Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο εκλογικός νόμος

Η ανταγωνιστική συνύπαρξη στη Βουλή μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ έχει μια σαφή υλική βάση: Μετά την κυβερνητική τετραετία του Τσίπρα, τα δύο κόμματα έχουν συγκλίνει αποφασιστικά πάνω στους πιο κρίσιμους τομείς της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής. Το μνημόνιο 3 του Τσίπρα ήταν μια ομαλή συνέχεια των μνημονίων 1 και 2 της ΝΔ (αλλά και του ΠΑΣΟΚ), όπως και το σχέδιο Gr-Invest του Τσίπρα για τη «μεταμνημονιακή» εποχή είναι απολύτως συγγενικό με το αντίστοιχο «πρώτα οι επιχειρήσεις» του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αυτή η σκληρή πραγματικότητα για τις στρατηγικές επιλογές –και τελικά για τις ταξικές «αναφορές»– των δύο κομμάτων καθορίζει το κλίμα συναίνεσης που κυριαρχεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό επιβεβαιώνεται σε κρίσιμες –και όχι πάντα στις πιο «προβεβλημένες»– επιλογές: Π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε υπέρ των εξοπλιστικών δαπανών στον προϋπολογισμό του Μητσοτάκη, ενέκρινε την προθυμία της κυβέρνησης για συμμετοχή στην πολυεθνική εκστρατευτική δύναμη στη Λιβύη (αν τούτο χρειαστεί…), επικρότησε την πρόσκληση του Χαφτάρ στην Αθήνα κ.ά. 

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο κόμματα περιορίζεται πλέον στα θέματα που αφορούν τις ψηφοθηρικές προοπτικές τους. Και καθώς οι εκλογολόγοι προβλέπουν ότι οι επόμενες εκλογές θα κριθούν «στις ψήφους του κέντρου», ο μηχανισμός της ανταγωνιστικής συναίνεσης στρέφει τον ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο προς την… κεντρώα πολιτική. 

Αυτά φάνηκαν ολοφάνερα στη διαδικασία για τη νέα Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η επιμονή του Τσίπρα στην πρόταση για τον Προκόπη Παυλόπουλο (τον ουσιαστικό καθοδηγητή της κρατικής πολιτικής κατά την κρίση του Δεκέμβρη του 2008, όταν τα γόνατα του Κ. Καραμανλή έτρεμαν και όταν η Ντόρα ζητούσε «να αναλάβει ο στρατός»…), μετέτρεπε τον ΣΥΡΙΖΑ σε εύκολο θύμα των ελιγμών του Μητσοτάκη. Όταν αυτός πρότεινε τελικά τη μεγαλοδικαστίνα Αικ. Σακελλαροπούλου, χρειάστηκαν ελάχιστες ώρες για να υποχωρήσει ο Τσίπρας και να οικοδομηθούν οι προϋποθέσεις μιας καταθλιπτικής σύγκλισης. Που δεν έχει μέτρο σύγκρισης ούτε με τις αντιπαραθέσεις Δεξιάς-Αριστεράς σχετικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε καν με τις αντιπαραθέσεις Δεξιάς-Κέντρου σε όλη την περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση. Απέχουμε πλέον πολύ από τις περιόδους όπου αυτή η επιλογή θα συμπύκνωνε τις αντιθέσεις μεταξύ «προοδευτισμού-συντηρητισμού» ή αλλιώς μεταξύ «φωτός και σκότους» όπως έλεγε ο (κεντρώος) Μένιος Κουτσόγιωργας. 

Η διαφορά δεν είναι στην προσωπικότητα της Αικ. Σακελλαροπούλου. Πιο προσεκτικοί παρατηρητές θα εντόπιζαν ότι υπό την ηγεσία της το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε ως «ασύμβατες με τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας» τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων ενάντια στις μνημονιακές περικοπές, ενώ λίγους μήνες πριν είχε εγκρίνει τις ίδιες διεκδικήσεις των δικαστικών και των στρατιωτικών, με το επιχείρημα ότι αυτοί αποτελούν «το σκληρό πυρήνα του κράτους». Πέρα όμως και από αυτές τις παρατηρήσεις, οποιαδήποτε εκδοχή της Αριστεράς θα όφειλε να είναι πολύ προσεκτική μπροστά στην ανάθεση άμεσου πολιτικού ρόλου σε μια εκπρόσωπο του δικαστικού σώματος. Η εμπειρία του ΠΑΣΟΚ από τον Χρ. Σαρτζετάκη είναι διδακτική, ενώ σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο επικίνδυνα: οι επιχειρήσεις «καθαρά χέρια» (π.χ. στην Ιταλία και πιο πρόσφατα στη Βραζιλία) είναι παραδείγματα του πώς οι δικαστικές γραφειοκρατίες μπορούν να πάρουν πολιτικές πρωτοβουλίες για να στρίψουν τις εξελίξεις προς τα δεξιά. Ακριβώς γιατί είναι τμήματα του «σκληρού πυρήνα του κράτους». Η υποταγή του Τσίπρα σε αυτή την προοπτική είναι κυριολεκτικά θλιβερή, ενώ ακόμα πιο θλιβερή είναι η εκκωφαντική σιωπή από το εσωτερικό του κόμματός του. 

Ανάλογη είναι η εικόνα και σχετικά με τον εκλογικό νόμο. Ο βίος και η πολιτεία της κυβέρνησης Τσίπρα δεν δίνουν καμιά πειστικότητα στις αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ στην απλή αναλογική. Η σημερινή πολιτική του στην αντιπολίτευση δεν πείθει ότι χρειάζεται την απλή αναλογική για να επιβάλει μια δημοκρατική στροφή στην πολιτική ζωή, για να κάνει πιο εφικτή την υπεράσπιση των ταξικών και πολιτικών αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Έτσι τα επιχειρήματα της «κυβερνησιμότητας» που προβάλει ο Μητσοτάκης (υπενθυμίζοντας και τον τρόπο σχηματισμού των κυβερνήσεων Τσίπρα-Καμένου, αλλά και τον τρόπο επιβίωσης της κυβέρνησης μετά τις Πρέσπες…) παραμένουν ισχυρά. Και βαδίζουμε για έναν ακόμα εκλογικό νόμο καλπονοθευτικό, που θα ενισχύει τα «μεγάλα» κόμματα, ληστεύοντας τα «μικρά». 

Απέναντι σε αυτή τη σύγκλιση στο «κέντρο» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, στέκει μέσα στη Βουλή το ΚΚΕ. Που, όμως, αρκείται στο να καταγράψει τη διαφορά του, αποφεύγοντας να πάρει οποιαδήποτε ευρύτερη πρωτοβουλία, που θα απειλούσε τις νέες «σταθερότητες». Και το ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη, που στο ζήτημα της πρότασης για ΠτΔ περιορίστηκε στη δημαγωγική ρουκέτα για τη Μάγδα Φύσσα, ενώ για τον εκλογικό νόμο παρουσίασε μια «πατέντα» ενισχυμένης «αναλογικής», με μόνο κριτήριο τη διασφάλιση της κοινοβουλευτικής θέσης ενός κόμματος στα όρια του 3%. 

Αυτός ο βάλτος δεν μπορεί να παράξει τίποτα θετικό για τον κόσμο. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος αντίστασης είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για την εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Οι μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις θα ορίσουν ξανά και τις πολιτικές διαχωριστικές γραμμές.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες