ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ φέρνουν πιο κοντά την πολεμική εμπλοκή

Μετά τη συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης για τον καθορισμό των μεταξύ τους θαλασσίων συνόρων και ΑΟΖ, η διπλωματική αναμέτρηση έχει ανάψει, αλλά δυστυχώς χωρίς όριο: Στο βάθος των εξελίξεων διακρίνεται η απόλυτη παράνοια, καθώς τα τύμπανα του πολέμου ακούγονται πιο απειλητικά από κάθε άλλη φορά.

Τα ΜΜΕ, που παίζουν ρόλο για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, συναγωνίστηκαν στο να παρουσιάσουν απόστρατους και φιλοπόλεμους «αναλυτές», που απαιτούσαν εδώ και τώρα στρατιωτική δράση, κατηγορώντας κάθε άλλη στάση ως προδοτική.

Στελέχη της ΝΔ, όπως ο Ευρ. Στυλιανίδης, προτείνουν άμεσα μέτρα πολεμικής προετοιμασίας –όπως η υποχρεωτική στράτευση στα 18 και η επείγουσα αγορά σμήνους F35 με τα διαθέσιμα του μνημονιακού «μαξιλαριού» των 35 δισ. ευρώ. Ο Μ. Χαρακόπουλος μας κάλεσε να ξεχάσουμε τις διεκδικήσεις μας για «βούτυρο», υπογραμμίζοντας ότι προτεραιότητα έχουν πλέον τα «κανόνια».

Δυστυχώς σε αυτή τη συγχορδία που «νομιμοποιεί» την πιθανότητα πολεμικής αναμέτρησης, έσπευσε να συνταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα σε κορυφαίο στελεχικό επίπεδο. Ο Αλέξης Τσίπρας, προσερχόμενος στη σύνοδο των ευρωπαίων σοσιαλιστών (τι ωραία παρέα…), τους ζήτησε να υπάρξουν δραστικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, «ώστε να μη φτάσουμε στο σημείο να χρειάζονται δράσεις πέραν της διπλωματίας». Μιλώντας στη σύνοδο, συγκεκριμενοποίησε αυτές τις «δράσεις», λέγοντας ότι, αν η Τουρκία δεν υποχωρήσει άμεσα, «η πιθανότητα στρατιωτικής αντιπαράθεσης θα αυξηθεί πολύ».

Το σύνολο των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων –το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η ΕΕ– παρενέβησαν άμεσα, καταδικάζοντας τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας και υποστηρίζοντας –πιο συγκεκριμένα από κάθε άλλη φορά–  τις θέσεις του ελληνικού κράτους. Άλλωστε, φυσιολογικά: το σχέδιο του αγωγού East Med, οι εξορύξεις υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, είναι σχέδιο που έχει ανατεθεί στις δυτικές πολυεθνικές εταιρίες, προστατεύεται στρατιωτικά από αυτές τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ στην περιοχή στηρίζεται στον «άξονα» Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ. Αυτό το σχέδιο και αυτή η συμμαχία «αποτυπώνουν» διπλωματικά τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ (και της Δύσης γενικότερα) με την Τουρκία, επιδείνωση που ακόμα και ο πιο δύσπιστος «αναλυτής» οφείλει να έχει κατανοήσει μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν το 2016.

Αυτή η στάση των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων δίνει τη δυνατότητα στο Μητσοτάκη να εμφανίζεται ως πιο «ψύχραιμος». Να δηλώνει ότι η διπλωματική απομόνωση, οι κυρώσεις και τα οικονομικά μέτρα, θα αποδειχθούν αρκετά για να καμφθεί η Τουρκία και, έτσι, δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σε «θερμή» αναμέτρηση.

Όμως ένας πιο προσεκτικός παρατηρητής θα συγκρατήσει ότι αυτή την «αισιοδοξία» δεν συμμερίζονται οι εμπειρογνώμονες, τα στελέχη του ελληνικού κράτους (άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψία για ροπή προς τον διεθνισμό) που χρεώθηκαν επαγγελματικά και διαχρονικά τις διαπραγματεύσεις.

Τα πραγματικά προβλήματα, όπως και το Διεθνές Δίκαιο, είναι εξαιρετικά πιο περίπλοκα και μια χυδαία απλούστευση του τύπου «τα δικά μας – δικά μας και τα δικά τους – δικά μας» προσκρούει σε αντικειμενικά ζητήματα, σε συσχετισμούς και σε άκαμπτους παράγοντες όπως η γεωγραφία.

Η χυδαία αντίληψη που τροφοδοτείται από την κατευθυνόμενη προπαγάνδα και τις δημαγωγίες των καθεστωτικών πολιτικάντηδων, αν αφεθεί αναπάντητη από την Αριστερά, μπορεί να γίνει αυτόνομος παράγοντας: μέσα σε μια έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη κατάσταση να επιταχύνει την πορεία προς την καταστροφική για τις λαϊκές μάζες πολεμική επιλογή.

