Κατά την τελευταία σύνοδο της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ (2 και 3 Φλεβάρη 2013) αναπτύχθηκε έντονος προβληματισμός από την πλευρά της ηγετικής πλειοψηφίας για την ανάγκη να υπάρχει μια πολιτική κάλυψη και εκπροσώπηση των στρωμάτων του μεσαίου χώρου είτε με την έννοια να τα εκπροσωπήσουμε εμείς είτε με την έννοια να συμμαχήσουμε με μια ενδεχόμενη (και ίσως μελλοντική) πολιτική τους εκπροσώπηση.
Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά από ηγετικό στέλεχος, η τυχόν εξάλειψη του χώρου του Κέντρου θα απέβαινε ιδιαίτερα αρνητική για την πρόσβαση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Θα μας απομόνωνε εντός της πολιτικής σκηνής.
Καταρχήν, δυστυχώς, το επιχείρημα αυτό είναι πολύ παλαιό και όχι καινοφανές. Για την κάλυψη του «μεσαίου χώρου» μίλησαν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, όταν απομακρύνθηκαν από το μαρξισμό στο συνέδριο του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959. Για το ίδιο πράγμα μίλησε ο Μπλερ, όταν μετασχημάτισε το Εργατικό Κόμμα στους Νέους Εργατικούς. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αναπτύσσεται μια κοινωνική συνθετότητα, μειώνεται δραστικά η παραδοσιακή εργατική τάξη και αυξάνονται δραματικά τα μεσοστρώματα (όπου εντάσσονται συλλήβδην οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, οι πληροφορικάριοι κ.ά.). Άρα, έρχεται η στιγμή να πούμε μαζί με τον Αντρέ Γκορζ «αντίο στο προλεταριάτο». Το ταξικό κόμμα γίνεται πολυσυλλεκτικό («catch all party»).
Κοινωνικός «μεσαίος χώρος»…
Χρειάζεται, λοιπόν, να εξετάσουμε τι σημαίνει «μεσαίος χώρος» ή «χώρος του Κέντρου» και ποια περιθώρια προσέγγισής του υπάρχουν σήμερα από τη δική μας Αριστερά. Άλλο πράγμα είναι ο κοινωνικός μεσαίος χώρος και άλλος ο πολιτικός. Στον κοινωνικό μεσαίο χώρο ανήκει η πολύμορφη μικροαστική τάξη, τόσο η μικροεπιχειρηματική όσο και η μισθωτή (μεσαίοι δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι με ενδιάμεση διευθυντική θέση), τα στρώματα που δεν ανήκουν ούτε στο κεφάλαιο ούτε στην εργατική τάξη. Ορισμένες φορές, η φράση, εκφερόμενη από την Αριστερά, φαίνεται να περιλαμβάνει και τμήματα του μικρού κεφαλαίου. Αυτά τα στρώματα, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, δεν έχουν αυτοτελή πολιτική εκπροσώπηση στην πολιτική σκηνή και ουσιαστικά ούτε και αυτοτελή ιδεολογική συγκρότηση – η «μικροαστική» ιδεολογία είναι μια μορφή αστικής ιδεολογίας, όπως βιώνεται από αυτά τα στρώματα. Με αυτήν την έννοια, δεν υπάρχουν γνήσια «μικροαστικά κόμματα», τα στρώματα αυτά διαμεσολαβούνται πολιτικά είτε από τα αστικά κόμματα είτε από την Αριστερά. Όταν εκπροσωπούνται από τα αστικά κόμματα, αφήνουν ένα «ιδεολογικό ίχνος» στους ίδιους τους τους εκπροσώπους, π.χ. στα δεξιά ή κεντρώα κόμματα, στη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία ή και στο φασισμό.
Ο πολιτικά μεσαίος χώρος είναι κάτι άλλο. Είναι η μετριοπαθής εκδοχή της αστικής πολιτικής, παλαιότερα κυρίως οι φιλελεύθεροι, πιο σύγχρονα κυρίως η σοσιαλδημοκρατία. Ο χώρος του Κέντρου εκπροσωπεί κυρίως αστικά και μικροαστικά στρώματα και στην περίπτωση της σοσιαλδημοκρατίας και μαζικά εργατικά στρώματα. Στην σημερινή φάση, η όξυνση της κρίσης επιφέρει μια ριζοσπαστικοποίηση του Κέντρου κυρίως προς τα δεξιά. Ο λόγος των πρώην κεντρώων κομμάτων γίνεται έντονα και ακραία νεοφιλελεύθερος και πολύ συχνά και νεοσυντηρητικός («νόμος και τάξη»). Άρα, με την παλαιά έννοια της μετριοπαθούς αστικής πολιτικής, τα κεντρώα κόμματα έχουν εκλείψει.
