Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τη μοιρασιά των ΑΟΖ και την τύχη του μεγαλεπήβολου σχεδίου για τον υποθαλάσσιο αγωγό East Med, έχουν επιταχυνθεί επικίνδυνα.

Η συμφωνία της Τουρκίας με τη Λιβύη για τον καθορισμό των μεταξύ τους ΑΟΖ, με την προοπτική να κατατεθεί στον ΟΗΕ και να στείλει, κατά συνέπεια, τις «αμφισβητήσεις» σε Διεθνές Δικαστήριο, αλλάζει άρδην την εικόνα σύμφωνα με την οποία η γραμμή του «άξονα» Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ ήταν η φυσιολογική έκφραση ενός κάποιου Διεθνούς Δικαίου και οδηγεί τις εξελίξεις σε ένα «τραπέζι» όπου τα δεδομένα της γεωγραφίας και του τοπικού συσχετισμού δυνάμεων θα είναι κατά πολύ περισσότερο παρόντα. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει να αντιδράσει «σκληρά», επιχειρώντας να επαναφέρει τις προηγούμενες ισορροπίες. Απειλεί με απέλαση τον πρέσβη της Λιβύης, ανεβάζει στην επιφάνεια τις πραγματικότητες για την «κυβέρνηση» της Λιβύης που μέχρι χθες αναγνώριζε μαζί με όλες τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις (αναθέτοντάς της, μεταξύ άλλων, την εξοντωτική πολιτική απέναντι στους Αφρικανούς πρόσφυγες και μετανάστες), βάζει το θέμα στο υψηλότερο επίπεδο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με το ΚΙΝΑΛ) υπήρξε κυριολεκτικά απίστευτη. Οι «αντιεθνικιστές» των Πρεσπών, κατηγορούν τώρα τον Μητσοτάκη για «πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας». Αλήθεια, τι του προτείνουν να κάνει; Να σηκώσει τα αεροπλάνα και να στείλει το στόλο στο Καστελόριζο; Είναι μια στιγμή όπου η πολιτικάντικη δημαγωγία συναντιέται με τους πιο επικίνδυνους υπαινιγμούς…

Και είναι πραγματικά θλιβερό ότι ένα τμήμα της «κομμουνιστογενούς» Αριστεράς ακολούθησε σε αυτό το ολισθηρό μονοπάτι που απαιτεί «πιο σκληρή» πολιτική απέναντι στην Τουρκία.

Αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτή η πολιτική (που συχνά φτιασιδώνεται ως «αντι-ιμπεριαλιστική») οδηγεί στην πιο βαθιά σύνδεση στην ουρά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Το σχέδιο East Med είναι τμήμα της αμερικανικής στρατηγικής, τοπικά ηγεμονεύεται από το κράτος του Ισραήλ, την υλοποίησή του έχουν αναλάβει οι δυτικές πολυεθνικές εξορύξεων με ηγέτη την Exxon Mobil. Στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ καταφεύγει ο Μητσοτάκης, ζητώντας προνομιακή μεταχείριση και δίνοντας σε αντίτιμο τη Σούδα, το Στεφανοβίκι και την Αλεξανδρούπολη. Για να γίνει το ελληνικό κράτος «στρατηγικός εταίρος» στην ανατολική Μεσόγειο, δέχεται να γίνει «στρατηγικό στήριγμα» του ΝΑΤΟ στο «τόξο ανάσχεσης» Πολωνία-Ελλάδα-Ισραήλ… Με αυτόν τον τρόπο και με αυτές τις λυκοσυμμαχίες προφανώς δεν γίνεται «αντι-ιμπεριαλιστική» πολιτική, αλλά ούτε καν ανεξάρτητη και δημοκρατική (ακόμα και με την αστική έννοια) πολιτική ειρήνης.

Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως εμφανίστηκαν επί σκηνής οι στρατιωτικοί, ζητώντας προτεραιότητα και γενναίες αυξήσεις στους εξοπλισμούς. Και πράγματι: αν κάποιος επιθυμεί να γίνει «στρατηγικός παίκτης» σε μια νέα μοιρασιά στην ανατολική Μεσόγειο, δεν χρειάζεται κυρίως νομικά επιχειρήματα και σεμινάρια επί ενός αμφιλεγόμενου και αντιφατικού Διεθνούς Δικαίου. Χρειάζεται πολεμικά πλοία ανοιχτής θαλάσσης (φρεγάτες FREMM), υπερσύγχρονα αεροπλάνα και πυραυλικά συστήματα, ικανά να αντισταθμίσουν την αριθμητική υπεροχή του στρατού των απέναντι. Μόνο που έτσι, αναλαμβάνει το ρίσκο να δει και τους απέναντι να εξοπλίζονται αναλόγως και να δει την πιθανότητα «θερμής αντιπαράθεσης» να αυξάνει δραματικά. Σε αυτόν το δρόμο έχει μπει η πολιτική του ελληνικού κράτους και επί ΣΥΡΙΖΑ και επί ΝΔ. 

Ασφαλώς αυτή η προοπτική δεν είναι μονόδρομος. Η κυρίαρχη τάξη είναι πάντα άπληστη, αλλά όχι πάντα παρανοϊκή. Οι φωνές που ομολογούν ότι οι «μαξιμαλιστικές» διεκδικήσεις δεν είναι ρεαλιστικές, ότι η «συνεκμετάλλευση» είναι η μοναδική οδός αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, ότι αφού καταγραφούν οι αλλαγές στον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης μια νέα «συνεννόηση» είναι αναγκαία, έχουν ήδη ακουστεί από το εσωτερικό του καθεστώτος, εδώ και στην Τουρκία (βλ. πχ. την ιδιόμορφη ανταλλαγή απόψεων, μέσω συνεντεύξεων, του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα και του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Αθ. Ντόκου). Όμως μια τέτοια «λελογισμένη» αστικοδημοκρατική στρατηγική των καθεστωτικών δυνάμεων απέχει, για την ώρα, κατά πολύ από το να καθοδηγεί τις εξελίξεις. 

Και ο κίνδυνος ενός «θερμού επεισοδίου», που μπορεί να προκύψει ακόμα και από ατύχημα και στη συνέχεια θα είναι δύσκολο να ελεγχθεί πολιτικά για να μην εξελιχθεί σε γενικότερη αναμέτρηση, παραμένει πολύ σοβαρός, όπως προειδοποιούν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί. 

Από αυτήν την πολιτική οι λαϊκές τάξεις δεν έχουν να περιμένουν τίποτα θετικό. Οι εξορύξεις δεν θα μας ωφελήσουν σε τίποτα, ενώ αποτελούν σημαντικό κίνδυνο. Οι εξοπλισμοί θα πληρωθούν από τις περικοπές στο μισθό, τις συντάξεις και το κοινωνικό κράτος. Η αναζήτηση συμμαχικών στηριγμάτων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ οδηγεί σε αντιδραστικό έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Και αν τα πράγματα φτάσουν στην τρέλα του πολέμου, οι ηττημένοι θα είναι οι εργάτες και ο λαός όλων των αντιμαχόμενων. 

Το να υψωθεί, τώρα, η διαχωριστική γραμμή «όχι πολεμικά παιχνίδια για τις ΑΟΖ», είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για κάθε πολιτική που θέλει να υπερασπίζει τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες σε όλα τα πεδία. 

Ετικέτες