Υπάρχουν «στιγμές» που συνοψίζουν τα προηγηθέντα στις πολιτικές εξελίξεις και προαναγγέλουν τα μελούμενα.

Το πρωτοφανές κυβερνητικό και κρατικό φιάσκο μπροστά σε έναν χιονιά στα τέλη του Γενάρη, ήταν μια τέτοια «στιγμή». Αποκάλυψε με πάταγο ότι η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία έχει αφεθεί επικινδύνως ανυπεράσπιστη απέναντι σε πολλαπλές δοκιμασίες, γιατί μακρόχρονες οικονομικές και πολιτικές επιλογές έχουν οδηγήσει σε υπολειτουργία ή και πλήρη διάλυση όλους τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας.

Η κακοκαιρία «Ελπίδα» ήρθε μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του περσινού καλοκαιριού, ταυτόχρονα με την έκρηξη της πανδημίας που σκοτώνει ημερησίως περίπου 100 ανθρώπους, και την ώρα που ένα σαρωτικό κύμα ακρίβειας διαβρώνει ταχύτατα τους μισθούς των εργαζομένων και το εισόδημα των λαϊκών μαζών. 

Διάλυση της «κοινής ωφέλειας»

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων έχει δώσει ευκαιρίες κερδοφορίας στα γεράκια της αγοράς που έχουν «επενδύσει» στις κάποτε ισχυρές ΔΕΚΟ. Όμως έχει μετατρέψει τη ΔΕΗ, τον ΟΣΕ, τη διαχείριση των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων κλπ, σε άδεια κελύφη που αποδεικνύονται παντελώς αδύναμα όταν καλούνται να αντιδράσουν αποτελεσματικά και να εγγυηθούν τη συνέχεια των εργασιών «κοινής ωφέλειας». Η ακραία «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων έχει αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, όμως ταυτόχρονα έχει αφαιρέσει από το δυναμικό των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών «κοινής ωφέλειας» μεγάλο τμήμα των εργαζομένων σε αυτές και κυρίως έχει μειώσει τη συσσωρεμένη εργατική γνώση και εμπειρία για το πώς γίνεται η δουλειά. Οι «εργολαβικοί» κοστίζουν φτηνότερα, αλλά στις κρίσιμες στιγμές είναι αδύνατον να βρεθούν εγκαίρως επί του πεδίου και ακόμα πιο απίθανο να μπορούν να καλύψουν το κενό της μόνιμης και ειδικευμένης εργασίας. Το γεγονός ότι με 1 μέτρο χιόνι έκλεισε η σιδηροδρομική γραμμή στην Οινόη (!) είναι μια προσβολή στις παραδόσεις των σιδηροδρομικών που κρατούσαν ανοιχτό τον Μπράλο και το Δομοκό με τις τεχνολογικές δυνατότητες του 1950 και ’60. Τα τσακάλια της Αττικής Οδού, που έχουν κάνει επιστήμη την αύξηση των διοδίων, επέτρεψαν τον πολύωρο εγκλωβισμό οδηγών στο ύψος της Κηφισίας (!!), ενώ δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν ανοιχτή την επικοινωνία της πρωτεύουσας με το αεροδρόμιο. 

Αυτή η εμπειρία δεν είναι ούτε απομονωμένη ούτε στιγμιαία. Στα δυόμιση χρόνια της πανδημίας, τα δημόσια νοσοκομεία παραμένουν εν λειτουργία μόνο χάρη στον ηρωισμό των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, μέσα σε μια διαρκή μείωση (!!!) των δαπανών για τη δημόσια υγεία. Την ίδια στιγμή ο χιλιοτραγουδισμένος ιδιωτικός τομέας αρπάζει την ευκαιρία που του δίνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κρατώντας τον προκλητικά Covid-free, και εκτινάσσοντας τα νοσήλεια εξασφαλίζει πρωτοφανή κέρδη. Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνή κερδοσκοπικά funds σπεύδουν σήμερα να «τοποθετηθούν» στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα υπηρεσιών υγείας. Όμως για τον κόσμο αυτά σημαίνουν είτε απίστευτες ταλαιπωρίες, είτε πλήρη αδυναμία για να αντιμετωπιστούν σοβαρά προβλήματα υγείας. 

