«Πίσω από μάντρες καλά μανταλωμένες, ήσυχα τα γκρεμισμένα σπίτια – τίποτα δεν απομένει παρά μόνο τα χνάρια απ’ τους σωλήνες της σόμπας. Εκεί κουρνιάζουν οργισμένα τ’ άγρια παιδιά της τυφλόμυγας όταν οι άλλοι κάτω στο Στάδιο διαπληκτίζονται χωρίς αιτία και οι άλλοι επάνω ξεμπλέκουν τους χαρταετούς απ’ τα δέντρα» ( Γιάννης Ρίτσος, ‘Υπόκωφα’).

Το δεύτερο συνέδριο του κόμματος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη των μελών της νέας Κεντρικής Επιτροπής, δεν επικυρώνει απλά και μόνο τον δομικό μετασχηματισμό του σε κόμμα (πολιτική συσσωμάτωση) μνημονιακό. Ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) πλέον επενεργεί (κυβερνητικά) στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, εναλλάσσει τη δράση του μεταξύ εφικτού & αναγκαιότητας, διαμεσολαβεί τον ιδιαίτερο τρόπο άσκησης πολιτικής & διαχείρισης της κρίσης του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού: το 2ο συνέδριο επικυρώνει, από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ την ιδιαίτερη τροπικότητα δράσης-διαχείρισης[1] της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης.

Το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν (βλέπε τη συμφωνία του Ιουλίου του 2015 & την συνακόλουθη υπογραφή του τρίτου Μνημονίου), ‘συναντά’, ‘εγγίζει’ το παρόν του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ[2], ένα παρόν (ιστορικός χρόνος) το οποίο ως έγκληση και ως κανονάρχηση φέρει μείζονα συμβάντα εντός κρίσης, εντός βιωμένης κρίσης[3]: η επιδίωξη πειθάρχησης στο υπόδειγμα της λιτότητας (οικονομοτεχνική πολιτική), η λειτουργία επί του πεδίου των εργασιακών σχέσεων (ελαστικές σχέσεις εργασίας, μοντέλο ατομικών συμβάσεων), η διάρκεια της φορολογικής επιβάρυνσης,[4] η εγκόλπωση της κατάτμησης χώρου & της ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών[5], η συγκεκριμένη μισθολογική πολιτική (και η απόσπαση υπεραξίας), η ιδεολογική αναφορά στην αναγκαιότητας της προσέλκυσης επενδύσεων, που δύναται να λειτουργήσει ως ανοιχτό κάλεσμα στο ξένο & εγχώριο κεφάλαιο.

Το κόμμα[6] του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προσδιορίζεται πλέον ως έκτακτο (η «δύσκολη» Αριστερά της ευθύνης, εν αντιθέσει με την ‘ανώδυνη’ Αριστερά) κόμμα’ εντός του πεδίου της θεσμοποιημένης[7]  μνημονιακής κανονικότητας-πραγματικότητας. Το 2ο συνέδριο του κόμματος είναι ένα συνέδριο συγκεκριμένης τάσης και λειτουργίας, που φωνασκεί για τους συσχετισμούς δυνάμεων αλλά επικυρώνει τους συσχετισμούς δυνάμεων, την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό του κόμματος η ιδεολογία (και η πράξη) της πρώτης-δεύτερης φοράς Αριστεράς αναπαράγεται ως ΄νίκη’ επί του εν πολλαίς αμαρτίαις  περιπεσόντος κλασικού δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ & Ν.Δ)[8], ως ‘νίκη’ επί μίας Αριστεράς των ουτοπιών και των εύκολων και ανέξοδων υποσχέσεων.

