Αυτός είναι ο τίτλος που έδωσε στο βιβλίο του (εκδ. Αρμός, 2014), ο Δημήτρης Καραγιάννης (παιδοψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής), θέτοντας για προβληματισμό ένα σοβαρό θέμα για το τι είδους σχέσεις θέλουμε σε μια εποχή κρίσης των σχέσεων και όχι μόνο της οικονομίας.
Το βιβλίο θέτει δύσκολα ερωτήματα. Να ορισμένα, τα οποία περικλείουν πολλά και ενδιαφέροντα «αν»: Αν ο άλλος που ερωτεύτηκες στην αρχή της σχέσης δεν έχει να μοιραστεί κάτι ενδιαφέρον από την προσωπική του ζωή, γιατί να πιστεύεις ότι θα το αποκτήσει στη συνέχεια; Αν το αγαπημένο της θέμα στις πρώτες συναντήσεις είναι η ακεφιά της, η βαρεμάρα και η δυσθυμία της, γιατί αργότερα θα είναι πιο ζωντανή και πιο κεφάτη; Αν δεν γνωρίζει τον τρόπο να νιώθει ικανοποιημένος από τη μέχρι τότε ζωή του, γιατί η δυσφορία του θα σταματήσει με τη δική σου ύπαρξη και δεν θα γίνεις και εσύ άλλοθι της δυστυχίας του; Αν…..
Συνήθως, τα θέματα που σχετίζονται με την επιλογή συντρόφου έρχονται στην επιφάνεια αργότερα και τότε οι άνθρωποι αναζητούν τις ευθύνες στην κακή επιλογή, αποφεύγοντας την προσωπική τους ευθύνη, εστιάζοντας αποκλειστικά στις ελλείψεις του συντρόφου. Είναι ο ρόλος του θύματος, ο οποίος είναι πολύ βολικός για την αποποίηση των δικών μας ευθυνών, επειδή μας απενοχοποιεί. Είναι μια λογική παιδιού, η οποία στενεύει τους ορίζοντές μας και το άνοιγμα στο καινούργιο, μπλοκάροντας ασυνείδητα τη λύτρωση. Όμως, όπως λέει ο Καραγιάννης, ταυτόχρονα γίνονται και αφορμές για να αποκαλυφθούν εκ νέου δυνάμεις παραγκωνισμένες και ξεχασμένες, μέσα από τη «δυνατότητα βίωσης μιας διορθωτικής εμπειρίας», που μπορεί να συμβεί στη διάρκεια μιας συντροφικής σχέσης, η οποία βασίζεται στην οικειότητα, στον σεβασμό και στη δέσμευση, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία λειτουργικών σχέσεων. Και όταν λέμε λειτουργική σχέση εννοούμε την επιθυμία των συντρόφων να είναι μαζί, να μοιράζονται πράγματα, να έχουν κοινούς φίλους, να έχουν κοινές δραστηριότητες, να διασκεδάζουν μαζί, να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, να γελούν και να αγγίζονται, να θέτουν σε προτεραιότητα τη σχέση τους. Και όταν λέμε οικειότητα δεν εννοούμε εκείνη την παρεξηγημένη έννοια μιας ψευδεπίγραφης ειλικρίνειας, στην οποία θεωρείς ότι μπορείς να λες και να συμπεριφέρεσαι όπως θες, χωρίς να ασχολείσαι με το πώς αισθάνεται ο άλλος/-η. Αυτό είναι έλλειψη σεβασμού. Αντίθετα, η οικειότητα ξέρει να γνωρίζει τα όρια για να διασώζει τη σχέση και δεν θεωρεί τον άλλο/-η δεδομένο/-η.
Και, τι είναι δέσμευση; Σίγουρα δεν είναι στέρηση και χάσιμο της αυτονομίας των συντρόφων. Δέσμευση είναι η αίσθηση του ανήκειν, είναι το μοίρασμα, η εμπιστοσύνη, η αίσθηση της ασφάλειας και η προάσπιση της σχέσης. Αντίθετα, όπως επισημαίνει ο Καραγιάννης, η παρατεταμένη αναστολή της δέσμευσης «δεν οδηγεί στην ελευθερία, αλλά στη απώλεια ερωτικής επιθυμίας. Η άρνηση υπεράσπισης της επιλογής σου, είναι η επιλογή της ανέραστης σχέσης…», και οδηγεί σε ένα διχασμό του τύπου: «σε θέλω, αλλά δεν είμαι σίγουρος/-η πόσο σε θέλω». Με όρους ψυχαναλυτικούς αυτό λέγεται «διπλός δεσμός», και είναι η έκφραση ενός διπλού μηνύματος, μέσω του οποίου ο αποδέκτης μπερδεύεται για το τι τελικά θέλει αυτός/-η που το εκπέμπει. Είναι ένας φόβος για δέσμευση, που όπως λέει ο Καραγιάννης «εδραιώνεται σε μια παιδική παντοδύναμη βουλιμική αίσθηση που δεν θέλει να χάσει τίποτα και που θεωρεί ότι μπορεί να τα έχει όλα. Επομένως, αν επιλέξει ένα πρόσωπο για σχέση ζωής, θα απωλέσει τη δυνατότητα να σχετιστεί με άλλα. […] Αυτός που δυσκολεύεται να δεσμευτεί, τελικά είναι θύτης και θύμα της άρνησής του να κάνει μια επιλογή που να μπορεί να τον διακινήσει. Η κενότητα γίνεται ο οριστικός σύντροφος, καθώς η χρόνια αναβολή της δέσμευσης στον έρωτα οδηγεί τελεσίδικα στην οριστική ματαίωση της ερωτικότητας». Απεναντίας, η αίσθηση της σημαντικότητας της σχέσης οδηγεί τους συντρόφους να θέλουν να το επικοινωνήσουν και να το μοιραστούν με όλους. Είναι ένα κάλεσμα συμμετοχής στη χαρά. Διότι, ένα ζευγάρι που ζει ερωτικά, θέλει να επεκτείνει στην κοινωνική του ζωή αυτό που βιώνει προσωπικά και να μοιραστεί κοινούς σκοπούς, αξίες και εμπειρίες μαζί με άλλους. Έτσι, διαμορφώνεται η κοινή ταυτότητα. Αντίθετα, τα ζευγάρια που κλείνονται στον εαυτό τους και απομονώνονται από τους πάντες δεν έχουν καμία προοπτική ζωής. «Το κλείσιμο αιτιολογείται κάποτε από ένα αρχικό λόγο, αλλά μετά γίνεται τρόπος ύπαρξης. Στην πραγματικότητα, πίσω από το κλείσιμο, ανεξάρτητα από το πώς δικαιολογείται, κρύβονται ανασφάλειες και ένοχα μυστικά».
Και τι σημαίνει να είσαι ερωτικός; Καταρχάς ερωτικός είσαι πριν να γνωρίσεις το πρόσωπο που θα αγαπήσεις. Είναι ο τρόπος που ζεις την καθημερινότητα, την επαγγελματική και την προσωπική σου ζωή, το πώς παίρνεις αποφάσεις, και πως κάνεις υπερβάσεις. Είναι η άντληση χαράς για αυτά που πάλεψες και για τις δυσκολίες που ξεπέρασες. Είναι οι επιλογές των φίλων και συντροφιών που προάγουν τη δημιουργία. Είναι οι διαχρονικές αξίες, αλλά και οι αφορμές που μας προσφέρονται για να γίνουμε καλύτεροι. Είναι όσοι/-ες επαναστατούν υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι οι καταστροφείς της ζωής. Είναι όσοι/-ες έχουν δυσκολευτεί στην προσωπική τους ζωή και δεν παραιτούνται. Που δεν εγκαταλείπουν με την πρώτη δυσκολία τη σχέση τους. Είναι αυτοί/-ες που έχουν πονέσει, αλλά δεν κρατάνε τον πόνο σαν φυλακτό. Είναι αυτοί/-ες που παθιάζονται με ότι καταπιάνονται. Είναι η ερωτική στάση προς τη ζωή, όπου στην πορεία της ο άνθρωπος επιλέγει σύντροφο ζωής, που θα τον/την συνοδεύει, θα τον/την υποστηρίζει και θα τον/την εμπνέει. Είναι όσοι/-ες επιλέγουν να έχουν μια σχέση αγάπης «παντός καιρού», στα καλά και στα άσχημα, στις όμορφες στιγμές και στην αρρώστια, στη νεότητα και στα γεράματα των εξασθενημένων σωμάτων. Είναι οι στιγμές που ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Είναι το ρίσκο των αποφάσεων, επειδή ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν πήρες την σωστή απόφαση. Είναι, τελικά, αυτοί και αυτές που δεν αποδέχονται το συμβιβασμό της μετριότητας.
Αντίθετα, η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί, οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή. Οδηγεί στο Τίποτα, που είναι το κενό, το άδειο, η απουσία, η εγκατάλειψη, η ανυπαρξία, η αφόρητη μοναξιά της «μη σχέσης», ο ψυχολογικός θάνατος. Διότι, «όποιος για να ευτυχήσει περιμένει ότι η ζωή θα του το προσφέρει, οπωσδήποτε θα δυστυχήσει. Θα περιμένει να του χαριστεί η αγάπη, αλλά δίχως αυτός να την καλλιεργήσει. Θα απαιτεί τη φροντίδα, αλλά δίχως τη δική του ανταπόδοση. Θα προσδοκά το πλησίασμα και το ενδιαφέρον, αλλά θα κλείνεται στον εαυτό του. Θα τον ελκύει η ευχαρίστηση, αλλά θα τον απωθεί το καθήκον. Θα θέλει να ζήσει συναρπαστικά, αλλά δεν θα κάνει κάτι γι’ αυτό. Τότε, ο άνθρωπος που ζει κατ’ αυτό τον τρόπο, πως μπορεί να περιμένει να ζήσει ολοκληρωμένα και ευχαριστιακά την όποια σχέση του;».
Τελικά, τι επιλέγουμε; «Έρωτα ή τίποτα;».