To κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος του Αντώνη Νταβανέλλου στο βιβλίο «Χιλή 1970-73: κυβέρνηση της Αριστεράς, κράτος και εξουσία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις RedMarks για τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή.

Στις 11 Σεπτέμβρη του 1973 στη Χιλή, σαράντα χρόνια πριν, ο στρατός, με επικεφαλής το στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ, ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αριστεράς και τον εκλεγμένο Πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Ήταν ένα πραξικόπημα που δεν είχε τίποτα κοινό με το βελούδο. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξοντώθηκε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών και αγωνιστριών της εργατικής τάξης και της Αριστεράς όλων των αποχρώσεων. Στους πρώτους μήνες της δικτατορίας πάνω από 30.000 στελέχη του μαζικού κινήματος και των κομμάτων της Αριστεράς δολοφονήθηκαν ή «εξαφανίστηκαν».

Η εξόντωση έγινε με τον πιο φρικτό τρόπο: τα σακατεμένα σώματα, που βρίσκονταν πεταμένα στα χαντάκια, έστειλαν «μήνυμα» στη Χιλή, αλλά και διεθνώς, ότι η κυρίαρχη τάξη δεν αστειεύεται. Το «μήνυμα» αφορούσε όλη τη Λατινική Αμερική. Σε μια σπάνια επίδειξη «διεθνισμού» από τα πάνω, οι στρατοί και οι μυστικές υπηρεσίες της Χιλής, της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Παραγουάης συντονίστηκαν -υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ- και έπνιξαν στο αίμα το ριζοσπαστισμό, αλλά και τις ελπίδες, που είχαν δημιουργηθεί από την επανάσταση στην Κούβα, από τον Τσε, από το διεθνή Μάη του 1968…

Στη Χιλή, το καθεστώς του Πινοσέτ επέβαλε την πιο «απελευθερωμένη» εκδοχή του καπιταλισμού, ακολουθώντας τις οδηγίες των μονεταριστών της σχολής του Σικάγου. Ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή η βαρβαρότητα που σήμερα έχει επεκταθεί παγκόσμια, άρχισε την επέλασή του με εμβληματικό τρόπο: με τη σφαγή του εργατικού κινήματος στη Χιλή.

Και όμως, τρία χρόνια πριν, το 1970, όταν ο συνασπισμός της Λαϊκής Ενότητας (ΛΕ), με επικεφαλής τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές, όλα φαίνονταν ότι θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Στη Χιλή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομουνιστικό Κόμμα –η ραχοκοκαλιά της ΛΕ– υπόσχονταν στους εργάτες και στους φτωχούς αγρότες ότι μπορούσαν να διορθώσουν τη ζωή τους –ακόμα , ίσως, να φτάσουν και στο Σοσιαλισμό– χωρίς τα βάσανα μιας επανάστασης, μέσα από «ομαλές και δημοκρατικές» εξελίξεις, με διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, που θα είχαν ως βάση τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τον έλεγχο της κυβέρνησης από την Αριστερά.

Το «πείραμα» αυτό αποκτούσε άμεσα διεθνές ενδιαφέρον. Αφορούσε την παγκόσμια Αριστερά και ειδικότερα τα μαζικά ΚΚ στη Γαλλία και την Ιταλία, που πιέζονταν από τα αριστερά τους μέσα στις συνθήκες που είχε δημιουργήσει ο Μάης του ’68.

Το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του Αλιέντε δεν ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για την εποχή του, μια εποχή τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Υποσχόταν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς, με στόχο να αυξήσει την εσωτερική ζήτηση και να βοηθήσει την αναδιάρθρωση της χιλιανής οικονομίας.

Υποσχόταν να ολοκληρώσει την αγροτική μεταρρύθμιση, που είχε αρχίσει ο Χριστιανοδημοκράτης προκάτοχος του Αλιέντε, Εντουάρντο Φρέι, αλλά είχε σταματήσει μπροστά στην αντίσταση των μεγαλοκτηματιών.

Υποσχόταν την εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού και ορισμένων μεγάλων τραπεζών, οργανώνοντας μια μετάβαση προς ένα ιδιωτικό, κρατικό και μικτό συνδυασμό στην οικονομία. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που, στις συνθήκες του 1970, υλοποιείτο από αρκετές μετριοπαθείς κυβερνήσεις, ακόμα και από κυβερνήσεις της Δεξιάς σε διάφορες χώρες.

Η κυρίαρχη τάξη στη Χιλή δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτό το πρόγραμμα. Όχι τόσο για λόγους διαφορών επί της ουσίας, αλλά κυρίως γιατί αυτό το πρόγραμμα θα το υλοποιούσε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Δηλαδή, πολιτικά κόμματα και στελέχη που διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους εργαζόμενους και τις φτωχές λαϊκές δυνάμεις, δημιουργώντας –κατά συνέπεια– τον κίνδυνο να ξεσπάσει ένα κύμα ριζοσπαστισμού, ελπίδων και αυτοπεποίθησης του κόσμου από τα κάτω. Ένα κύμα που κανείς, του Αλιέντε συμπεριλαμβανομένου, δεν θα μπορούσε εύκολα να ελέγξει.

