Οι εξελίξεις στην Ε.Ε. και στην Ευρώπη, το κλίμα της ισλαμοφοβίας, της τρομολαγνείας και του ρατσισμού, διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες όχι μόνο για την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά και για ένα πλαίσιο καταστολής και διαρκούς αυταρχοποίησης που καταλήγει σε σοβαρή υποχώρηση των χαρακτηριστικών της ίδιας της αστικής δημοκρατίας.
Αυτή η εξέλιξη δεν αφορά μόνο τα θύματα των πολέμων και της ακραίας φτωχοποίησης που προκάλεσαν η ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη πολιτική της Δύσης: δεν είναι μόνο οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που είδαν τα σύνορα να κλείνουν και αντιμετωπίστηκαν πολλές φορές με πλαστικές ή ακόμη και με κανονικές σφαίρες, αστυνομικά σκυλιά, άγριους ξυλοδαρμούς και πολιτικές αποκλεισμών που δημιουργούν τις ανθρώπινες εκατόμβες στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Το ίδιο πλαίσιο αφορά επίσης εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες που αγωνίζονται ενάντια στο νέο μοντέλο επιστροφής στον εργασιακό Μεσαίωνα ή στη συμφωνία ΤΤΙΡ, που αποτελεί την πεμπτουσία και τη συμπύκνωση της απόλυτης επικυριαρχίας των αγορών σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η στάση της γαλλικής κυβέρνησης: Με τον ίδιο τρόπο που είδαμε τη γαλλική αστυνομία να ξεγυμνώνει διά της βίας μουσουλμάνες γυναίκες που φορούσαν «μπουργκίνι» και να τους απαγορεύει την πρόσβαση στις παραλίες, είδαμε τα γαλλικά CRS να χτυπούν άγρια διαδηλωτές που αγωνίζονταν ενάντια στον αντεργατικό νόμο Ελ Κομρί της κυβέρνησης Ολάντ. Είδαμε την παράκαμψη του Κοινοβουλίου με τον πραξικοπηματικό Νόμο 49,3. Την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» που έχει επιβληθεί στο όνομα της καταπολέμησης της ισλαμικής τρομοκρατίας του ISIS να εφαρμόζεται στους Γάλλους εργάτες και συνδικαλιστές, με κατ’ οίκον περιορισμούς, προληπτικές συλλήψεις και απαγόρευση συμμετοχής σε διαδηλώσεις.
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, απόρροια των οποίων είναι και η συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας (που αγωνιά να κρατήσει ζωντανή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ), διαμορφώνει συνολικότερα συνθήκες για τη διεύρυνση του κοινωνικού ακροατηρίου και την πολιτική άνοδο της ακροδεξιάς, είτε με τη μορφή της ενσωμάτωσης ενός «κορμού» της «ατζέντας» της από την πλευρά των κομμάτων που συναπαρτίζουν το νεοφιλελεύθερο τόξο (και σε αυτό περιλαμβάνονται και κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας) είτε με την «καθαρότερη» μορφή της ανόδου των εκλογικών ποσοστών των αμιγώς ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων στην ΕΕ και την Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική και οικονομική κρίση εντός της ΕΕ, που οδηγεί σε αμφισβήτησή της, δεν οδηγεί «νομοτελειακά» και σε άνοδο της Αριστεράς. Σε περιόδους αποσάθρωσης της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και παγκοσμιοποιημένης δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που οδηγεί σε αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρότερων τμημάτων του και καταστροφή των δυνάμεων της εργασίας αλλά και μέρους του ίδιου του κεφαλαίου, ο κίνδυνος για ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς είναι εξαιρετικά σοβαρός. Και το μόνο που μπορεί να αποτρέψει αυτόν τον κίνδυνο είναι η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς και του απελευθερωτικού της προτάγματος.
Χρειάζεται να συνδέσουμε αυτά τα συμπεράσματα με την αντίληψή μας για την απαραίτητη έξοδο για το ευρώ και με τον τρόπο που θέλουμε να οικοδομήσουμε τις πολιτικές μας συμμαχίες: Πρέπει να κατανοήσουμε ότι αν και το Brexit υπήρξε αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, μια αμφισβήτηση του νομίσματος μπορεί να γίνει είτε από τη σκοπιά Αριστεράς και των ταξικών κινημάτων για την κοινωνική απελευθέρωση είτε από τη σκοπιά της κάλυψης των αναγκών του κεφαλαίου, κάτι που σημαίνει τη συνέχιση ή και την ενδυνάμωση της υποτίμησης της εργασίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι απολύτως αναγκαίο να δίνουμε στην αμφισβήτηση της Ευρωζώνης και της ΕΕ ένα σαφές ταξικό - διεθνιστικό και όχι ένα κυρίαρχο εθνικό - πατριωτικό πρόσημο.
