Στην κρίση που έχει ξεσπάσει, µε φανερό επίδικο την επιρροή στο έδαφος της Ουκρανίας, οι κυρίαρχες τάξεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας παίζουν κυριολεκτικά µε τη φωτιά.

Πολύ περισσότερο, όταν έχει γίνει σαφές ότι πάνω στο φανερό επίδικο της ουκρανικής υπόθεσης, στην πραγµατικότητα έχει ξεκινήσει η µεγάλη «επαναδιαπραγµάτεση» του συσχετισµού δύναµης µεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, στις σύγχρονες συνθήκες. Όπου το καθεστώτος του Πούτιν δηλώνει µε έµφαση ότι η Ρωσία έχει βγει οριστικά από την περίοδο της συντριπτικής ήττας στα 1989-92, ενώ οι ΗΠΑ υποχρεώνονται να επεξεργαστούν τη «στροφή» προς τις προτεραιότητες αντιµετώπισης της Κίνας.

Το διπλωµατικό παιχνίδι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόµενο µιας «θερµής» αναµέτρησης, έστω και περιορισµένου χαρακτήρα. Όµως η εκτίµηση περί περιορισµένου χαρακτήρα, δεν µπορεί να γίνει δεκτή από κανένα λογικό άνθρωπο. Η έκταση και η γεωγραφική θέση της Ουκρανίας κάνουν πιθανό το ενδεχόµενο επέκτασης των αντιπαραθέσεων στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία. Η καταστρεπτική δύναµη των εµπλεκόµενων ενόπλων δυνάµεων, του ΝΑΤΟ και της ρωσικής στρατιωτικής µηχανής που διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο, προειδοποιεί ότι η όποια «αναµέτρηση» µπορεί υπό προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε κάτι απολύτως διαφορετικό από τις θερµές αναµετρήσεις «δι’ αντιπροσώπων» που γνώρισε ο πλανήτης στα τελευταία 30 χρόνια. Στην Ουκρανία ζει ένας πληθυσµός 41 εκατ. ανθρώπων που, µέσα από τις συγκεκριµένες ιστορικές περιπέτειες που έζησε, πιστεύει σε µεγάλο βαθµό στην προοπτική της ανεξάρτητης Ουκρανίας. Στις συνθήκες που διαµορφώνονται, ο ουκρανικός εθνικισµός –που µέχρι σήµερα δεν αποτελεί ηγεµονική πολιτική δύναµη– µπορεί να αναδειχθεί σε «τοπικό παίκτη» µε ανεξάρτητη δράση, που θα επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις και στις δύο «µεγάλες» πλευρές, παρόλο που σήµερα στηρίζεται κυρίως στη Δύση.

Όλα αυτά σηµαίνουν ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουµε. Είναι γεγονός ότι (προς το παρόν;) η προτεραιότητα είναι στη διπλωµατία και όχι στα όπλα. Είναι γεγονός ότι η αίσθηση της µεγάλης επικινδυνότητας του αντιπάλου κάνει πιο προσεκτικές και τις δύο πλευρές. Όµως θα είναι µεγάλο πολιτικό λάθος να αφεθεί κανείς να ελπίζει ότι οι κυρίαρχες τάξεις και οι πολιτικοστρατιωτικές ηγεσίες και στις δυο πλευρές θα λειτουργήσουν µε αποφασιστικό κριτήριο µόνο την απλή λογική.

Αυτή η διαπίστωση βάζει πιεστικά πολιτικά προβλήµατα σε όλη την Αριστερά. Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης στην Ουκρανία δεν κρίνεται από το ποιος κινήθηκε ή θα κινηθεί πρώτος, από το ποια πλευρά είναι η «αµυνόµενη» και ποια η «επιτιθέµενη». Όπως ακούραστα υπογράµµιζε ο Λένιν, κρίνεται από το ερώτηµα του ποιες κοινωνικές τάξεις καθοδηγούν την αντιπαράθεση. Στις ΗΠΑ, οι αποφάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν θα κριθούν από τις ορέξεις της ισχυρότερης αστικής τάξης στον πλανήτη. Όµως και στη Ρωσία, το καθεστώς του Πούτιν ισορροπεί πάνω στο συντονισµό του κρατικοκαπιταλιστικού τοµέα µε τους «ολιγάρχες» του ιδιωτικού καπιταλισµού που αναπτύχθηκαν µετά το 1992, µε πρωτοπορία τον τοµέα της πολεµικής βιοµηχανίας (που «απασχολεί» το 20% της ρωσικής εργατικής τάξης) και τον τοµέα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των εξορύξεων. Η σύγκρουση αυτών των δυνάµεων πρέπει εξ αρχής να χαρακτηριστεί ως άδικη και αντιδραστική και από τις δύο πλευρές. Είναι στην κατηγορία που ο Λένιν περιέγραφε ως σύγκρουση µεταξύ «χορτάτων» και «πεινασµένων» ιµπεριαλιστών. Κατά συνέπεια η ιδεολογικοπολιτική ανεξαρτησία της Αριστεράς και του κινήµατος απέναντι και στις δυο πλευρές πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλµού.