Η συνέχεια της ιστορίας απέδειξε πόσο ακριβείς ήταν οι προβλέψεις της κυρίαρχης τάξης και πόσο  βάσιμοι οι φόβοι της.

Οι καπιταλιστές στη Χιλή αποδέχθηκαν μόνο επιφανειακά την εκλογική νίκη της Αριστεράς. Για να παραδώσουν την κυβερνητική εξουσία στον Αλιέντε, απαίτησαν «εγγυήσεις» ότι… δεν θα παραδώσουν την πραγματική εξουσία. Η ΛΕ δεσμεύτηκε ότι δεν θα προωθήσει αλλαγές που θα αφορούν τον έλεγχο του στρατού, της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, της εκκλησίας, της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ.

Ο έλεγχος των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους αναδείχθηκε, από την πρώτη ημέρα της περιόδου της ΛΕ, ως το κεντρικό ζήτημα πάνω στο οποίο επρόκειτο να κριθούν οι πραγματικές εξελίξεις. Μετά από 40 χρόνια κυριαρχίας των κοινοβουλευτικών αυταπατών παγκοσμίως, αυτά τα ζητήματα πρέπει να τεθούν στο κέντρο της συζήτησης της Αριστεράς, ειδικά σε μια χώρα όπου η κυβέρνηση της Αριστεράς γίνεται ξανά μια σοβαρή πιθανότητα.

Έχοντας διασφαλίσει αυτές τις «εγγυήσεις» από την ημέρα της ορκωμοσίας του Αλιέντε, η κυρίαρχη τάξη της Χιλής αντιμετώπισε τις εξελίξεις με μια χαρακτηριστική ταξική καθαρότητα. Έκανε σαφές ότι ο στόχος της για την ανατροπή της κυβέρνησης της Αριστεράς θα υπηρετηθεί με κάθε αναγκαίο μέσον. Οι διαδηλώσεις κατσαρόλας, τα εργοδοτικά λοκ άουτ, το εκτεταμένο οικονομικό σαμποτάζ, η απόσυρση των επενδύσεων και η δραπέτευση κεφαλαίων, η κλιμάκωση των φασιστικών προκλήσεων του κόμματος «Πατρίς και Ελευθερία», το ενδιάμεσο «δοκιμαστικό» πραξικόπημα του καλοκαιριού του 1973, ήταν όλα σε μια σταθερή κατεύθυνση: την ανατροπή της κυβέρνησης και τη συντριβή του μαζικού κινήματος.

Όμως η ριζοσπαστικοποίηση της τακτικής των καπιταλιστών από τα πάνω συνάντησε στα εργοστάσια και στους δρόμους τις απαντήσεις που άρμοζαν στις περιστάσεις: τη ριζοσπαστικοποίηση της τακτικής των από κάτω, το ξέσπασμα ενός μεγάλου εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Οι «απεργίες» των ιδιοκτητών των μέσων μεταφοράς και το γενικότερο εργοδοτικό λοκ αουτ πυροδότησαν ένα κύμα καταλήψεων εργοστασίων, καταστημάτων, υπηρεσιών και περιοχών, ενώ έκαναν αναγκαία την ανάπτυξη εργατικών και κοινωνικών οργανώσεων, μέσω των οποίων οι φτωχοί έπαιρναν στα χέρια τους μεγάλα τμήματα της κοινωνικής ζωής.

Οι κάθε λογής επιτροπές βάσης, που αναπτύχθηκαν (κυρίως τα cordonesindustrialsκαι τα commandoscommunales), ήταν το πρόπλασμα, η εμφάνιση σε εμβρυακή μορφή, της «δυαδικής εξουσίας» που είχε προηγηθεί τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. Σε κατώτερο επίπεδο, ασφαλώς, αλλά ακόμα –τότε– σε εξέλιξη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτή την πορεία κλιμάκωσης των αγώνων, οι εργάτες, οι φτωχοί αγρότες και η νεολαία, ανέλαβαν το καθήκον να απαντήσουν στην αντεπίθεση της Δεξιάς, να υπερασπίσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς, να σώσουν τη ΛΕ –και τον εαυτό τους– από την «τελική λύση» που, αυθόρμητα, καταλάβαιναν ότι οργανώνουν τα αφεντικά και οι διεθνείς φίλοι τους, με τη CIAστην πρώτη γραμμή.

Αυτή η δύναμη από τα κάτω και αυτή η πολιτική γραμμή της αντεπίθεσης ενάντια στη Δεξιά και στα αφεντικά, είχαν αποτελέσματα στα πρώτα δύο χρόνια. Αυτή η δύναμη έσωσε τον Αλιέντε από την «απεργία» των ιδιοκτητών, αυτή κράτησε ζωντανή την παραγωγή και την οικονομία, αυτή έσωσε τη ΛΕ από τη δοκιμασία των εκλογών σε συνθήκες οικονομικού χάους το 1973.