Ο στόχος της αποκατάστασης των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», που πράγματι έχουν συρρικνωθεί δραματικά από την επικυριαρχία του «κουαρτέτου», δεν μπορεί να εντάσσεται σε ένα κυρίαρχο «πατριωτικό» ή σε ένα γενικού χαρακτήρα, και άρα ασαφές, αντιμνημονιακό πλαίσιο.
Στο θέμα των συμμαχιών και του μετώπου που επιδιώκει να οικοδομήσει η ΛΑ.Ε., είναι εξαιρετικά απαραίτητο να αποτυπώνεται η συνθετική θέση που ψηφίσαμε στη συνδιάσκεψη: Οι συμμαχίες αυτές δεν μπορούν παρά να κινούνται στο πλαίσιο των αξιών και των θέσεων της Αριστεράς, όχι μόνο στο αντιμνημονιακό πεδίο, αλλά ταυτόχρονα και στα πεδία της παραγωγικής ανασυγκρότησης σε αριστερή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, στα ζητήματα της δημοκρατίας, στο προσφυγικό - μεταναστευτικό, στα δικαιώματα της ΛΟΑΤ κοινότητας. Κάτι τέτοιο καθιστά αδύνατη μια κεντρική πολιτική συμμαχία με δυνάμεις όπως π.χ. το ΕΠΑΜ.
Σήμερα δεν μπορούν να υπάρξουν «πατριωτικές» συμμαχίες εκτός του πλαισίου ενός μεταβατικού προγράμματος της Aριστεράς, που πρέπει να είναι κυρίαρχο. Κι αυτό σημαίνει ένα ενιαίο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, στο πλαίσιο του οποίου θα υπάρχουν, αναπόφευκτα, και διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις ή «αναγνώσεις» της σημερινής κατάστασης, αλλά με σαφές αριστερό πολιτικό πρόσημο: ρήξης όχι μόνο με το ευρώ αλλά και με την υπερλιτότητα, μέσω της εθνικοποιήσης των τραπεζών και επαναφοράς στο Δημόσιο των καίριων παραγωγικών τομέων, αποκατάστασης των εργασιακών σχέσεων και παραγωγικού μετασχηματισμού. Με λίγα λόγια, μέσω της αναδιανομής του πλούτου υπέρ των φτωχών.
Μπροστά μας έχουμε μiα νέα επίθεση στα μέτωπα των εργασιακών σχέσεων και μια νέα επίθεση στα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Στόχος της ΛΑ.Ε. δεν μπορεί παρά να είναι η μέγιστη δυνατή εξωστρέφεια και η ανάπτυξη κινημάτων από κοινού με άλλες αριστερές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, σε όλα τα πεδία: των εργασιακών σχέσεων, της νέας περικοπής συντάξεων και μισθών, των κατασχέσεων και των «κόκκινων δανείων», της υγείας, της παιδείας, των ιδιωτικοποιήσεων. Η παρέμβαση σε αυτά ακριβώς τα μέτωπα θα σηματοδοτήσει τη δυνατότητά μας να επηρεάσουμε τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων και να νοηματοδοτήσουμε το στόχο μας για έξοδο από το ευρώ, ως αναγκαίο μέσο για την έξοδο από τη λιτότητα και τα μνημόνια.
Πρέπει ωστόσο να έχουμε διαρκώς συνείδηση του γεγονότος ότι η υποτίμηση των δυνάμεων της εργασίας και η κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους πρόνοιας δεν είναι ελληνική «ιδιαιτερότητα», αλλά στόχος του κεφαλαίου που επιδιώκεται σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό και ο αγώνας που δίνουμε στη χώρα μας σήμερα, παρότι τα διεθνή κινήματα δεν ακολουθούν ενιαία πορεία και απαιτούνται δυναμικές αυτοτελείς ρήξεις (όπως π.χ. με το ευρώ και την ΕΕ) και σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να δοθεί παρά από κοινού με τους λαούς της Ευρώπης και του πλανήτη. Από την άποψη αυτή, οι αγώνες των εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων που αναπτύσσονται στην ΕΕ, όπως ο ξεσηκωμός των Γάλλων συντρόφων και της γαλλικής κοινωνίας ενάντια στους νέους αντεργατικούς νόμους, είναι παράγοντας ενθάρρυνσης και κοινής ελπίδας.
*Με βάση την τοποθέτησή μου στο Πολιτικό Συμβούλιο της ΛΑΕ (4/9/16).