Άρθρο βασισμένο στην ομιλία στο κάμπινγκ της ΑΡΑΣ (καλοκαίρι 2017)

Ζούμε σε συνθήκες όπου, σε μεγάλο βαθμό, ενισχύεται κάτι παράδοξο. Οι σχεδιασμοί των κυρίαρχων ελίτ σε κρίσιμα σημεία (Brexit, Τραμπ, γαλλικές εκλογές κ.ο.κ.) ξεφεύγουν από το προσχεδιασμένο, παρεκτρέπονται, καταλήγουν σε αστάθειες. Και όμως: στο στρατόπεδο του δικού μας κόσμου δεν υπάρχει ενθουσιασμός, δεν συγκεντρώνονται δυνάμεις, δεν σημειώνουμε νίκες. Ενώ η κρίση- οικονομική και πολιτική- του διεθνούς συστήματος παρατείνεται επικίνδυνα, η Αριστερά και τα κινήματα αντίστασης δεν μπορούν – ή δεν μπορούν ακόμα- να επωφεληθούν. Οι «ευκαιρίες» μετατρέπονται σε νέους κινδύνους.

Η κατανόηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει γίνει ένα κρίσιμο καθήκον. Με την πεποίθηση ότι το καθήκον αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο συλλογικά- μέσα από την ανάπτυξη ρευμάτων, οργανώσεων και κομμάτων που θα αναλάβουν και το πρακτικό σκέλος των απαντήσεων- αξίζει τον κόπο να διατυπώσουμε κάποιες αρχικές σκέψεις και επιλογές.

Ασφαλώς η οικονομία είναι το υπόβαθρο των εξελίξεων. Οι πολιτικές «αστάθειες» του συστήματος δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητές, αν δεν συνυπολογίσουμε τον παράγοντα της πιο βαθιάς κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού μετά το 1929.

Μετά από 9 χρόνια σημειώνεται διεθνώς μια αύξηση της κερδοφορίας κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο επωφελείται από τα χτυπήματα στους μισθούς και στα εργατικά δικαιώματα. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για το πέρασμα σε έναν «φωτεινό κύκλο». Οι καπιταλιστές δεν έχουν – ή δεν έχουν ακόμα- αποφασίσει αν θα αρχίσουν ξανά να επενδύουν μαζικά, σε ποιούς τομείς παραγωγής, με τι αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής κ.ο.κ. Μεγάλο τμήμα των κερδών τους εξακολουθεί να στρέφεται στην κερδοσκοπία, μεγενθύνοντας παλαιότερες «φούσκες» ή δημιουργώντας καινούργιες, ξανακάνοντας δηλαδή επίκαιρο έναν πανικό τύπου 2008.

Κάποιοι σύντροφοι αναζητούν μια μορφή NewDeal, ελπίζοντας ότι υπάρχει μια σχετικά ειρηνική διέξοδος από αυτό το βάλτωμα. Όμως ο καπιταλισμός δεν βγήκε από την κρίση του 1929 με το NewDealτου Ρούζβελτ- βγήκε με τον Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν τρόπο καταστροφικό και αιματηρό, με τη σύνδεση της οικονομίας με τις ανάγκες του Πολέμου μέχρι τη νίκη και με την εξόρμηση της οικονομίας προς τα επόμενα 20-30 «ένδοξα χρόνια», πάνω στο έδαφος της καταστροφής που είχε συντελεσθεί με το 2ο Π.Π. Τα σύμβολα της εξόδου, τότε, από την κρίση δεν ήταν οι ιδέες του NewDeal, αλλά το πολεμικό τουφέκι Μ-1, τα οχήματα Jeepκαι τα πλοία Liberty.

