Δημοσιεύουμε άρθρο του François Sabado, γραμμένο το Δεκέμβρη του 2011, για τη διεθνή κατάσταση, την κρίση και την Αριστερά. O François Sabado είναι μέλος του εκτελεστικού γραφείου της 4ης Διεθνούς και ακτιβιστής του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) στη Γαλλία. Διατέλεσε για πολλά χρόνια μέλος της ηγεσίας της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR). Θα είναι ομιλητής στο διεθνές τριήμερο του Rproject, στην συζήτηση για την κρίση στην ευρωζώνη.

1. Η κρίση υπάρχει ήδη περισσότερα από  τεσσερα χρόνια και πρόκειται να διαρκέσει. Είναι μία κρίση γενική, παγκόσμια. Είναι κρίση οικονομική, χρηματοπιστωτική, κοινωνική και οικολογική, αλλά η ιδιαιτερότητά της είναι η διασταύρωση της με μια ριζική αλλαγή που συμβαίνει στον κόσμο.

2. Το πρώτο σημείο είναι να αντιληφθούμε το μέγεθος αυτής της αλλαγής. Δεν πρόκειται για μια συγκυριακή αλλαγή ή μετατόπιση, όπου θα υπάρξει μια επιστροφή στο φυσιολογικό μετά την κρίση. Για να μετρηθεί η έκταση της αλλαγής, μπορούμε να πάρουμε ως σημείο αναφοράς τις στιγμές, όταν το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας άλλαξε, όπως τις δεκαετίες 1760-1780 μεταξύ της Ολλανδίας και της Αγγλίας ή μετά την περίοδο του μεσοπολέμου μεταξύ της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Εκτός από το ότι εδώ δεν συμβαίνει μόνο μια ηπειρωτική αλλαγή, αλλά μια αλλαγή σε ολόκληρο τον κόσμο, με μια οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική έννοια... Είναι μια αλλαγή σύμφωνα με την οποία η Δύση - η Ευρώπη και οι ΗΠΑ - η οποία έχει κυριαρχήσει στον κόσμο, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, χάνει την ηγεμονία της προς όφελος νέων αναδυόμενων δυνάμεων ή παλαιών δυνάμεων που επανακαλύπτουν ξανά τη δύναμή τους μετά από τέσσερις ή πέντε αιώνες.

3. Σε αυτές τις νέες παγκόσμιες σχέσεις, η Ευρώπη παρακμάζει και οι ΗΠΑ έχουν απώλειες στην οικονομική τους ισχύ, αλλά δε χάνουν ακόμη την πολιτικο-στρατιωτική τους ηγεμονία. Πολλά εξαρτώνται από τις εξελίξεις της κρίσης στις ΗΠΑ. Ωστόσο, το μερίδιο των χωρών των G7 στο παγκόσμιο ΑΕΠ, το οποίο ήταν 56 % στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σήμερα είναι περίπου μόνο 40 % (στοιχεία για το 2010). Οι προβλέψεις δείχνουν ότι οι καμπύλες μεταξύ των πρώην G7 και των BRIC θα διασταυρωθούν ακόμη και μέσα σε λίγες δεκαετίες, και από την άποψη του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος αυτό μπορεί να συμβεί τη δεκαετία 2030-2040. Οι ενδείξεις της ανάπτυξης κατά τα τελευταία 10 ή 15 χρόνια είναι περίπου 8 με 12 % για την Κίνα και την Ινδία σε σχέση με 1-2 % για την Ευρώπη και 2-3 % για τις ΗΠΑ, ενώ από την άποψη των παγκόσμιων αποθεμάτων υποδεικνύονται επίσης βαθιές αλλαγές.

4. Αυτές οι σχέσεις είναι πιθανό να επιβεβαιωθούν από το βάθεμα της κρίσης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, το χρέος δεν μπορεί πλέον να αντισταθμίζει την πτώση στους μισθούς. Η υποκατανάλωση και η υπερπαραγωγή αλληλοτροφοδοτούνται. Οι τάσεις υπερπαραγωγής σε μια σειρά από τομείς επιβεβαιώνονται, και όχι μόνο στα ακίνητα, αλλά στο σύνολο του βιομηχανικού τομέα. Η ανεργία παραμένει στα ίδια επίπεδα ή αυξάνεται. Τα προγράμματα δαπανών κεφαλαίων του Ομπάμα δεν έχουν θέσει τη μηχανή σε επανεκκίνηση. Σε αντίθεση με ορισμένες δηλώσεις, εδώ και εκεί, δεν έχει υπάρξει κεϋνσιανή στροφή. Δεν έχει υπάρξει κεϋνσιανή στροφή επειδή δεν έχει υπάρξει ένας συσχετισμός δύναμης στο εργατικό κίνημα αρκετά δυνατός ώστε να επιβάλει κοινωνικούς συμβιβασμούς στους καπιταλιστές. Αλλά κυρίως γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που έβγαλε  τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και πάλι από την κρίση του 1929 - 1935 ήταν ο πόλεμος και όχι οι κεϋνσιανές συνταγές ... Έτσι, παρ 'όλες τις ομιλίες σχετικά με την αύξηση των ηθικών επιπέδων του καπιταλισμού, είναι η χρηματιστικοποίηση που συνεχίζει να κυριαρχεί, καθώς οι καπιταλιστές απαντούν στην πτώση του βιομηχανικού ποσοστού κέρδους. Ως αποτέλεσμα, η διαδικασία της αποβιομηχάνισης συνεχίζεται. Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται ψηλά σήμερα, χάρη στη δύναμη του δολαρίου, στο ρόλο της FED η οποία συνεχίζει να προσφέρει ενέσεις ρευστότητας και στο γεγονός ότι το αμερικανικό δολάριο παραμένει το σημείο αναφοράς για την αγορά εντόκων γραμματίων και ομολόγων από επενδυτικά ταμεία της Κίνας, της Ιαπωνίας και των κρατών του Κόλπου.  Τέλος, οι ΗΠΑ διατηρούν την πολιτικο-στρατιωτική τους ηγεμονία, αλλά βρίσκονται σε υποχώρηση σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000 - αποτυχία στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, αντιμέτωπες με μικρότερη κανότητα παρέμβασης στις αραβικές επαναστάσεις. Ο στόχος τους τώρα είναι να προετοιμαστούν για να ενισχύσουν την παρουσία τους ως μια ειρηνική δύναμη!

5. Αλλά είναι στην Ευρώπη που η κρίση μπορεί να πάρει μορφές κατάρρευσης. Στο βάθος το πρόβλημα βρίσκεται στη θέση αδυναμίας των Ευρωπαϊκών χωρών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η Γερμανία παραμένει μια από τις κυριότερες εξαγωγικές χώρες - το 47 % του ΑΕΠ, Ιαπωνία 17 % του ΑΕΠ, Κίνα 15 % του ΑΕΠ, αλλά επηρεάζεται επίσης από τη συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς. Επίσης, ως απάντηση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις θέλουν να ρευστοποιήσουν ότι απομένει από το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο». Υπάρχει ακόμη  μεγάλη κοινωνική αριστερά. Πρέπει να διαλυθεί, αυτή είναι η εξήγηση της κερδοσκοπικής επίθεσης στις ευρωπαϊκές αγορές. «Οι αγορές», που στην πραγματικότητα είναι υλικές οντότητες, τραπεζίτες, διαχειριστές συνταξιοδοτικών ταμείων και μάνατζερς πολυεθνικών, απαιτούν αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, μέσω της μείωσης των μισθών, της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης του εργάσιμου χρόνου. Αυτό που εξηγεί τη βαναυσότητα των πολιτικών λιτότητας είναι η ανάγκη να προσαρμοστούν στην παγκόσμια αγορά της εργατικής δύναμης, συρόμενες από τις κοινωνικές σχέσεις των αναδυόμενων χωρών, γεγονός που συνεπάγεται μια πτώση στην αγοραστική δύναμη της τάξης του 10 έως 15 % μέσα στα επόμενα χρόνια. Αλλά επιπλέον, και αυτό είναι που δίνει έναν οξύ και εκρηκτικό χαρακτήρα στην κρίση, και το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση, υπάρχει ο τύπος της πολιτικής οικοδόμησης την οποία έχει βιώσει η Ευρώπη, με τις οικονομικές αποκλίσεις ή αποκλίνουσες τροχιές μεταξύ διαφόρων πόλων της ΕΕ :

