Ένας καθαρόαιμος νεοφιλελεύθερος είναι μια τόσο ανώτερη διάνοια που νομίζει ότι η κοινωνία δεν υπάρχει επειδή εκείνος δεν μπορεί να της τηλεφωνήσει. Αφού δεν μπορεί να την δει με τα ίδια του τα μάτια, αφού αυτή δεν εμπίπτει στις αισθήσεις του, φτάνει μοιραία στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία είναι μια φαντασίωση των άλλων. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, με την σαφήνεια, την αμεσότητα και την ακλόνητη βεβαιότητα που διέκρινε την αβαθή διάνοιά της, το έθεσε ορθά-κοφτά: «η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα (και οι οικογένειές τους)».

Εάν όμως η κοινωνία δεν υπάρχει, τότε δεν υπάρχει και η ιστορία της, δεν υπάρχει Ιστορία καθόλου δηλαδή. Εκτός εάν με τον όρο αυτόν εννοεί κάποιος το κομπολόι που φτιάχνει η διαδοχή των γεγονότων στο πέρασμα του χρόνου, ένα χρονολόγιο ας πούμε, όπου τα γεγονότα ελάχιστη έχουν εσωτερική αλληλουχία και όπου η λογική συνοχή της γραμμικής διάταξής τους στον χρόνο διασφαλίζεται από τη δράση των ατόμων, των προσώπων, που αυτά είναι προικισμένα με ελεύθερη βούληση, ανάγκες και ορθολογισμό και επιδιώκουν την μεγιστοποίηση του οφέλους τους.

Αυτή η πρωτόγονη ιδέα του νεοφιλελευθερισμού, πως η κοινωνία δεν υπάρχει και υπάρχουν μόνο το άτομα, είχε θριαμβεύσει το 1994 στη Βρετανία μετά από μια διαδρομή δεκαπέντε ετών έντονων κοινωνικών αγώνων. Ήταν η χρονιά που ο Eric Hobsbawm έγραφε τις πικρές διαπιστώσεις του στην Εποχή των Άκρων:

«Η καταστροφή του παρελθόντος, ή μάλλον των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία μας με την εμπειρία των προηγούμενων γενεών, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αλλόκοτα φαινόμενα του τέλους του 20ού αιώνα. Οι περισσότεροι νέοι και νέες, σήμερα μεγαλώνουν μέσα σε μια αίσθηση διαρκούς παρόντος, χωρίς καμιά οργανική σχέση με το δημόσιο παρελθόν της εποχής που ζουν».

Αυτή η δηλητηριώδης διαπίστωση, πιθανότατα ήταν ορθή για την Βρετανία του 1994, αλλά για ιστορικούς λόγους ίσχυε λιγότερο για άλλες χώρες, ιδιαίτερα δε για την Ελλάδα, όπου ο νεοφιλελευθερισμός εξαπλωνόταν με βραδείς ρυθμούς στην κοινωνία και με πολλούς συμβιβασμούς στους κόλπους της πολιτικής Δεξιάς. Αυτό όμως που δεν ίσχυε τότε, ισχύει σήμερα, ιδιαίτερα μετά από την ιστορική προδοσία του Αλέξη Τσίπρα και των μεταλλαγμένων συντρόφων του, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαλύσουν το ιστορικό μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων των υποτελών κοινωνικών τάξεων που σάλταρε απρόσκλητο στην πολιτική σκηνή τον Ιούλιο του 2015 αφού είχε διαμορφωθεί χάρη στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες μιας ολόκληρης πενταετίας. Τώρα, στην ίδια την Ελλάδα, πολλά παιδιά, όλο και περισσότερα, μεγαλώνουν μέσα στην αίσθηση του διαρκούς παρόντος που δεν σχετίζεται με το δημόσιο παρελθόν μας, δηλαδή την κοινωνική και πολιτική ιστορία μας, ούτε καν με το δημόσιο παρόν μας —και εκτός από τα παιδιά, υπάρχουν όλο και περισσότεροι ενήλικες που παραδίδονται πλέον στο κενό της κοινωνικής, πολιτικής και ψυχικής εξορίας της ιδιώτευσης.

