Έχει τεράστια σημασία για τις δυνάμεις της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος να αντιστρατευτούμε το γενικευμένο εγχείρημα καπηλείας και διαστρέβλωσης του μηνύματος της κάλπης και να προβάλουμε θετικά το πραγματικό του νόημα. Η μόνη σήμερα εφικτή θέση μοιάζει να είναι η υπεράσπιση του μηνύματος του ηχηρού «Όχι» της Κυριακής ως «Όχι» σε οποιαδήποτε προγραμματική σύμβαση οποιουδήποτε κόστους και η κριτική στήριξη του κυβερνητικού κέντρου, όσο παραμένει σε μια τέτοια γραμμή, αλλά και η έγκλησή του οποιαδήποτε στιγμή και όσο εμφανίσει την τάση να παρεκκλίνει από αυτήν. Οι μάχες άλλωστε για την υλοποίηση της απόφασης του ελληνικού λαού δεν θα λείψουν.

Μια διστακτική ψυχή παίρνει τα όπλα εναντίον μιας θάλασσας μπελάδων, κατασπαραγμένη από αντιμαχόμενες αμφιβολίες, όπως βλέπει κανείς στην πραγματική ζωή.

Τζέιμς Τζόυς [1]

Το αποτέλεσμα της Κυριακής υπήρξε αναμφίβολα πολιτικός σεισμός και κόλαφος για το εγχώριο και υπερεθνικό κατεστημένο. Παρότι μπροστά μας ανοίγεται αμέσως μια περίοδος μέγιστης αβεβαιότητας, μερικά δεδομένα του προβλήματος άλλαξαν άρδην από το αποτέλεσμα αυτό και μετά. Έτσι μερικά πρώτα συμπεράσματα:

  • Το μήνυμα του δημοψηφίσματος, οτιδήποτε κι αν λέγεται, δεν μπορεί παρά να είναι ένα και μόνο ένα: ότι ο λαός είπε «Όχι» σε οποιαδήποτε συμφωνία και με οποιουσδήποτε όρους με τους δανειστές. Ο λαός επέλεξε την αβεβαιότητα της αυτοδιάθεσης από τον αργό σίγουρο θάνατο της υποταγής. Για να είμαστε ειλικρινείς: δεν είπε έξω από το ευρώ ούτε είπε μέσα στο ευρώ ό,τι κι αν απαιτηθεί (αρνούμενος έτσι το δίλημμα της αντιπολίτευσης). Δεν είπε όχι στη συμφωνία των δανειστών και ναι σε μια λίγο καλύτερη. Δεν ψήφισε ντε και καλά ρήξη αλλά ούτε και συμφωνία εντός του ευρώ, όπως έσπευσαν να μεθερμηνεύσουν διάφοροι καλοθελητές με πρώτο τον πρώτο τη τάξει πολίτη της χώρας Π. Παυλόπουλο (πώς τους ήρθε άραγε τούτο;). Είπε απλώς ότι, άμα η τρόικα δεν υποχωρήσει, «ας πάει και το παλιάμπελο», ας τους πούμε κι εμείς «Όχι» ανεξαρτήτως κόστους. Είπε ότι ανάμεσα στο κόστος μιας ενδεχόμενης ρήξης και στο κόστος μιας υποταγής στους όρους των πολιτικών που εφαρμόζονται πεντέμισι χρόνια επιλέγει να αναλάβει το πρώτο.

