Η ύπαρξη μειωμένων ορίων συνταξιοδότησης για τις γυναίκες με ανήλικα τέκνα δεν είναι «προνόμιο», αλλά αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα των εργαζόμενων γυναικών.
Μέσα στη δίνη της πολύμηνης διαπραγμάτευσης, με το πιστόλι των δανειστών στον κρόταφο της ελληνικής κυβέρνησης, οι θεσμοί ζητούν και περικοπή πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, δηλαδή των συνταξιοδοτήσεων που δεν εμπίπτουν στο όριο των 40 ετών εργασίας ή του 67ου έτους ηλικίας για πλήρη σύνταξη που ισχύει από 1/1/2013.
Κατ’ αρχάς δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες ότι οι δανειστές ή οι θεσμοί, σε ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό, θα σταματήσουν στην κατάργηση των λεγόμενων «πρόωρων συνταξιοδοτήσεων». Επιδιώκουν το άνοιγμα του Ασφαλιστικού συνολικά, με απαιτήσεις γνωστές από το mail Χαρδούβελη και όχι μόνο. Το σχέδιο περιέχει περαιτέρω περικοπές, κρατική εγγυημένη σύνταξη 360 ευρώ και κάλυψη του κενού ασφάλισης από ιδιωτικές ασφαλιστικές, δηλαδή εξάλειψη της κοινωνικής ασφάλισης ως δικαίωμα των εργαζομένων.
Δεύτερον, αν οι αυξήσεις στα όρια συνταξιοδότησης ή οι μειώσεις συντάξεων μπορούσαν να σώσουν την κοινωνική ασφάλιση από κατάρρευση αυτό θα είχε ήδη γίνει. Οι μνημονιακοί νόμοι, συνεχίζοντας, πιο βίαια βέβαια, την αντιασφαλιστική παρεμβατική πολιτική των δύο προηγούμενων δεκαετιών, αύξησαν όρια ηλικίας και χρόνια υπηρεσίας, συντάξεις και κοινωνικές παροχές μειώθηκαν, και τα προβλήματα όχι μόνο δεν λύθηκαν αλλά επιδεινώθηκαν.
Και αυτό γιατί, τρίτον, το πρόβλημα του Ασφαλιστικού δεν είναι πρόβλημα παροχών αλλά εισροής εσόδων και αποτροπής «νόμιμων ληστειών».
Τα τελευταία μόνο 5 χρόνια, οι μειώσεις προσωπικού, η επεκτεινόμενη ελαστική εργασία, η αυξημένη ανεργία, η συνεχόμενη μειωμένη κρατική επιχορήγηση, η εισφοροδιαφυγή και οι παρεμβάσεις τύπου PSI προκάλεσαν απώλεια εισφορών δισεκατομμυρίων, που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση των ορίων ηλικίας. Μια αύξηση των ορίων, αν δεν προκαλέσει μαζικό κύμα παραιτήσεων και άρα απότομη πτώση των εισφορών, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να δώσει μια ανάσα μόνο λίγων μηνών αλλά όχι λύση στο πραγματικό πρόβλημα.
Τέταρτον, η αύξηση των ορίων ηλικίας αποτελεί μετάθεση του προβλήματος και της ευθύνης στους εργαζόμενους, δημιουργώντας τους πλαστές ενοχές και οδηγώντας τις γενεές σε σύγκρουση και ανταγωνισμό αντί σε αλληλεγγύη: «Φταίει ο παλιός που έχει μειωμένα όρια, φταίει ο δημόσιος υπάλληλος που έχει ευνοϊκότερη ρύθμιση, φταίνε οι γυναίκες που βγαίνουν νωρίτερα, αυτοί που έχουν χαμηλότερη αξιολόγηση να πάρουν λιγότερα...» και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Τέλος, η συζήτηση για τις όποιες πρόωρες συνταξιοδοτήσεις έχουν απομείνει δεν πρέπει να γίνεται επιφανειακά και με τους όρους των «από πάνω». Για παράδειγμα, η ύπαρξη μειωμένων ορίων συνταξιοδότησης για τις γυναίκες με ανήλικα τέκνα δεν είναι «προνόμιο», αλλά αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα των εργαζόμενων γυναικών στη βάση της παραδοχής από πλευράς του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας συνολικότερα ότι οι γυναίκες επιβαρύνονται με πολλαπλούς ρόλους στην κοινωνία και την οικογένεια και ως αντιστάθμισμα τους παρέχεται η δυνατότητα μειωμένων ορίων συνταξιοδότησης. Το αν χρειάζεται αυτό το συνταξιοδοτικό δικαίωμα να αλλάξει ή όχι είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων να το αποφασίσουν και όχι της τρόικας ή των θεσμών.
