Το τελευταίο διάστημα επανήλθε η συζήτηση στη θεωρούμενη αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν σωστά και διαδοχικά την ετυμηγορία του βρετανικού δημοψηφίσματος, την ανάδειξη του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την επικράτηση (όπως φαίνεται) του Φιγιόν στις εσωκομματικές εκλογές της γαλλικής Δεξιάς.
Συνήθως μάλιστα η επανερχόμενη ανά τακτά διαστήματα συζήτηση είτε συγκρίνει ανόμοια πράγματα και αναμετρήσεις (δημοψήφισμα γενικού εκλογικού ενδιαφέροντος – εσωκομματική εκλογή σχετικά περιορισμένου ακροατηρίου) είτε παραβλέπει την αντίστοιχη «επιτυχία» των ερευνών γνώμης να κατατάξει σε γενικές γραμμές ορθά τους διάφορους διεκδικητές (πχ σε εθνικές, προεδρικές ή κοινοβουλευτικές εκλογές). Το θέμα είναι δεδομένο ότι θα απασχολήσει το επόμενο διάστημα το σύνολο του ευρωπαϊκού, πολιτικού και γεωγραφικού χώρου, καθώς η Ευρώπη μπαίνει σε μια σειρά, κρίσιμων αναμετρήσεων διαφορετικής όμως κλίμακας, δυναμικής και κανόνων διεξαγωγής και εξαγωγής αποτελεσμάτων (αλλού δημοψήφισμα πχ Ιταλία, αλλού κοινοβουλευτικές εκλογές, πχ Ολλανδία και Γερμανία, αλλού προεδρικές εκλογές δύο γύρων, πχ Γαλλία).
Ας ξεκινήσουμε από τα φρέσκα, όσο και ανόμοια μεταξύ τους, κουλούρια. Έπεσαν, όντως, έξω οι δημοσκοπήσεις στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις (βρετανικό δημοψήφισμα, αμερικανικές εκλογές, εκλογές γαλλικής Δεξιάς); Η απάντηση στις ίδιες γενικές γραμμές είναι αρνητική – οι δημοσκοπήσεις δεν έπεσαν έξω, τουλάχιστον όχι όλες ή μάλλον οι περισσότερες. Στις αμερικανικές εκλογές, η Κλίντον όντως επικράτησε στη λαϊκή ψήφο, όπως οι παναμερικανικές δημοσκοπήσεις έδειχναν, η οποία ψήφος όμως δεν ήταν αντίστοιχα κατανεμημένη κυριαρχικά για αυτήν στις κρίσιμες πολιτείες, προκειμένου να αποκτήσει και την πλειοψηφία των εκλεκτόρων (αυτό το απολίθωμα έμμεσης εκλογής και πλειοψηφικής αρπαγής κάθε πολιτείας έστω και για μία ψήφο, που για δεύτερη φορά σε 16 χρόνια στερεί στους Δημοκρατικούς την προεδρία – είχε προηγηθεί ο Γκορ το 2000). Στο βρετανικό δημοψήφισμα, το Brexit προηγούταν σε αρκετές, αν όχι τις περισσότερες δημοσκοπήσεις, έστω οριακά, έως τη δολοφονία της Τζο Κοξ και το «φρενάρισμα» αυτής της τάσης μπροστά στο αποτρόπαιο έγκλημα, κάτι που τροφοδότησε πρόσκαιρα απαντήσεις είτε «ΔΞ/ΔΑ» είτε «αναποφασιστικότητας».
Στη Γαλλία, η κούρσα Φιγιόν είχε σταθμιστεί τις τελευταίες ημέρες, ακριβώς επειδή συνέτρεχαν και πρωτοφανέρωτα πράγματα για το φάσμα πολιτών που εκφράζεται (σήμερα) από τη γαλλική Δεξιά. Καταρχάς πρώτη φορά καλούνταν οι γάλλοι δεξιοί να εκφραστούν δημοψηφισματικά υπέρ μιας υποψηφιότητας προέδρου τους (με οποιαδήποτε κίνητρα ή ελατήρια κινήθηκε ατομικά ο κάθε ψηφοφόρος στην επιλογή του, πάνω από την κάλπη) – και αυτό όπως έχει δείξει και η ελληνική εμπειρία της αναμέτρησης Σαμαρά – Μπακογιάννη το 2009, μπορεί να δώσει όχι και τόσο απρόβλεπτες εκπλήξεις.