  • Το εύρος της διαφοράς υποδηλώνει τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που συντελέστηκαν στα καθοριστικά αυτά χρόνια της κρίσης. Μιλάμε πλέον για έναν άλλο πολιτικό χάρτη της Ελλάδας, όπου πολλές από τις παραδοσιακές διαφοροποιήσεις έδωσαν τη θέση τους σε άλλες νέες αντιθέσεις. Και πρώτα από όλα το κοινωνικό ζήτημα: τα μεγαλύτερα ποσοστά του «Ναι» σημειώθηκαν στην Εκάλη, στον Διόνυσο, στο Ψυχικό, στου Παπάγου και στην Κηφισιά, υποδηλώνοντας το σαφές ταξικό πρόσημο της μάχης του δημοψηφίσματος. Αντιθέτως στους λαϊκούς δήμους της Β΄ Αθηνών και της Β΄ Πειραιά τα ποσοστά του «Όχι» ξεπερνούσαν το 70%. Επίσης, η επαρχία ψήφισε αναφανδόν υπέρ του «Όχι», χωρίς πρακτικά καμία διαφοροποίηση, ενώ στην Αθήνα σε περιοχές μικροαστικής σύνθεσης φάνηκε πως η τρομολαγνική προπαγάνδα των ΜΜΕ αλλά και ενδεχομένως η πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την ύπαιθρο εξάρτηση των μεσοστρωμάτων από τον χρηματοπιστωτικό μηχανισμό τα έκανε πιο επιρρεπή να υποκύψουν στο κράτος του φόβου και του πανικού [2]. Η ταξική πάντως πόλωση του διακυβεύματος ξεπέρασε κάθε προηγούμενη «παραδοσιακή» διαίρεση του εκλογικού σώματος.

  • Το παλαιοκομματικό πολιτικό προσωπικό του κατεστημένου «έπαιξε τα ρέστα του» κι έχασε. Έγινε δηλαδή ολοφάνερο πως με αυτούς κι αυτούς στην ηγεσία η παράταξη των Ναι-Ναι-κων κινδυνεύει να γίνει σαν τους κεμαλικούς στη γειτονική Τουρκία: και όλη μαζί να συσπειρωθεί, πάλι δεν θα καταφέρει να κερδίσει τα κόμματα που σφυρηλατήθηκαν στην πάλη ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές. Το «ξήλωμα του πουλόβερ» άρχισε ήδη από χθες το βράδυ. Αλλά αν δεν γίνει ριζική εκκαθάριση του στελεχιακού δυναμικού και της πολιτικής φυσιογνωμίας (προς τούτο υπάρχουν πλείστες όσες αντιστάσεις), τα συστημικά πολιτικά κόμματα θα κάνουν δεκαετίες να ανακάμψουν – και δεν θα μπορούν καν να αντιληφθούν γιατί δεν κερδίζουν. Από τη συγκυρία αυτή δεν απαξιώθηκαν μόνο οι πολιτικοί αρχηγοί των μεγάλων μέχρι πρότινος αιώνιων αντιπάλων. Απαξιώθηκε ο τρόπος σκέψης και δράσης, η μεθοδολογία, ο τρόπος που απευθύνονται στο λαό, η επικοινωνία μαζί του και η υλοποίηση της πολιτικής των αστικών κομμάτων εξουσίας της εποχής προ κρίσης και των στελεχών τους. Αυτό σημαίνει βέβαια ότι και για τα «μεγάλα αφεντικά τους», το ευρωπαϊκό κατεστημένο, καθίστανται εν πολλοίς άχρηστοι, βαρίδια για τις περαιτέρω πολιτικές επιδιώξεις των τελευταίων. Κι αυτό θα φανεί με συγκεκριμένες επιπτώσεις στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

