γκρίζου – μια απόδειξη των σκληρών καιρών.

Δεν ήταν πάντα έτσι στη Συρία. Εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα κόπηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και τα ξύλα χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμα για το χειμώνα. Μια έκθεση της ολλανδικής ΜΚΟ PAX εκτιμά ότι σχεδόν το 40% των δέντρων της Συρίας έχει χαθεί από τότε που ξεκίνησε η επανάσταση το 2011. Στην ανατολική Γούτα –την πράσινη ζώνη γύρω από τη Δαμασκό που περιλαμβάνει τη Χαράστα, τη Ντούμα και άλλες περιοχές σκληρών συγκρούσεων– το ποσοστό ανέρχεται σε περίπου 80%. Η ίδια έκθεση περιγράφει επίσης μια προπολεμική Νταράα που διέθετε «καταπράσινες όχθες ποταμών και πάρκα», κάτι που σήμερα ακούγεται σαν ένα αρρωστημένο αστείο.

Η επιστροφή στο Λίβανο αποτελεί σοκ για τις πολιτικές και σωματικές αισθήσεις. Στο παρελθόν, ήταν δύσκολο να χωνέψει κανείς την ενδημική φτώχεια της χώρας, τις κυβερνητικές αποτυχίες και τη διαρκή εξορία της νεολαίας της σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών. Όλα αυτά παραμένουν. Αλλά έχοντας περάσει τόσο πολύ χρόνο στα ερείπια της Συρίας του Άσαντ, ο Λίβανος μοιάζει σχεδόν ειδυλλιακός.

Ο Λίβανος έχει περάσει δύσκολες στιγμές, με τον τελευταίο πόλεμο μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολλάχ να αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα μετά από χρόνια οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ωστόσο, εκλέχθηκε μια νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής προσωπικότητες που είναι εν μέρει ανεξάρτητες από τον διεφθαρμένο πελατειακό καπιταλισμό των παραδοσιακών ελίτ της χώρας. Αν και η Αριστερά παραμένει επιφυλακτική ως προς το αν θα υπάρξει μεγάλη αλλαγή, υπάρχει τουλάχιστον μια ευκαιρία να πιέσει.

Ενώ πολλοί Σύριοι ελπίζουν για το μέλλον της χώρας τους, η κληρονομιά 54 χρόνων ολοκληρωτικής διακυβέρνησης πλανάται πάνω από τον τόπο σαν ένα σκοτεινό σύννεφο. Η επιστροφή στη Βηρυτό από τη Δαμασκό είναι μια τελευταία υπενθύμιση της παρατεταμένης πικρίας. Κάθε άνθρωπος που επιβαίνει μαζί μας στο αυτοκίνητο εξηγεί με τη σειρά του τα εγκλήματα του καθεστώτος, τις τρομερές απώλειες ξαδερφιών, θείων και θειών, τις απαγωγές φίλων από τις υπηρεσίες ασφαλείας.

«Κανείς στον κόσμο δεν έχει εφεύρει ποτέ μεθόδους δολοφονίας σαν τον Άσαντ», λέει ο οδηγός μας. «Θέλω να πω, δημιούργησαν μια πρέσα[1] για ανθρώπινα σώματα! Δωμάτια με οξύ, με αλάτι!» Η διάθεση είναι σκοτεινή, συναισθηματικά φορτισμένη. Κανένα φάρμακο ή γνωστικό-συμπεριφορικό τέχνασμα δεν μπορεί να επιδιορθώσει αυτά τα βαθιά ψυχικά σημάδια. Θα χρειαστεί χρόνος, κοινωνική ανασυγκρότηση σε πιο ανθρώπινες κατευθύνσεις και ακόμη περισσότερος χρόνος.

Τρεις από τους τέσσερις άνδρες διαμαρτύρονται επίσης για τη μεταχείρισή τους από τους Λιβανέζους. «Μας κοίταζαν αφ’ υψηλού, σαν να ήμασταν σκυλιά», λέει ο ένας. «Ελπίζω στον Θεό ότι μια μέρα θα βιώσουν αυτό που ζήσαμε εμείς, ώστε να τους δείξουμε πώς είναι να σε κακομεταχειρίζονται την ώρα που το χρειάζεσαι», ορκίζεται ένας άλλος. Ο νεότερος άνδρας στο πίσω κάθισμα δίπλα μου χαμογελάει ειρωνικά. Μου λέει αργότερα ότι δεν βρήκε τον Λίβανο τόσο άσχημο, αφού τα τελευταία οκτώ χρόνια εργάζεται σε ένα πολυτελές γαλλικό ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της Βηρυτού. Αλλά έχει ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες και δικαίως συμπάσχει με όσους τις λένε.

