Δεδομένου, επομένως, πως οι αριστεροί πατριώτες δύσκολα μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν να πουν στους ταξικιστές κάτι που διαφεύγει στους τελευταίους, δεδομένου, επιπλέον, πως η πολιτική εθνικού ακροατηρίου δύσκολα αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά της, για μερικούς τουλάχιστον φαίνεται πως ο ενδόμυχος στόχος είναι όχι να ενισχυθεί αλλά να αλλάξει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τα «εθνικά» θέματα, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ή τη μεταναστευτική πολιτική.

Βρι­σκό­μα­στε τις μέρες αυτές του Ιου­λί­ου στο με­σο­διά­στη­μα με­τα­ξύ 28 Ιου­νί­ου και 4 Αυ­γού­στου, το οποίο 100 χρό­νια πριν επώ­α­σε την έκρη­ξη του Με­γά­λου Πο­λέ­μου, αυτού που εκ των υστέ­ρων ονο­μά­στη­κε 1ος Πα­γκό­σμιος. Νο­μί­ζω πολύ κακώς, στο μέτρο που αυτός μαζί και ο 2ος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπήρ­ξαν επει­σό­δια μιας ενιαί­ας πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, μιας χωρίς προη­γού­με­νο τε­ρα­τώ­δους σφα­γής, που έδει­ξε, όσο κι αν έκτο­τε λη­σμο­νή­θη­κε, το ακραία κα­τα­στρο­φι­κό δυ­να­μι­κό που είναι εν­σω­μα­τω­μέ­νο, γε­νε­τι­κά σχε­δόν, στον κα­πι­τα­λι­σμό.

Με­γά­λος Πό­λε­μος, λοι­πόν, είναι το σωστό όνομα.

Που κα­νέ­νας δεν πρό­βλε­ψε, πολ­λοί λίγοι πε­ρί­με­ναν ακόμη και τις μέρες πριν ξε­σπά­σει και ακόμη λι­γό­τε­ροι είναι βέ­βαιοι για τις πραγ­μα­τι­κές του αι­τί­ες. Η συ­ζή­τη­ση, συ­νε­πώς, περί του ποιο θα ήταν το μέλ­λον, αν δεν είχε συμ­βεί, είναι θε­μι­τή. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μά­λι­στα, για όσους δεν βο­λεύ­ο­νται με νο­μο­τέ­λειες και κα­τα­νο­ούν την ιστο­ρία σε ση­μα­ντι­κό βαθμό ως εν­δε­χο­με­νι­κή, άρα και εξαρ­τώ­με­νη από όσα κά­νουν και όσα πα­ρα­λεί­πουν να κά­νουν οι άν­θρω­ποι.

Να πω, λοι­πόν, το αν για το οποίο δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία, νο­μί­ζω.

Αν τα με­γά­λα ευ­ρω­παϊ­κά ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα δεν συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νταν ως εξό­χως πα­τριω­τι­κά τον Αύ­γου­στο του 1914 είναι πολύ πι­θα­νό πως ο Με­γά­λος Πό­λε­μος δεν θα ξε­κι­νού­σε ποτέ, ή, του­λά­χι­στον, δεν θα ήταν τόσο με­γά­λος.

Αν, δη­λα­δή, οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες της επο­χής δεν με­τα­τρέ­πο­νταν σε σο­σιαλ­πα­τριώ­τες –η μέ­γι­στη για αρι­στε­ρό βρι­σιά τότε- αν τη­ρού­σαν, με άλλα λόγια, τις ίδιες τις απο­φά­σεις των διε­θνών τους Συ­νε­δρί­ων, που με έμ­φα­ση δια­κή­ρυσ­σαν πως «οι ερ­γά­τες δεν θα γί­νουν κρέας για τα κα­νό­νια των κα­πι­τα­λι­στών», πως «δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να σκο­τώ­σουν τα προ­λε­τα­ρια­κά τους αδέλ­φια», όλα θα ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κά. Κυ­ρί­ως, θα ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κές οι προ­ο­πτι­κές του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού, του σο­σια­λι­σμού.