…και πολιτικός μεσαίος χώρος
Δημιουργείται, λοιπόν, μια σύγχυση από ορισμένες τοποθετήσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα απ’ όλα, γεννιέται ο πειρασμός να αποδεχθούμε αυθόρμητες ιδεολογικές όψεις των μικροαστικών στρωμάτων (όχι ρήξεις, συνέχεια του κράτους, σεβασμός της ιδιοκτησίας, «νόμος και τάξη», νοικοκυραίοι) για να τα προσελκύσουμε και να ανεβούμε πάνω στη ράχη τους στην κυβερνητική εξουσία. Αυτή, όμως, δεν είναι η πολιτική της ηγεμονίας ούτε στην εποχή του Γκράμσι ούτε και σήμερα. Εργατική ηγεμονία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με την προτεραιότητα των αντιλήψεων της κοινωνικής συνεργασίας και της κοινωνικής ανατροπής, την κατά προτεραιότητα στροφή στη διευρυνόμενη σήμερα εργατική τάξη. Η συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα είναι αναγκαία, ιδίως εντός της ερήμου της κρίσης, αλλά προϋποθέτει την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση αυτών των στρωμάτων, την αναδιαπαιδαγωγητική αντίληψη της Αριστεράς και, βεβαίως, όχι την προσαρμογή της Αριστεράς στις μικροαστικές και αστικές αντιλήψεις.
Ακόμη χειρότερα, δεν μπορούμε να «ξαναφτιάξουμε» τα κεντρώα κόμματα εκ του μηδενός, να αποκαταστήσουμε τις παλαιές πλευρές τους που η ίδια η ταξική πάλη εξάλειψε ή να γίνουμε εμείς το «Νέο Κέντρο». Η τυχόν συνεργασία με τα πρώην κεντρώα κόμματα θα σήμαινε όχι μια πολιτική «κοινωνικής σωτηρίας» αλλά τη δική μας υπαγωγή στο δεξιό ριζοσπαστισμό των πρώην κεντρώων κομμάτων, δηλαδή τη συνέχεια στη διαχείριση της κρίσης. Όχι τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα αλλά την εν τοις πράγμασι συμμαχία με μια νέου τύπου αστική Δεξιά (ή σε κάποια ζητήματα και Ακροδεξιά).
Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος
Πώς λοιπόν θα πείσουμε ότι είμαστε κάτι το διαφορετικό και, άρα, θα ενισχύσουμε τη δυναμική της 17-6-2012; Βεβαίως, υπάρχει και η «αριστερή» ΔΗΜΑΡ, μετά από τα μνημόνια, τις επιστρατεύσεις, το κλάδεμα των συλλογικών συμβάσεων, την καταδίκη του συνδικαλισμού, τα βασανιστήρια. Πρόκειται για ένα πολιτικό ανέκδοτο.
Τώρα, βέβαια, υπάρχει και η εναλλακτική να γίνουμε εμείς το «Νέο Κέντρο». Ας δούμε, όμως, την αλήθεια. Η κοινωνική όξυνση και πόλωση που μετατόπισε το παλαιό Κέντρο δεν θα μας λυπηθεί. Η βάση για ένα Νέο Κέντρο θα ήταν ή η δυνατότητα ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου ή έστω μιας αριστερής-κεϊνσιανής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού. Αντισυμβαλλόμενοι σε αυτά τα συμβόλαια δεν υπάρχουν - η αστική τάξη και η τρόικα τα θέλουν όλα, εδώ και τώρα.
Το κράτος «έκτακτης ανάγκης» διαμορφώνεται σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του συμβολαίου. Άρα, ή θα αποδεχθούμε τις βασικές όψεις της μνημονιακής διαχείρισης, γενόμενοι η νέα «αριστερή» Κεντροδεξιά, ή θα συγκρουστούμε μετωπικά. Τρίτος δρόμος δεν υφίσταται. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μόνο μια αριστερή ριζοσπαστικοποίηση, πρώτιστα των εργαζομένων και μετά και των μικροαστικών στρωμάτων, θα μπορούσε να ωφελήσει και αυτά τα ίδια τα πληττόμενα και εξαθλιούμενα μικροαστικά στρώματα.
Μέσα από τις λογικές του «μεσαίου χώρου», κινδυνεύουμε να ξαναπάθουμε για άλλη μια φορά όσα έπαθε η Αριστερά στον 20ό αιώνα. Ουραγός του Παπανδρέου στο Λίβανο και πριν από το Δεκέμβρη, ουραγός της Ένωσης Κέντρου στη δεκαετία του ’60, ουραγός του Ανδρέα στη Μεταπολίτευση. Θα πρόκειται για φάρσα, στη θέση των παλαιών τραγωδιών, καθώς στην πορεία προς την ηγεμονία θα γίνουμε ουραγοί των πιθανότατα μικρότερων από εμάς αστών συμμάχων μας. Και θα ξεχάσουμε την παλαιά γκραμσιανή-λενινιστική σοφία, σύμφωνα με την οποία ηγεμονεύουμε μαζί με τους κοινωνικούς μας συμμάχους και κυριαρχούμε (μονομερώς) πάνω στους κοινωνικούς μας αντιπάλους.
Υπάρχουν, ακόμη, οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι για να αποφύγουμε την περιπέτεια των αναζητήσεων στο «μεσαίο χώρο». Ας προσπαθήσουμε.