Η ακρίβεια λειτουργεί ως τμήμα της μηχανής μεταφοράς πόρων από τους φτωχούς στους πλούσιους, από τους πολλούς στους λίγους. Στις τράπεζες, με τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων σε πληθωρισμό 5%, οι λαϊκές αποταμίευσες λεηλατούνται από τους τραπεζίτες. Στην αγορά των ειδών υποχρεωτικής εργατικής και λαϊκής κατανάλωσης (όπως τα τρόφιμα, τα καύσιμα, η ενέργεια κλπ), οι διαρκείς ανατιμήσεις μεταφέρουν ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του εργατικού μισθού στα μερίδια των μεγαλύτερων κερδών των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών ομίλων. Σε άλλες εποχές της διαχείρισης του καπιταλισμού, η κυρίαρχη τάξη δεν είχε πρόβλημα να αποδεχθεί «ρυθμιστικές» παρεμβάσεις απέναντι σε τέτοια άγρια φαινόμενα: η αυτόματα τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών και οι διαδικασίες δημόσιου/κρατικού ελέγχου στις τιμές, ήταν μέτρα που είχαν υποχρεωθεί να πάρουν σοσιαλδημοκρατικές αλλά και συντηρητικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Όμως σήμερα τέτοια μέτρα στοιχειώδους προστασίας του εργατικού εισοδήματος θεωρούνται αδιαπραγμάτευτα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και το σύνολο των καθεστωτικών δυνάμεων. Οι αυξήσεις στους μισθούς και ο έλεγχος στις τιμές μπορούν να επιβληθούν μόνο με καταναγκαστικές μορφές που πρέπει να επιβάλει το εργατικό κίνημα με δράσεις από τα κάτω. 

Αυτό που ενώνει όλες αυτές τις εμπειρίες είναι η ουσία της κυβερνητικής πολιτικής, η άκαμπτη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ένα «παραστράτημα», δεν είναι ένα «απόστημα» στη σύγχρονη αστική πολιτική. Είναι η κυρίαρχη, η συγκεκριμένη μορφή της πολιτικής του κεφαλαίου διεθνώς. Οι εξαιρέσεις από αυτήν –είτε με τη μορφή του «προστατευτισμού» (Τραμπ), είτε με τη μορφή «ενισχύσεων» προς τις τράπεζες και τις αγορές για την αντιμετώπιση κρίσεων (Μπάιντεν)– αφορούν προβλήματα διαχείρισης του συστήματος. Όμως απέναντι στους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες, απέναντι στις πλειοψηφικές κοινωνικές ανάγκες, οι καθεστωτικές δυνάμεις ομοφωνούν: η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της διαρκούς περικοπής κοινωνικών δαπανών, είναι αδιαπραγμάτευτες. Η αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού θα είναι υπόθεση ανατροπής και όχι συναινετικής αυτορρύθμισης του συστήματος.

Πολιτικοί κίνδυνοι

Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα αυτή η διαδικασία στην Ελλάδα του Μητσοτάκη; Ας το πούμε με τα λόγια της εφημερίδας «Το Βήμα» (μιας εφημερίδας φιλικής προς τον Μητσοτάκη): «…οι πολιτικοί κίνδυνοι επανέρχονται και ανησυχούν κυρίως τους επιχειρηματίες και όσους προσέβλεπαν σε μια προσδοκώμενη ελληνική οικονομική αναγέννηση… η επιδείνωση των πανδημικών συνθηκών και τώρα το κυβερνητικό φιάσκο του ανελέητου χιονιά ήρθαν να επαυξήσουν τις ανησυχίες για έναν ενδεχόμενο πολιτικό εκτροχιασμό…». Έτσι είναι. Η συσσώρευση πικρής πείρας σε μαζικό επίπεδο οδηγεί σε καλπάζουσα φθορά την κυβέρνηση. Με αυτόν τον τρόπο ανοίγουν πάντα οι πολιτικές περίοδοι όπου είναι εφικτό και κυρίαρχο ζητούμενο η ανατροπή μιας πολιτικής και της κυβερνητικής έκφρασής της. 

Από τη σκοπιά των εργαζομένων, η προσπάθεια για την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη πρέπει να ταυτιστεί με τη διεκδίκηση για ουσιαστικές κατακτήσεις για λογαριασμό του κόσμου μας. Η τακτική του Τσίπρα που συγκέντρωσε την πολεμική του στα επιχειρήματα περί «αχρήστων» (Φουρθιώτης κ.ο.κ.) είναι άστοχη. Αφήνει μεγάλα περιθώρια ανασύνταξης στον Μητσοτάκη και κυρίως αφήνει τα περιθώρια στις καθεστωτικές δυνάμεις για αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, είτε στην κατεύθυνση της κυβέρνησης «τεχνοκρατών», είτε στην κατεύθυνση μιας κυβέρνησης «εθνικής συνεννόησης» ενόψει των κρίσιμων επιλογών που θα γίνουν αναγκαίες στα τέλη του 2022. 

Στους μήνες που έρχονται, το εργατικό κίνημα και η νεολαία, θα έχουν το καθήκον να ανατρέψουν την κυβέρνηση της νεοφιλεύθερης αντιδραστικής Δεξιάς, ανοίγοντας το δρόμο για σημαντικές εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις. Αυτή η πορεία θα καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις και όχι οι κούφιες κοινοβουλευτικές κορώνες.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες