Πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Κ. Καραμανλής (ο πρεσβύτερος) έβαλε την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ, την Αθήνα επισκέφθηκε ο Ζισκάρ ντ’Εστέν. Ασφαλώς υπήρχαν μέτρα ασφαλείας για τον «υψηλό προσκεκλημένο». Όμως δεν είχαν καμιά σχέση με την εικόνα στρατοκρατούμενης πόλης που απέκτησε η Αθήνα κατά την επίσκεψη της Μέρκελ.
Αντίθετα, η ΝΔ μπορούσε τότε να κινητοποιεί χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπων που, με το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία-συμμαχία», εξέφραζαν τις αυταπάτες για ένα καλύτερο μέλλον μέσα από την είσοδο στην ΕΟΚ, που υποσχόταν μια διαρκή (καπιταλιστική) ανάπτυξη και κατά συνέπεια βελτίωση του «μεριδίου της πίτας» του καθενός.
Τίποτα απ’ αυτές τις υποσχέσεις και τις μαζικές αυταπάτες δεν έχει μείνει όρθιο. Τα πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας για την επίσκεψη της Μέρκελ αποδεικνύουν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν σήμερα ανάγκη δικτατορικής προστασίας απέναντι στον «εχθρό-λαό». Αυτό ισχύει ήδη στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο. Την ίδια ανάγκη θα είχε η Μέρκελ στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία και –σύντομα– στη Γαλλία. Ένα τεράστιο τμήμα της Ευρώπης ορθώνεται ήδη ενάντια στην ΕΕ και σε αυτό οφείλουμε να συνυπολογίζουμε τις μεγάλες εργατικές-λαϊκές «αντιπολιτεύσεις» στο εσωτερικό της Γερμανίας, της Βρετανίας, ολόκληρου του ευρωπαϊκού «Βορρά».
Στα 5 χρόνια της κρίσης η Μέρκελ δεν διανοήθηκε να επισκεφθεί την Ελλάδα. Έστελνε τη «γραμμή» με τους υπαλλήλους της τρόικας. Υποχρεώθηκε να βγει από το κρυστάλλινο κάστρο της και να δοκιμάσει –έστω για λίγες ώρες– τους δρόμους της Αθήνας, γιατί η κρίση του καθεστώτος εδώ, αλλά και του συστήματος παγκόσμια, έχει πάρει χαοτικές διαστάσεις.
Η Μέρκελ ήρθε προφανώς στην Αθήνα για να δώσει στήριξη στην ετοιμόρροπη κυβέρνηση Σαμαρά. Μια κυβέρνηση που δεν τολμά να ανακοινώσει στο λαό τα έκτακτα μέτρα λιτότητας που έχει συμφωνήσει ήδη με την τρόικα.
Όμως η Μέρκελ ήρθε στην Αθήνα και για να αποκαταστήσει την πειθαρχία και τη συνοχή του συστήματος. Το ΔΝΤ –απηχώντας τις απόψεις των ΗΠΑ– δηλώνει δημόσια ότι αρνείται πλέον να χρηματοδοτεί το ελληνικό χρέος με αντάλλαγμα μόνο νέα πακέτα λιτότητας. Απαιτεί από τις ευρωηγεσίες μια μονιμότερη και πιο μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και της κρίσης γενικότερα. Αντίθετα η Κομισιόν και ειδικότερα η γερμανική ηγεσία της επιμένουν στα προγράμματα λιτότητας που χρηματοδοτούν τις «διασώσεις» των τραπεζών –και κυρίως των τραπεζών του Βορρά– αναβάλλοντας τις μονιμότερες αποφάσεις για αργότερα και πάντως για μετά τις εκλογές στη Γερμανία.
Αυτή η αντίφαση πυροδοτεί «αποκλίσεις» στο εσωτερικό των ευρωηγεσιών (π.χ. στις αντιθέσεις μεταξύ Μόντι, Ραχόι, Ολάντ και Σόιμπλε). Αλλά, επίσης δημιουργεί το έδαφος για αναζητήσεις της ελληνικής κυρίαρχης τάξης για «λύσεις» έξω από τα όρια των μέχρι σήμερα αποκλειστικά ευρωκεντρικών αναφορών της. Η Μέρκελ ήρθε στην Αθήνα για να υπογραμμίσει στο Σαμαρά ότι οφείλει πειθαρχία στα Μνημόνια 1 και 2, ότι οφείλει να επιβάλει τώρα τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας, έστω και αν η πληρωμή της πολυπόθητης «δόσης» των 31,5 δισ. ευρώ αναβληθεί για το Νοέμβρη (στα όρια αντοχής των διαθέσιμων του ελληνικού κράτους) ή ακόμα και για το… Μάρτη-Απρίλη του 2013, σενάριο κατά το οποίο δημιουργούνται εκρηκτικά προβλήματα στοιχειώδους λειτουργικότητας του συστήματος εδώ.