Η αποσύνδεση με το δημόσιο παρελθόν είναι μια διαδικασία που επιταχύνεται τώρα δραματικά στην Ελλάδα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο επικίνδυνα στοιχεία της πολιτικής συγκυρίας διότι αποδιαρθρώνει την συλλογική μνήμη των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων, και την μνήμη ως συνδετικό υλικό, όχι μόνο των συλλογικών μας υποκειμένων, των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεών μας, αλλά και της ίδιας της ατομικότητάς μας, του ίδιου του εαυτού μας ως υποκείμενο.

Με αυτά τα δεδομένα, απέναντι στις δυνάμεις του σκοτεινού καπιταλισμού της εποχής μας που δοκιμάζουν να κλείσουν μέσα σε μια ιστορική παρένθεση λήθης τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον αναρχισμό και κάθε είδους απόπειρα στοίχισης των υποτελών κοινωνικών τάξεων σε εγχειρήματα κοινωνικής απελευθέρωσης και χειραφέτησης, κάθε επιχείρηση επανασύνδεσης με το δημόσιο παρελθόν της εποχής μας,  όπως αυτό σώζεται στη συλλογική μνήμη των υποτελών κοινωνικών τάξεων, αποκτάει νέο νόημα, πολλαπλάσια πολιτικό από όσο προηγουμένως.

Θα έπρεπε για μια τέτοια επιχείρηση να υπάρξουν νέες συλλογικές πρωτοβουλίες, όχι μόνο μία αλλά πολλές, απλωμένες σε ολόκληρη τη χώρα, που να αποσκοπούν στη διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης, στη διάσωση των υλικών που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στην κοινωνία και δεν έχουν καταγραφεί ή έχουν καταγραφεί και τα καλύπτει τώρα η σκόνη του χρόνου. Όχι με κίνητρο μια κάποια νοσταλγία των ηττημένων ή των ηλικιωμένων, αλλά ως πολιτικό εγχείρημα με απτά πολιτικά αποτελέσματα.

Μια τέτοια επιχείρηση θα αφορούσε, προφανώς, εκτός από την καταγεγραμμένη μνήμη, και την ζώσα μνήμη των «από κάτω», που αν δεν καταγραφεί έγκαιρα, στο χαρτί, στο βίντεο, στα ηχητικά μέσα, αν δεν διαχυθεί στην κοινωνία, θα χαθεί. Κάθε στοιχείο μνήμης που συλλέγεται θα μπορούσε να δημοσιεύεται σε μια ανοιχτή, δημόσια, βάση δεδομένων, να φυλάσσεται σε δημόσιες βιβλιοθήκες, σε κοινωνικά κέντρα, να διαχέεται και να αποτελεί πρώτη ύλη για την ιστορική ανάλυση, την συλλογική ανάγνωση, τη δημόσια παρουσίαση. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας προσπάθεια διάσωσης της καταγεγραμμένης και της ζώσας ιστορικής μνήμης των υποτελών κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών τους οργανώσεων, πριν να είναι πολύ αργά, καθώς σταδιακά χάνονται όσες γενιές έζησαν τις πιο ταραγμένες ιστορικές περιόδους της χώρας, καθώς χάνονται ακόμη και τα παλιά βιβλία μας.

Στη σημερινή συγκυρία, κατά την οποία έχει μεγιστοποιηθεί ο κίνδυνος να κλείσει πίσω μας ο κύκλος των κοινωνικών εξεγέρσεων και των επαναστάσεων που θέλησαν να αλλάξουν τον καπιταλιστικό κόσμο, η διάσωση της μνήμης όσων έζησαν τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα ή και λίγο παραπάνω, δεν είναι μια συναισθηματική υπόθεση αλλά προϋπόθεση για τη διάσωση της ίδιας της ύπαρξης των οργανωμένων και ανοργάνωτων εγχειρημάτων κοινωνικής απελευθέρωσης και χειραφέτησης στην Ελλάδα.

Ετικέτες