Γνωρίζουμε ήδη ότι η έξοδος του συστήματος από τη σημερινή κρίση- αν αφεθούν ανεμπόδιστες οι «αυθόρμητες» τάσεις των αγορών- θα είναι σε μεγάλο βαθμό επίσης αιματηρή. Στο επίπεδο της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο από τις μεγάλες εργατικές κατακτήσεις του 20ου αιώνα. Η νέα γενιά των εργατών δε γνωρίζει τι είναι το 8ωρο, η Σύμβαση, οι πληρωμένες υπερωρίες, τα ρεπό, οι άδειες μετ’ αποδοχών κ.λ.π. Η προοπτική είναι χειρότερη: οι δραστικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες μεταφέρουν σε πρωτόγνωρο βαθμό το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τάξης πάνω στο ίδιο το εργατικό νοικοκυριό. Στις καπιταλιστικές μητροπόλεις διευρύνεται το φαινόμενο της απελπισμένης φτώχειας που, κάποτε, θεωρούσαμε ότι χαρακτήριζε τις πιο «χτυπημένες» περιοχές του κόσμου.

Όμως υπάρχουν εξελίξεις που φέρνουν πιο κοντά τις αιματηρές επιλογές, ακόμα και με την κυριολεκτικής έννοια. Η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε  να αυξήσει τις πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ κατά το αστρονομικό ποσό των 700 δισεκ. δολαρίων. Η Κίνα αποφάσισε να αυξάνει το πολεμικό δυναμικό της με ρυθμό 10% ετησίως, δηλώνοντας ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία η πολεμική ικανότητά της θα έχει υπερδιπλασιαστεί. Δίπλα στον άγριο πόλεμο «δι’ αντιπροσώπων» που μένεται στη Μ. Ανατολή, παρατηρούμε τώρα το φαινόμενο της ραγδαίας αύξησης των πολεμικών δαπανών στους «μεγάλους παίκτες», στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Το φαινόμενο δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Γιατί ο κόσμος γύρω μας αλλάζει. Το πέρασμα από το «μονοπολισμό»- την αυταπάτη για μια μακρά περίοδο ηγεμονίας των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση του κρατικοκαπιταλιστικού μπλοκ της ΕΣΣΔ- στον «πολυπολισμό», είναι μια σκοτεινή και άναρχη εποχή, χωρίς τη συνοχή που χαρακτήριζε τον ελεγχόμενο ανταγωνισμό της εποχής του «ψυχρού πολέμου» (που, όχι τυχαία, ονομαζόταν και «ειρηνική συνύπαρξη»)

Στο επίπεδο της οικονομίας, οι ΗΠΑ ήταν και παραμένουν η πρώτη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο. Όμως, η απόστασή της από τη δεύτερη, την Κίνα, μειώνεται και μάλιστα με έναν διαρκή ρυθμό. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και οι άφθονες πρώτες ύλες, επέτρεψαν στη Ρωσία να επανέλθει ως μεγάλος «διεθνής παίκτης», που κανείς δε δικαιούται να ξεχνά ότι διαθέτει μια ισχυρή πολεμική και πυρηνική δύναμη. Λογοδοτώντας στον ανταγωνισμό με αυτές τις δυνάμεις παραμένει, στο εσωτερικό της ΕΕ, κυρίαρχη η επιλογή για «ολοκλήρωση» της ενοποίησης, παρά τους τριγμούς και τα προβλήματα που φανέρωσε το Brexit. Οι διεργασίες μεταξύ Γαλλίας- Γερμανίας έχουν ως ζητούμενο τη διαμόρφωση ενός νέου κοινού πλαισίου, που θα επιτρέπει τον επιτυχή ανταγωνισμό με τις εξωτερικές δυνάμεις, αλλά και μια σταθερότερη συνύπαρξη όλων των κυρίαρχων τάξεων των χωρών- μελών.

Εδώ ας μου επιτραπεί μια παρένθεση. Πολλοί σύντροφοι, με αναφορά στις «θεωρίες της εξάρτησης» εκτιμούν ότι αυτό το πλαίσιο είναι «εξωτερικό», ότι έχει επιβληθεί βίαια πάνω στις ντόπιες κυρίαρχες τάξεις (όχι τυχαία αναβιώνουν όροι όπως αποικιοκρατία), τάξεις που θεωρούνται ιστορικά αποτυχημένες (ξενόδουλες ή κομπραδόρικες), ανίκανες να καθοδηγήσουν την πορεία «της χώρας προς την ανάπτυξη». Αυτοί οι σύντροφοι αναζητούν, έτσι, μια στρατηγική «προς την ανάπτυξη», στο έδαφος της «εθνικής ανεξαρτησίας» χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Οι θεωρίες αυτές έχουν διαψευσθεί παταγωδώς στον βασικό χώρο αναφοράς τους, στον παλιό 3ο κόσμο. Όπου οι χώρες που έφτασαν σε (καπιταλιστική) ανάπτυξη δεν ήταν αυτές που έκαναν την επιλογή της «αυτάρκειας», αλλά αντίθετα αυτές που μπήκαν στο δρόμο της συνεργασίας με το διεθνές κεφάλαιο, πρωτοστατώντας σήμερα στην υπεράσπιση της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». Οι Τίγρεις του Ειρηνικού, η Ινδία, η Βραζιλία ακόμα και το Βιετνάμ και η ίδια η Κίνα, είναι οι ταφόπλακες στην άποψη που νομίζει ότι διαθέτει κάποια «εργαλεία» ταχύτερης καπιταλιστικής ανάπτυξης απ’ αυτά που γνωρίζουν και είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν οι υπαρκτοί καπιταλιστές. Ανάλογη είναι η εικόνα και στο επίπεδο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Η ήττα των ΗΠΑ στο Ιράκ – όπου μπόρεσαν μεν να συντρίψουν το καθεστώς του ιρακινού Μπααθ, αλλά δεν μπόρεσαν να χτίσουν τη διάδοχη λύση που προέβλεπε το σχέδιο «Δημοκρατική Μ. Ανατολή»- έβαλε τέλος στην πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ (είτε μόνες, είτε ως επικεφαλής «συμμαχίες προθύμων») μπορούν να στηρίξουν στρατιωτικά την πειθάρχηση όλου του πλανήτη. Η επέκταση του γεωγραφικού χώρου των «επιχειρήσεων», με το υποχρεωτικό «πίβοτ στην Ασία» που ξεκίνησε ο Ομπάμα και κλιμακώνει ο Τραμπ, απλώς υπογραμμίζει αυτήν την εκτίμηση.

Οι συνέπειες είναι μεγάλες. Ήδη ο Τραμπ καλεί τους «πρόθυμους» Ευρωπαίους (και μεταξύ τους τον προθυμότερο Τσίπρα) να αναλάβουν μεγαλύτερο βάρος στις αναγκαίες στρατιωτικές αποστολές. Συγκροτούνται απίστευτες στρατικοπολιτικές συμμαχίες όπως ο «άξονας» Ελλάδα- Κύπρος- Ισραήλ- Αίγυπτος, ενώ άλλες αποδυναμώνονται και αποσταθεροποιούνται (όπως η σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τους δυτικούς). Κυρίως, όμως, αναβαθμίζονται οι δυνατότητες αυτόνομων επιδιώξεων των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, όπως η Ρωσία και η Κίνα, αλλά και περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν στη Μ. Ανατολή, η Ινδία στη ΝΑ Ασία, η Βραζιλία στη Λατινική Αμερική κ.ο.κ. Ο κόσμος έχει μπει σε περίοδο αναδιάταξης των συσχετισμών και αναδιανομής των μεριδίων επιρροής. Σχεδόν ποτέ στην Ιστορία αυτό δεν έγινε ειρηνικά και θα είναι εθελοτυφλία το να ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά, εμείς, θα είμαστε τυχεροί.

Για να αντιμετωπίσουμε αυτήν την σύγκριση οφείλουμε να εμπιστευτούμε περισσότερο κάποιες βασικές έννοιες που προκύπτουν από τη μαρξιστική παράδοση.