Η Γερμανία και ο γερμανικός κύκλος – η Ολλανδία, η Αυστρία, η Βόρεια Ευρώπη, και η περιφέρεια της νότιας Ευρώπης, οι χώρες των PIGS, μαζί με την Ιρλανδία, και τη Γαλλία στη μέση. Οι Γαλλο-γερμανικές σχέσεις εκφράζουν την οικονομική, πολιτική και θεσμική πραγματικότητα της Ευρώπης, αλλά χωρίς ένα κράτος, μια ηγεσία, ένα σχέδιο ανάπτυξης ή αντίστασης στην κρίση. Η παρούσα κατάσταση καταδεικνύει για μια ακόμη φορά την ιστορική ανικανότητα των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να ενώσουν την Ευρώπη. Η διάλυση είναι δυνατή, αλλά ήδη σκέφτονται την παλιά ιδέα του Balladur, μιας Ευρώπης που να αποτελείται από ομόκεντρους κύκλους: η Γερμανία και οι πλουσιότερες χώρες, ο Νότος και ορισμένες χώρες της Ανατολικής και Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι η Γαλλία και η Ιταλία, γιατί αν φύγει η Ιταλία, φεύγει και η Ευρώπη. Θέλουν να την προσδέσουν στη Γερμανία, κάτι που απαιτεί εξαιρετικά βίαια σχέδια λιτότητας, αλλά η κατάσταση αυτή σημαίνει την εμβάθυνση της κρίσης, με ανάπτυξη περίπου 1 %. Αυτό θα διαρκέσει, αλλά με κινδύνους κοινωνικών εκρήξεων ή προ-επαναστατικών καταστάσεων όπως στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο, όπως στο πολιτικό επίπεδο, η αντι-δημοκρατικότητα της ΕΕ συνδυάζεται με την ανάπτυξη αυταρχικών τάσεων οργανικά συνδεδεμένων με την παρέμβαση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αρχηγοί των κυβερνήσεων που επιβλήθηκαν από την ΕΕ, στην Ιταλία και στην Ελλάδα είναι επομένως μία ένδειξη, αλλά η ενίσχυση των δυνάμεων της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς εκφράζουν αυτήν την πορεία προς  αυταρχικές λύσεις. Δεν μπορούμε πλέον να αποκλείσουμε συμμαχίες μεταξύ κομμάτων της κοινοβουλευτικής Δεξιάς, ή τμημάτων αυτών, και της άκρας δεξιάς. Περισσότερο από ποτέ αγορά δεν σημαίνει δημοκρατία, το αντίθετο μάλιστα. Εδώ αγγίζω ένα πρόβλημα  προσανατολισμού που αφορά στην πολιτική σε σχέση με την ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο να συνδυαστεί μια πολιτική ρήξης με την ΕΕ,  ανυπακοής σε σχέση με τις συνθήκες της, και όχι μεταρρύθμισής της. Το πρόβλημα είναι να γνωρίζουμε τι αντιτάσσουμε σε αυτή την κρίση της Ευρώπης: απο-παγκοσμιοποίηση, εθνικός ή ευρωπαϊκός προστατευτισμός,  έξοδος από το ευρώ ή μία ρήξη και μια συντακτική διαδικασία με μία νέα διεθνιστική κοινωνική πολιτική, δημοκρατική, στην υπηρεσία των εργαζομένων: πρέπει να ανοίξουμε και πάλι την προοπτική των Σοσιαλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης...

Όμως αυτή η γενική τοποθέτηση δεν θα λύσει το πρόβλημα, ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα: η έκρηξη της Ελλάδας και της βιαιότητας των επιθέσεων από την ΕΕ έχει ως αποτέλεσμα μερικοί άνθρωποι να θεωρούν αυτή τη χώρα της περιφέρειας ως νέα αποικία, και επιπλέον, η απουσία  ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στους Έλληνες σε συνδυασμό με τις εθνικιστικές ιστορικές παραδόσεις της ελληνικής Αριστεράς οδηγούν σήμερα στο γεγονός ότι η ελληνική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ (στμ: Από το Δεκέμβρη του 2011 όταν και δημοσιεύτηκε το κείμενο μέχρι και σήμερα η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι «καμιά θυσία για το ευρώ» και όχι «έξοδος από το ευρώ») και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ζητούν την έξοδο από το ευρώ ως τμήμα ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος.

6. Σε αυτή την ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία, μπορεί η Κίνα να σώσει την παγκόσμια οικονομία; Υπάρχει αποσύνδεση μεταξύ της ανάπτυξης της Κίνας και της παγκόσμιας οικονομίας;

Οι προβλέψεις της ανάπτυξης του ΑΕΠ της Κίνας εκτιμούν ότι θα φτάσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ  μεταξύ 2020 και 2030. Αυτό είναι αξιοσημείωτο. Η Κίνα είναι ήδη η δεύτερη παγκόσμια δύναμη, πριν από την Ιαπωνία, η πρώτη παραγωγική δύναμη μαζί με τις ΗΠΑ: 19,8 % του ΑΕΠ για την Κίνα και 19,4 % του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ. Για το κατα κεφαλήν εισόδημα, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων ζωνών της Κίνας. Οι παράκτιες περιοχές, οι οποίες ήδη βρίσκονται σε ένα επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος συγκρίσιμο με αυτό της Βραζιλίας, έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ 5.000 και 10.000 δολάρια, ενώ το Πεκίνο και η Σαγκάη έχουν 10.000 δολάρια. Όλα αυτά προστίθενται σε 600 εκατομμύρια άνθρωπους.... το κέντρο της χώρας, που έχει λιγότερο από 5.000 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα. Αλλά η Κίνα είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη υπό διαμόρφωση, στο στρατιωτικό επίπεδο, στο επίπεδο των εξαγωγών κεφαλαίου, όσον αφορά την άνιση ανταλλαγή με τις χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, και ιδιαίτερα την αγορά εκατομμυρίων εκταρίων καλλιεργήσιμης γης. Αλλά αυτή η δύναμη της Κίνας δεν είναι επαρκής για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, ή της αμερικανικής οικονομίας, μέσω μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης γύρω από τον τομέα της βιομηχανίας. Η κινεζική οικονομία παρουσιάζει μεγάλη ανισορροπία, ανάμεσα σε ένα ποσοστό κατανάλωσης σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο είναι πολύ χαμηλό, 35 % του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ είναι 70 % , στην Ινδία 60 %, ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 60 %.  Επίσης το ποσοστό των επενδύσεων είναι 45 %, ενώ στις ΗΠΑ είναι 15 % και ο μέσος όρος παγκόσμια είναι 22 %.

Η Κίνα παραμένει επομένως εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια αγορά και από τις εξαγωγές. Προτεραιότητά της είναι να οικοδομήσει την εγχώρια αγορά της, η οποία απαιτεί υψηλότερους μισθούς και μία ελάχιστη κοινωνική ασφάλιση ... Βλέπουμε λοιπόν στην Κίνα το ξεκίνημα μια διαδικασίας αγώνων για τους μισθούς και για την υπεράσπιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.

Αναφορικά με το ζήτημα της αποσύνδεσης, πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, καθώς και το γεγονός ότι η κρίση μέχρι τώρα στη Δύση μπορεί να επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης ή να τους κάνει να μειωθούν κατά 1 και 3 %, όμως αυτό δεν θέτει σε αμφισβήτηση την υποκείμενη τάση ανάπτυξης.

Δύο παρατηρήσεις ως συμπέρασμα:

* Η κινεζική οικονομία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ακόμα. Παραμένει πολύ ανισόρροπη.

* Όμως η υποκείμενη τάση της ανάπτυξης εξακολουθεί να είναι περίπου 10 % ετησίως, η οποία αυξάνει τη διαφορά στο επίπεδο της ανάπτυξης με τις άλλες ηπείρους.

7. Σε αυτή την κρίση, ο χάρτης του κόσμου επαναχαράσσεται. Οι ανταγωνισμοί μαίνονται. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την ευρωπαϊκή κρίση, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας αυτές τις μεγάλες αλλαγές στον κόσμο. Θέλουν να ευθυγραμμίσουν την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας με την παγκόσμια αγορά. Νέες παγκόσμιες σχέσεις αναδύονται. Έχουμε μιλήσει για τις σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ, αλλά η Λατινική Αμερική χαρακτηρίζεται σήμερα από τη δύναμη της Βραζιλίας και δευτερευόντως της Αργεντινής. Αξιοποιώντας και πάλι την έννοια του υπο-ιμπεριαλισμού, αυτός εκφράζει την αυξανόμενη δύναμη της Βραζιλίας. Η χώρα είναι σήμερα ο οδηγός της οικονομίας της Λατινικής Αμερικής, με τις μεγάλες πολυεθνικές της, την Petrobras, την Gerdau, με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά της έργα, τη μεγάλη χρηματοπιστωτική της δύναμη... Στην επικαλυπτόμενη αλλά συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, η Βραζιλία έχει κερδίσει μια σειρά από σημεία. Στη σχέση μεταξύ των τριών κύριων δρόμων ή τύπων καθεστώτων: η αντιδραστική Δεξιά στην Κολομβία και το Μεξικό, ο εθνικιστικός αντι-ιμπεριαλιστικός δρόμος στη Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ, η Βολιβία, και η άλλη Αμερική του Λούλα και της Κίρχνερ, είναι το τελευταίο αυτό που κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορούσαμε να το πούμε αυτό επτά ή οκτώ χρόνια πριν.

8. Στο πλαίσιο αυτό, ποια είναι η κατάσταση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς; Σε αυτό το στάδιο, μετά από περισσότερα από τέσσερα χρόνια κρίσης, δεν έχει υπάρξει απάντηση αντίστοιχη του επιπέδου των καπιταλιστικών επιθέσεων.

Έτσι, η κρίση προκαλεί αντιδράσεις, αντιστάσεις, αγώνες, απεργίες, ακόμη και προ-επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ελλάδα. Υπάρχουν νέα κινήματα, όπως αυτό των αγανακτισμένων, αλλά υπάρχει σοβαρή ανισορροπία μεταξύ της εκρηκτικότητας της κατάστασης και της πολιτικής, οργανικής έκφρασης αυτών των κινημάτων: δεν υπάρχει ενίσχυση των συνδικάτων, των ρεφορμιστικών κομμάτων, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, της επαναστατικής Αριστεράς, ή αριστερών ρευμάτων στο εσωτερικό των οργανώσεων ή ακόμα και εμφάνιση νέων οργανώσεων. Υπάρχουν νέες μορφές οργάνωσης, αλλά προς το παρόν είναι πολύ ασταθείς. Επιπλέον, από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι καπιταλιστικές κρίσεις, ποτέ δεν υπήρξε ταυτόχρονα μια τόσο μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και ένα τόσο αδύναμο εργατικό κίνημα αντιμέτωπο με αυτό το είδος της κρίσης, εκτός από τις περιόδους κατά τις οποίες το εργατικό κίνημα εξολοθρεύτηκε φυσικά από το φασισμό ή στρατιωτικές δικτατορίες.

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που βαραίνουν πάνω στην κατάσταση του εργατικού κινήματος:

α) Οι φιλελεύθερες αντι-μεταρρυθμίσεις, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 σε παγκόσμια κλίμακα έχουν οδηγήσει σε μια διαδικασία αναδιοργάνωσης του εργατικού δυναμικού, στην εξατομίκευσή του, στην επισφάλειά του, στην απώλεια συλλογικών δικαιωμάτων και την αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η αποβιομηχάνιση διέλυσε δεκάδες φρούρια, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Για να μην αναφέρουμε τη λεγόμενη «άτυπη» οικονομία. Η εργατική τάξη αποτελεί περισσότερο από το 60 % του ενεργού πληθυσμού, όμως δεν έχει την ίδια κοινωνική δομή όπως και πριν. Στην Κίνα και σε άλλες χώρες της Ασίας, η εκβιομηχάνιση έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου αύξηση του προλεταριάτου, αλλά βρισκόμαστε μόνο στην αρχή της οργάνωσης ανεξάρτητων εργατικών κινημάτων, ενώ επίσης σε αυτό το στάδιο, δεν υπάρχει συντονισμός των σωματείων ή των ενώσεων ή των κομμάτων στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία. Υπάρχει υποχωρήση στη Δύση και μόνο ένα εύθραυστο ξεκίνημα στην Ανατολή.

β) Ο απολογισμός του περασμένου αιώνα, ιδιαίτερα του σταλινισμού στο σύντομο εικοστό αιώνα, όπου για εκατομμύρια ανθρώπους υπήρχε η ταύτιση του σταλινισμού με τον κομμουνισμό, ενός εικοστού αιώνα, που τελείωσε με τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αυτό βαραίνει πάνω στα προβλήματα του σχηματισμού μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής συνείδησης.

γ) Επίσης, υπάρχει η εξέλιξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων, οι οποίες υφίστανται μια σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη. Διατηρούν ιστορικούς δεσμούς με τη σοσιαλδημοκρατία. Είναι δυνάμεις της εναλλαγής, γι' αυτό και θα πρέπει να διακρίνονται από τα κόμματα της Δεξιάς, σύμφωνα και με τις εθνικές ιδιαιτερότητες, όμως είναι πλήρως ενσωματωμένα στη διαχείριση της κρίσης. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ του Ολάντ, του Παπανδρέου, του Θαπατέρο, του Σώκρατες και των ηγετών της Ευρωπαϊκής Δεξιάς. Οι διαδικασίες των προκριματικών και οι ομοιότητες με το αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι κόμματα όλο και λιγότερο εργατικά και όλο και περισσότερο αστικά. Αναφορικά με τα μετα-σταλινικά κόμματα, αυτά έχουν περιοριστεί είτε στο να ακολουθούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή στο να αντιστέκονται προσπαθώντας να έχουν μια πολιτική, που ονομάζουν «αντι-φιλελεύθερη», αλλά συνίσταται στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας και των θεσμών. Αλλά καθώς τα σοσιαλιστικά κόμματα κινούνται τόσο πολύ προς τα δεξιά, αφήνουν χώρο για αυτούς τους σχηματισμούς, οι οποίοι μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο εφόσον δεν υποχρεώνονται να μπουν απευθείας στην κυβέρνηση: παρατηρήστε τα αποτελέσματα της Ενωμένης Αριστεράς στην Ισπανία, και αύριο τα αποτελέσματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή του πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ή του Αριστερού Μετώπου στη Γαλλία.

δ) Αυτός ο συνδυασμός της αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος ύστερα από περισσότερο από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιθέσεων με τις πολιτικές των ηγεσιών της Αριστεράς δίνει στην αστική τάξη διεθνώς περιθώριο ελιγμών για «τη διαχείριση της κρίσης» μέσω της αύξησης των θέσεων των χρηματοπιστωτικών αγορών και της εμβάθυνσης των επιθέσεων εναντίον των λαϊκών τάξεων, τη στιγμή που ακόμα και στις χώρες των BRIC βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε, για παράδειγμα, την ανάπτυξη της Βραζιλίας ως δύναμης, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας την ποιοτική μετάλλαξη του PT υπό το Λούλα σε ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα. Και αντιστρόφως, το γεγονός ότι το PT έχει τα ηνία της εξουσίας στη Βραζιλία δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η άνοδος της δύναμης της Βραζιλίας... Υπάρχει πάντα, για το κεφάλαιο, μια διέξοδος από την κρίση αν δεν υπάρχουν λύσεις από την εργατική τάξη. Το πρόβλημα είναι ότι το κοινωνικό, οικολογικό και ανθρώπινο κόστος είναι όλο και πιο τρομερό.

ε) Σε αυτό το πλαίσιο επίσης θα ήθελα να επανέλθω στις επαναστατικές διεργασίες στον αραβικό κόσμο. Πρώτα απ' όλα, είναι επαναστάσεις, με την έννοια ότι «οι μάζες ορμούν πάνω στην κοινωνική και πολιτική σκηνή», δημοκρατικές και κοινωνικές επαναστάσεις. Αλλά και εκεί υπάρχει μια ανισορροπία μεταξύ της επαναστατικής διαδικασίας και της «δημοκρατικής και κοινωνικής» πολιτικής της έκφρασης. Η ώθηση των μαζών είναι εκεί και θα συνεχιστεί, όμως υπάρχει ο συνδυασμός της καταστροφής που προκλήθηκε από δεκαετίες δικτατορίας, με τις ήττες του αραβικού εθνικισμού και των εθνικιστικών ή σοσιαλιστικών αριστερών δυνάμεων, των συνεπειών των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και της συσσώρευση δυνάμεων από τα ισλαμικά κινήματα. Όλα αυτά οδηγούν, σε αυτό το στάδιο, σε εκλογικές νίκες των ισλαμιστών, με την αποδοχή ή την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και την ενεργό παρέμβαση των κρατών του Κόλπου όπως το Κατάρ. Τα ισλαμικά κινήματα υφίστανται επίσης διαδικασίες διαφοροποίησης μεταξύ των υποστηρικτών του τουρκικού μοντέλου ΑΚΡ και των σαλαφιστών. Υπάρχει ένα πλήθος από αντιδραστικά ρεύματα. Αλλά η ώθηση για δημοκρατία είναι εκεί και θα συνεχίσει να υπάρχει στον αραβικό κόσμο. Είναι αυτή που γεννά νέες ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως στην Αίγυπτο, ή οδηγεί στην ενίσχυση των δυνάμεων της αριστεράς. Αλλά αυτές επιδρούν πολύ λιγότερο στο συσχετισμό δυνάμεων από ότι τα ισλαμικά κινήματα.

στ) Όμως όλες αυτές οι «ανισορροπίες» ή οι «αποσυγχρονισμοί» μεταξύ των κοινωνικών αντιστάσεων και της αδυναμίας των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της νέας περιόδου που διανύουμε; Αν θέτουμε τα προβλήματα από την σκοπιά των μεγάλων αλλαγών στον κόσμο σε μια νέα ιστορική περίοδο, μετά από αρκετούς αιώνες κυριαρχίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αν υπάρχουν δομικές αλλαγές στο κεφάλαιο σε παγκόσμια κλίμακα, αν υπάρχει μια νέα θέση για τα έθνη - κράτη στην παγκοσμιοποίηση, μια δομική κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μια τάση προς την ενσωμάτωση των συνδικάτων – ο Τρότσκι επικαλέστηκε αυτή την τάση ήδη από το 1940 - αν υπάρχει μια πορεία προς αυταρχικά καθεστώτα ... μπορεί όλα αυτά να μην έχουν συνέπειες στην πραγματικότητα του εργατικού κινήματος και στη θέση των κομμάτων; Δεν βρισκόμαστε στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου για το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και καθόλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα; Μήπως η παγκοσμιοποίηση και η κρίση του έθνους-κράτους δεν υπονομεύουν τη βάση των κομμάτων και των συνδικάτων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες; Ζούμε ακόμα, και περισσότερο από ποτέ, στην εποχή του κεφαλαίου, την εποχή του κεφαλαίου που οδηγεί στην ταξική πάλη, με τις αντιστάσεις της, τις οργανώσεις της, αλλά πιθανότατα αυτό που θα προκύψει θα είναι νέες οργανώσεις που θα έχουν φυσικά δεσμούς με τις παλιές, όμως θα είναι θεμελιακά νέες και θα δημιουργηθούν ιδιαίτερα από νέες γενιές.

ζ) Υπάρχει επίσης μια ιστορική ευθύνη για τους επαναστάτες, και πιο συγκεκριμένα για τους τροτσκιστές. Έχουμε διατηρήσει μια γραμμή αντίστασης, ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στην κρίση και τη λιτότητα, αναφορές στο επαναστατικό πρόγραμμα. Αλλά έχουμε χαράξει αυτό το δρόμο, και αυτό μεταξύ στην επιστροφή στην παραδοσιακή επαναστατική Αριστερά, την άκρα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 ή τη συντήρηση κινημάτων προερχόμενων από τη δεκαετία του 1930 και την πίεση αριστερών ρεφορμιστικών οργανώσεων και ρευμάτων. Είχαμε ήδη συζητήσει την ιστορική ανάγκη να βγούμε από μια κατάσταση όπου εμείς οι ίδιοι θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ως «αριστερή αντιπολίτευση στο σταλινισμό». Ο σταλινισμός κατέρρευσε, αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν μετα-σταλινικά κόμματα, ακόμα κι αν είναι πολύ εξασθενημένα. Όμως δεν έχουμε επιτύχει να ξεφύγουμε ακόμη από αντιλήψεις που χαρακτηρίζονται από αυτήν την κατάσταση της αριστερής αντιπολίτευσης. Έχουμε δυσκολία να λαμβάνουμε υπόψη την πλήρη διάσταση μιας συνολικής αναδιοργάνωσης του εργατικού και του κοινωνικού κινήματος. Έχουμε δυσκολία στον επαναπροσδιορισμό ενός σχεδίου το οποίο να είναι ανεξάρτητο και ταυτόχρονα να μας δίνει τη δυνατότητα να δράσουμε πολιτικά.

Έχουμε δυσκολία στη διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου προγράμματος μακροπρόθεσμα. Αυτό μας φέρνει πίσω επίσης στο να επανεξετάζουμε ένα πρόγραμμα για τον εικοστό πρώτο αιώνα: η Τέταρτη Διεθνής έχει αρχίσει να προβληματίζεται πάνω στην ανάγκη να σκεφτούμε ένα νέο οικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα. Είμαστε στην αρχή αυτής της διαδικασίας, αλλά μπορούμε να δούμε τον αντίκτυπο μιας τέτοιας προσέγγισης στην εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας για παράδειγμα. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αναδιαμόρφωσης ενός μεταβατικού προγράμματος; Για να ξαναπιάσω τη συζήτηση για το ζήτημα της δημοκρατίας, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της άμεσης και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας στα εργοστάσια και στις γειτονιές και στους στρατηγικούς άξονες της κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες. Με λίγα λόγια, το αδρό περίγραμμα ενός σχεδίου χειραφέτησης, που στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η αυτενέργεια των εργαζομένων. Η προγραμματική συνοχή που είχαμε στον προηγούμενο αιώνα, ή ίσως αυτή που ότι νομίζαμε ότι είχαμε τον προηγούμενο αιώνα, και η οποία ήταν η δύναμη των τροτσκιστών, κάθε ρεύμα με το δικό του τρόπο, δεν μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις του εικοστού πρώτου αιώνα. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ορισμένη απώλεια ουσίας, προγραμματικής, πολιτικής, στρατηγικής, όλων των βασικών στοιχείων που είναι θεμελιώδη για την ανάπτυξη μιας πολιτικής εκπαίδευσης που η επιτάχυνση της ιστορικής διαδικασίας καθιστά περίπλοκη σήμερα για τους επαναστάτες ... Υπάρχουν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.