Ενώ οι δύο πόλοι του αστικού πολιτικού παιχνιδιού κινούνται σε σχεδόν ταυτόσημες πολιτικές τροχιές (νεοφιλελευθερισμός, μνημόνια, νατοϊκές και ευρωπαϊκές ολοκληρώσεις), τροφοδοτείται μια κατ’ επίφασιν διπολική αντιπαράθεση, με τα όπλα του εθνικισμού από τη μια πλευρά, και της διαφθοράς από την άλλη πλευρά.
Η ψήφιση των μνημονιακών μέτρων της τρίτης αξιολόγησης δεν συνάντησε μια ευρεία εργατική κινηματική αντίδραση, όπως φάνηκε με την εξαιρετικά χαμηλή απεργιακή συμμετοχή με τις δύο πανελλαδικές κινητοποιήσεις του Δεκεμβρίου και του Ιανουαρίου. Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα στη μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει να αποτυπωθεί ως ο σταθερός και ακραιφνής διαχειριστής του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική οικονομία και ταυτόχρονα ως η διαμεσολαβητική γέφυρα του αμερικανικού ιμπέριουμ και της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης στον βαλκανικό χώρο, με αφορμή την ολοκλήρωση της ΠΓΔΜ στις νατοϊκές και ευρωπαϊκές δομές αλλά και ευρύτερα. Κι’ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαδραμάτιζε τον ρόλο της αιχμής του δόρατος όλου του ελληνικού αστισμού στη σημερινή συγκυρία, οι σχεδιασμοί για την ονοματοδοσία της γειτονικής χώρας, με όλο το πλέγμα σχετικών διευθετήσεων που ακολουθεί, ήρθαν να «σκοντάψουν» στα δύο εθνικιστικά συλλαλητήρια του Αγάλματος Αλεξάνδρου στην Θεσσαλονίκη και της Πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα, που μπορεί να υπολείπονταν κατά πολύ του εθνικιστικού ρεύματος του 1992, εντούτοις όμως σηματοδότησαν μιαν ορισμένη ανάκαμψη και επανεμφάνιση του Μαύρου Μετώπου της ελληνικής ακροδεξιάς (Χρυσή Αυγή, άκρα Δεξιά εντός της ΝΔ, εκκλησιαστικοί μηχανισμοί, στρατιωτικές και αστυνομικές οργανώσεις κλπ.).
Η ανάδειξη της σχετικής ισχύος του εθνικιστικού συντηρητικού και ακροδεξιού ρεύματος έγινε δυνατή εξ αιτίας του γεγονότος της ολοσχερούς αστικής μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ, της δημιουργίας ενός «κενού» πολιτικής εκπροσώπησης, λόγω της πανηγυρικής διάψευσης των αντιμνημονιακών προσδοκιών των λαϊκών τάξεων, και της αποστασιοποίησης ενός σημαντικού τμήματος του λαϊκού του ακροατηρίου, το οποίο οι σχηματισμοί της ελληνικής Αριστεράς δεν κατόρθωσαν να το μεταστρέψουν σε μια κινηματική ριζοσπαστική διέξοδο. Εάν στην προηγούμενη κυβερνητική τριετία της σημερινής κυβέρνησης είχαν δρομολογηθεί εργατικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα στη συγκυρία Μαΐου 2016 και 2017 (ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων του τρίτου μνημονίου), και αν αυτό είχε συμβεί στο τελευταίο διάστημα με αφορμή τις ρυθμίσεις της τρίτης αξιολόγησης, τότε είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε να είχε δοθεί έδαφος για την ανάδειξη των ακροδεξιών συλλαλητηρίων, γιατί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης θα βρίσκονταν τα μείζονα ζητήματα της κοινωνικής ατζέντας (ιδιωτικοποιήσεις, αποψίλωση μισθών και συντάξεων, πλήρης απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, πλειστηριασμοί εργατικών κατοικιών κλπ.). Η αποποίηση και η συντριβή της αριστερής λαϊκής πλειοψηφίας (εκλογές και δημοψήφισμα 2015) από τους ίδιους τους μηχανισμούς του φορέα εκλογικής έκφρασης αυτής της πλειοψηφίας, επόμενο ήταν να ανοίξει το σκηνικό δυναμικής ανάκαμψης του δεξιού και ακροδεξιού συντηρητισμού.
Για τον κύριο σχηματισμό της ελληνικής αστικής παράταξης της ΝΔ τα πράγματα είναι περισσότερο από καθαρά: Αν αυτό το πολιτικό κόμμα, κύριος εκπρόσωπος των αστικών και ανώτερων μικροαστικών ταξικών συμφερόντων, ακολουθούσε την πολιτική γραμμή της «ήπιας (νεοφιλελεύθερης πάντοτε) κεντροδεξιάς», της υποτιθέμενης δηλαδή «πεφωτισμένης» (κατά τον προπάτορα της σημερινής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ) καραμανλικής Δεξιάς, τότε θα επέρχονταν σχεδόν ταύτιση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, και ο αστικός διπολισμός θα εξουδετερώνονταν, τροφοδοτώντας ισχυρές αποσταθεροποιητικές τάσεις. Η αναβίωση του εθνικιστικού ρεύματος αποτέλεσε απεναντίας ευκαιρία για τη ΝΔ αφενός να προσεγγίσει ευρύτερα λαϊκά ακροατήρια, και αφετέρου να συγκρατήσει τις σοβαρές ενδεχόμενες μετατοπίσεις προς τα ακροδεξιά. Συνεπώς οι χειρισμοί της όχι μόνον δεν ήταν προϊόν «πανικού και ασυνέπειας» (έναντι των προηγούμενων θέσεων του Βουκουρεστίου για το Μακεδονικό), αλλά εύστοχη στρατηγική με μια διπλή επιτυχή στόχευση, που ενίσχυσαν τις δυνατότητες επανόδου της στη διακυβέρνηση της χώρας.
Αν η ΝΔ στη σημερινή συγκυρία επιτελούσε τον κλασικό ρόλο της νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς, ευθυγραμμιζόμενη με τις κατευθύνσεις των νατοϊκών και ευρωπαϊκών σχεδιασμών και του ελληνικού αστικού κατεστημένου, τότε θα έχανε τη μοναδική ευκαιρία να διευρύνει το λαϊκό της ακροατήριο, αλλά και κυρίως θα αποψιλώνονταν από τα ακροδεξιά, με την άνοδο της Χρυσής Αυγής και μια νέα μορφοποίηση τύπου ΛΑΟΣ. Έτσι είναι υποχρεωμένη να πολιτεύεται ως ένα κράμα συντηρητικής και ακροδεξιάς ταυτόχρονα παράταξης, η οποία εν αντιθέσει με τον ευρωσκεπτικισμό άλλων αντίστοιχων παρατάξεων, διέπεται από την πιο τυφλή υπαγωγή και υπηρέτηση της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Αυτό ουδόλως απομακρύνει «δημοκρατικά» τμήματα από τις τάξεις της, γιατί συνολικότερα το μπλοκ της συντηρητικής παράταξης ιστορικά χαρακτηρίζεται από εγγενή αυταρχισμό, εθνικισμό και ρατσισμό.
