«Οι καινούργιες λέξεις της ημέρας είναι οι εξής: θάλασσα, αυτοκινητόδρομος, εκδρομή, καραμπίνα.
Θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα με τα ξύλινα μπράτσα σαν κι αυτή που έχουμε στο σαλόνι. Παράδειγμα, μην κάθεσαι όρθιος, κάτσε στην θάλασσα να τα πούμε με την ησυχία μας.
Αυτοκινητόδρομος είναι ο πολύ δυνατός αέρας.
Εκδρομή είναι ένα πολύ ανθεκτικό υλικό με το οποίο κατασκευάζουμε δάπεδα. Παράδειγμα: ο πολυέλαιος έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, αλλά δεν προκλήθηκε καμμία ζημιά γιατί είναι φτιαγμένος 100% από εκδρομή.
Καραμπίνα είναι ένα πολύ όμορφο λευκό πουλί»
Γιώργος Λάνθιμος – Κυνόδοντας – 1η σκηνή
Είναι ίσως στη φύση του πολιτισμού, και ειδικότερα του κινηματογράφου, να λειτουργεί ως σεισμογράφος που καταγράφει βαθύτερα κύματα που διαπερνούν τις κοινωνίες πριν ακόμη γίνουν αντιληπτά στην επιφάνεια, ιδιαίτερα όταν αποτελούν προανάκρουσμα μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Τι καλύτερος δείκτης των τάσεων που οδήγησαν στην άνοδο των ναζισμού από τον κινηματογράφο της Βαϊμάρης, με καλύτερο ίσως δείγμα τις ταινίες του Φριτς Λανγκ; Το γαλλικό «Νέο κύμα», η «Νουβέλ Βαγκ» της δεκαετίας του 1960, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τις ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, δεν διείδε την αμφισβήτηση που οδήγησε στην έκρηξη του Μάη του 68 καλύτερα από οποιαδήποτε θεωρία εκείνης της εποχής; Λίγο ξεσπάσει η «μεγάλη αναταραχή» της μνημονιακής περιόδου, η ταινία ‘Κυνόδοντας’ του Γιώργου Λάνθιμου είχε απεικονίσει με αλληγορικό τρόπο μια δυστοπική κοινωνική συνθήκη, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι όχι απλά ο εγκλεισμός αλλά κυριολεκτικά η απουσία ενός «έξω», μις διαφορετικότητας που να ορίζει μια δυνατότητα διαφυγής από την τυρανική εξουσία που ασκεί ο πατέρας πάνω στα έγκλειστα μέλη της οικογένειάς του. Είναι πράγματι προφανές ότι το εργοστάσιο του οποίου είναι το αφεντικό, και κατά προέκταση η κοινωνική πραγματικότητα, δεν αποτελεί κάποια «εξωτερικότητα» αλλά απλά την άλλη, απολύτως συμπληρωματική, πλευρά της εξουσίας που διέπει κάθε πτυχή της ζωής αυτών που ζουν εντός των τειχών της οικογενειακών βίλας.