Ισοπέδωση;
Από την άλλη, πράγματι, οι βίαιες ανακατατάξεις που συντελέστηκαν τα τελευταία έτη στην απασχόληση και στην ασφάλιση, οι χωρίς σχεδιασμό ενοποιήσεις Ταμείων, το κλείσιμο οργανισμών και οι μετακινήσεις υπαλλήλων, οι απολύσεις και η επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης είναι φυσικό να έχουν προκαλέσει περιπτώσεις ανισοτήτων μεταξύ κατηγοριών εργαζομένων. Η αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων όμως δεν μπορεί να είναι η ισοπέδωση των δικαιωμάτων προς τα κάτω, αλλά η από κοινού εύρεση της όσο το δυνατόν δικαιότερης λύσης.
Η κοινωνική ασφάλιση είναι το δικαίωμα της εργατικής τάξης να έχει ασφαλή ζωή και αξιοπρεπή γηρατειά και κατακτήθηκε από γενιές ολόκληρες με αγώνες και θυσίες. Ως τέτοιο οφείλουμε να το προστατέψουμε, να διορθώσουμε τις όποιες ανισότητες, αλλά κυρίως να αγωνιστούμε να ανακτήσει και να διευρύνει τα κοινωνικά και αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά του.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν πρέπει να υποχωρήσει στους εκβιασμούς και να δεχτεί κατάργηση των πρόωρων συντάξεων κατ’ εντολή των θεσμών, αλλά αντίθετα να συνεχίσει να υποστηρίζει την κατάργηση της ρήτρας των 40 ετών ασφάλισης ή της ηλικίας 67 ετών ως προϋποθέσεων πλήρους σύνταξης.
Ενίσχυση
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιτάξει θέσεις και μέτρα παρέμβασης με στόχο όχι μόνο την οικονομική διάσωση, αλλά την ανάκτηση ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που θα είναι δημόσιο, καθολικό και αναδιανεμητικό. Ένα σύστημα αλληλέγγυο μεταξύ των γενεών και που θα σέβεται και θα προστατεύει τα δικαιώματα ειδικών κοινωνικών ομάδων (ανέργους, ΑΜΕΑ, μητέρες, υπερήλικες κ.λπ.).
Στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική ασφάλιση, σωστά επισημαίνεται ότι η οικονομική διάσωση του θεσμού της ελληνικής κοινωνικής ασφάλισης οφείλει να μην αποτελεί αυτοσκοπό αλλά να βρίσκεται στην υπηρεσία του κοινωνικού ρόλου της, διαφορετικά η αναζήτηση μιας αποκλειστικά λογιστικής ισορροπίας εσόδων/παροχών θα έχει τα γνωστά αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών: γενική ατροφία και απαξίωση του συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, για την αντιμετώπιση της δυσχερούς οικονομικής θέσης των εναπομεινάντων ταμείων και την αποτροπή κατάρρευσής τους, απαιτείται άμεσα ουσιαστική ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό και σταδιακή επιστροφή των αποθεματικών, τουλάχιστον όσων κουρεύτηκαν με το PSI.
Ρήξη
Προφανώς με τη διαπραγματευτική πολιτική και την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων που ακολούθησε μέχρι τις αρχές Ιούνη η κυβέρνηση, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να γίνει. Χρειάζεται άμεσα να εφαρμοστούν πολιτικές ρήξης, κόντρα στη λογική των μνημονίων, όπως η επανακρατικοποίηση του ΟΠΑΠ και άλλων δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων που έχουν ξεπουληθεί στους ιδιώτες. Μέτρα όπως η κρατικοποίηση των τραπεζών που μπορεί να έχουν διπλό όφελος. Και την άμεση χρηματοδότηση των Ταμείων αλλά και, ενισχύοντας την προσπάθεια να γίνουν δημόσια έργα, τη μείωση της ανεργίας.
Άλλωστε χρειάζεται ταυτόχρονα να ληφθούν και άλλα μέτρα που μπορούν να τονώσουν τα έσοδα, όπως η άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η εξάλειψη των ελαστικών μορφών εργασίας, η διεκδίκηση πλήρους απασχόλησης και το χτύπημα της ανασφάλιστης εργασίας με την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Και επιπλέον, η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής πρέπει να έχει πρώτιστα κατεύθυνση στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους μεγαλοοφειλέτες και να μην εξαντλείται όλη η αυστηρότητα στις μικροεπιχειρήσεις και στα μικρομάγαζα που στενάζουν από την ύφεση.
Με λίγα λόγια, αν η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σώσει τα Ταμεία, αν θέλει να γίνει πραγματικότητα ένα δημόσιο, καθολικό και αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, χρειάζεται άμεσα να προχωρήσει σε ενέργειες που οι «θεσμοί» αποκαλούν μονομερείς, ενάντια στο μεγαλύτερο εχθρό των Ταμείων που είναι η νεοφιλελεύθερη λιτότητα και η εξυπηρέτηση του χρέους.
*εργαζόμενη στο ΙΚΑ