Αυτή η δύναμη θα μπορούσε να φτάσει στην τελική νίκη, με μια βασική προϋπόθεση. Ότι η Λ.Ε. θα συνειδητοποιούσε ότι η πάλη έχει πάρει χαρακτηριστικά αγώνα ζωής ή θανάτου, ότι το ΣΚ και το ΚΚ Χιλής θα αποδέχονταν να στηριχθούν αποφασιστικά στη δύναμη των εργατικών και λαϊκών μαζών.

Όμως αυτό δεν έγινε.

Η ΛΕ αποφάσισε να παραμείνει πιστή στη στρατηγική της «συνταγματικής νομιμότητας», ακόμα και όταν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις βασικές κοινωνικές τάξεις είχαν γίνει κυριολεκτικά εκρηκτικές.

Από το 1972, το ΣΚ, το ΚΚΧ και ο Αλιέντε κάλεσαν τη Δεξιά σε διαπραγματεύσεις, υπό τον όρο της απομόνωσης των «στασιαστών» κάθε τύπου. Για να αποδείξουν την προσήλωσή τους στη στρατηγική της νομιμότητας, κάλεσαν τους στρατηγούς -ανάμεσά τους και κάποιον Αουγκούστο Πινοσέτ- να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση!

Η Δεξιά, παρότι σκόπευε να απορρίψει το συμβιβασμό, παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις, γνωρίζοντας ότι αυτό προκαλεί ρήγματα στις σχέσεις της ΛΕ με το κίνημα και γενικεύει τον αποπροσανατολισμό των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

Οι στρατηγοί αποδέχθηκαν την πρόσκληση, αρχίζοντας το κυνήγι των «στασιαστών» με τρομοκρατικές εφόδους του στρατού και της αστυνομίας στις εργατογειτονιές και τις παραγκουπόλεις, με στόχο τον αφοπλισμό της Αριστεράς.

Ο Γραμματέας του ΚΚ Χιλής, Λουίς Κορβαλάν, την ίδια στιγμή δήλωνε προς τους εργάτες την εμπιστοσύνη του κόμματος στην… προσήλωση του στρατού της Χιλής στη δημοκρατία και στο σύνταγμα. 

Η στάση αυτή άνοιγε το δρόμο –με σκαμπανεβάσματα και περιπέτειες, όπως η τελευταία εργατική αντεπίθεση το καλοκαίρι του 1973– στην επικράτηση της «τελικής λύσης» του δράματος, με το νικηφόρο  πραξικόπημα του στρατού και της Δεξιάς στις 11/9 του 1973.

Ο Αλιέντε πέθανε υπερασπίζοντας με το όπλο στο χέρι το Προεδρικό Μέγαρο. Το τελευταίο του διάγγελμα («Προς τους εργάτες και το λαό της Χιλής») αναδεικνύει τη μεγάλη απόσταση που τον χώριζε από τους σημερινούς εκφυλισμένους σοσιαλδημοκράτες, τύπου Ολάντ ή Παπανδρέου. Όμως αυτά αφορούν μια κάποια ηθική δικαίωση και όχι δικαίωση της πολιτικής του. Γιατί η δυνατότητα μιας μεγάλης νίκης των εργατών και του λαού της Χιλής μετατράπηκε, μέσα από την πολιτική της ΛΕ, σε μια τραγική ήττα.

Η παγκόσμια Αριστερά συζήτησε με πάθος την εμπειρία της Χιλής στη δεκαετία του ’70 και του ’80. Ο ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας, Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, μετά τη συντριβή της ΛΕ στη Χιλή, δήλωσε ότι αλλάζει η ιστορική εποχή για την Αριστερά, ότι «εξαντλήθηκε η δυναμική της Οκτωβριανής επανάστασης». Η διέξοδος θα έπρεπε να είναι στην ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή στις διαδικασίες του «ειρηνικού, κοινοβουλευτικού δρόμου» προς τον Σοσιαλισμό, ο «ιστορικός συμβιβασμός», ακόμα και μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, με βάση τις δημοκρατικές αρχές και το σεβασμό στις συνταγματικές διαδικασίες.

Το ρεύμα της Επαναστατικής Αριστεράς –ενισχυμένο από το διεθνές κύμα αγώνων του Μάη του ’68 και έχοντας αναφορά στο χιλιανό ΜΙR(κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς), που αντιστάθηκε ένοπλα στον Πινοσέτ μέχρι την τελική συντριβή του–  έβγαλε τα αντίστροφα συμπεράσματα. Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά στη Χιλή ηττήθηκαν όχι γιατί «πήγαν πολύ μακριά», αλλά γιατί έμειναν στη μέση του δρόμου: αμφισβήτησαν την κυριαρχία των καπιταλιστών, αμφισβήτησαν την κρατική εξουσία, αλλά δεν ολοκλήρωσαν την ανατροπή, προχωρώντας στο δρόμο του Οκτώβρη του 1917.

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, σε συνθήκες τελείως διαφορετικές –οικονομικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά– από τις αντίστοιχες του 1970, η Χιλή εξακολουθεί να μας προειδοποιεί: Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να πληγώσεις ένα θηρίο, αν δεν έχεις την πρόθεση να το αποτελειώσεις…