Πώς θα καλυφθεί το κενό που δημιουργεί ο ΣΥΡΙΖΑ-Grinvest;

Η ταχύτατη μετατόπιση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά –που αναδείχθηκε με τη θερμή υποδοχή του «ποταμίσιου» Μακρόν και την ανάδειξη του Gr-Invest ως θεμέλιου της στρατηγικής Τσίπρα– φέρνει με αναμφισβήτητο τρόπο στην επιφάνεια την ύπαρξη ενός σημαντικού κενού: του κενού στην πολιτική εκπροσώπηση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

Το κενό αυτό δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί από κανέναν μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά. Εκ πείρας γνωρίζουμε ότι στην πολιτική δράση δεν ισχύουν οι «αυτοματισμοί» της ιδεολογικής επιβεβαίωσης: Πρόσφατα, μετά το καλοκαίρι του 2015, η ταχύτατη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ (είτε την ονομάσει κανείς «κωλοτούμπα» είτε την πει «προδοσία») δεν άρκεσε για την ουσιαστική ενίσχυση όσων την αντιπολιτεύτηκαν (είτε των δυνάμεων που αντέδρασαν ξεκινώντας μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε του ΚΚΕ, ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Παλιότερα, η κατάρρευση των καθεστώτων στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη δεν αποδείχθηκε από μόνη της ικανή για την ενίσχυση των δυνάμεων της αντισταλινικής Αριστεράς –αντίθετα, στις συνθήκες μιας διεθνούς υποχώρησης του κινήματος λειτούργησε ως το «σύνθημα» για μια γενικότερη διαλυτική κρίση.

Το ΚΚΕ

Το κενό που δημιουργεί η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να απαντηθεί μέσα από ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο, μια συγκεκριμένη πολιτική και οργανωτική προσπάθεια. Αλλιώς, θα δίνει ευκαιρίες αξιοποίησής του από δεξιότερες του ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα η επίκληση αυτού του κινδύνου θα δίνει στην ομάδα Τσίπρα κάποιες ευκαιρίες συγκράτησης δυνάμεων και ανασύνταξης μέσα από την κεντροαριστερή-σοσιαλφιλελεύθερη στροφή.

Σε αυτήν την εικόνα ξεχωρίζουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ, που διατηρεί μαζική επιρροή, αν και, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, χωρίς μια ιδιαίτερη δυναμική. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι ασφαλώς κάποιος «εγκλωβισμός» του ΚΚΕ σε ποσοστά της τάξης του 7% (άλλωστε ο καλπασμός του Τσίπρα προς την εξουσία ξεκίνησε από χαμηλότερη αφετηρία). Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική του ΚΚΕ δηλώνει ότι δεν θεωρεί εφικτή την εδώ και τώρα ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, ότι αναστέλλει αυτούς τους μεγάλους στόχους προς ένα αόριστο μέλλον ωρίμασης μιας επαναστατικής κατάστασης, ενώ στο σημερινό παρόν οι στόχοι του περιορίζονται στα καθήκοντα ενίσχυσης του κόμματος. Το ΚΚΕ απέχει από τη διαμόρφωση ενός γενικότερου σχεδίου ανατροπής της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων. Αυτή η διαπίστωση κάνει βαρύτερα τα καθήκοντα του υπόλοιπου χώρου της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Όσοι παρακολουθούμε συστηματικά τη βασανιστική πορεία ανασύνταξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς (από την Αμερική του Τραμπ, έως τη Γαλλία του Μακρόν, την Ισπανία, την Πορτογαλία κ.λπ.) γνωρίζουμε ότι δύο είναι οι βασικές συντεταγμένες κάθε απόπειρας που επιχειρεί πραγματικά και στην πράξη να βγει από την παθητικότητα του βερμπαλισμού: η ριζοσπαστική πολιτική και η ενότητα στη δράση διαφορετικών δυνάμεων. Αυτά, ισχυριζόμαστε, πρέπει να είναι τα θεμέλια και του δικού μας «σχεδίου» εδώ και σήμερα.

