Οι ατελείωτες ουρές για ένα δωρεάν τεστ και η αγωνία για το άνοιγμα των σχολείων (με τα διάτρητα «πρωτόκολλα» της Κεραμέως), καθώς τα κρούσματα καλπάζουν, αποτυπώνουν την πλήρη χρεοκοπία της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας στη χώρα, κατά τη «στροφή» από το 2021 στο 2022.

Απέναντι στο κύμα μετάδοσης, οι περισσότεροι άνθρωποι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην (διαφαινόμενη ως τώρα) ηπιότητα της μετάλλαξης «Ο». Αυτή η ανθρώπινη αντίδραση, προκύπτει ωστόσο από την εξοργιστική κυβερνητική πολιτική. Έχοντας αφήσει το ΕΣΥ αβοήθητο επί 2 χρόνια, οδηγώντας στην εξουθένωση το ηρωικό προσωπικό του, φτάνοντας να περικόψει (!) τη χρηματοδότησή του στον προϋπολογισμό, αρνούμενη πεισματικά να επιτάξει τις δομές του ιδιωτικού τομέα ή/και να ενισχύσει την Πρωτοβάθμια Υγεία, η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει τη συνθήκη όπου οι άνθρωποι ζουν με την ελπίδα να μη χρειαστούν νοσηλεία.

Αλλά γίνεται ακόμα χειρότερο όταν αυτή η εναπόθεση κάθε ελπίδας στην ηπιότητα «Ο» γίνεται -σχεδόν ρητά και ομολογημένα- κυβερνητική στρατηγική. Ενώ, για να μη ξεχνιόμαστε, έχουν βρεθεί πλέον έξω από τη δημόσια συζήτηση κάμποσες χιλιάδες καθημερινά κρούσματα της «Δ», που δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα, συνεχίζει να στέλνει ανθρώπους στις ΜΕΘ και να διατηρεί πολύ ψηλά τον καθημερινό αριθμό απωλειών ανθρώπων. 

Ενώ στις ΗΠΑ έχει φουντώσει η αντιπαράθεση γύρω από την απόφαση του CDC να χαμηλώσει το χρόνο της καραντίνας στις 5 μέρες και στον υπόλοιπο πλανήτη μαίνεται η συζήτηση για την αυθαιρεσία της σχετικής απόφασης και το αν και κατά πόσο πρέπει να γίνει μοντέλο, η ελληνική κυβέρνηση αποδείχθηκε η πιο πρόθυμη και η πιο γρήγορη στο να αντιγράψει αυτή τη «συνταγή» άμεσα. Και φυσικά, η κρατική κατεύθυνση «5 μερούλες φτάνουν», στη ζούγκλα του ιδιωτικού τομέα μεταφράζεται στο εργοδοτικό «πάρε ένα ντεπόν κι έλα για δουλειά».  

Αυτή είναι η καπιταλιστική εκδοχή του «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την πανδημία», ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες «μποτιλιαρίσματος» στις εφοδιαστικές αλυσίδες και έλλειψης εργατικών χεριών σε κάποιες χώρες και κλάδους: Τα αφεντικά σας θέλουν πίσω στη δουλειά!  

Η ηπιότητα της «Ο» διευκολύνει αυτή την προσπάθεια «επιστροφής στην κανονικότητα» και γι’ αυτό πυκνώνουν και τα ευχολόγια για τέλος της πανδημικής κρίσης. Η ανοσία που προσφέρουν τα εμβόλια και η προηγούμενη νόσηση ασφαλώς μπορεί να παίξουν ρόλο στην «εξημέρωση» του Covid. Αλλά η ανέφελη αισιοδοξία για μια αυτονόητα ευθύγραμμη «εξελικτική» διαδικασία σταδιακής αποδυνάμωσης του ιού, υποτιμά και την σημερινή πραγματικότητα (που συνεχίζει να πιέζει τα Συστήματα Υγείας) αλλά και τον τυχαίο χαρακτήρα των μεταλλάξεων. 

Το οποίο υπενθυμίζει τις εγκληματικές ευθύνες των καπιταλιστών για το άτυπο εμβολιαστικό απαρτχάιντ που έχει επιβληθεί στις φτωχότερες χώρες. Ενώ -σύμφωνα με τον ΠΟΥ- οι δυνατότητες παραγωγής έχουν φτάσει σε επίπεδα που είναι υπερ-αρκετά και για ενισχυτικές δόσεις στο «Βορρά» και για πλήρη και ταχύτατη εμβολιαστική κάλυψη του «Νότου», στις φτωχότερες χώρες η διαθεσιμότητα εμβολίων παραμένει τραγικά ανεπαρκής. 

