Η θερμή συγκυρία της σύμπτωσης του φοιτητικού κινήματος με τις αγροτικές κινητοποιήσεις και την απεργία στις 28 Φλεβάρη, υπήρξε η ηχηρή ανακοίνωση της εμφάνισης των κοινωνικών αντιστάσεων πάνω στη σκηνή.
Η πολιτική ήττα της ΔΑΠ στα αμφιθέατρα έγινε εφικτή χάρη στην επανεμφάνιση συνθηκών που θύμιζαν το σπουδαίο κίνημα του 2006-07 και αυτή η μαζική εμπειρία μπορεί να αφήσει πίσω της μια παρακαταθήκη επανενεργοποίησης των συλλόγων, εξοικειώνοντας χιλιάδες φοιτήτριες και φοιτητές με τις συλλογικές διαδικασίες, δίνοντας «καύσιμα» στην επιρροή, τη δράση και τις δυνατότητες παρέμβασης της φοιτητικής Αριστεράς μπροστά στις επόμενες μάχες αλλά και στην άμεση ανάγκη άμυνας απέναντι στην κυβερνητική πειθαρχική εκδικητικότητα.
Η απεργία της 28ης Φλεβάρη ανέδειξε εμφατικά την επίμονη οργή για το έγκλημα στην Τέμπη. Αυτή η άρνηση των ανθρώπων να αφήσουν να ξεχαστεί η δολοφονική διάσταση των πολιτικών διάλυσης/εμπορευματοποίησης/ιδιωτικοποίησης στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, οι επίμονες προσπάθειες να παραμείνει ανοιχτή η απαίτηση δικαίωσης για τα θύματα, αποτελεί την βάση για τον πολιτικό πονοκέφαλο που έχει δημιουργήσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη η προσπάθεια συγκάλυψης/υποτίμησης του θέματος.
Η απεργία της 28ης Φλεβάρη ανέδειξε όμως και την δυνατότητα για επιτυχημένες, πραγματικές απεργιακές κινητοποιήσεις και την αυξημένη εργατική διαθεσιμότητα για δράση, όταν συνδικαλιστικές δυνάμεις επιχειρούν σοβαρά να την οργανώσουν. Με αυτό το κρατούμενο πρέπει να εργαστεί η συνδικαλιστική Αριστερά για να μετατρέψει την απεργία στις 17 Απρίλη, από μια «ξεκάρφωτη» κινητοποίηση που προγραμμάτιζε η ΓΣΕΕ όταν την ανακοίνωνε πολλές εβδομάδες πριν, σε ευκαιρία επιστροφής στους δρόμους και κοινής έκφρασης των διάφορων αντιστάσεων/διεκδικήσεων που έχουν ξεδιπλωθεί σε κλάδους και χώρους δουλειάς του ιδιωτικού τομέα.
Εκείνη την ημέρα όφειλε να κινητοποιηθεί απεργιακά και η ΑΔΕΔΥ, για να ενωθούν στο δρόμο και οι αγώνες που εξελίσσονται στο δημόσιο τομέα.
Τη μάχη των υγειονομικών να σώσουν το ΕΣΥ, που έχει μπει κι αυτό στο στόχαστρο της διαδικασίας «διάλυση-εμπορευματοποίηση-ιδιωτικοποίηση», -που όπως και στα τρένα, πόσο μάλλον στην υγεία- θα αποδειχθεί δολοφονική. Οι συσκέψεις σωματείων, οι διαδικασίες συνελεύσεων που οργανώνουν δράσεις όπως στις 8 Απρίλη πρέπει να στηριχθούν και να παρακινήσουν σε δράση και τις Ομοσπονδίες.
Τον αγώνα των εκπαιδευτικών, που επιμένουν να αντιστέκονται στην αξιολόγηση, καταφεύγοντας κι αυτοί στην ενεργοποίηση και τον συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων τους μπροστά στη σχετική αδράνεια των Ομοσπονδιών, που έχουν αυξημένες ευθύνες απέναντι στο κύμα πειθαρχικών επιθέσεων, ποινικών διώξεων, εκβιασμών που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση.
Την αντίσταση των εργαζομένων στο ΕΚΠΑ ενάντια σε μια ακόμα –εμβληματική της γενικευμένης σκλήρυνσης της κυβέρνησης– συνδικαλιστική δίωξη: την εκδικητική απόλυση του Δημήτρη Αντωνίου, μετά από 19 χρόνια εργασίας ως συμβασιούχος, για τη δράση του στο πλευρό του φοιτητικού κινήματος.
Το κύμα πειθαρχικών-ποινικών επιθέσεων σε φοιτητές-τριες, συνδικαλιστές, εκπαιδευτικούς, ομοσπονδίες υπογραμμίζει ότι οι αντιστάσεις «παλεύουν με ένα τέρας». Αυτό φωτίζει την ιδιαίτερη αξία τους –δεν είναι «εύκολες» ή «τυπικές». Υπενθυμίζει επίσης τις μεγάλες δυσκολίες που εμποδίζουν μιαν «αυτόματη»/αυθόρμητη μεγέθυνση και γενίκευσή τους. Και αποτελεί κάλεσμα για την ενεργοποίηση των μόνων όπλων μας απέναντι σε ένα τέτοιο «τέρας»: Την ενότητα αυτών των αγώνων και την αλληλεγγύη μεταξύ τους.
