1) Η συμφωνία για το Μακεδονικό είναι από διπλωματικής άποψης μια επιτυχία για τον ελληνικό αστισμό συνολικά. Διότι, από οικονομικής άποψης, το θέμα είναι λυμένο για το ελληνικό κεφάλαιο από τη δεκαετία του 1990, με την τεράστια διείσδυση που έκανε στις χώρες των Βαλκανίων.

Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έρχεται πρώτη σε επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων (πάνω από 400) που δραστηριοποιούνται στην ΠΓΔΜ, φτάνοντας περίπου τα 5,6 δις δολάρια. Μεταξύ αυτών είναι ο ΑΚΤΩΡ, η ΣΙΔΕΝΟΡ, ο ΤΙΤΑΝ, ενώ τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) κατέχουν το 75% στην αγορά των καυσίμων και η ΔΕΗ εξαγόρασε την πρώτη εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας. Και δεν αναφερόμαστε στο ρόλο των ελληνικών τραπεζών, στις αλυσίδες Σούπερ Μάρκετ (π.χ. Βερόπουλος) κλπ. Αν αυτό δεν είναι ιμπεριαλιστική διείσδυση από τον ελληνικό καπιταλισμό στο γειτονικό κράτος, τότε πως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί; Κατά πως φαίνεται, η καπιταλιστική Ελλάδα έχει λύσει στην πράξη το ζήτημα του ονόματος.

2) Για πρώτη φορά στα χρονικά της παγκόσμιας διπλωματίας ένα κράτος αναγκάζεται να αλλάξει όνομα επειδή του το επιβάλλει ένα άλλο κράτος. Το Βόρεια Μακεδονία, αν τελικά υιοθετηθεί από τους γείτονές μας, αποτελεί μια μεγάλη υποχώρηση γι’ αυτούς, επειδή η μακεδονική διάσταση αποτελεί τον βασικό προσδιορισμό της εθνικής τους ταυτότητας, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι μέρος της ευρύτερης ελληνικής ταυτότητας και κληρονομιάς και όχι το σύνολο της όπως συμβαίνει με το γειτονικό έθνος (δες Α. Ηρακλείδης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 16-17/6/2018). Και ο αυτοπροσδιορισμός είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που οι εκεί εθνικιστές καταγγέλλουν τη συμφωνία που έκαναν Αθήνα-Σκόπια ως επιζήμια. Βέβαια, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ έκαναν, με όλους τους τρόπους, σαφές στον Πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, τον Ζάεφ, ότι η λύση περνάει μέσα από την συνεννόηση με την Αθήνα, αναγνωρίζοντας στην ελληνική πλευρά ρόλο «τοπάρχη» στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, οι γείτονες συμπληρώνουν το όνομά τους, κάνουν διακριτή τη διαφορά τους με την ιστορία της Ελλάδας, ενώ το ΝΑΤΟ εξασφαλίζει έναν ακόμα σύμμαχο στην αντιπαράθεση με την Ρωσία.

3) Η πάλη ενάντια στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια είναι προφανές ότι πρέπει να γίνεται από την Αριστερά σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, και θα ήταν σημαντικό αν μπορούσε να υπάρξει κάποιος συντονισμός μεταξύ τους. Όμως, εν τω μεταξύ, πως αλλιώς θα μπορούσε να λυθεί το θέμα του ονόματος; Εδώ προκύπτουν μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα προς επίλυση. Ο ένας τρόπος επίλυσης, τον οποίο συνήθως προβάλλει ένα τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, που δείχνει ιδιαίτερη έμφαση στα εθνικά θέματα, είναι με βέτο της Ελλάδας. Όμως, αυτό εμπεριέχει μια αντίφαση. Δηλαδή, πως γίνεται να καλούμε σε αντι-ΝΑΤΟϊκό αγώνα, χρησιμοποιώντας το ΝΑΤΟϊκό δικαίωμα βέτο της χώρας; Ένα άλλο επιχείρημα που ακούγεται, πάλι από το προαναφερθέν τμήμα της Αριστεράς, είναι ότι το ΝΑΤΟ θέλει να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα. Εδώ προκύπτουν νέα ερωτήματα. Άραγε, γιατί το ΝΑΤΟ να θέλει να αποσταθεροποιήσει ένα ισχυρό και πολιτικά σταθερό σύμμαχο, όπως η Ελλάδα, για ένα πολύ μικρότερο, αδύναμο και με πολύ μικρότερο ειδικό βάρος, όπως είναι το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας; Μήπως, επειδή η Ελλάδα είναι χώρα αντάρτης και γι’ αυτό την επιβουλεύονται; Μήπως κάνει αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα; Προφανώς και όχι. Άρα, γιατί να θέλουν να αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα, η οποία είναι μέλος του ΝΑΤΟ;