Από αυτές και άλλες σχετικές συζητήσεις καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια σαφής ταξική δυναμική εντός της κοινότητας των Σύριων προσφύγων. Όσοι είναι μορφωμένοι –και τείνουν να είναι νεότεροι και πλουσιότεροι– έχουν χτίσει μια αρκετά χαρούμενη ζωή στη σχετική ελευθερία που προσφέρουν ο Λίβανος και η Ευρώπη. Αλλά οι πιο ειδικευμένοι πρόσφυγες και μετανάστες έχουν βρει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα, συνήθως αποφεύγοντας να στραφούν σε χαμηλόμισθους και εκμεταλλευτικούς κλάδους όπως οι κατασκευές, η καθαριότητα και η οικιακή εργασία.

Μια νεώτερη συνέντευξη με τον Ομάρ, έναν Σύριο πρόσφυγα που έχει φτιάξει μια ζωή για τον ίδιο δουλεύοντας στις κατασκευές και την αρχιτεκτονική τοπίου στο ήσυχο χωριό Μπατλούν, αρχίζει αμήχανα. Γνωρίζοντας ότι είμαι Λιβανέζος, τονίζει αρχικά πόσο ευγνώμων είναι που η χώρα ανέχεται την παρουσία τόσων πολλών Σύριων. «Έχουμε σχεδόν διπλασιάσει τον πληθυσμό της χώρας σας», λέει. «Μπορώ να καταλάβω γιατί υπάρχει κάποια εχθρότητα απέναντί μας». Πρόκειται για μια μικρή μόνο υπερβολή: η λιβανέζικη κυβέρνηση υπολόγισε ότι, κάποια στιγμή, περίπου 1,5 εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες ζούσαν σε αυτή τη χώρα των μόλις 5 εκατομμυρίων κατοίκων. (Αυτό θέτει σε μια προοπτική την ετήσια υποδοχή προσφύγων από την Αυστραλία, η οποία ανέρχεται σε περίπου 15.000 άτομα).

Όταν γίνεται σαφές ότι συμμερίζομαι τη δύσκολη κατάσταση των Σύριων, ο Ομάρ ανοίγεται. «Η αντιμετώπιση που έχουμε εδώ είναι πολύ ανάμεικτη. Πολλοί μας αντιμετωπίζουν σωστά, αλλά άλλοι φέρονται σαν να είμαστε μια κατώτερη τάξη ... Συχνά, αυτό διαμορφώνεται από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις». Αναφέρει το παράδειγμα ενός Λιβανέζου που τράβηξε την κόρη του μακριά από αυτόν καθώς έμπαινε σε ένα κατάστημα, σαν να ήταν λυσσασμένος σκύλος. Η ταραχή του είναι εμφανής. «Πώς μπορείς να μαθαίνεις σε ένα παιδί να φέρεται με αυτόν τον τρόπο σε έναν άλλο άνθρωπο;», αναρωτιέται. Ο Ομάρ συνεχίζει να εξηγεί ότι τα τμήματα της κοινότητας που είναι προσκείμενα στο λιβανέζικο πολιτικό κόμμα Χεζμπολλάχ τείνουν να είναι πολύ πιο εχθρικά προς τους Σύριους. Κάποιος μάλιστα απείλησε να τον παραδώσει στις συριακές μυστικές υπηρεσίες.

Η ιστορία του Ομάρ είναι στενάχωρη: αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Συρία αφού πέρασε δύο μήνες κατασκηνώνοντας στην άγρια φύση για να αποφύγει τη σύλληψη από τις δυνάμεις ασφαλείας. Τον είχαν αναγνωρίσει ως αντιπολιτευόμενο –και ψευδώς τον είχαν στιγματίσει ως Αν-Νούσρα– αφού αρνήθηκε να ενταχθεί στις δυνάμεις ασφαλείας όταν ξεκίνησε η επανάσταση.