Η αμέσως μετά τα εθνικιστικά συλλαλητήρια ανάδειξη στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας του σκανδάλου του φαρμακευτικού κολοσσού της Novartis, δεν ήταν παρά ο αντιπερισπασμός της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ προς τις τάσεις ενδυνάμωσης του δεξιού συνασπισμού. Δεν πρόκειται βέβαια για κανενός είδους «εξυγίανση» ενός διεφθαρμένου κυκλώματος ελέγχου της φαρμακευτικής αγοράς, όπως και άλλων παραγωγικών τομέων που λειτουργούν ως προμηθευτές του ελληνικού δημοσίου (στρατιωτικοί εξοπλισμοί, τεχνικές κατασκευές κλπ.). Και είναι γνωστό και δεδομένο σε κάθε πολίτη αυτής της χώρας ότι δεν πρόκειται η όλη διαδικασία να καταλήξει σε ποινικές διώξεις και πολιτικές συνέπειες, όπως έχει συμβεί μέχρι σήμερα με το σύνολο των «σκανδάλων» που έχουν αναδειχθεί στο προσκήνιο (από το σκάνδαλο Κοσκωτά μέχρι την φούσκα του χρηματιστηρίου, και από αυτό της Ζήμενς μέχρι εκείνα με τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς κ.ά.). Πρόκειται αποκλειστικά για ένα «προπαγανδιστικό όπλο» που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντισταθμίσει την πίεση που υπέστη από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι και αυτό το «σκάνδαλο του αιώνα» θα έχει την τύχη των προηγουμένων «σκανδάλων του αιώνα».
Το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, τόσο στην ελληνική περίπτωση, όσο και στις περιπτώσεις άλλων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, λειτουργεί απαρέγκλιτα στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού, και βασίζεται στην ιδιωτική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και των κοινωνικών λαϊκών συμφερόντων. Αυτή η αρχή είναι η πεμπτουσία της λειτουργίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, παρόλη την ύπαρξη μιας ολόκληρης πυραμίδας ολιγοπωλιακών, μεγάλων και μικρό – μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο εξοντωτικός ανταγωνισμός (στις εσωτερικές αγορές και στις ευρύτερες μορφές διεθνοποίησης), και όχι βέβαια η διαπλοκή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και κρατικών μηχανισμών, πράγμα που αντιστρατεύεται ο ίδιος ο καπιταλισμός. Προφανώς στις περιπτώσεις λειτουργίας τομέων που είναι προμηθευτές του δημοσίου (όπως οι φαρμακευτικές εταιρίες, οι επιχειρήσεις παραγωγής εξοπλισμού ιατρικού, στρατιωτικού, οι τεχνικές κατασκευαστικές εταιρίες κλπ.) ή κατέχουν μονοπωλιακές καταστάσεις (π.χ. ιδιωτικοποιημένοι λιμένες, οδικά δίκτυα, παραγωγή ενέργειας, τηλεπικοινωνίες κ.ά.), αναδεικνύονται και φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς, που αποβαίνουν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και των χρηστών αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών (Ζήμενς, Novartis, εξοπλιστικά προγράμματα, έργα υποδομών κλπ.).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που δεν αντιπροσωπεύουν τον κύριο κορμό της καπιταλιστικής παραγωγής, κι’ αν ακόμη εκδηλώνεται πρόθεση «εξυγίανσης» αυτών των κυκλωμάτων απιστίας, δεν πρόκειται παρά για ενέργειες υποκινούμενες από άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του αντίστοιχου κλάδου, και δεν απολήγουν στην καλύτερη των περιπτώσεων (πράγμα που και αυτό δεν συμβαίνει), στην αποκατάσταση «υγιών» όρων λειτουργίας των δημόσιων προμηθειών. Το κύριο επίδικο ζήτημα της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της κοινωνικής χρησιμοποίησης τέτοιου είδους προϊόντων και υπηρεσιών, βρίσκεται κυριολεκτικά εκτός του πλαισίου των όποιων κυβερνητικών εγχειρημάτων "εξυγίανσης", πράγμα που είναι και το καθοριστικό.