Δεύτερον, Σαρκοζί και Ζιπέ κουβαλούν πολλές, πολιτικές αμαρτίες που τους έχουν βάλει κατά καιρούς στο στόχαστρο της δημόσιας κριτικής και της προσωπικής απολογίας, κάτι που οδήγησε και σε έναν άτυπο «αλληλοσπαραγμό» τους, με αποτέλεσμα ο Φιγιόν να πλασαριστεί ως ο συγκριτικά λιγότερο φθαρμένος και διεφθαρμένος – και όπως δείχνει μια παγκόσμια τάση μετατόπισης της δημόσιας συζήτησης σε θέματα «ηθικής» και «διαφθοράς» και «σπίλωσης», όποιος φαίνεται (…φαίνεται, όχι απαραίτητα ότι είναι) Ηρακλής της ηθικής, αποκτά προβάδισμα. Και τρίτον και ίσως ουσιαστικότερο, ο Φιγιόν όχι μόνο δεν κρύφτηκε στο ακροατήριο που θεώρησε ότι θα αποτελούσε την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, οι οποίοι θα έκριναν την (πρώτη) αναμέτρηση, αλλά πλειοδότησε από θέση «ήρεμης δύναμης»: Έταξε ένα σκληρό, νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα, «χρυσό αερόστατο» για τα αστικά, ανώτερα και μεσαία στρώματα και σκέτο εφιάλτη για την εργατική τάξη, χωρίς μάλιστα τις «γκρίζες ζώνες» μιας πιθανής, καπιταλιστικής «εθνικής αναδίπλωσης», όπως αυτή προπαγανδίζεται με διακυμάνσεις από την άκρα Δεξιά της Λεπέν. Παράλληλα, χάιδεψε την πατροπαράδοτη, συντηρητική και ως προς το θρήσκευμα πιστή καθολική βάση των παλαιών, γκωλικών ( πχ. με την άρση της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια).
Ο αναγνώστης θα μπορούσε να πει, επικαλούμενος και την ελληνική εμπειρία των τελευταίων ετών, ότι, με τα παραπάνω, αθωώνονται οι εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα πορίσματα τους και κάνω τον συνήγορο του διαβόλου – κάθε άλλο. Αυτό που επισημαίνεται είναι ότι ζούμε σε εποχές οριακών και πολωτικών καταστάσεων, και στην καταγραφή των λεγόμενων τάσεων της κοινής γνώμης. Παράλληλα έχουν καταστεί νέος κανόνας του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου, στον οποίον όμως αδυνατούν να βρουν απαντήσεις και μεθόδους αποτίμησης και οι καλύτερες εταιρείες δημοσκοπήσεων η αποχή, η αποευθυγράμμιση και η αποστοίχιση των ψηφοφόρων από κόμματα και σχηματισμούς που έδιναν τον πολιτικό τόνο έως προχθές – και αυτό αφορά κατά κανόνα τα κόμματα της πάλαι ποτέ Σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, όσο αυτά σέρνονται πίσω από οικονομικές και κοινωνικές ατζέντες «αναπτυξιολογίας», φανερής ή κεκαλυμμένης περιστολής ατομικών, πολιτικών και εργατικών δικαιωμάτων, σύγχυσης, αμηχανίας (αν όχι ανοικτής εχθρότητας και προγραμματικού «δεν βαριέσαι») και στρουθοκαμηλισμού μπροστά στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της μαζικής, βίαιης εξόδου ανθρώπων από τις εστίες τους, λόγω φτώχειας, πολέμων και πάσης φύσεως διώξεων και κατατρεγμών.
Η κολοσσιαία ευθύνη των εταιρειών δημοσκοπήσεων έγκειται ακριβώς στο σημείο που δρουν (όπου δρουν έτσι και συνήθως χωρίς σαφές πλαίσιο δεοντολογίας, κανόνων και εξωτερικών μηχανισμών ελέγχου) προκαταβολικά πρώτα σαν εταιρείες με γνώμονα την κερδοφορία τους και κατόπιν σαν οργανισμοί με μερίδιο τόσο στη διαμόρφωση των ίδιων τάσεων που δήθεν απλώς καταγράφουν όσο και στη συνύπαρξη κατά κανόνα με δύο άλλους πυλώνες της δημόσιας, πολιτικής σφαίρας, τα κόμματα και τα ΜΜΕ – και όταν οι δύο κορυφές αυτού του «τριγώνου» πέφτουν σε ναδίρ αναξιοπιστίας, λίγο δύσκολο να την γλιτώσει η τρίτη.