  • Το πολιτικό σχέδιο του «βαθέος κράτους» για την περίπτωση της κατίσχυσης του «Όχι» ήδη παρουσιάστηκε από το βράδυ των αποτελεσμάτων: έκκληση για ενότητα που ερμηνεύεται ως συμπερίληψη των θέσεων του 38% στις πολιτικές κινήσεις της κυβέρνησης, [3] εκ των υστέρων διαστρέβλωση του μηνύματος του δημοψηφίσματος [4] και ποδηγέτηση του ΣΥΡΙΖΑ προς μια συμφωνία «ροζ μνημονίου» με παράλληλη διατήρηση του κλίματος κατατρομοκράτησης του λαού. Θα ακολουθήσει άραγε η κυβέρνηση ένα τέτοιο εγχείρημα ανακατάληψης του έλεγχου από το καθεστώς; Από την αποκάλυψη πάντως των δημοσκοπικών ευρημάτων για τις προηγούμενες του δημοψηφίσματος ημέρες μπορεί κανείς ασφαλώς να συναγάγει την πορεία της λαϊκής διάθεσης: το προηγούμενο Σαββατοκύριακο το «Όχι» εκτινάχθηκε στα ύψη, έπεσε Τρίτη-Τετάρτη με τα μέτρα περιορισμού των τραπεζικών συναλλαγών, την εντελώς ακατανόητη πρακτική της προσπάθειας συνδιαλλαγής «στο και πέντε» με τους δανειστές, τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ περί ενδεχομένου αναβολής του δημοψηφίσματος και συμφωνίας πριν από την Κυριακή. Με το που φάνηκε πως όλα αυτά δεν είναι υπαρκτά ενδεχόμενα, αλλά ιδιαίτερα μετά το διάγγελμα Τσίπρα το οποίο έθεσε τέρμα σε τούτες τις παραφιλολογίες, το «Όχι» πέρασε ξανά μπροστά οδηγώντας στην περιφανή νίκη της Κυριακής. Δεδομένου αυτού θα είναι μάλλον πολιτική αφέλεια ή αυτοκαταστροφή να ενστερνιστεί ο ηγετικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ οποιαδήποτε αμφιταλαντευόμενη στάση και να μην αντιληφθεί πως ο λαός ζητά από αυτόν την απαιτούμενη των περιστάσεων αποφασιστικότητα και σταθερότητα. Το να πολιτεύεται η κυβέρνηση επιχειρώντας να εμφανίζεται σε θέση αμυνόμενου, για να αφαιρέσει τα οποιαδήποτε αντεπιχειρήματα περί αδιαλλαξίας από το ευρωπαϊκό κατεστημένο, δεν μπορεί να θεωρηθεί από κανέναν σφάλμα. Η διατήρηση όμως ακόμα της πεποίθησης πως οι τρόικα/θεσμοί θα υποκλιθούν στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού προσφέροντας αμέσως ένα καλύτερο πρόγραμμα θα είναι ασυγχώρητη αφέλεια ιδιαίτερα από εδώ και μπρος.

  • Το πολιτικό κέντρο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και των ΑΝΕΛ στο χώρο που τους αντιστοιχεί) γίνεται πλέον πανίσχυρο στο εσωτερικό της χώρας. Αν για παράδειγμα τελικώς γίνει εφικτή μια συμφωνία με κάποιο ηπιότερο μνημόνιο και η χώρα παραμείνει στην ευρωζώνη, οι κυβερνητικοί εταίροι θα διαλύσουν ολοκληρωτικά τη συστημική τους αντιπολίτευση που προφήτευσε καταστροφές, λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς, ενώ όσοι ασκούν εξ αριστερών κριτική προς την κυβέρνηση θα βρεθούν εκόντες άκοντες μπροστά σε μια συμφωνία που θα επιχειρηθεί αρχικά τουλάχιστον να προβληθεί σαν νίκη του λαού. Αν αντιθέτως οι εταίροι αποφασίσουν τη σκλήρυνση της στάσης τους προς παραδειγματισμό των λοιπών λαών της Ευρώπης και οδηγηθεί η χώρα στην κατεύθυνση της ρήξης και της εξόδου, η κυβέρνηση θα έχει αποδείξει στην αριστερά ότι εκείνη κάνει τις ρήξεις (ενώ η λοιπή αριστερά συνήθως μόνο μιλαάει για αυτές) ενώ προς τα δεξιά της θα έχει ήδη κατοχυρώσει το ηθικό πλεονέκτημα ότι προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά δεν προσυπέγραφε όπως της ζητούσαν τον ολοκληρωτικό αφανισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι δε «Λακεδαιμόνιοι» του ΚΚΕ, που αποφάσισαν ακόμα μια φορά να απέχουν από τα δρώμενα, αν νομίζουν ότι έτσι θα τη βγάλουν καθαρή πλανώνται πλάνην οικτράν: δεν θα βρουν κανένα βλέμμα συμπαθείας στο λαό. Στην πολιτική μόνο ως δρων υποκείμενο έχει νόημα η ύπαρξή σου και μόνο ως τέτοιο αναγνωρίζεσαι από το λαό. Η έλλειψη αντιπολίτευσης όμως μπορεί συγκυριακά να βολεύει [5] αλλά μεσοπρόθεσμα (και στην περίπτωσή μας ο χρόνος κυλάει πολύ γρηγορότερα από ό,τι παλιά) δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Έτσι π.χ. το έλλειμμα αντιπολίτευσης και άρα αποτρεπτικής κριτικής κάνει μια οποιαδήποτε κυβέρνηση να εκδηλώνει τις αδυναμίες της και να διαπράττει σφάλματα στα οποία ειδάλλως δεν θα υπέπιπτε. Επίσης, επειδή οι αντιθέσεις στην κοινωνία συνεχίζουν να αναπαράγονται ελλείψει αντιπολίτευσης, τείνουν να εσωτερικεύονται στο παντοδύναμο κυβερνών κόμμα – αι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτούς τους μήνες.