Όµως στην Ελλάδα ζούµε υπό το καθεστώς που επαναλαµβάνει ότι «ανήκει στη Δύση». Αυτό βάζει ειδικά καθήκοντα: Απόλυτη προτεραιότητα έχει η αντιµετώπιση του συγκεκριµένου τρόπου ένταξης της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και του κράτους της στο διεθνή ανταγωνισµό. Πολύ περισσότερο που, στα τελευταία χρόνια, αυτή η ένταξη υπογραµµίζεται µε µεγάλες και προκλητικές κινήσεις: Η επέκταση και η ενίσχυση των αµερικανονατοϊκών βάσεων σε όλη τη χώρα, ο κρίσιµος ρόλος του λιµανιού της Αλεξανδρούπολης στο νατοϊκό «διάδροµο» προς τη Μαύρη Θάλασσα, οι θηριώδεις εξοπλισµοί µε ευρωατλαντικά πολεµικά πλοία και αεροπλάνα, οι στρατιωτικοί «άξονες» µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα αντιδραστικά Εµιράτα, αποδεικνύουν την οργανική ένταξη των ντόπιων καθεστωτικών δυνάµεων στο δυτικό ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο. Η αντίσταση σε όλα αυτά τα συγκεκριµένα σηµεία, ενταγµένη µέσα σε µια γενικότερη πολιτική απαίτηση για ρήξη µε το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, πρέπει να γίνει «σηµαία» της Αριστεράς και του εργατικού/λαϊκού κινήµατος. Είναι αναπόσπαστο τµήµα της πάλης για τα δηµοκρατικά δικαιώµατα και ελευθερίες, της πάλης για την κοινωνική απελευθέρωση των εργαζοµένων και των λαϊκών µαζών.

Μόνο υιοθετώντας αυτά τα καθήκοντα και συµµετέχοντας ενεργά στην πάλη πάνω σε αυτή τη θεµατολογία, µπορεί κανείς να ειλικρινά στην υπεράσπιση της ειρήνης ως µείζονος αγαθού για την παγκόσµια εργατική τάξη, µόνο τότε µπορεί να απαιτεί να σταµατήσουν αµέσως οι πειρατικές αµφίδροµες προκλήσεις πάνω στο έδαφος της Ουκρανίας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για υποκριτική υποστήριξη της µιας ή της άλλης πλευράς. Το κριτήριο ήταν πάντα, και εξακολουθεί να είναι, το πώς στέκεται κανείς ενάντια στον ιµπεριαλιασµό και την ντόπια κυρίαρχη τάξη, στο έδαφος της «δικής του» χώρας.

Ένας ορισµένος χώρος της «πατριωτικής Αριστεράς» τάσσεται υπέρ της Ρωσίας στην ουκρανική κρίση, ενώ ταυτόχρονα (!) υποβαθµίζει την κριτική του στους ευρωατλαντικούς εξοπλισµούς του ελληνικού κράτους και τις αντιδραστικές συµµαχίες του µε το Ισραήλ, θεωρώντας αυτές τις πρωτοβουλίες θεµιτές για λόγους… εθνικής άµυνας, απέναντι στην Τουρκία. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα του πού µπορεί να οδηγήσει ο «στρατοπεδισµός», η ένταξη τµηµάτων της Αριστεράς σε ένα από τα συγκρουόµενα «στρατόπεδα», υπό διάφορα προσχήµατα, µε πιο συνηθισµένο τα λεγόµενα «εθνικά θέµατα».

Η ουκρανική κρίση, ο κίνδυνος µιας ανεξέλεγκτης αναµέτρησης µεταξύ ευρωατλαντισµού και Ρωσίας, κάνει επείγουσα την ανάγκη µιας παρέµβασης της Αριστεράς µε αυθεντικά αντιιµπεριαλιστική, αναγκαία αντικαπιταλιστική, και γι’ αυτό απαραίτητα διεθνιστική πολιτική.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες