Μερικές ημέρες πριν, με αφορμή τις θρησκευτικές τελετουργίες του Δεκαπενταύγουστου και τη συρροή πλήθους πιστών στους τόπους λατρείας, πολλοί αριστεροί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξέφρασαν σε πολεμικό τόνο την αντίθεσή τους στο φαινόμενο, ως πηγή αλλοτρίωσης και αποπροσανατολισμού από τα υλικά, απτά ζητήματα της καθημερινότητας. Το έκαναν μάλιστα επιτιθέμενοι σφόδρα στους ίδιους τους πιστούς, υποτιμώντας τους και αμφισβητώντας ευθέως τη διανοητική τους ακεραιότητα. Κατά τη γνώμη μου, η στάση αυτή, που θα την ονομάζαμε «μαχητική αθεΐα», είναι βαθιά προβληματική και διαστρεβλωτική της στάσης της Αριστεράς απέναντι στη θρησκεία. Και εξηγούμαι.

Κατ’ αρχάς, από ιστορική σκοπιά, το αίτημα της εκκοσμίκευσης της εξουσίας και ειδικότερα, σε θεσμικό επίπεδο, του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, ανάγεται στο φιλελεύθερο διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα(κυρίως τη Γαλλική), που το έθεσαν πρώτη φορά συστηματικά επί τάπητος, ως απαραίτητη προϋπόθεση της μετάβασης από τη φεουδαρχική κοινωνία της ελέω Θεού μοναρχίας, στο σύγχρονο αστικό κράτος, το θεμέλιο του οποίου υπήρξε, έστω και ρητορικά και όχι στην πράξη, η λαϊκή κυριαρχία. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, από πολύ νωρίς μείζονες φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Λοκ και ο Σπινόζα, υποστήριξαν αποφασιστικά την κρατική ανεξιθρησκία ως κεντρικό πολιτικό αίτημα. Από την άλλη πλευρά η επαναστατική μαρξιστική αριστερά, ο επιστημονικός σοσιαλισμός επικέντρωσε εξ’ αρχής στις αντιφάσεις της υλικής παραγωγής εντός του καπιταλισμού, που είναι αυτές που γεννούν την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της υπέρβασής τους και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι μεν σημαντικό αλλά όχι κεντρικό επίδικο, αφού δεν αποτελεί παρά το «στεναγμό των απελπισμένων», με τα λόγια του Μαρξ, μια υπερφυσική οδό διαφυγής για την κοινωνική πλειοψηφία, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση την οποία υφίσταται.

Η ιστορική ιδιαιτερότητα του ελληνικού αστικού κοινωνικού σχηματισμού είναι ότι από ιδρύσεως του, το 1830, η εκκλησία λειτουργεί σταθερά ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, στηρίζοντας αταλάντευτα και με κάθε μέσο την κυρίαρχη τάξη, κάθε φορά που η εξουσία της απειλήθηκε σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που διεκδικούσαν εκδημοκρατισμό και κοινωνική δικαιοσύνη(δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα). Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό, η σύμφυση θρησκευτικής-ταξικής εξουσίας, που δε συναντάται σε άλλα ανεπτυγμένα αστικά κράτη(π.χ Γαλλία), αποτυπώνεται θεσμικά στο καθεστώς της επικρατούσας θρησκείας, που καθιερώνει ποίκιλλα οικονομικά και άλλα προνόμια για την Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτή η πραγματικότητα έχει διαχρονικά οδηγήσει, και όχι άδικα, την ελληνική αριστερά στον τονισμό του κοσμικού-αθεϊστικού στοιχείου, ως όπλου στην αντιπαράθεση με το καθεστώς της επικρατούσας θρησκείας.

Αν και το αίτημα του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους στην Ελλάδα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως, πολλοί σύντροφοι, οργανωμένοι και ανένταχτοι, κάνουν ένα κρίσιμο λάθος: στην προσπάθειά τους να αντιταχθούν στην εκκλησία ως οργανωμένο θεσμό ιδεολογικής και κοινωνικής πειθάρχησης και στα προνόμια που έχει κατοχυρώσει λόγω αυτής της θέσης, την ταυτίζουν με το θρησκευτικό συναίσθημα καθεαυτό και τις πρακτικές του συνόλου των απλών πιστών, οδηγούμενοι έτσι να υπερασπιστούν τη «μαχητική αθεΐα», την επιβολή της αθεΐας εκ των άνω είτε ως κρατικού δόγματος είτε ως κρατούσας ηθικής. Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η θέση είναι εγγενώς αντιφατική, ακυρώνοντας την ουσία της αθεΐας, δηλαδή την άρνηση κάθε δόγματος και την απόλυτη ηθική-πνευματική ελευθερία, είναι και στρατηγικά αδιέξοδη, και, εν τέλει, αντιμαρξιστική. Διότι αν, ακολουθώντας τον Μαρξ, αντιμετωπίσουμε τη θρησκεία ως «στεναγμό των απελπισμένων», επιφαινόμενο της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης, δεν  εξαλείφουμε τη θρησκευτική ανάγκη στοχοποιώντας αυτό τον στεναγμό, το «όπιο του λαού», αλλά καταργώντας τα κοινωνικά-οικονομικά αίτια που τον προκαλούν. Στη δε ελληνική περίπτωση, σε μία κατά τεκμήριο θρησκευόμενη κοινωνία, εξομοιώνοντας τη θρησκευτική ανάγκη ως αναπαλλοτρίωτο ανθρώπινο δικαίωμα, με τον εκμεταλλευτικό θεσμό που το καπηλεύεται, την εκκλησία, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ηρωοποιήσουμε τον αντιδραστικό κλήρο και τη συντηρητική δεξιά ως τους μόνους υπερασπιστές του, και, ακόμη χειρότερα, να στήνουμε μια ψευδεπίγραφη διχαστική αντιπαράθεση πιστών-άθεων, εμποδίζοντας την κοινή συστράτευσή τους απέναντι στους εκμεταλλευτές τους. Αυτό το είχε καταλάβει πολύ και ο Λένιν, ο οποίος, στο περίφημο άρθρο του «Σοσιαλισμός και Θρησκεία», σημείωνε πως στόχος της σοβιετικής εξουσίας θα έπρεπε να είναι να γίνει η θρησκεία «ατομική υπόθεση για το κράτος», διαχωρίζοντας ορθά την αθεΐα ως κομματική-προπαγανδιστική θέση, από την κρατική πολιτική της απόλυτης και θεσμικά εγγυημένης  ανεξιθρησκίας.

Κλείνοντας, πιστεύω ότι η λεγόμενη «μαχητική αθεΐα», παρά την αυξημένη δημοφιλία της σε τμήματα της ελληνικής Αριστεράς, είναι μια εκχυδαϊσμένη, αστική και βαθύτατα ιδεαλιστική και αντιδραστική μορφή αθεϊσμού, στο μέτρο που τον αντιμετωπίζει ως ανώτερη ηθική αρχή προς επιβολή και όχι ως ενδεχόμενη και σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας, αντανάκλαση της αποτίναξης του εκμεταλλευτικού ζυγού των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Με τον τρόπο αυτό, βασιζόμενη σε μία αποσπασματική ανάγνωση και κατανόηση της μαρξικής-μαρξιστικής ριζοσπαστικής προσέγγισης της θρησκείας, τη διαστρεβλώνει, ενισχύοντας και σταθεροποιώντας την αστική ιδεολογική ηγεμονία, ευρισκόμενη στον αντίποδα της επαναστατικής σοσιαλιστικής θεωρίας και πράξης, η οποία, αντιλαμβανόμενη τον αθεϊσμό ως μέρος μιας σφαιρικής υλιστικής κοσμοθεώρησης, τον μετατρέπει σε όπλο στον αγώνα για την  κοινωνική απελευθέρωση και την οικουμενική ανθρώπινη ολοκλήρωση.