Ο ευρωπαϊκός ΣΥΡΙΖΑ κατισχύει επί μίας αντι-ευρωπαϊκής Αριστεράς (το περίφημο ‘there is no alternative’ διαβάζεται και ως η Ευρώπη-Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μόνη ανοιχτή και πραγματική δυνατότητα). Ο ευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συμπυκνώνει τον ‘κοινό’ ευρωπαϊκό-οικονομικό χώρο σε απόλυτη ‘μορφή’-λειτουργία, στη ‘μορφή’ ενός οικονομικού-πολιτικού ορθολογισμού, που όμως, κανοναρχεί το πλαίσιο των ταξικών ανασημάνσεων. Η υλικότητα της είναι η υλικότητα (σε διαφορετικό βαθμό και χρόνο) της διάχυσης του μεριδίου της κρίσης: η ανταγωνιστικότητα ‘εμθαθύνει’ και ‘θεσμοποιείται’, ένα σημαντικό τμήμα του  λαϊκού-εργατικού μπλοκ (και  οι πλέον επισφαλείς μερίδες του) εφάπτεται και εγκαθίσταται στα χάσματα που ‘παράγει’ η ευρωπαϊκή υπερ-δομή. Κέρδος και απώλεια  μαζί.

Η σημειολογία του συνεδρίου είναι ως έναν βαθμό χαρακτηριστική: η παρουσία της Ρένας Δούρου στις πρώτες σειρές σηματοδοτεί την άρθρωση μίας σημειολογίας της κυβερνητικής εξουσίας που εναλλάσσει τη μίκρο με τη μάκρο-εξουσία, ή, με άλλα λόγια διατυπωμένο, την εκκίνηση από ένα σημείο εξουσίας προς το άλλο.

Η δομική τομή όμως  μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας επενεργεί. Όπως γράφει και ο Pierre Macherey: «Μπορούμε να μιλήσουμε από αυτή την άποψη για μια οικονομία της εξουσίας, που συνιστά ταυτοχρόνως μια οικονομία εξουσίας· η αυθεντία διατάσσεται με όρους υλικής δύναμης, γεγονός που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της, της οποίας η αξιολόγηση έχει ως κριτήριο σε τελική ανάλυση την παραγωγή του μέγιστου κέρδους».[9]

Η «οικονομία της εξουσίας» συγκροτεί την έννοια της κρισιακά  ‘αδύναμης’ εργασίας.. Το πεδίο της ιστορίας όμως δεν κλείνει, παραμένει ενεργό. Το λαϊκό-εργατικό μπλοκ, κινείται & δρα προσδιοριστικά, ταξικά.. Στην αρχή της 12ης θέσης για τη φιλοσοφία της ιστορίας, ο Walter Benjamin τονίζει: «Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη».[10] Η ίδια η εργατική τάξη (ανασυγκροτούμενη τακτικά, οργανωμένη ως δι-κοινωνικό-ταξικό  μπλοκ, συμπτηγμένη ως δύναμη)  που δύναται να επιδράσει στο ιστορικό πεδίο.

 

[1] Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ ανακύπτει πολιτικά ως ένα κόμμα διαχείρισης των προταγμάτων-διακυβευμάτων της εν Ελλάδι οικονομικής κρίσης, διαχείρισης της αντίφασης  του συγκεκριμένου κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, διαχείρισης των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών,  άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας με τον παραδοσιακό τρόπο. Εδώ, ο κανόνας υπερβαίνει την πολιτική ‘εξαίρεση’: αυτός που κυβερνά, αποφασίζει..

[2] Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προβαίνει στην ‘ιδεολογικοποίηση’ του επιφαινόμενου & της πολιτικής του: από τη μία πλευρά προσιδιάζει προς τη λογική του ‘καλύτερου’ μνημονίου, συγκριτικά με αυτά που υπερψήφισαν οι ‘προηγούμενοι’ (Ν.Δ & ΠΑΣΟΚ), της περιβόητης άμβλυνσης των συνεπειών του διαμέσου της εφαρμογής των κοινωνικών-αναδιανεμητικών (η αρχή της κλασικής πολιτικής-συνδικαλιστικής σοσιαλδημοκρατίας), πολιτικών που προβλέπει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (βλέπε και εκλογές Σεπτεμβρίου 2015), της συμπύκνωσης προταγμάτων υπέρβασης: είναι η εφαρμογή αυτού του κοινωνικά ‘λείου’ προγράμματος που θα επιφέρει και την πολυπόθητη έξοδο του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από τη μέγκενη της κρίσης. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει να εμβαθύνει την διαιρετική τομή μεταξύ ‘παλαιού’ & ‘νέου’, (κάτι που αναδεικνύεται στο ζήτημα της εκχώρησης των τηλεοπτικών αδειών, ζήτημα που σχετίζεται με τους ενδο-αστικούς ανταγωνισμούς, ήτοι την αντιπαράθεση μερίδων του άρχουσας τάξης-συγκροτήματος). Η συστράτευση  του ‘παλαιού’ & ‘φθαρμένου’ πολιτικού συστήματος με τους νυν και πρώην καναλάρχες καταδεικνύει το περιβόητο ‘ηθικό πλεονέκτημα’ της Αριστεράς, μαζί με το ‘νέο’ που κομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.  Οι  συγκεκριμένες  αναφορές απευθύνεται εσωτερικά προς την κοινωνική συμμαχία που συγκρότησε το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, και εξωτερικά προς τους πολιτικούς ‘άλλους’.  Η ‘ιδεολογικοποίηση’ (θα ήταν απαραίτητη μία ανάλυση λόγου),  στην οποία προβαίνει  ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυγκροτεί την ταυτότητα του εν καιρώ κρίσης και διακυβέρνησης της χώρας, φέροντας την πολιτική δομή ΣΥΡΙΖΑ (συλλογικός διανοούμενος της αναγκαιότητας) στο επίκεντρο: πλέον, κόμμα που ενέχει και ‘εδαφικοποιεί’ βαθιές αντιφάσεις, που όσο εξωτερικεύονται & αποκρυσταλλώνονται τόσο περισσότερο αποσπούν το κόμμα από το πεδίο των αναγκαίων ρήξεων.

[3] Κρίση που ‘εγγίζει’ σώματα & συλλογικά-ταξικά υποκείμενα. Το (ένα σημαντικό τμήμα) μπλοκ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων (μπορούμε να δούμε και τις διαφοροποιήσεις εντός της εργατικής τάξης), ενσωματώνει την κρίση ‘ταχύτατα’, υπό τους όρους μίας ‘ασύγγνωστης ταξικής επιθετικότητας’,  μίας διακυβέρνησης ιεραρχημένων προτεραιοτήτων, όροι που προσιδιάζουν στη δόμηση μίας συνείδησης-ταυτότητας του ‘τώρα’: πως θα επιζήσω; Τι θα μου φέρει το αύριο; Στην ιστορική-δι-ιστορική (υπό την έννοια της αναφοράς-εμπλοκής κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων),  περίοδο της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης αποκτά ένα νέο νόημα η ρήση του Γάλλου φιλοσόφου Michel Foucault: ‘’κυβερνώ σημαίνω δομώ το πεδίο ενδεχόμενης δράσης των άλλων’.. Έτσι που ως ζητούμενο δεν προκύπτει ο δυϊσμός επιβίωση/διαβίωση, αλλά η προσπάθεια μίας επιβίωσης υλικής, μίας επιβίωσης, που, για να επιτευχθεί, πολλές φορές ‘αναζητεί’ βοήθεια.. Προβαίνοντας σε μία ευρύτερη ανάλυση, θα λέγαμε πως ο ιμπεριαλισμός της κρισιακής περιόδου αντανακλά μία τάση-επιδίωξη αναδιαμόρφωσης-ανασημασιοδότησης ζωνών-οικονομικών περιοχών, έτσι που μερίδες του λαϊκού-εργατικού μπλοκ  να θυμίζουν ‘ανοιχτό τραύμα’.. Η ίδια η Ευρώπη, ως μέρος και ως όλον, μεταβάλλεται..

[4][4] Η φορολογική επιβάρυνση πλήττει τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, του αποσπά μέρος ή τμήμα της από την επιδίωξη υλικής αναπαραγωγής, ενώ, ‘υπόγεια’ & κρισιακά, «ενδύθηκε» το μανδύα της απαραίτητης «αφαίρεσης» κοινωνικού ‘λίπους’ που είχε συγκεντρωθεί την περίοδο της υλικής ευημερίας & ανάπτυξης.. Η επιβολή φόρων «άναρχα», από τα ‘κάτω’ προς τα ‘άνω’, προβάλλει την εξής ιδιαιτερότητα: δεν εκφράζει ένα σχήμα κάθετης  συγκέντρωσης φόρων-εσόδων (με βάση τη φοροδοτική ικανότητα) αλλά την ‘ικανότητητα’-δυνατότητα των κρατικών μηχανισμών  να συλλέγουν κοινωνικά  έσοδα, να τα κατανείμουν, με άξονα την αναγκαιότητα επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί. Η φορολογική επιβάρυνση (και αναπαραγωγή της), με τα χαρακτηριστική που αποκτά, προσιδιάζει σε μία τυπολογία απόσπασης-συγκέντρωσης με διάρκεια. Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Μαργαρίτης: «Ο συνδυασμός των γενικής και χωρίς όρια συρρίκνωσης των προερχόμενων από την εργασία εισοδημάτων με την ποικιλότροπη αύξηση των κάθε είδους φορολογικών βαρών οδηγεί σταθερά προς ένα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της χώρας μας κύμα φτώχειας και εξαθλίωσης», βλέπε σχετικά, Μαργαρίτης Γιώργος, ‘Συνέδρια Ευτυχίας! Εφημερίδα των Συντακτών, 24/10/2016.

[5] Το νέο υπερ-ταμείο που συγκροτήθηκε ‘εξειδικεύει’ περαιτέρω την πολιτική πραγματοποίησης ιδιωτικοποιήσεων, πολιτική απόσπασης πόρων, κατάτμησης χώρου και μίας επιδίωξης στρατηγικής ‘κεφαλαιοποίησης’. Ο χώρος «αναπαράγεται» ως στοιχείο που χρήζει παρεμβάσεων και αλλαγής. Η πολιτική του κόμματος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προβάλλει και εκφράζει το μείζων γεγονός: αναδόμηση του χώρου & προσφορά-πώληση ‘ζωνών’ και υπηρεσιών.

[6] Oι σχέσεις κόμματος-κυβέρνησης ‘φιλτράρονται’ και διαμεσολαβούνται από την εφαρμογή του προγράμματος, από την άμεση ιεράρχηση πολιτικών προτεραιοτήτων.

[7] Τα επιμέρους μνημόνια που εμπεριέχουν τη στρατηγική της λιτότητας ως όλον, αναπαρήχθησαν, με εντάσεις και εγκάρσιες τομές, στο χώρο του Κοινοβουλίου. Η θέσμιση τους «παράγει» κοινωνικά-υλικά  αποτέλεσματα, μία ενυπάρχουσα υποκειμενικότητα.

[8] Η στρατηγική του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ), δεν έγκειται μόνο στην πολιτική-κοινοβουλευτική πίεση με στόχο τη διενέργεια πρόωρων βουλευτικών εκλογών, αλλά και σε μία ‘εργαλειοποίηση’ της κυβερνητικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ: Οι ‘δογματικοί’ Αριστεροί στοχεύουν στη μετατροπή της χώρας σε ένα κράτος-παρία, (εδώ δύναται να υπεισέλθει η έννοια του ‘failed state’), σε μία λατινοαμερικάνικη ‘μπανανία’ (σε μία Βενεζουέλα των Βαλκανίων & της Ευρώπης). Στον πολιτικό-ιδεολογικό λόγο που αρθρώνει και διαχέει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ στερείται της στοιχειώδους ικανότητας πλοήγησης της κοινωνίας και της οικονομίας, της ‘τέχνης’ του κυβερνάν. Η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να συναρθρώσει την έννοια της αναγκαίας ανατροπής με την ‘εμπράγματη’ αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ.

[9] Βλέπε σχετικά, Macherey Pierre, ‘Φουκώ & Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο, Μετάφραση: Μπέτζελος Τάσος,  Εκδόσεις Εκτός γραμμής, Αθήνα, 2014, σελ. 82. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιστημονικά η προσπάθεια μίας ανάγνωσης του έργου του Καρλ Μαρξ & του Μισέλ Φουκώ υπό τη σκοπιά της συσχέτισης εκμετάλλευσης/πειθαρχίας, απόσπασης/κανονάρχησης. Το προϊόν της εργασίας που αποσπάται δύναται να αναγνωστεί και ως σώμα που πειθαρχεί σε έναν τύπο ακριβή.

[10] Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας’, Δεύτερη Έκδοση, Λέσχη κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Αθήνα, 2014, σελ. 19.