«Ήμουν μέρος της επανάστασης∙ πώς θα μπορούσα να δουλεύω εναντίον του λαού μου;!», θέτει ρητορικά το ερώτημα. Έχασε 21 συγγενείς του στην αντεπανάσταση του καθεστώτος, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει ότι άξιζε τον κόπο. Με ένα τεράστιο χαμόγελο, μας λέει ότι σύντομα θα επισκεφθεί την οικογένειά του για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια, αν και δεν σκοπεύει να μείνει μόνιμα, καθώς εξακολουθεί να είναι δύσκολο να βρει δουλειά.

Ενώ πολλοί πρόσφυγες που βρίσκονταν σε ηλικία που να μπορούν να εργαστούν βρήκαν τρόπους να ζήσουν μια σχετικά φυσιολογική ζωή στο Λίβανο ή συνέχισαν το επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη, πολλοί άλλοι δεν μπόρεσαν να το κάνουν. Για τους ηλικιωμένους, τους νέους, τους ορφανούς ή τους άρρωστους, οι τεράστιοι προσφυγικοί καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν στην κοιλάδα Μπεκάα ήταν η μόνη επιλογή. Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι φυτοζωούσαν σε πλαστικές σκηνές κατά τη διάρκεια των παγωμένων χειμώνων και των καυτών καλοκαιριών. Παρόμοια ιδρύματα δημιουργήθηκαν στην Τουρκία και την Ιορδανία. «Λυπάμαι για τα φτωχά παιδιά που μεγάλωσαν σε αυτά τα μέρη», λέει ο Ομάρ.

Ήταν δύσκολο να φύγω από τη Συρία, να διαχειριστώ το σπαρακτικό συναίσθημα ότι εγκατέλειπα έναν λαό που πάλευε μόνος του για πάρα πολύ καιρό. Οι κυβερνήσεις του κόσμου παρακολουθούσαν ενώ η χώρα καιγόταν, ανησυχώντας περισσότερο για τη νίκη της επανάστασης και την περιφερειακή αστάθεια παρά για τη βίαιη καταστολή του καθεστώτος.

Οι Σύριοι εγκαταλείφθηκαν επίσης από τις περισσότερες σταλινικές και αναρχικές ομάδες διεθνώς, οι οποίες ατιμάστηκαν είτε συκοφαντώντας τους επαναστάτες είτε, σε πολλές περιπτώσεις, υπερασπιζόμενες ανοιχτά τον Άσαντ. Καθώς βασίζονταν σε γνωστές αφηγήσεις για την αυτοκρατορική επέμβαση αντί να αντιμετωπίσουν την πολύπλοκη πραγματικότητα μιας λαϊκής επανάστασης, βρέθηκαν στη λάθος πλευρά των οδοφραγμάτων, παίρνοντας το μέρος της αδιανόητης κρατικής βίας ενάντια σε κάποιους από τους πιο γενναίους λαούς της γης.

Η πτώση του Άσαντ, μαζί με την κατάρρευση του λεγόμενου Άξονα της Αντίστασης του Ιράν φέτος, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό σημείο καμπής σε μια περιοχή που σημαδεύτηκε από δύο δεκαετίες βίαιων αμερικανικών πολέμων και κατοχών, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων, αυξανόμενων θρησκευτικών εντάσεων και βίαιου ισραηλινού επεκτατισμού. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτά τα ταραχώδη γεγονότα, αφήνοντας εκατομμύρια νεκρούς ή τραυματίες ύστερα από τις βάρβαρες επιχειρήσεις του στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη και, φυσικά, την Παλαιστίνη.

Αλλά στη Συρία, όπως και στην Υεμένη, το Μπαχρέιν και την Αίγυπτο, η Δύση ήταν δευτερεύων παράγοντας. Και ενώ είναι σημαντικό να θυμόμαστε τα ιστορικά εγκλήματα της αποικιοκρατίας, οι άμεσες αιτίες των κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων που μαστίζουν την περιοχή εντοπίζονται σε συντριπτικό βαθμό στην εκμεταλλευτική, μισαλλόδοξη και σεχταριστική πολιτική των περιφερειακών καπιταλιστικών τάξεων.