Τα ερωτηματικά για το μέλλον της πανδημίας ρίχνουν τη σκιά τους και στις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας. Ακόμα και η ανάκαμψη που χαρακτήρισε το 2021 (σε ένα βαθμό αναμενόμενη μετά τη μεγάλη βουτιά του 2020), υπήρξε «σημαδεμένη» -σαν τη ζημιά που αφήνει ο «long covid» σε οργανισμούς που κατά τα άλλα έχουν αναρρώσει. 

Οι προβλέψεις για το 2022 κάνουν λόγο για χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό,τι πέρσι. Φαίνεται ότι δικαιώνονται μαρξιστές οικονομολόγοι όπως ο Μάικλ Ρόμπερτς, που έκανε πέρσι λόγο για «sugar rush» (η υπερκινητικότητα μετά από λήψη μεγάλης ποσότητας ζάχαρης) λόγω των κρατικών μέτρων στήριξης και όχι για ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο.  

Αυτή η σχετική επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξης, έρχεται στο φόντο της αύξησης των δημόσιων χρεών και ελλειμμάτων στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ οι καπιταλιστικές οικονομίες εξακολουθούν να κουβαλάνε το βάρος των «εταιρειών-ζόμπι», εκείνων δηλαδή που παραμένουν «νεκροζώντανες» και αποφεύγουν την χρεοκοπία μόνο χάρη στο «φτηνό χρήμα» που διασφαλίζουν οι Κεντρικές Τράπεζες. 

Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας είναι και ο λόγος των δισταγμών που παρουσιάζονται για το εάν και το πότε θα πρέπει να τερματιστεί η «ποσοτική χαλάρωση» και η ροή «εύκολου χρήματος». Ωστόσο το τέλος αυτή της πολιτικής δείχνει να πλησιάζει, όπως και οι γενικότερες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία με τις οποίες αντιμετώπισαν οι κυβερνήσεις την πανδημική κρίση. 

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2022 θα είναι έτος μείωσης των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς όλες οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται για την επιστροφή στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία της μείωσης των ελλειμμάτων και των δημόσιων δαπανών. Ασφαλώς στην Ελλάδα είμαστε απόλυτα εξοικειωμένοι με αυτή την προοπτική: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στάθηκε στο δεξί άκρο της διεθνούς συζήτησης και πρακτικής όταν κυριαρχούσε ο «δανεισμός από τα κεϊνσιανά εγχειρίδια» και στον προϋπολογισμό του 2022 αποδείχθηκε η πλέον βιαστική να επιστρέψει στη νεοφιλελεύθερη πεπατημένη. Ενώ 20 χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, η κατεύθυνση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης υπενθυμίζουν ότι τα οφέλη που προκύπτουν για τον ελληνικό καπιταλισμό από τη συμμετοχή σε αυτό το κλαμπ, δεν διαχέονται ποτέ «προς τα κάτω».  

Τα συσσωρευμένα προβλήματα που προέκυψαν από τις πολιτικές της  προηγούμενης περιόδου (ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, ελλείμματα, πληθωριστικές πιέσεις κ.ά.), το διαφαινόμενο τέλος των «επεκτατικών» πολιτικών με τη σταδιακή επιστροφή στη «δημοσιονομική σταθερότητα» και η συνέχεια των καπιταλιστικών αδιεξόδων (όσο δεν μεσολαβεί μια «δημιουργική καταστροφή» κεφαλαίων που θα «εκκαθαρίσει» το σύστημα, δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια κερδοφορία που να δώσει κίνητρο σε έναν νέο κύκλο επενδύσεων και ανάπτυξης), αποτελούν μια συνταγή για νέες κρίσεις.  

Το 2022 μοιάζει με μια «μεταβατική» χρονιά, τόσο στο μέτωπο της υγείας, όπου ανοίγει η συζήτηση για το αν θα είναι η τελευταία χρονιά της πανδημίας, όσο και στο μέτωπο της οικονομίας, όπου η σχετική επιβράδυνση της ανάπτυξης για το 2022 (σε σχέση με το 2021) μοιάζει με πρώτο βήμα προς τη μόνιμη επιστροφή στα χαρακτηριστικά της «Μακράς Στασιμότητας», από το 2023 και μετά. Χωρίς ποτέ να αποκλείονται «ατυχήματα» (είτε στην πανδημία είτε στην οικονομία) που θα εκτροχιάσουν και αυτές τις εξελίξεις.

Ετικέτες