Η κερδοφορία δεν εδράζεται μόνο στο αν οι εν λόγω εταιρείες δραστηριοποιούνται και ως εντολοδόχοι κομμάτων, άλλων επιχειρήσεων, ΜΜΕ, διαφημιστικών πρακτόρων κτλ προκειμένου να βολιδοσκοπήσουν τάσεις γενικών ή ειδικών κοινών, με το αζημίωτο και χωρίς απαραίτητα αμιγώς, πολιτικό πρόσημο. Στοιχειοθετείται και από την αναδίπλωση τους σε «φθηνότερες» λύσεις και μεθόδους δημοσκόπησης (τηλεφωνικές, μέσω διαδικτύου, σε συγκεκριμένα «κοινά»), κατάσταση που οδηγεί ενίοτε σε αλλοπρόσαλλα ή τραγελαφικά αποτελέσματα – σκεφθείτε μόνο πόσες φορές έχετε βρεθεί, τα τελευταία χρόνια, μπροστά σε δημοσκόπηση, στην ταυτότητα της οποίας περιγράφεται ότι η ακολουθητέα μέθοδος καταγραφής ήταν η προσωπική συνέντευξη και το ερωτηματολόγιο, η κατά γενική ομολογία πιο αξιόπιστη και ουσιαστικά αναντικατάστατη μέθοδος. Ελάχιστες, ίσως και καμία ακριβώς επειδή αυτή η διαδικασία κοστίζει (σε χρόνο και σε χρήμα, λόγω των εμπλεκομένων παραμέτρων, πχ αριθμό συνεργείων καταγραφής, μέλη των διαφόρων υποομάδων τόσο αυτών που δίνουν όσο και αυτών που παίρνουν τη διά ζώσης συνέντευξη κτλ).
Εντέλει, τι θα μπορούσε να ειπωθεί για τις δημοσκοπήσεις της εποχής μας; Σε κάθε περίπτωση ότι θυμίζουν τα παγόβουνα στον Βόρειο Ατλαντικό – βλέπουμε μόνο το 1/10 ή το 1/8 μιας συγκεκριμένης στιγμής, την ώρα που το ρεύμα κατεβάζει και άλλο παγόβουνο, διαφορετικού σχήματος και όγκου, διαφορετικών ερωτημάτων και απαντήσεων. Το πρόβλημα (ειδικά για τα κόμματα και ειδικότερα για τα κόμματα της Αριστεράς) ξεκινά όταν αποκτούν την τάση να κάνουν πολιτική, στο γόνατο και στη συγκυρία, αποκλειστικά με βάση τις δημοσκοπήσεις, βλέποντας την επιφάνεια του παγόβουνου (το 1/10 – 1/8 του συνόλου) και ακόμη χειρότερα θεωρώντας ότι βλέπουν όχι απλώς ένα από τα πολλά ογκώδη κομμάτια πάγου αλλά ολόκληρη την Αρκτική – κάπως έτσι ρυμουλκήθηκε υπνωτιστικά πάνω στα παγόβουνα και σε τακτικισμούς η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και θα βρεθεί σύντομα στον πάτο ενός νέου, πολιτικού Τιτανικού. Αυτά τα παθήματα έχουν ευρύτερες, ευεργετικές συνέπειες, εφόσον βέβαια κανείς εξάγει τα σωστά συμπεράσματα και παίρνει τα κατάλληλα μαθήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσο, ειδικά η Αριστερά, θα χάνεται στη μετάφραση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, πάνω στα μεγάλα διακυβεύματα της εποχής λες και είναι πρωτοφανέρωτα, σαν την εσωκομματική ψήφο των γάλλων δεξιών, στο ιστορικό βάθος της πολιτικής και θεωρητικής της εμπειρίας, τόσο θα βρίσκεται μπροστά σε… «δημοσκοπικές εκπλήξεις» και «ανατροπές».