Μ’ αυτά τα δεδομένα της συγκυρίας, και ενώ οι δύο πόλοι του αστικού πολιτικού παιχνιδιού κινούνται σε σχεδόν ταυτόσημες πολιτικές τροχιές (νεοφιλελευθερισμός, μνημόνια, νατοϊκές και ευρωπαϊκές ολοκληρώσεις), τροφοδοτείται μια κατ’ επίφασιν διπολική αντιπαράθεση, με τα όπλα του εθνικισμού από τη μια πλευρά, και της διαφθοράς από την άλλη πλευρά. Οι μεν καταγγέλλουν τον ΣΥΡΙΖΑ για την άσκηση μιας εθνικά μειοδοτικής πολιτικής έναντι της ΠΓΔΜ, αξιοποιώντας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά, οι δε παριστάνοντας τους «αρχαγγέλους της κάθαρσης» και στηλιτεύοντας την διαφθορά του πολιτικού προσωπικού της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρείται να μπει στο περιθώριο το ίδιο το ζήτημα της κοινωνικής ατζέντας που αφορά την εξαθλίωση και τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων, και η στοίχιση όσων κοινωνικών δυνάμεων είναι εφικτό είτε πίσω από τις σημαίες των «μακεδονομάχων», είτε πίσω από τα σχέδια των υπερασπιστών του «υγιούς» καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Επιτυχέστερη διαδικασία παραγκώνισης και περιθωριοποίησης του οξύτατου κοινωνικού ζητήματος δεν θα μπορούσε να τεθεί.
Τόσο στο επίπεδο της προσεχούς τέταρτης αξιολόγησης, όσο και σε εκείνο που αφορά την μετά τον Αύγουστο 2018 πορεία, οι συντεταγμένες κίνησης των δύο αστικών πολιτικών πόλων βρίσκονται σε παράλληλη, αν όχι ταυτόσημη τροχιά. Π.χ. και οι δύο υποστηρίζουν την έξοδο από την μνημονιακή τροχιά, αλλά αντικαθιστούν τον κρατικό δανεισμό από τις ευρωπαϊκές χώρες με τον δανεισμό από τις αγορές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων οι όροι είναι ακόμη σκληρότεροι: Τα επιτόκια δανεισμού από αυτές τις αγορές θα είναι συνάρτηση των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών. Θα βρίσκονται σε σχετικά αποδεκτά επίπεδα μόνον εφόσον οι ελληνικές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ ασκούν ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που εξασφαλίζουν την «σταθερότητα» των δημοσιονομικών ρυθμίσεων. Επιπρόσθετα, και οι δύο όταν μιλούν για «έξοδο από τα μνημόνια» εννοούν σε κάθε περίπτωση την συνέχιση εφαρμογής και τη διαιώνιση των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων και την ισχύ των εκατοντάδων εφαρμοστικών τους νόμων : Δεν θα αποκατασταθούν δηλαδή σε καμία περίπτωση οι συντάξεις, αντίθετα θα μειωθούν κατά 18% με το νόμο Αχτσιόγλου (Ν.4488/2017), ενώ η Μ. Ξαφά, σε σύμπνοια με την Κ. Λαγκάρντ και κατ’ εντολήν των ελληνικών αστικών κέντρων υποστηρίζει την ακόμη παραπέρα μείωσή τους. Δεν θα αποκατασταθεί ο κατώτερος μισθός των 750 ευρώ, ούτε οι μισθοί των συλλογικών συμβάσεων που ίσχυαν μέχρι τον Φεβρουάριο 2012 οπότε και καταργήθηκαν. Δεν θα καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ ούτε προφανώς και θα ματαιωθούν οι ιδιωτικοποιήσεις της ενέργειας, των οδικών δικτύων, των λιμένων, των σιδηροδρόμων, του νερού κλπ.