  • Με αυτή την έννοια, έχει τεράστια σημασία για τις δυνάμεις της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος να αντιστρατευτούμε το γενικευμένο εγχείρημα καπηλείας και διαστρέβλωσης του μηνύματος της κάλπης και να προβάλουμε θετικά το πραγματικό του νόημα. Η μόνη σήμερα εφικτή θέση μοιάζει να είναι η υπεράσπιση του μηνύματος του ηχηρού «Όχι» της Κυριακής ως «Όχι» σε οποιαδήποτε προγραμματική σύμβαση οποιουδήποτε κόστους και η κριτική στήριξη του κυβερνητικού κέντρου, όσο παραμένει σε μια τέτοια γραμμή, αλλά και η έγκλησή του οποιαδήποτε στιγμή και όσο εμφανίσει την τάση να παρεκκλίνει από αυτήν. Οι μάχες άλλωστε για την υλοποίηση της απόφασης του ελληνικού λαού δεν θα λείψουν.

Οι αμέσως επόμενες ημέρες θα είναι κρίσιμες. Αν για την Ελλάδα τα διακυβεύματα ήταν η συνέχιση «πάση θυσία» ή όχι των μνημονιακών πολιτικών μόνο και μόνο για χάρη της παραμονής στην ευρωζώνη, για το πανευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό τα στοιχήματα ήταν διαφορετικά. Η εμμονή μερίδας της πολιτικής ελίτ της Ε.Ε. στη σκληρή γραμμή δεν αναπαριστά ατομικές ιδιομορφίες ή φυλετικές εμμονές. Αποτελεί αποτύπωση μιας πραγματικής πολιτικής στρατηγικής που υποστηρίζει ότι σε έναν κόσμο τόσο αβέβαιο και ασταθή όπως ο σημερινός η ευρωζώνη, και εν πολλοίς όλη η Ε.Ε., ή θα γίνει αυστηρά κεντρικά ελεγχόμενη με ανύπαρκτα πλέον περιθώρια διαφοροποιήσεων ανά χώρα ή θα χάσει τη χρησιμότητά της. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πρώτοι που δυσφορούν με την ενίσχυση της πολιτικής αυτής είναι μερίδες της γαλλικής και ιταλικής ολιγαρχίας που βλέπουν μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό το ρόλο τους να περιορίζεται σε αυτό των θεραπαινίδων της Φρανκφούρτης. Το δε βρετανικό κεφάλαιο, βλέποντάς τα όλα αυτά εκ του μακροθεν, βεβαιώνεται ακόμα περισσότερο πως το μέλλον του είναι μακριά από αυτή την ασφυκτικά ελεγχόμενη σφαίρα επιρροής των Γερμανών. Αν προσωρινά θα αναζητηθεί ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις, ένα σημείο που θα επιτρέπει και στην Ελλάδα την ανεύρεση θέσης μέσα σε όλο αυτό, ή αν θα γίνει η Ελλάδα το παραδειγματικό φόβητρο οποιουδήποτε άλλα λαού με το σκεπτικό «καλύτερα λιγότεροι αλλά καλύτεροι», είναι ερώτημα το οποίο μέλλει να απαντηθεί αμέσως. Είτε έτσι είτε αλλιώς όμως τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες και οι εκβιασμοί θα ενταθούν και τα μέτρα πιστωτικής ασφυξίας και οι πιέσεις στο λαό, για να καμφθεί εκ των υστέρων το φρόνημά του.