Σε κάθε περίπτωση έχει καταγραφεί ότι το οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης δεν βγαίνει. Παρά τη λεηλασία του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος από τα διαδοχικά πακέτα μέτρων, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι σε αδιέξοδο. Στα 6 χρόνια της ύφεσης, η μείωση του ΑΕΠ θα ξεπερνά σωρευτικά το 30%. Η νέα «δόση» θα πάει σχεδόν αποκλειστικά στο τρύπιο βαρέλι της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Ο προϋπολογισμός αποκαλύπτει ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έχει φτάσει στα 17 δισ. ευρώ. Το PSI αποδείχθηκε «φούσκα», αφού το χρέος κλείνει στο 170% του ΑΕΠ το 2012, προβλέπεται να ξεπεράσει το 180% του ΑΕΠ το 2013, ενώ δεν υπάρχει καμία περίπτωση να προσεγγιστεί ο στόχος του 120% ως το 2020 (όπως καταγράφουν οι μνημονιακές συμφωνίες). Το λεπίδι του «αυτοματισμού» που έχει επιβάλει η τρόικα (κάθε διάψευση των εκτιμήσεων θα καλύπτεται από ισόποση μείωση των μισθών-συντάξεων-κοινωνικών δαπανών) οδηγεί στα επόμενα χρόνια σε πολιτικές απίστευτης κοινωνικής σκληρότητας και αδικίας, που καμιά κυβέρνηση δεν θα έχει τη δύναμη να επιβάλει.
Σε αυτές τις συνθήκες η στροφή της κυρίαρχης τάξης σε αυταρχικές πολιτικές είναι απολύτως αναπόφευκτη. Οι προειδοποιήσεις είναι πολλές: Οι ρατσιστικές «σκούπες» του προγράμματος Ξένιος Ζευς, οι προληπτικές συλλήψεις διαδηλωτών και τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, η στροφή του Δένδια σε σκληρή αντιμετώπιση των συνδικαλιστών, ακόμα και η δημόσια συζήτηση που άνοιξε το «Βήμα» σχετικά με τις πιθανότητες «κινήσεων» του στρατού… Δεν πρόκειται ασφαλώς για μεμονωμένο, για «ελληνικό» φαινόμενο. Σε όλη την ΕΕ οι κυβερνήσεις θωρακίζονται, τα δημοκρατικά-πολιτικά δικαιώματα διαβρώνονται, μεγάλο τμήμα των αποφάσεων μεταφέρεται σε «ενωσιακούς» θεσμούς που λογοδοτούν στους καπιταλιστές, αλλά δεν ελέγχονται από τους ευρωπαίους πολίτες ούτε ακόμα και με την έμμεση μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η πολιτική περίοδος που διανύουμε, γίνεται όλο και πιο «ανώμαλη», αγριεύει βδομάδα με τη βδομάδα.
Σε αυτές τις συνθήκες η μετεκλογική ευφορία, που επικράτησε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν εκτός τόπου. Η αναμονή να πέσει ο Σαμαράς ως «ώριμο φρούτο», οι θέσεις στη ΔΕΘ, οι τεχνοκρατικές προσπάθειες για πρόγραμμα «εξειδικευμένο» και «κοστολογημένο» δεν ταίριαζαν με τις προθέσεις των «από πάνω». Η κυρίαρχη τάξη δεν βρίσκει ελκυστικό το ενδεχόμενο να παραδώσει την κυβερνητική εξουσία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τον καπιταλισμό σε ένα κόμμα της Αριστεράς, όσες «προσαρμογές» και αν αυτό κάνει…
Πολύ περισσότερο όμως δεν ταίριαζαν με τις προθέσεις των «από κάτω». Η απεργία στις 26 Σεπτέμβρη και στη συνέχεια οι αποφάσεις σε κρίσιμους εργατικούς χώρους όπως τα ναυπηγεία, η ΔΕΗ, οι ΟΤΑ, τα νοσοκομεία, οι εκπαιδευτικοί κλπ. αποδεικνύουν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει καμιά πρόθεση –ούτε άλλωστε και περιθώρια– να αντιμετωπίσει το Σαμαρά δια της κοινοβουλευτικής αναμονής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε τη δυνατότητα να επαναπροσανατολιστεί. Το κάλεσμα για τις εκδηλώσεις «υποδοχής» της Μέρκελ και κυρίως το κάλεσμα για απεργία και συλλαλητήρια ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των μέτρων, είναι κινήσεις στη σωστή κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση να ανατραπούν τα μέτρα και η κυβέρνηση που τα εισηγείται και τα στηρίζει.
Αυτή η κατεύθυνση ανατροπής πρέπει να γίνει γενικευμένη, μόνιμη, συνειδητή επιλογή. Πολλοί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ αντιδράσαμε –και σωστά– στις αποκλίσεις και στους αποπροσανατολισμούς του καλοκαιριού. Όμως η μάχη που δίνει ο κόσμος μας είναι τόσο μεγάλη και σημαντική, που ελάχιστη σημασία θα έχει η καταγραφή της διαφωνίας, αν το συνολικότερο αριστερό ρεύμα ηττηθεί. Γι’ αυτό οι προσπάθειες όλων μας πρέπει να συγκεντρωθούν στην οργάνωση της μάχης στους μεγάλους στόχους. Στο κινηματικό πεδίο, στην οργάνωση της μάχης για την ανατροπή των μέτρων και της κυβέρνησης. Στο πεδίο της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός μάχιμου, δημοκρατικού πολιτικού φορέα, με ριζοσπαστική πολιτική στηριγμένη στο μαρξισμό και στη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Στο πεδίο της συνολικότερης Αριστεράς, στη διεκδίκηση της ενότητας στη δράση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως προϋπόθεση για τη νίκη του κόσμου μας, ως προϋπόθεση για μια ουσιαστική πολιτική ανατροπή, όπως η κυβέρνηση της Αριστεράς.
Σε αυτούς τους στόχους θα λογοδοτεί η πρωτοβουλία Rproject. Ξεκινάμε ως πρωτοβουλία οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών-στριών που παλεύουμε μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας τον αριστερό ριζοσπαστικό προσανατολισμό του. Υπολογίζουμε όμως στη βοήθεια όλων σας.
*μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