Είναι αυτοί οι κοινοί προσανατολισμοί, που ταυτίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ, που χρειάζεται να συσκοτισθούν, και να αντικατασταθούν τεχνητά από άλλα «μεγάλα» επίδικα ζητήματα αντιπαράθεσης που δεν έχουν να κάνουν με την επούλωση των μεγάλων λαϊκών πληγμάτων που έχουν επιφέρει οι αδιάλειπτες μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαία για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της αστικής διπολικής αντιπαράθεσης η ψευδεπίγραφη ανάδειξη «αντιπαλοτήτων» σε ζητήματα όπως ο ακροδεξιός εθνικισμός και η εξυγίανση του επιχειρηματικού ανταγωνισμού από φαινόμενα διαπλοκής, επιχειρώντας τον εγκλωβισμό όσο το δυνατόν μεγαλύτερων τμημάτων των λαϊκών τάξεων. Άλλωστε η ίδια η πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης επιδιώκει την προσαρμογή στους ιμπεριαλιστικούς και ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς σε σχέση με τις μικρές βόρειες βαλκανικές χώρες, και η όποια εθνικιστική αναζωπύρωση δεν είναι μέσα στην βαλκανική της στρατηγική, αλλά είναι απεναντίας να διαδραματίσει όσο το δυνατό πιο αναβαθμισμένο οικονομικό και γεωστρατηγικό ρόλο. Αλλά και η κάθαρση του επιχειρηματικού τοπίου από σκάνδαλα τύπου Novartis, γίνεται ακριβώς για την αποκατάσταση των σταθερών αρχών και κανόνων της λειτουργίας της ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς, και όχι προφανώς για την ανάδειξη πολιτικών κοινωνικοποίησης της παραγωγής και εμπορίας φαρμακευτικών ειδών.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, ο ρόλος της Αριστεράς και του κοινωνικού κινήματος είναι να παραγκωνίσει αυτή την διπολική αντιπαράθεση και να φέρει στο επίκεντρο τα κυρίαρχα για τον εργαζόμενο κόσμο ζωτικά λαϊκά ζητήματα που αφορούν την αποκατάσταση των μισθών, την κατάργηση των κάθε μορφής ευέλικτης, προσωρινής και μερικής απασχόλησης, την προάσπιση των συντάξεων από τα συνεχή κύματα περικοπών τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ, την απαλλαγή από την βαρύτατη άμεση και έμμεση φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων, την διασφάλιση παραγωγικών εργασιακών διεξόδων για τον κόσμο της νεολαίας (δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), την επαναφορά στον δημόσιο τομέα, με δραστικό εργατικό έλεγχο, των κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί, την απαλλαγή από το βρόγχο του δημόσιου χρέους της αστικής τάξης (που η εξυπηρέτησή του έχει μεταφερθεί στους ώμους του εργαζόμενου λαού), την κατηγορηματική εναντίωση στις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις κλπ.
Εάν η Αριστερά κάνει αυτό το κυρίαρχο, μέσα από την προαγωγή ενός κοινωνικού αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού μετώπου, και μέσα από την παράλληλη τροφοδότηση ενός πολιτικού λαϊκού αντικαπιταλιστικού ενωτικού σχηματισμού, απαλλαγμένων από τα σύνδρομα του εκλογικισμού και του κυβερνητισμού, τότε είναι σε θέση να διεμβολίσει τον αστικό διπλολισμό και να αποφύγει την περιθωριοποίηση στη οποία αυτός την ωθεί. Διαφορετικά αν νομίζει ότι μόνον με την επίκληση ενός αντιεθνικιστικού διεθνισμού ή γνήσιου πατριωτισμού, ή με την αντίληψη ότι η κάθαρση από τα σκάνδαλα συναλλαγής και υπερτιμολογήσεων των φαρμάκων επιφέρει πλήγμα στον ούτως ή άλλως ανταγωνιστικό καπιταλισμό, μπορεί να προβάλει στο προσκήνιο ανταγωνιστικά προς την αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς και συντηρητικής κεντροδεξιάς, τότε περιορίζει επικίνδυνα το πεδίο λαϊκής της απεύθυνσης και τις δυνατότητες διεύρυνσης της κοινωνικής της εμβέλειας.