Θεμέλια

ριζοσπαστική πολιτική, οφείλει ασφαλώς να είναι ριζοσπαστική: να βάζει μπροστά στόχους που θα επιφέρουν ουσιαστικές, σαφείς και ορατές βελτιώσεις της κατάστασης του κόσμου μας, στόχους που θα ανατρέπουν τους συσχετισμούς στη δουλειά, στη συνοικία, στις σχολές και στα σχολεία. Θα πρέπει όμως να είναι και πολιτική: να συνδέεται με γενικότερες πολιτικές επιδιώξεις (όπως η ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ), να διατηρεί και να αναπαράγει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης, να συγκρούεται με το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον πόλεμο κ.ο.κ. Σήμερα σχεδόν όλοι μιλάνε για «μεταβατική πολιτική». Όμως πολλοί, απλώς μεταμφιέζουν το δικό τους κομματικό ιδεολογικό πλαίσιο σε «μεταβατικό πρόγραμμα», δηλώνοντας έτοιμοι για «ενότητα», αλλά με την προϋπόθεση της υποταγής όλων στο δικό τους μάξιμουμ «πλαίσιο». Αυτή η συνήθεια οδηγεί σε μια διαλυτική αναβλητικότητα κάθε σοβαρή πρωτοβουλία. Ένα πρόγραμμα είναι «μεταβατικό» όταν διαθέτει εκ προοιμίου τη συναίνεση ευρύτερων δυνάμεων, που αντανακλά τη συναίνεση ενός υπολογίσιμου τμήματος των μαζών που θα μπορούσαν να τεθούν σε κίνηση μπρος τα μπροστά ξεκινώντας όμως από το υπαρκτό επίπεδο εμπειριών και προθέσεων.

- Η ενότητα στη δράση, οι πρωτοβουλίες «μετωπικού» χαρακτήρα, είναι πλέον η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε κάθε σοβαρή προσπάθεια παρέμβασης και στη συνέχεια της βερμπαλιστικής παθητικότητας.

Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες δηλώνουν έτοιμοι για «μέτωπα» από τα κάτω, ενώ αντιδρούν και αποδοκιμάζουν κάποιες γενικότερες συμφωνίες μακρότερης περιόδου. Πρόκειται για απλούστευση. Οι δράσεις «από τα κάτω» σήμερα προϋποθέτουν συστηματική προσπάθεια που όχι μόνο δεν είναι σε αντίφαση αλλά υποβοηθείται από συμφωνίες «από τα πάνω», αν και όπου αυτές είναι εφικτές. Οι πλειστηριασμοί, τα εργατικά, το αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό κ.ο.κ. είναι τομείς όπου αυτές οι συμφωνίες επείγει να υπάρξουν.

Ευρύτητα

Στη συγκυρία όπου ζούμε είναι σαφές ότι τα όρια της δράσης από τα κάτω περιορίζονται από την έλλειψη ελπίδας και άλλης πολιτικής προοπτικής. Αυτός είναι, ίσως, ο σημαντικότερος παράγοντας που δικαιολογεί την επιμονή για ένα γενικότερο πολιτικό (ακόμα και εκλογικό) μέτωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Που ξεκινώντας από έναν «κορμό» που θα διασφαλίζει τον εργατικο-σοσιαλιστικό προσανατολισμό του εγχειρήματος, δεν θα πρέπει να φοβηθεί την ευρύτητα προκειμένου να παρουσιάσει εναλλακτική λύση απέναντι στους Τσίπρα-Μητσοτάκη.

Αυτοί είναι οι λόγοι που εμείς μένουμε σταθεροί στην επιλογή της συμμετοχής στη ΛΑΕ (παρά τις γνωστές και δημόσια εκφρασμένες διαφοροποιήσεις μας σε σημεία της πολιτικής της), ενώ ταυτόχρονα επιμένουμε πάντα στην απεύθυνση για μετωπική συνεργασία προς όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Οι μικρομεγαλισμοί και οι απόπειρες να φτιάξει ο καθένας «καθαρούτσικα» μέτωπα γύρω από τον εαυτό του, είναι χαρακτηριστικά αναντίστοιχα με τις πιέσεις που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας.

Όχι μόνο για λόγους μεγέθους, αλλά κυρίως για λόγους πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας, ένα μέτωπο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν δεν περιλαμβάνει τις δυνάμεις της ΛΑΕ, δεν είναι εφικτό μέσα στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία.  

*Αναδημοσίευση από "Εργατική Αριστερά" φ.391 (13/9/17)