Σε αυτό το σκηνικό οι δυνάμεις της Αριστεράς και των κινημάτων πρέπει να πρωτοστατήσουν στην πάλη ενάντια στα αρπακτικά των Βρυξελλών, να προβάλουν και να ενισχύσουν το μήνυμα της κάλπης της Κυριακής αποτρέποντας οποιοδήποτε εγχείρημα διαστρέβλωσής του και εκ των υστέρων αναδιατύπωσής του, να ξεφοβίσουν το λαό και να τον προετοιμάσουν για τις μέλλουσες μάχες. Και από την Κυριακή το βράδυ ο αγώνας αυτός δίνεται από σαφώς πιο ενισχυμένες θέσεις. Ο λαός που μίλησε και που παρά τις απειλές και την τρομοκρατία αποφάσισε να στείλει μήνυμα αντίστασης άλλαξε αυτές τις λίγες μέρες από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και μετά. Γιατί τα ιστορικά γεγονότα διαμορφώνονται αλλά και διαμορφώνουν τους λαούς, τις αντιλήψεις τους, τις δυνατότητές τους. Ο λαός που συζήτησε όλες αυτές τις μέρες στη δουλειά, στις πλατείες και στα καφενεία προχώρησε στην αντίληψή του για τα πράγματα, διαμόρφωσε κριτήρια και απόψεις. Ένα σημαντικό μέρος του λαού του «Όχι» μετακινήθηκε πολιτικά αποδεχόμενο πλέον ως υπαρκτό το ενδεχόμενο ρήξης και με νηφαλιότητα αποκρίθηκε πως είναι καλοδεχούμενο, αν το αντίθετό του είναι η παγίωση της νεοφιλελεύθερης ερήμωσης της κοινωνίας. Ένα σημαντικό μέρος του λαού καταδίκασε το ραγιαδισμό και αναγνωρίζοντας τις θυσίες που μπορεί να επιφέρει επέλεξε τον συγκρουσιακό δρόμο της αυτοδιάθεσης. Και με αυτή την έννοια, ξεπέρασε και ηγεσίες και σχεδιασμούς κέντρων εξουσίας. Και για τούτο κι αυτά τα εγχειρήματα εκ των υστέρων παραχάραξής του μηνύματός του στο δημοψήφισμα μπορούν να πέσουν στο κενό συμπαρασύροντας και τα πιο αμφιταλαντευόμενα τμήματα του κυβερνητικού στρατοπέδου. Αρκεί να εμπιστευτεί κανείς το λαό και το κριτήριό του και να αντιληφθεί την ιστορικότητα της μάχης που δίνεται αυτές τις μέρες στον τόπο μας. Μάχη που θα είναι δύσκολη, αλλά ήδη έχει φανεί πως μπορεί να είναι νικηφόρα για το λαό μας και να φέρει πιο κοντά τη μέρα που θα ξημερώσει επιτέλους στην κοινωνία μας μια άλλη μέρα.

*. Τ. Τζόυς, Οδυσσέας, μετάφραση: Ελ. Ανευλαβής, Κάκτος, Αθήνα 2014, σ. 237.

___________________

1. Τ. Τζόυς, ό,π. σ. 297.

2. Αυτό με τη σειρά του υποδεικνύει και την ανάγκη συστηματικότερης δουλειάς των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε περιφέρειες όπως η Β΄ Αθηνών, για να αναταχθούν τυχόν αδυναμίες του νεοαναδυόμενου πολιτικού μπλοκ της σύγκρουσης με τις καθεστηκυίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

3. Άραγε αν έβγαινε το «Ναι» την Κυριακή θα ήταν τόσο ενωτικοί όλοι ετούτοι; Ή μήπως θα ζητούσαν εδώ και τώρα την κεφαλή όλων των εκφραστών του «Όχι» επί πίνακι;

4. Ως δήθεν «ναι στην Ευρωζώνη»: η λογική του παραλόγου σε όλο της το μεγαλείο. Οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από λίγες ώρες επιχειρηματολογούσαν γιατί η ψήφος στο «Όχι» θα σημαίνει όχι στην ευρωζώνη μετά το αποτέλεσμα επιχειρηματολογούσαν ανερυθρίαστα γιατί σήμαινε τελικά ναι στην ευρωζώνη!

5. Όχι μόνο τον Τσίπρα: ας είμαστε ειλικρινείς, οποιοσδήποτε προτιμά να μην έχει αντιπάλους και να μην του ασκείται κριτική…

Ετικέτες