Η εξουσία αυτή στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την χειραγώγηση της επιθυμίας και της γλώσσας, και συμπληρώνεται όταν χρειαστεί με την άσκηση βίας. Για να είναι ολοκληρωτικός, ο έλεγχος του σώματος – ατομικού ή κοινωνικού – πρέπει να συμπληρώνεται με την επιβολή επί του συμβολικού επιπέδου, δηλαδή της γλώσσας. Η διαστροφή της επιθυμίας συνοδεύεται από την διαστροφή των νοημάτων, την επεξεργασία μιας «νεογλώσσας» πλασμένης σύμφωνα με τις απαιτήσεις (και τις φαντασιώσεις) της εξουσίας όπως, πριν τον Λάνθιμο, έχουν καταδείξει τόσο ο Οργουελ (με το newspeak της ‘Ωκεανίας’ του 1984) όσο και ο Βίκτορ Κλέμπερερ στο Lingua Tertii Imperii (Γλώσσα του Τρίτου Ράϊχ), μνημείωδης μελέτη της ναζιστικής ιδιολέκτου από έναν γερμανοεβραίο που διέφυγε ως εκ θαύματος της γενοκτονίας ζώντας υπό αυστηρό περιορισμό στην Δρέσδη. Στις πρώτες εικόνες του ‘Κυνόδοντα’, μια μαγνητοφωνημένη φωνή, απρόσωπη όσο και η εξουσία που «μιλάει» μέσω αυτής – και της οποίας ο πατέρας είναι απλά φορέας – εκφωνεί τις «λέξεις της ημέρας». Από τις λέξεις αυτές, οι τρείς πρώτες αναφέρονται σε εικόνες φύσης και μετακίνησης (θάλασσα, αυτοκινητόδρομος, εκδρομή), η τελευταία σε όπλο, αλλά ο ορισμός που δίνεται αντιστρέφει πλήρως το νόημά τους. Κάθε δυνατότητα διαφυγής, ειρηνικής ή βίαιης, καθίσταται αδιανόητη στο βαθμό που δεν μπορεί καν να κατονομασθεί, ή μάλλον στο βαθμό που ακόμη και οι λέξεις που, σε κάποιο άλλο σύμπαν (αυτό του θεατή), αναφέρονται σ’αυτήν έχουν πλέον εντελώς άλλη σημασία, που ανακυκλώνει και εντείνει την αυτοαναφορικότητα του λόγου της εξουσίας.
Η «έξοδος από τα Μνημόνια» την οποία μας καλεί αυτές τις μέρες να «γιορτάσουμε» η κυβέρνηση υλοποιεί την ατζέντα της απρόσωπης, απολυταρχικής, εξουσίας που προφητικά αναπαρέστησε ο Λάνθιμος. «Βγαίνουμε από τα Μνημόνια» λοιπόν, αφού τα έχουμε όχι μόνο εφαρμόσει κατά γράμμα αλλά, επιπλέον, αφού έχουμε σε όλους τους τόνους ότι «δεν γινόταν διαφορετικά», υπονοώντας, με έναν μόλις καλυμμένο κυνισμό, ότι όλα τα προηγούμενα, αυτά δηλαδή που έφεραν στους κυβερνητικούς θώκους ένα κόμμα του 5%, ήταν είτε ευσεβείς πόθοι ανεύθυνων ονειροπόλων (αλλά τότε γιατί επιμένουν να βρίσκονται σε αυτές τις θέσεις;), είτε ένα ακόμη δείγμα της συνηθισμένης πολιτικάντικης υποσχεσιολογίας που στοχεύει στην αναρρίχηση στην εξουσία. Τότε όμως πρόκειται για μια απλή εξαπάτηση, που αναιρεί, ή μάλλον θα ήθελε να αναιρέσει, όλα όσα συνέβησαν πριν τις 13 Ιουλίου 2015. «Ολα», δηλαδή οι απεργίες, οι πορείες, τα χημικά και τα ανοιγμένα κεφάλια, οι γεμάτες πλατείες, η 28η Οκτωβρίου 2011, η πτώση δύο κυβερνήσεων, και, εν τέλει, η ίδια η δυνατότητα που ανέδειξαν οι εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012, όλα αυτά που προκάλεσαν ρίγη – φόβου ή ελπίδας ανάλογα με την περίπτωση – στην υπόλοιπη Ευρώπη και πιο πέρα. Μέσα σ’αυτά φυσικά και οι λέξεις που έχουν απαξιωθεί δια της ενσωμάτωσης στην Συριζαίηκη νεογλώσσα όπως – ενδεικτικά – «Αριστερά», «δικαιώματα», «μάχη», «ηθικό πλεονέκτημα» και τόσες άλλες. Μια εξουθενωμένη και προδωμένη κοινωνία καλείται λοιπόν αν όχι να «γιορτάσει» - κάτι τέτοιο μοιάζει κάπως δύσκολο μετά την τραγωδία στο Μάτι - τουλάχιστον να αποδεχθεί μια και καλή την οριστική της ήττα, και να συμφιλιωθεί μ’αυτήν.
