Η στάση της ΕΕ και των θεσμικών οργάνων της σχετικά με την κατάσταση στην Καταλονία καταδεικνύει για μία φορά ακόμη το πόσο αποτυχημένα συνδεδεμένη είναι η ίδια της η αρχή της ίδρυσης με την οικονομική κι όχι με την πολιτική διακυβέρνηση της θεσμικής ένωσης της ηπείρου μας.
Αποδεικνύει πάλι την αποτυχία της, εάν όχι να προλάβει, αλλά τουλάχιστον να εξομαλύνει προβλεπτικά, με βάση νομοθετικά μέτρα για τις ουσιώδεις ελευθερίες των λαών (κι όχι μόνων των κρατών, γιατί τα κράτη ενδέχεται να συγκροτούνται από διαφορετικούς και διάφορους λαούς) και δίκαιες πολιτικές, που θα βασίζονται σε μία ισοκατανομή ευκαιριών και δικαιωμάτων.
Μολαταύτα, η ΕΕ εξέφρασε μία θέση που, πέρα από τη σχετικιστική μικροψυχία προς τις προσδοκίες ενός λαού, βασίζεται σε μία καθαρά οικονομική ερμηνεία της κυριαρχίας κι ενός ιδιότυπου ευρωπαϊστικού ορισμού του κατά Καρλ Σμιτ Νόμου της Γης (Nomos der Erde), που ενεργοποιούνται κατά το δοκούν για την έκφραση των πολιτικών αποφάσεων της Ένωσης. Μάλιστα, η ΕΕ όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια μοιάζει να ασπάζεται όλη τη νομικο-πολιτική θέση του (σε κάποιο βαθμό) νομοθεωρητικού του ναζισμού Σμιτ, καθώς και οι πολιτικο-οικονομικές συνθήκες φέρουν κάποια φαινομενική ομοιότητα με τα δεδομένα της περιόδου της Βαϊμάρης, της κατάρρευσής της και του παγκόσμιου οικονομικού Κραχ, που ενέπνευσαν τον στοχαστή τούτο να διατυπώσει την πολιτική και νομική θεωρία του.
Τούτη η σχετικιστική ερμηνεία των γεγονότων με γνώμονα, κυρίως βέβαια το οικονομικό που πλαισιώνει την ιδέα για την κυριαρχία, παράγει παράδοξες, σχεδόν σχιζοφρενικές, αντιδράσεις απέναντι σε σχεδόν ομοειδείς καταστάσεις.
Η ΕΕ αρνείται να αναγνωρίσει την Καταλονία, όταν για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους και τις επεκτατικές οικονομικές προτεραιότητες που ώθησαν τη δεσπόζουσα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα Γερμανία να ωθήσει την τοτινή Ένωση να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και τις πολιτικές διαδικασίες για την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Και κατόπιν της Κροατίας. Για να μη θυμηθούμε τη στήριξη της συναινετικής διαίρεσης της Τσεχοσλοβακίας. Το πόσο αγωνίσθηκε για να γίνουν ανεξάρτητες οι Βαλτικές Δημοκρατίες (που κατά τραγική ειρωνεία συλλήβδην έσπευσαν από τις πρώτες να δηλώσουν πως δεν αναγνωρίζουν την Καταλονία! «Οι δυστυχέστεροι, τοίσι δυστυχεστέροις», όπως θα έλεγε ο Ευρυπίδης). Για να μη μιλήσουμε το πόσο στήριξε κι εξακολουθεί να στηρίζει τους διάφορους «εθνικούς σκοπούς» στα Βαλκάνια και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας (εξόν από την Κριμαία, ή όποιες άλλες περιοχές που διεκδικούν ένωση με τη Ρωσία). Στην περίπτωση της Καταλονίας, το όλο ζήτημα είναι ένα έλασσον (όπως πασχίζει να το υποβιβάσει η ΕΕ) εσωτερικό ζήτημα της Ισπανίας, που θα πρέπει να λυθεί συνταγματικά και νομικά, ώστε να επιβεβαιωθεί κι εξασφαλισθεί η ακεραιότητα της κυριαρχίας της χώρας αυτής. Καθώς μία διάσπαση της Ισπανίας θα έφερνε κλυδωνισμούς, όχι μόνον στην οικονομική σταθερότητα, αλλά και στην νομιμοποιητική (όχι νόμιμη) κυριαρχία της ίδιας της εξουσίας των Βρυξελλών, που θα ξαναέφερνε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη διάκριση μεταξύ Νομιμότητας (Legalität) και Νομιμοποίησης (Legitimität). Έναν διάλογο, που ήδη έχει αρχίσει να ρίχνει τα θεμέλια της αμφισβήτησης, μέσα από τις αδυναμίες της ΕΕ να επιβληθεί π.χ. στις χώρες του Βίζεγκραντ για το προσφυγικό, ή σε μεμονωμένες περιπτώσεις κρατών που ανοικτά αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβενία, Αυστρία κ.λπ.), ή στις περιπτώσεις που επικρατούν, ή γιγαντώνονται, νεοφασιστικά κόμματα.
Γιατί, πάλι κατά το δοκούν, η ΕΕ καλύπτεται πίσω από το ανεπαρκές θέσφατο του καταστατικού της και στο πώς υπερασπίζεται την ανεξαρτησία του συνταγματικού αυτεξούσιου των κρατών-μελών της. Σήμερα στην Καταλονία ενδιαφέρεται να συνεχισθεί η πολιτική οργάνωση και το συνταγματικό status quo στην Ισπανία, ενώ δηλώνει αμέτοχη στα πολιτικά και νομικά πράγματα της χώρας, την ώρα που έχει καταγράψει στο παρελθόν μία κατάφορη αγνόηση και παράκαμψη Συνταγμάτων και Κοινοβουλιών και αναλάμβανε η ίδια τον ρόλο του (για να θυμηθούμε πάλι τον Καρλ Σμιτ) Κυρίαρχου για να επιβάλει το κράτος εξαίρεσης. Ας θυμηθούμε το συνταγματικό πραξικόπημα, που επέβαλε με οικονομικές κι άλλου είδους απειλές, στην Ιταλία για να αντικατασταθεί εν μία νυκτί ο Μπερλουσκόνι —με συνοπτικές διαδικασίες— και να διορισθεί η κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι με διάταγμα. Όπως, η πλήρης συνταγματική και κοινοβουλευτική κατοχή της Ελλάδος για να ψηφίζονται κι επιβάλλονται οι μνημονιακοί νόμοι, για να ασκείται η διακυβέρνηση και η εξωτερική πολιτική. Σήμερα, η ΕΕ αναγορεύει την Ισπανία στον (α λα Σμιτ) «παντοδύναμο νομοθέτη» και απονομιμοποιεί —δίκην απώτερου παντοδύναμου νομοθέτη— την Καταλονία από τη διεκδίκηση της δικής της κυριαρχίας με νόμιμα μέσα.
Η ΕΕ φυσικά καταδικάζει τις καταστάσεις εξαίρεσης σε όποια μέλη της (π.χ. Ουγγαρία), ή εκτός (Ρωσία, ή Τουρκία) την εφαρμόζουν για την υπεράσπιση των εθνικών τους συμφερόντων. Στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου κραυγαλέα διατρανώνεται η επιβολή κράτους εξαίρεσης, η ΕΕ συγκατανεύει στην σμιτιανή ιδέα πως «κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την εξαίρεση» και φυσικά δύναται κι έχει την υλική και νομική ικανότητα να την εφαρμόζει.
Πέρα από την προφανή νομική και πολιτική αντιπαράθεση της ερμηνείας της Νομιμότητας και της Νομιμοποίησης, σε φιλοσοφικο-ερμηνευτικό πεδίο στην Ισπανία και την Καταλονία σήμερα συγκρούονται δύο διατυπώσεις της έννοιας του Νόμου: η λατινική ετυμηγορία απέναντι στην αρχαιοελληνική. Η ρίζα του λατινικού Lex ανάγεται στην έννοια του δεσμού, καθώς παράγεται από το ρήμα legere=δένω, συνδέω. Το ισπανικό κράτος, που εικόνα και ομοίωσή του είναι ο θεσμός της βασιλείας, του εκπεπτωκότος πρώην «παντοδύναμου νομοθέτη», που πλέον στο πλαίσιο της διαίρεσης της πολιτικής έχει εκχωρήσει τη νομοθετική του εξουσία στο κράτος, τούτη η Ισπανία ως εκφραστής του ενιαίου κράτους εκφράζει τη διατήρηση του παλαιότερα ισχύοντος (και κατά τον Σμιτ θεμελίου και επικρατέστερου της όποιας νομικής απονομής) «Νόμου της Γης».
Απεναντίας, η καταλανική διαδικασία (procés) για την ανεξαρτησία προσεγγίζουν περισσότερο την αρχαιοελληνική αντίληψη της έννοιας του νόμου —που ως θεμέλιο της δημοκρατικής άσκησης ενσαρκώνεται και στις σύγχρονες διανεμητικές θεωρίες περί δικαίου— της «νομής», απονομής και διανομής, ίσων ευκαιριών, δικαιωμάτων, ελευθεριών. Οι Καταλανοί επικαλούνται τη δικαιική κι όχι απλώς νομοθετική ισχύ της απονομής ευκαιριών και δικαιωμάτων για την αυτοδιάθεσή τους και το δικαίωμα της επιλογής και της απόφασης.
Μολαταύτα, στο σημερινό επίπεδο της οικονομικής διακυβέρνησης, ο πρωτεύον «νομοθέτης», που καίτοι δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη διακριτή μεν δικαστική εξουσία, αλλά διαθέτει την πραγματική εξουσία να επιβάλλεται στις αποφάσεις παντός τύπου (οικονομικού, δικαστικού, νομοθετικού, πολιτικού, κοινωνικού), είναι εκείνος που αντιλαμβάνεται την εξουσία του orbi et urbi, στο πεδίο του εξάρχοντος «Νόμου της Γης». Σε μικροσκοπικό επίπεδο, τούτος ο πρωτεύον νομοθέτης είναι η Ισπανία, και σε μακροσκοπικό—οιωνεί επί της Γης Θεός, επιβεβαιώνοντας πάλι την περί «Πολιτικής Θεολογίας» του Σμιτ αντίληψη—είναι η επαμφοτερίζουσα στη στάση και τις αποφάσεις της ΕΕ.