Η μόδα της «Black Friday» έκανε χθες την πρώτη της εμφάνιση από την άλλη πλευρά του ατλαντικού και -κυριολεκτικά- χιλιάδες κόσμου βρέθηκαν έξω από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και πολυκαταστήματα να περιμένουν το άνοιγμα των θυρών για να ορμήξουν να προλάβουν να αγοράσουν κάποιο προϊόν σε προσφορά.
Το γεγονός της μαζικής προσέλευσης ανθρώπων στα εμπορικά καταστήματα που ανήγγειλαν την «Black Friday» έχει από μόνο του εξαιρετικό δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Οι ουρές έξω από τα Public στο Σύνταγμα ή η ουρά τριών χιλιομέτρων από αυτοκίνητα στα Σπάτα, δεν μπορούν να μην προξενήσουν τουλάχιστον περιέργεια. Πίσω όμως από τα αξιοσημείωτα -σε ορισμένες περιπτώσεις και τραγελαφικά- γεγονότα, βρίσκεται η πιο άθλια εκδοχή του καταναλωτισμού.
Σε κάθε περίπτωση ο καταναλωτισμός ως κοινωνικό φαινόμενο, είναι παράγωγο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και δεν αποτελεί κάποιο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Μέσω της κατανάλωσης οι εργαζόμενες τάξεις επιχειρούν μερικώς να αντιστρέψουν την αποξένωση που δημιουργείται στη διαδικασία της παραγωγής, ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον για την απόκτηση διάφορων εμπορευμάτων βάση του μισθού τους. Ο ακρογωνιαίος λίθος της κυρίαρχης ιδεολογίας σε σχέση με την κατανάλωση είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων για την απόκτηση τέτοιων εμπορευμάτων, που ασχέτως από τις πραγματικές ανάγκες, μπορούν να αντικατοπτρίζουν -είτε πραγματικά είτε πλασματικά- μία καλύτερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, όπως συμβαίνει με την απόκτηση ενός ακριβού αμαξιού και το κοινωνικό στάτους που αυτό αντιπροσωπεύει. Και φυσικά ο/η εργαζόμενος/η έχει την «απόλυτη ελευθερία» να αποκτήσει ό,τι εμπόρευμα θέλει, μια ελευθερία όμως που καθορίζεται αφενός από τις ανάγκες κερδοφορίας των καπιταλιστών (με την έννοια ότι αυτοί θα αποφασίσουν ποια προϊόντα θα πωληθούν, σε ποιες τιμές κτλ) και αφετέρου από το ύψος του μισθού.
Αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση της «Black Friday» είναι η πιο άθλια εκδοχή της παραπάνω διαδικασίας. Σε μία εποχή βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος η τρομακτική μείωση της καταναλωτικής δύναμης (συνδυασμός της ανόδου των τιμών σχεδόν σε κάθε τι εμπορεύσιμο και της δραματικής μείωσης του εργατικού μισθού) στερεί από όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού τη δυνατότητα απόκτησης βασικών αγαθών-εμπορευμάτων. Οι καπιταλιστές και οι επιχειρήσεις τους «παίζουν» με την εξαθλίωση, αποφασίζουν πότε θα κάνουν προσφορές, πότε θα έχουν εκπτώσεις κτλ εμπορευματοποιώντας με έναν τρόπο την κοινωνική εξαθλίωση και τη φτώχεια, ή ορθότερα εκμεταλλεύοντάς την για να «αβγατίσουν» τα κέρδη τους. Ο πειρασμός να φανταστεί κανείς μερικούς χαιρέκακους τύπους, με τα κοστούμια και τα πούρα τους, να χασκογελάνε, εμπαίζοντας όλον αυτό τον κόσμο που πλημμύρισε πολλά εμπορικά καταστήματα, είναι ανίκητος.
Δεν μπορούμε βεβαίως να ισχυριστούμε -στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς- ότι είναι κατακριτέο για τις εργαζόμενες τάξεις να «κυνηγούν» προσφορές ή να ψάχνουν να βρούν τις χαμηλοτερες τιμές για τα εμπορεύματα που επιθυμούν ή έχουν ανάγκη να αποκτήσουν, αυτό είναι άλλωστε κάτι που το κάνουμε όλοι και όλες και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμέλεια τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι με τη νομιμοποίηση τέτοιων πρακτικών, τύπου «Black Friday», εθιζόμαστε στον ανταγωνισμό και στον κοινωνικό κανιβαλισμό, στο κυνήγι της τελευταίας τηλεόρασης που πωλείται στη μισή τιμή. Επιπλέον, βάζουμε το λιθαράκι μας στη νομιμοποίηση της ακραίας εκμετάλλευσης των εργαζομένων στα συγκεκριμένα εμπορικά καταστήματα.
Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι συλλογικές αντιστάσεις και αγώνες για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε το σύνολο του επιπέδου διαβίωσής μας, να έχουμε καλύτερους μισθούς και έλεγχο στην παραγωγή, ώστε οι «Black Fridays» να είναι εντελώς άχρηστες, αλλιώς μπορεί να αναγκαστούμε να ζήσουμε το αδιανόητο: πλήρης αποστέρηση και των πιο βασικών αγαθών-εμπορευμάτων και ακραίος ανταγωνισμός μεταξύ μας για να αποκτήσουμε κάποιο/α από αυτά μία μέρα προσφορών, όντας ταυτόχρονα ευγνώμονες για τη «γενναιοδωρία» των εκμεταλλευτών μας. Αντί να πλημμυρίζουμε τις εισόδους των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, να πλημμυρίσουμε τους δρόμους της συλλογικής διεκδίκησης απέναντι στον καταναλωτισμό της εξαθλίωσης.