Ξανά για το Διεθνές Δίκαιο

Αυτά που έχουν επιβληθεί ως «αυτονόητα» αποτελέσματα ενός κάποιου Διεθνούς Δικαίου, δεν είναι. Οι χάρτες των ΑΟΖ που πλημμυρίζουν τον Τύπο, είναι το σχέδιο East Med που προϋποθέτει την αδιατάρακτη γεωγραφική συνέχεια των ΑΟΖ Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας. Αυτό επιχειρείται να επιβληθεί δια των τετελεσμένων, δια των εξορύξεων της Exxon Mobil και δια της παρουσίας των αμερικανικών και γαλλικών πολεμικών πλοίων. Στην υποστήριξη, τυπικά, αυτού του σχεδίου έχει προχωρήσει επισήμως μόνο το κράτος του Ισραήλ και εν μέρει (όχι για το σύνολο των «οικοπέδων») η Κύπρος.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό κράτος έχει αποφύγει μέχρι σήμερα να επισημοποιήσει αυτές τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσει την ΑΟΖ ακόμα και με το «φιλικό» κράτος της Κύπρου. Αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη τόλμης των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως ισχυρίζονται οι «εθνικοί» δημοσιογράφοι, αλλά στην προσπάθεια να εμπεδωθεί αυτή η κατανομή στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στην Τουρκία να καταφύγει στο… Διεθνές Δίκαιο, μέσω του δικαστηρίου της Χάγης. Γιατί, όπως κατ’ επανάληψη έχουν προειδοποιήσει οι πάσης απόχρωσης εμπειρογνώμονες, είναι εξαιρετικά απίθανο να εκδοθεί απόφαση στο διεθνές δικαστήριο που θα αναγνώριζε στο Καστελόριζο τόσο σημαντική «επήρεια» στην κατανομή των ΑΟΖ, ώστε να εκμηδενίζεται η «εκβολή» της ηπειρωτικής Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια «εκβολή» που, αν αναγνωριστεί, έστω και κατ’ ελάχιστον, ανατρέπει όλες τις προϋποθέσεις για τον East Med, κάνοντας αναγκαίες τις καινούργιες εξαρχής διαπραγματεύσεις, με τη συμμετοχή της Τουρκίας.

Αυτή η πολιτική είχε πάντα κενά και κινδύνους. Αυτά φέρνει στην επιφάνεια η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. Η πραγματική προοπτική της δεν είναι μια απίθανη μοιρασιά του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου μεταξύ της Τουρκίας και του καθεστώτος-μαριονέτα της Λιβύης. Είναι η κατάθεσή της στον ΟΗΕ, που θα περιλαμβάνει συντεταγμένες ΑΟΖ και θα προκαλεί, όποιον διαφωνεί, να… καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο φόβος της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι η Τουρκία θα οδηγήσει τις διαφορές επί των ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσόγειου στο… Διεθνές Δίκαιο.

Αυτή η προοπτική δεν είναι η μοναδική. Προς το παρόν η Αίγυπτος πειθαρχεί στο δυτικό σχέδιο, λόγω των «καλών σχέσεων» του καθεστώτος Σίσι με τους Αμερικάνους. Όμως είναι γνωστό ότι μέσω της «κατανομής» East Med, η Αίγυπτος χάνει ένα μεγάλο τμήμα της ΑΟΖ που θα μπορούσε να διεκδικήσει, αν προχωρούσε σε διμερή οριοθέτηση με την Τουρκία. Μια τέτοια «στροφή», που δεν αποκλείεται καθόλου στο διεθνή Τύπο, θα ήταν ένα κολασμένο σενάριο για την ελληνική διπλωματία.

Για ποιον;

Η γεωγραφία και οι τοπικοί συσχετισμοί δύναμης αποδεικνύουν ότι η μόνη ρεαλιστική πολιτική εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων είναι η συνεκμετάλλευση. Αυτό θα υποστήριζε κάθε «φωτισμένη» δημοκρατική-αστική ηγεσία, από κάθε πλευρά των συνόρων.

Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια τέτοια πολιτική. Στις παραμονές της κλιματικής καταστροφής, η επιμονή στο «εξορυκτικό» μοντέλο και τα φαραωνικά έργα τύπου East Med, είναι μια τάση παρανοϊκή. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε αυτή την αναγκαία ευαισθησία, οι λαοί της Μέσης Ανατολής (που ζουν πάνω σε τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου), οι λαοί της Αφρικής (που ζουν πάνω σε τεράστια κοιτάσματα «στρατηγικών» πρώτων υλών) γνωρίζουν καλά ότι το «εξορυκτικό» μοντέλο ανάπτυξης είναι άμεσα δεμένο με τη βάρβαρη κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και τη διαιώνιση τοπικών καθεστώτων άγριας κοινωνικής ανισότητας. Από τους υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου δεν θα κερδίσουν τίποτα οι εργάτες στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στην Κύπρο, αλλά, αν τελικά προχωρήσουν οι εξορύξεις, οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι οι μέτοχοι της Exxon Mobil, της Total και της Eni.

Μπροστά σε αυτή την προοπτική δεν υπάρχει τίποτα πειστικό για το οποίο αξίζει, έστω και μόνο, να ανοίγει η συζήτηση για την τρέλα του πολέμου. Δεν υπάρχει τίποτα «δίκαιο» στη μοιρασιά των πετρελαίων και του φυσικού αερίου, που να αξίζει το αίμα της νεολαίας κάθε λαού στην περιοχή.

Η Αριστερά οφείλει να απαντά ευθέως στις πατριδοκάπηλες δημαγωγίες σαν αυτές που πλημμυρίζουν πρόσφατα τα κανάλια. Διεκδικούμε «βούτυρο» στο ψωμί των τωρινών και των μελλοντικών γενιών των εργατών. Δεν υποχωρούμε στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα για τα «κανόνια» του ΝΑΤΟ, για τα αμερικανικά F35, για τις γαλλικές φρεγάτες. Η ειρήνη είναι μείζον αγαθό για τις λαϊκές μάζες. Και η μετακίνηση του εργατικού κινήματος από την υποστήριξη αυτού του μείζονος αγαθού μπορεί να γίνει ελάχιστες φορές, για απολύτως τεκμηριωμένους λόγους, για λόγους που αφορούν άμεσα τη ζωή των εργαζομένων μαζών και όχι τα κέρδη των τραπεζιτών, των βιομηχάνων και των εφοπλιστών.

Ετικέτες