Αναφέρομαι αρχικά στην έννοια του ιμπεριαλισμού. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια σοβαρή υποτίμησή της. Διάφοροι νεωτερισμοί εξηγούσαν και εξηγούν την «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» ως μια μορφή κυριαρχίας «άυλων δικτύων», ενός εξαερωμένου διεθνούς κεφαλαίου των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο έχει διεθνοποιήσει τη δράση του, όμως, ποτέ δεν παραιτήθηκε από την εθνική βάση του, που έδινε σε μεγάλες επιχειρήσεις τη δυνατότητα της καταφυγής σε εθνική- κρατική προστασία όποτε αυτό ήταν αναγκαίο. Επίσης, οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων για μερίδια της αγοράς, ποτέ δεν ανεξαρτητοποιήθηκαν πλήρως από τους ανταγωνισμούς μεταξύ των χωρών- κρατών της καταγωγής τους. Ο κρατικός προστατευτισμός «κρύφτηκε» καλύτερα μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης αλλά ποτέ δεν καταργήθηκε ολοκληρωτικά. Το κύμα προστίμων κρατών ή συμμαχιών κρατών σε βάρος εταιρειών – μαμούθ των ανταγωνιστών τους, ένα κύμα που μεγενθύνεται στα τελευταία χρόνια είναι ενδεικτικό (βλ. πχ διώξεις ενάντια στη VW, στην Toyota, στη Deutsche Bank ή αντίστοιχα, στην Apple κ.ο.κ.). Στις συνθήκες της κρίσης, η τάση καταφυγής στην κρατική προστασία γίνεται ισχυρότερη, όπως ταυτόχρονα ενισχύονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών.

Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, παρά τις αναγκαίες επικαιροποιήσεις, εξακολουθεί να είναι η πιο στέρεα βάση για να κάνουμε πολιτική.

Πρώτον, μας θυμίζει ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον ιμπεριαλισμό ως «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», υπογραμμίζοντας την αναγκαία σύνδεση μεταξύ της αντιιμπεριαλιστικής και της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Η διάσπαση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πυλώνες έχει οδηγήσει ρεύματα της Αριστεράς σε στρατηγικές αποτυχίες και περιπέτειες.

Δεύτερον, ο Λένιν επιμένει στην έννοια της «ιμπεριαλιστικής αλυσίδας». Ασφαλώς όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ισχύος και οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι ισότιμες. Όμως αυτή η διαπίστωση δεν επιτρέπει τη συμμαχία με τους ασθενέστερους ενάντια στους πιο ισχυρούς ιμπεριαλιστές. Άλλωστε η Ρωσία, όπου οι μπολσεβίκοι επιχείρησαν να σπάσουν τον «αδύναμο κρίκο» της αλυσίδας, ήταν ίσως ο ασθενέστερος από τους ιμπεριαλισμούς που ενεπλάκησαν στον Α’ Π.Π.

Υπολογίζοντας σε αυτήν την ανισομέρεια ένα τμήμα των συντρόφων βλέπει σήμερα φιλικά τις σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν, ως «αντίβαρο» στην υπεροχή των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτή η επιλογή «στρατοπέδου» είναι τραγικό λάθος. Η Ρωσία του Πούτιν κινείται με αποκλειστική βάση τα συμφέροντα των ολιγαρχών που κυριαρχούν στο εσωτερικό της. Ακριβώς γι’ αυτό στη διεθνή πολιτική της Ρωσίας είναι καθοριστικά τα κριτήρια για συμμαχίες με μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις και όχι με κινήματα ή τμήματα μιας κάποιας αριστεράς: πχ οι σχέσεις της Ρωσίας με την ΕΕ και ειδικότερα με τη Γερμανία είναι κατά πολύ στενότερες απ’ ότι νομίζει ένας διάχυτος «φιλο-ρωσισμός» στην Ελλάδα. Ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ είναι άλλωστε ο επικεφαλής του ρωσικού κολοσσού που ελέγχει τις επενδύσεις και τα σχέδια για τους Αγωγούς, ενώ μέχρι πρότινος ήταν υπεύθυνος διεθνών σχέσεων της GazProm. Θα συνόψιζα αυτά τα δύο στοιχεία από την ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό στην εξής θέση: στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ο αντι-ιμπεριαλισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος, πολιτικά ταυτίζεται, με τον αντι-καπιταλισμό, σχεδόν παντού και σίγουρα στις χώρες- μέλη του καπιταλιστικού κέντρου, όπως σε όλη την ΕΕ.

Απαραίτητη όμως είναι και μια ακόμα έννοια που ξεκινά από την κλασσική μαρξιστική παράδοση, αν και εμπλουτίστηκε κυρίως από τις διεργασίες στη μετά το 1968 Αριστερά: η έννοια του υπο-ιμπεριαλισμού. Αναφέρομαι σε χώρες που έχουν φτάσει στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης, δεν έχουν το μέγεθος των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά διεκδικούν το ρόλο του βασικού στηρίγματος του ιμπεριαλισμού σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Χωρίς αυτήν την έννοια είναι αδύνατον πχ να ερμηνεύσουμε τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό, σε όλη την ιστορία του, που περιλαμβάνει συγκρούσεις και μεγάλους πολέμους.

Ζούμε μια νέα φάση αυτού του ανταγωνισμού. Φέτος το καλοκαίρι απέναντι στο τουρκικό ερευνητικό πλοίο, που συνοδευόταν από τουρκικά πολεμικά σκάφη, στα ανοιχτά της Κύπρου αντιπαρατάχθηκαν τα ερευνητικά σκάφη της γαλλικής Total(σε συνεργασία με την αμερικανική Exxon Mobil την ιταλική Eni), υπό την προστασία αμερικανικών αεροπλανοφόρων, γαλλικών και ελληνικών πολεμικών πλοίων, ενώ τον εναέριο χώρο της περιοχής είχε «δεσμεύσει» η αεροπορία του Ισραήλ. Το ποιός είναι με ποιόν είναι πλέον απολύτως σαφές. Όπως είναι σαφές ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες ο αντιιμπεριαλισμός ταυτίζεται με τον αντιεθνικισμό.

Η απόρριψη ενός «αριστερού» πατριωτικού λόγου (που αποτελεί κληρονομιά της πασοκικής εποχής) γίνεται υποχρεωτική μέσα στις συνθήκες που ακολούθησαν. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλλ (συνεχίζοντας ασύστολα την πολιτική του Α. Σαμαρά) ταυτίζεται πλήρως με την πολιτική των ΗΠΑ του Τραμπ στην Ανατολική Μεσόγειο, ελπίζοντας σε «ανταλλάγματα» και αξιοποίηση των ρωγμών στις σχέσεις μεταξύ Δύσης και Τουρκίας. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλλ θα επιχειρήσει να «ρεφάρει» τις απώλειες που έχει λόγω της μνημονιακής πολιτικής της, με μια εθνικο-πατριωτική στροφή. Άλλωστε ιδιαίτερα γύρω από τον Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, παρατηρείται ήδη μια συσπείρωση του «πατριωτικού χώρου», κυρίως πασοκικής προέλευσης αλλά όχι μόνο.

Απέναντι σε αυτές τις επικίνδυνες προοπτικές στο διεθνές πεδίο και στην περιοχή, έχει να σταθεί η Ριζοσπαστική Αριστερά. Ενώνοντας την πάλη ενάντια στα Μνημόνια και το νεοφιλελευθερισμό με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το ρατσισμό και τις φιλοπολεμικές πολιτικές. Στα 100 χρόνια μετά τον Οκτώβρη του ’17, είμαστε ξανά μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις.

Ετικέτες