Σε αντίθεση όμως με το ανιστορικό σύμπαν του Λάνθιμου, και εδώ βρίσκεται το όριο της αλληγορίας του, ο δικός μας αντεστραμμένος κόσμος έχει συγκεκριμένη αρχή. Θεμέλιος λίθος του, μήτρα όλων των αντι- και δια-στροφών που ακολούθησαν, η μετατροπή σε λιγότερο από μια βδομάδα του «Οχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 σε «Ναι» στα χέρια αυτών ακριβώς που τον κάλεσαν να πάρει αυτήν την απόφαση. Οπως όλες οι εξουσίες που ξέρουν πως να χειρίζονται προς όφελός τους τους μηχανισμούς της αντιπροσώπευσης, έτσι και οι νυν κυβερνώντες νομίζουν ότι το αποτέλεσμα των εκλογών που ακολούθησαν έσβησαν το δημοψήφισμα, και ότι μπορούν να συνεχίσουν απερίσπαστοι το «έργο» τους, μοναδικό περιεχόμενο του οποίου είναι η αγκίστρωσή τους σε μια κενή νοήματος «εξουσία». Κενή διότι είναι προφανές ότι είναι απλά εκτελεστές αποφάσεων που παίρνονται αλλού, προφανές ακόμη και στους ίδιους σε βαθμό μάλιστα που έχουν ανάγει σε μοναδικό περίπου επιχείρημα της παραμονής τους στην διακυβέρνηση την ίδια τους την ανημπόρια, ενδύοντάς την πότε με τα κλαψουρίσματα της «ανήσυχης αριστερής συνείδησης», πότε με την ψευτομαγκιά του «καπάτσου» που κατάφερε να παραμείνει «από πάνω» (και για να υπηρετεί τους «από πάνω»). Η αίσθηση ασφυξίας και αδιέξοδου που προκάλεσε η κυνική μεταστροφή τους δεν σημαίνει όμως ότι η κοινωνία έχει πιστέψει το διάφορα «αφηγήματα» που τις σερβίρουν οι κυριάρχοι.
Αποστερημένοι από τις λέξεις που θα μπορούσαν να δώσουν μορφή στην άρνησή τους, οι χαρακτήρες των καταπιεσμένων του ‘Κυνόδοντα’ δεν έχουν άλλο τρόπο έκφρασης από την καταφυγή στο σώμα τους, εκεί που ασκείται η καταπίεση της εξουσίας. Κινούνται υστερικά εκτρέποντας την τελετουργία της οικογενειακής παράστασης (η διάσημη πλέον σκηνή του χορού), στρέφουν προς τους ίδιους την βία που υφίστανται, αυτοτραυματίζονται και, ανακτώντας, ακόμη κι έτσι, μια «πραγματική» αίσθηση μπορούν και αποτολμούν να «διαφύγουν». Θα μπορέσει η ελληνική κοινωνία να αποφύγει μια τέτοια οδό; Υπάρχουν, ή μάλλον μπορούν να σφυρηλατηθούν, και να επανανοημοτοδηθούν οι λέξεις που θα κινήσουν τα σώματα και θα τα ωθήσουν σε νέες δράσεις; Το ερώτημα δεν είναι απλά ρητορικό στο βαθμό που μπορεί να λειτουργήσει ως κάλεσμα για την υπέρβαση του τραύματος, την άρνηση του βολέματος στην θέση του ηττημένου, την επιλογή της ολοκλήρωσης του πένθους – που απαιτεί την σκληρή εργασία του αναστοχασμού – και όχι της μελαγχολίας.
Για να τελειώσουμε και πάλι με το αρχικό παράθεμα, ίσως το ζητούμενο να είναι πράγματι να αντιστρέψουμε την αντιστροφή, και να μάθουμε να χειριζόμαστε την καραμπίνα σαν ένα όμορφο λευκό πουλί – και αντιστρόφως.
*Από το αφιέρωμα του thepressproject, "Τέλος και Αρχή των μνημονίων"