Η κοινωνική πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει τα «πεπραγμένα» όλων των προηγούμενων χρόνων και η συνέχεια της κυβερνητικής/εργοδοτικής επιθετικότητας, δημιουργούν συνεχώς νέες προκλήσεις σε ένα μεγάλο φάσμα μετώπων. Αλλά πλέον, υπάρχουν κινητοποιήσεις που «σηκώνουν το γάντι» απέναντι σε όλο αυτό το φάσμα των προκλήσεων, δημιουργώντας μια νέα συνθήκη, όπου επανέρχεται ως «κανονικότητα» η ύπαρξη αντιστάσεων και μια διευρυμένη κινηματική διαθεσιμότητα. Αυτή η διαπίστωση ξεπερνά τους οικονομικούς/συνδικαλιστικές αγώνες.
Το εκρηκτικό ζήτημα της στέγης ενεργοποιεί πλέον ευρύτερες δυνάμεις, με την προετοιμασία της σχετικής κινητοποίησης στις 6 Απρίλη να είναι φέτος για πρώτη φορά υπόθεση συλλογικών διαδικασιών συνελεύσεων κινημάτων από πολλές γειτονιές. Μαζί με την Ενωτική Πρωτοβουλία Κατά των Πλειστηριασμών, εμφανίζονται πλέον και οι Γειτονιές για το Δικαίωμα στη Στέγη, και τη δράση τους στηρίζουν αυτοδιοικητικά σχήματα κ.ά.
Η κλιμάκωση της σεξιστικής επιθετικότητας που οδηγεί διαρκώς σε όλο και πιο εξοργιστικές γυναικοκτονίες, με αποκορύφωμα τη δολοφονία της 28χρονης έξω από το Αστυνομικό Τμήμα (!) όπου είχε καταφύγει για να καταγγείλει τον κακοποιητή της, κατεβάζει στο δρόμο χιλιάδες θυμωμένες γυναίκες απέναντι στην κοροϊδία της αστυνομικής επίκλησης στο «panic button», αυτό που δεν είχε σώσει ούτε την 43χρονη από τη Σαλαμίνα…
Αλλωστε η τραγική υπόθεση του Κολωνού είχε ήδη αποκαλύψει σε ποιων το πλευρό στέκονται οι «φρουροί του νόμου». Και είχε υπενθυμίσει σε όλες κι όλους μας ότι μόνο με τη μαζική μας κινητοποίηση μπορούν τα θύματα να βρουν δικαίωση. Σε μια «μικρογραφία» της δίκης της Χρυσής Αυγής, μια χυδαία εισαγγελική πρόταση ανατράπηκε καθώς έξω από την αίθουσα εξελισσόταν μια μαζική διαδήλωση –ως συνέχεια της πυκνής δράσης που ξέσπασε για την καταδίκη του Μίχου μόλις έγινε γνωστή η πρόκληση της Εισαγγελέα.
Οι επίμονες δράσεις για την Παλαιστίνη και η διεύρυνση του ρεπερτορίου τους αποτελούν ένα μόνιμο «αγκάθι» στα πλευρά όσων επιχειρούν να ξεχαστεί τελείως η γενοκτονία στη Γάζα, για να συνεχίζεται κανονικοποιημένη, σαν να μην τρέχει τίποτα, η πολυπλόκαμη συνεργασία της Ελλάδας με το Κράτος του Ισραήλ. Η κλιμάκωση της δράσης αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη μπορεί να απονομιμοποιήσει αυτή τη συνεργασία και να επιχειρήσει να την «σαμποτάρει».
Την φετινή Πρωτομαγιά, μέρα που ιστορικά ενοποιεί τους αγώνες της τάξης μας στον δρόμο, όλο αυτό το δυναμικό πρέπει να διαδηλώσει ενωμένο, παρουσιάζοντας όλη τη «βεντάλια» μιας αριστερής-εργατικής απάντησης στις πολλαπλές κρίσεις στις οποίες μας βυθίζει ο καπιταλισμός.
Μια τέτοια απάντηση θα χρειαζόταν να παρουσιαστεί και να «μετρηθεί» και στην κάλπη των ευρωεκλογών. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε εφικτό. Το ζητούμενο είναι να ενισχυθούν εκλογικά οι δυνάμεις που στέκονται στα αριστερά των «υπεύθυνων» αντιπολιτεύσεων ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, και της «κυβερνώσας» Νέας Αριστεράς.
Αλλά το πραγματικά κρίσιμο είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να καταφέρει να συγκροτήσει ένα τέτοιο εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο: με την ύπαρξη ενός μετώπου που θα κατακτήσει -με την κινηματική δράση του, την συντονισμένη παρέμβασή του και την πολιτική του πρόταση- τη δυνατότητα να διεκδικήσει να συγκεντρώσει όλο τον κόσμο των πολλαπλών αντιστάσεων σε πολιτική δύναμη.