Αν αυτό το σο­σιαλ­πα­τριω­τι­κό όνει­δος δεν είχε πραγ­μα­το­ποι­η­θεί θα είχε δια­σω­θεί, ίσως, το άνθος δύο γε­νε­ών απλών, φτω­χών αν­θρώ­πων, που κα­τα­κρε­ουρ­γή­θη­καν για ένα τέ­ταρ­το του αιώνα. Και μαζί του κα­τα­κρε­ουρ­γή­θη­καν σε με­γά­λο βαθμό και οι πι­θα­νό­τη­τες για την επι­κρά­τη­ση του σο­σια­λι­σμού στην ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο.

Όνει­δος, λοι­πόν, ο σο­σιαλ­πα­τριω­τι­σμός. Και ύβρις και αθλιό­τη­τα. Γι’ αυτό, είναι πρώ­τι­στη υπο­χρέ­ω­ση των αρι­στε­ρών –και, ιδίως, των κομ­μου­νι­στών- να απορ­ρί­πτουν τη λήθη, να θυ­μού­νται και να σκέ­φτο­νται. Και να αι­σθά­νο­νται πολύ άβολα κάθε φορά που κά­ποιος, ιδίως σύ­ντρο­φος ή συ­ντρό­φισ­σά τους, τους λέει πόσο συ­γκι­νεί­ται με την πα­τρί­δα και τα βά­σα­νά της.

Είναι πρώ­τι­στη υπο­χρέ­ω­ση , έστω κι αν χρειά­ζε­ται πολ­λές φορές να λυ­γί­ζουν το ραβδί λίγο πα­ρα­πά­νω για λό­γους τάξης.

Όποιος πα­ρα­κο­λου­θεί τη συ­ζή­τη­ση στο εσω­τε­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς τον τε­λευ­ταίο καιρό κα­τα­λα­βαί­νει, νο­μί­ζω, τι λέω. Όσοι και όσες, π.χ., επι­κα­λού­νται την ανά­γκη να απο­κτή­σει η πο­λι­τι­κή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μια πιο πα­τριω­τι­κή χροιά (;) απο­δί­δουν στην αντί­πα­λη άποψη πα­ρω­χη­μέ­νο ερ­γα­το­διε­θνι­σμό, τα­ξι­κι­σμό, αφελή και ανερ­μά­τι­στο διε­θνι­σμό, αβαθή διε­θνι­σμό, ακόμη και δήθεν διε­θνι­σμό, με τη συν­δή­λω­ση, προ­φα­νώς, πως πιο διε­θνι­σμός από τον πα­τριω­τι­κό διε­θνι­σμό (;) δεν υπάρ­χει. Μόνο που, όσος Γκράμ­σι και να πέσει στο τρα­πέ­ζι, είναι ηλίου φα­ει­νό­τε­ρο πως οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι τα­ξι­κι­στές κάτι ξέ­ρουν κι αυτοί από «συν­θε­τό­τη­τα», «πο­λυ­πλο­κό­τη­τα», «ηγε­μο­νία», «ιδε­ο­λο­γι­κές πρα­κτι­κές». Δεν είναι το ό,τι τους δια­φεύ­γουν που τους οδη­γεί στον «τα­ξι­κι­σμό» τους και στην απέ­χθεια προς τα «εθνι­κά αφη­γή­μα­τα» και τις αντί­στοι­χες εγκλή­σεις. Το αντί­θε­το ισχύ­ει.

Ας δώσω κάνα δυό πα­ρα­δείγ­μα­τα. Πολ­λοί από τους οπα­δούς του αρι­στε­ρού πα­τριω­τι­σμού δια­τεί­νο­νται πως η απο­δο­χή της άπο­ψής τους και η με­τά­φρα­σή της σε πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή ανοί­γει πολύ ευ­ρύ­τε­ρα πεδία για την επιρ­ροή μας. Αμ­φι­βάλ­λω, τα μέ­γι­στα. Ο Κου­βέ­λης και ο Κύρ­κος με τα εθνι­κά τους ακρο­α­τή­ρια έχουν πολλά να μας πουν επ’ αυτού.