Όπως απέδειξαν οι οξύτατες αντιπαραθέσεις για τη συριακή επανάσταση, δεν ήταν εύκολο να κατανοηθούν αυτές οι πολύπλοκες και αντιφατικές δυναμικές και, ακόμη πιο σημαντικό, να υποστηριχθούν όσοι αγωνίζονται για την απελευθέρωση. Αλλά για να μην αισθάνονται υπερβολικά εφησυχασμένοι όσοι έκαναν το σωστό, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν μπορέσαμε να προσφέρουμε καμία πρακτική αλληλεγγύη – μια οδυνηρή αποτυχία και μια επείγουσα πρόκληση για το μέλλον.

Δικαιωματικά, ο συριακός λαός δικαιούται τώρα μια παγκόσμια προσπάθεια για τη διευκόλυνση της ανοικοδόμησης και την ανακούφιση των πολλών κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων της χώρας του. Αυτή θα ήταν η ελάχιστη αποζημίωση για την αδιαφορία του κόσμου απέναντι στη δυστυχία του. Αλλά σε αυτόν τον κατάπτυστο καπιταλιστικό κόσμο, είναι πιο πιθανό ότι θα υπάρξει μια τρελή κούρσα για τους πόρους της χώρας∙ η Συρία ως ένα ετοιμόρροπο σπίτι στη γωνία που αγοράστηκε μόνο για να το ισοπεδώσουν οι εργολάβοι που αναζητούν το γρήγορο χρήμα.

Οι νέοι ηγέτες της Συρίας, η Χαγιάτ Ταχρίρ ασ-Σαμ, θα αποτελέσουν μια άλλη πρόκληση, καθώς είναι ταυτόχρονα δεξιοί και άκρως πραγματιστές. Μέχρι στιγμής, επιθυμούν να αποδείξουν την προσήλωσή τους στους διεθνείς κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης αγοράς. Έχουν επίσης αρνηθεί να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση υποστήριξης προς τους Παλαιστίνιους και αντί αυτού έχουν μιλήσει για αφοπλισμό των πολιτοφυλακών τους. Ακόμη χειρότερα, φαίνεται ότι είναι έτοιμοι να απελάσουν έναν Αιγύπτιο, ο οποίος είναι μέλος της HTS, για το έγκλημα ότι κάλεσε σε ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας της χώρας του. Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η νέα Συρία θα εκπληρώσει τα όνειρα των επαναστατών που συνεχίζουν να αγωνίζονται.

Ωστόσο, η απαισιοδοξία είναι ένα προνόμιο που επιφυλάσσεται σε εκείνους οι οποίοι μένουν στην άκρη από τη μάχη για τη ζωή, την ελευθερία και την οικονομική δικαιοσύνη που οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι διεξάγουν εδώ και χιλιετίες. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες Σύριοι που αγωνίζονται να αποσπάσουν τα δικαιώματά τους από τους ντόπιους και διεθνείς καπιταλιστές που τους τα έχουν στερήσει τόσο καιρό. Απέχοντας πολύ από το να αισθάνονται ηττημένοι, οι οργανωτικές τους προσπάθειες μόλις τώρα ξεκινούν. Στο WhatsApp και το Facebook, υπάρχουν συνεχείς ενημερώσεις για συναντήσεις, διαμαρτυρίες και απεργίες σε όλη τη χώρα. Οι φίλοι στη Σουουέιντα και τη Νταράα είναι απασχολημένοι με την επαναφύτευση χιλιάδων δέντρων που χάθηκαν στις καταστροφές των τελευταίων δεκαπέντε ετών, μια αθόρυβη θαρραλέα επένδυση σε ένα άγνωστο μέλλον.

Αυτοί οι γενναίοι σύντροφοι –οι σοσιαλιστές, οι συνδικαλιστές και οι φοιτητές που είναι αποφασισμένοι να διαμορφώσουν το μέλλον της χώρας τους– αξίζουν την αλληλεγγύη και την αγάπη μας την επόμενη περίοδο.

*Μετάφραση: elaliberta.gr

**Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά: https://redflag.org.au/article/syrias-future-is-uncertain-but-the-organi...