4) Μια άλλη λύση, που προκρίνει ένα άλλο τμήμα, κυρίως της διεθνιστικής Αριστεράς, είναι ότι θα έπρεπε να γίνει μια συμφωνία με βάση το συνταγματικό όνομα της γειτονικής χώρας, η οποία θα ήταν ανεξάρτητη από την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Μα, όταν θα ερχόταν το θέμα της ένταξης, της Βόρειας Μακεδονίας, τότε τι θα έκανε η Ελλάδα, η οποία είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ; Θα αρνιόταν; Με πια δικαιολογία; Εξάλλου, αφού η θέληση αυτού του κράτους είναι να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με βάση πιο λόγο η Ελλάδα, χώρα μέλος και των δύο οργανισμών, θα το εμπόδιζε; Όσο και να διαφωνούμε με την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, εντούτοις δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς για αυτούς αν είναι κακό ή όχι. Τότε, τι συνέβη; Απλά, οι ΝΑΤΟϊκοι, ζήτησαν κατανόηση από τους Έλληνες συμμάχους τους, προκειμένου να προχωρήσουν χωρίς προσκόμματα στην επίλυση του ονόματος και αυτοί φυσικά την έδειξαν, με ισχυρά ανταλλάγματα από τους γείτονες. Εν τω μεταξύ, τους ευνόησε όλους και η συγκυρία, λόγω των δυο κυβερνήσεων, οι οποίες ήθελαν να λυθεί το πρόβλημα. Και πράγματι είναι μια ευνοϊκή συγκυρία, να λυθεί το επίμαχο θέμα του ονόματος, επειδή αύριο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πως μπορούν να διαμορφωθούν οι συσχετισμοί. Επίσης, όταν μιλάμε για το ρόλο του ΝΑΤΟ, είναι σκόπιμο να μιλάμε και για τον ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή. Εκτός και αν δεν θεωρούμε ότι είναι και αυτή μια ιμπεριαλιστική δύναμη.

5) Το βασικό πρόβλημα δεν είναι οι σχεδιασμοί του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Με βάση την ιστορία αυτοί είναι σχετικά γνωστοί. Αντίθετα, το βασικό πρόβλημα είναι για την Αριστερά, επειδή το ζήτημα δεν λύνεται με όρους εργατικών τάξεων και εργατικού διεθνισμού. Δηλαδή, δεν λύνεται με όρους ηγεμονίας της Αριστεράς. Άρα, κάπως θα λυνόταν. Και λύνεται με όρους αστικής ηγεμονίας, κυρίως υπέρ το ελληνικού καπιταλισμού, διότι αυτός είναι ο ισχυρότερος στα Βαλκάνια, γι’ αυτό εντάσσεται στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Άρα, το σύνθημα «Έξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ», είναι το μόνο ειλικρινές σύνθημα, με το οποίο μπορούμε να συνεργαστούμε με την εκεί Αριστερά, που αυτό προβάλλει. Αλλιώς, θα φαίνεται σαν η Αριστερά να αναλαμβάνει να υπερασπίζεται τον ελληνικό αστισμό, μη αποδεχόμενη την επίλυση της ονομασίας του γειτονικού κράτους με το πρόσχημα ότι γίνεται από το ΝΑΤΟ.

6) Τελικά, ποια είναι η αντιπρόταση; Μήπως, να περιμένουμε να διαλυθεί πρώτα το ΝΑΤΟ και να γίνει σοσιαλισμός; Άρα, μέχρι να συμβεί αυτό, αποδεχόμαστε την μη λύση; Όμως, και η μη λύση, δεν φέρνει ανασφάλεια; Εξάλλου, πόσο να περίμενε κανείς; Ο Λένιν, ο οποίος είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει και να ερμηνεύει με πολιτικό τρόπο τα προβλήματα που προέκυπταν κάθε φορά, αναφέρει ότι χρειάζεται να απαιτούμε την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνών «…όχι με αόριστες γενικές φράσεις, όχι με κούφιες μεγαλοστομίες, όχι με τη μορφή της ‘‘αναβολής’’ του ζητήματος ως το σοσιαλισμό, αλλά με ένα καθαρό και με ακρίβεια διατυπωμένο πολιτικό πρόγραμμα, που να παίρνει ειδικά υπόψη του την υποκρισία και τη δειλία των σοσιαλιστών των εθνών που καταπιέζουν» (Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, σελ. 260. Οι υπογραμμίσεις δικές μου).

7) Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει συνεχώς οι Αριστεροί να τονίζουν ότι είναι καθήκον των εργατικών τάξεων των Βαλκανίων να αντιταχθούν στην εθνικιστική πολιτική των δικών τους χωρών. Ξέχωρα που η αναμονή επί 27 χρόνια ενισχύει τους εθνικισμούς εκατέρωθεν. Το γεγονός ότι αναγνωρίζεται μακεδονική εθνότητα αποσυνδεδεμένη από τους αρχαίους Μακεδόνες και άρα από την ιστορία ενός άλλου κράτους, του ελληνικού, αυτό είναι επιτυχία των αντι-εθνικιστών και από τις δύο χώρες. Γίνεται έτσι σεβαστή και η ευαισθησία των Ελλήνων πολιτών, αφού ο σύγχρονος εθνικός μακεδονισμός είναι απόλυτα διακριτός και έχει σλάβικο πρόσημο. Μάλιστα, και ο Ντένκο Μάλεσκι (πρώτος υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ, το 1991-93, και στενός συνεργάτης του τότε προέδρου Κίρο Γκλιγκόροφ) δήλωσε ότι από τότε η θεώρηση της Ιστορίας ήταν «σε απόλυτη συμφωνία με τη συμφωνία που έχουμε τώρα» (δες Η Εφημερίδα των Συντακτών, 30/6-1/7/2018, σελ. 14). Επίσης, όπως εύστοχα επισημαίνει σε άρθρο της, η Κατερίνα Κολοζόβα (καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Σπουδών Φύλλου στην πόλη των Σκοπίων), «Οι σύγχρονοι Μακεδόνες είναι Σλάβοι και αναζητούν αναγνώριση ως σλάβικο και βαλκανικό έθνος, νεότερο συγκριτικά με εκείνο των γειτόνων, όμως αρκετά παλαιό, ώστε να έχει κάμποσες γενιές που προσδιορίζονται εθνικά και εθνοτικά ως Μακεδόνες… Το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό είναι αναφαίρετο, και εγώ προσδιορίζομαι ως Μακεδόνισα. Όχι αρχαία Μακεδόνισα, αλλά σύγχρονη Σλάβα και Μακεδόνισα. […] –με αυτή την ταυτότητα γεννήθηκα» (Η Εποχή, 4-2-2018). Αυτό, βέβαια, απαντά και στη θέση του ΚΚΕ ότι δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ιστορία του και μάλιστα χωρίς να εξηγεί τους λόγους αυτής της αναθεώρησης.

9) Υπό αυτή την έννοια, η σύνθετη ονομασία είναι ένα θετικό βήμα, διότι όταν τρεις περιοχές προσδιορίζονται με το ίδιο όνομα, τότε αποτελεί ένδειξη καλής θέλησης να εξειδικεύσει κάθε κράτος τον δικό του αυτοπροσδιορισμό, λαμβάνοντας υπόψη και την επιθυμία τη άλλης πλευράς. Και αυτό επετεύχθη με αυτή τη συμφωνία, παρ’ ότι ο ελληνικός καπιταλισμός επί της ουσίας βγήκε ενισχυμένος από αυτή. Επίσης, εδώ να τονίσουμε ότι η εν λόγω συμφωνία δεν ήταν του ΝΑΤΟ, αλλά μεταξύ δυο κρατών. Αν δεν δεχτούμε αυτή την άποψη, τότε τείνουμε να δεχτούμε ότι όλα γίνονται με εντολές του διεθνούς ιμπεριαλισμού, παραβλέποντας έτσι την ιμπεριαλιστική φύση του ελληνικού κράτους.

10) Ο μόνος λόγος που είναι αναγκαίο να δεχτούμε αυτή την συμφωνία, παρά την ετεροβαρή θέση υπέρ της Ελλάδας, είναι χάριν του συμφέροντος της φιλικής συνύπαρξης στα Βαλκάνια, επειδή τερματίζεται μια διαμάχη ενός αιώνα, και επειδή η σταθεροποίηση του γειτονικού κράτους είναι προς το συμφέρον τόσο των πολιτών στην Ελλάδα όσο και των δικών του πολιτών, ιδιαίτερα με το δημογραφικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σχετικά με την ισχυρή πληθυσμιακά αλβανική μειονότητα, η οποία σε βάθος χρόνου μπορεί να γίνει πλειονότητα και να εγείρει άλλου τύπου εθνικιστικές βλέψεις. Κατά συνέπεια, απέναντι στο διεθνιστικό «Όχι» και σε οποιοδήποτε «Όχι», μπορούμε ως Αριστερά να είμαστε υπέρ του διεθνιστικού «Ναι», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζουμε την μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να είμαστε τόσο υπέρ της αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ όσο και ενάντια στην ένταξη της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας σε αυτό. Τέλος, αν αξιοποιηθεί κατάλληλα από την Αριστερά ανοίγει σημαντικές δυνατότητες για την επαφή τόσο των πολιτικών οργανώσεων μεταξύ τους όσο και για την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των εργατικών τάξεων, των συνδικάτων, των κοινωνικών οργανώσεων κλπ. Διότι, ως γνωστόν, η ιστορία δεν περιμένει.