Μήπως, όμως, πράγ­μα­τι, οι οιο­νεί εθνο­μη­δε­νι­σμός μας (sic) στρώ­νει το χαλί στην Χρυσή Αυγή; Νο­μί­ζω, αντί­θε­τα, πως ό,τι ευ­νο­εί την ατζέ­ντα των να­ζι­στών ευ­νο­εί πολ­λα­πλά­σια και τους ίδιους. Οποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή, π.χ., υπο­τάσ­σε­ται στο σχήμα Ελ­λά­δα vs Γερ­μα­νία τους ευ­νο­εί αντι­κει­με­νι­κά, που λέ­γα­με παλιά.

Δε­δο­μέ­νου, επο­μέ­νως, πως οι αρι­στε­ροί πα­τριώ­τες δύ­σκο­λα μπο­ρούν να ισχυ­ρι­στούν πως έχουν να πουν στους τα­ξι­κι­στές κάτι που δια­φεύ­γει στους τε­λευ­ταί­ους, δε­δο­μέ­νου, επι­πλέ­ον, πως η πο­λι­τι­κή εθνι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου δύ­σκο­λα απο­δει­κνύ­ει την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της, για με­ρι­κούς του­λά­χι­στον φαί­νε­ται πως ο εν­δό­μυ­χος στό­χος είναι όχι να ενι­σχυ­θεί αλλά να αλ­λά­ξει η πο­λι­τι­κή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σχε­τι­κά με τα «εθνι­κά» θέ­μα­τα, τα ζη­τή­μα­τα εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής ή τη με­τα­να­στευ­τι­κή πο­λι­τι­κή. Η πε­ρι­πέ­τεια με τη Σα­μπι­χά είναι πολύ εν­δει­κτι­κή από αυτήν την άποψη. Σε αυτά, όμως, θα επα­νέλ­θω άλ­λο­τε με την ανα­λυ­τι­κό­τη­τα και στην έκτα­ση που τους αξί­ζει. Προς το παρόν ας πω μόνο πως η πο­λι­τι­κή μας στα σχε­τι­κά θέ­μα­τα είναι μια χαρά αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή.

***

Ο Μαρξ ισχυ­ρί­ζο­νταν πως υπάρ­χει ένα πράγ­μα που ξε­χω­ρί­ζει τους κομ­μου­νι­στές από τα άλλα ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα. Και αυτό είναι πως επι­μέ­νουν σε ό,τι ενώ­νει τους ερ­γά­τες πέρα από σύ­νο­ρα, φύλα, θρη­σκεί­ες και γλώσ­σες. Αυτό και μόνο αυτό. Ούτε η ευ­φυ­ΐα τους, ούτε η προ­σή­λω­ση ή επα­να­στα­τι­κό­τη­τά τους. Μόνον ο διε­θνι­σμός.

Γι’ αυτό δεν είναι σωστό, υπό την πίεση των πραγ­μά­των, να τεί­νου­με σε απο­φάν­σεις όπως ότι δεν είναι αρ­κε­τό, για να θε­με­λιω­θεί μια αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή, το «οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχου­νε πα­τρί­δα». Έτσι κι αλ­λιώς κα­νέ­να σύν­θη­μα δεν είναι αρ­κε­τό από μόνο του. Αυτό, ωστό­σο, δεν μειώ­νει την αξία τους.

Δεν ισχύ­ει, όπως ανα­γκα­στι­κά υπο­νο­εί­ται πως το «οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχου­νε πα­τρί­δα» δεν μας λέει και πολλά. Αντί­θε­τα, το νόημα πε­ρισ­σεύ­ει. Αν, βάσει αυτού πο­ρεύ­ο­νταν τα ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα το 1914, όπως είχαν κα­θή­κον, άλ­λω­στε, πολ­λοί θα είχαν σωθεί και πολλά θα μπο­ρού­σε να ήταν πολύ κα­λύ­τε­ρα.

Ή, αλ­λιώς: ο πολύς –έστω αβα­θής και αφε­λής- διε­θνι­σμός δεν έβλα­ψε ποτέ κα­νέ­να και που­θε­νά. Αντι­θέ­τως, ο πολύς πα­τριω­τι­σμός με­τρά­ει εκα­τόμ­βες.

Απλοϊ­κό; Δεν θα το έλεγα.

Στην φω­το­γρα­φία νε­κροί Γάλ­λοι στρα­τιώ­τες σε χα­ρά­κω­μα