Η πάλη μας σήμερα ξετυλίγεται σε συνθήκες ουσιωδώς διαφορετικές από το 2015.

Το μνημονιακό τσάκισμα των μισθών και των εργατικών δικαιωμάτων έχει δημιουργήσει τη βάση για αύξηση των κερδών σημαντικού τμήματος των επιχειρήσεων.

Στην Ευρώπη (π.χ. στην Ιταλία), αλλά και στις ΗΠΑ (π.χ. με τα μέτρα «εμπορικού πολέμου» που ανακοίνωσε ο Τραμπ) εμφανίζονται αστικές πολιτικές που επιμένουν στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, αλλά διαφοροποιούνται πλέον από το μοντέλο «μνημόνια» ή και γενικότερα από την επιμονή στην «παγκοσμιοποίηση».

Σε αυτές στις συνθήκες –και ειδικότερα στην Ελλάδα!– η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο παραμένει ένα ενεργό κοινωνικό και πολιτικό «ρήγμα», όμως η παρέμβαση της Αριστεράς πάνω σε αυτό οφείλει να έχει πολύ πιο καθαρές τις επιλογές του αντικαπιταλισμού. Η σύγκρουση δεν θα κριθεί από γενικόλογες αναφορές περί «ανάπτυξης» (οι επιχειρήσεις ήδη γνωρίζουν μια ανάπτυξη, αιματηρή για τους εργάτες, αλλά ανάπτυξη στα κέρδη τους…), αλλά από τη δυνατότητα της Αριστεράς να θέσει στην πρώτη γραμμή των επιλογών τα κύρια στοιχεία του «κοινωνικού ζητήματος»: μισθοί, συντάξεις, εργασιακά δικαιώματα, δαπάνες…

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιμετώπιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής στην περιοχή και η γραμμή για τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα έχει ιδιαίτερη σημασία.

Πρέπει να απορριφθεί η κληρονομιά μιας «πασοκικής αφήγησης» σε αυτά τα ζητήματα. Μετά το 1974 καλλιεργήθηκε συστηματικά η αντίληψη ότι ο ιμπεριαλισμός κρύβεται παγίως πίσω από τον τουρκικό παράγοντα, ενώ το ελληνικό κράτος (μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ!) παρουσιαζόταν ως δικαίως αμυνόμενο και πολιορκούμενο. Πρόκειται για έναν εκφυλισμό του δίκαιου αντιαμερικανισμού και του αντιιμπεριαλισμού, που οδηγούσε σε συμφιλίωση με τον ελληνικό εθνικισμό.

Σήμερα οι αντιλήψεις αυτές έρχονται σε άμεση σύγκρουση με την επικαιρότητα.

Μετά από τρία πραξικοπήματα, η Τουρκία του Ερντογάν είναι σε ανοιχτή ρήξη με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το κλείσιμο της βάσης του Ιντσιρλίκ, η επιδείνωση των σχέσεων με το κράτος του Ισραήλ και η αγορά των ρωσικών S-400, είναι παραδείγματα που δεν είναι δυνατόν να υποτιμούνται.

Το τρέχον σχέδιο των Μεγάλων Δυνάμεων στηρίζεται στον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου κυρίαρχα, σχεδόν αποκλειστικά, μεταξύ του άξονα των «προθύμων»: Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα. Αυτό υπογραμμίζεται από τις εταιρίες-μαμούθ που έχουν αναλάβει τις εξορύξεις στις ΑΟΖ, αλλά και από τους στόλους που πλέουν στο πλευρό τους.

Στα Δυτικά Βαλκάνια, η επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προβλέπει ρόλο «τοπικού συντονιστή» στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική κυβέρνηση. Το Gorna Makedonia θα είναι ένας θρίαμβος για την ελληνική διπλωματία, μετά την αναγνώριση της γειτονικής χώρας από περισσότερα από 100 κράτη (μεταξύ τους η Ρωσία!) με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Αυτό το σχέδιο εξυπηρετεί ασύστολα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιδιώκοντας την καταγραφή «εθνικών επιτυχιών». Η κριτική που τους χρειάζεται είναι ότι πρόκειται για τυχοδιώκτες και απολύτως υποταγμένους στον ιμπεριαλισμό και όχι ότι είναι «ψοφοδεείς» και υποχωρητικοί.

Με άξονα την αντίθεση στους εξοπλισμούς –η Ελλάδα της κρίσης διεκδικεί 4 φρεγάτες FREM!– πρέπει να αναδείξουμε τη στενή και αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στο αντιπολεμικό, στον αντιιμπεριαλισμό και στην αντιλιτότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να φράξουμε το δρόμο στην εθνικιστική ακροδεξιά και στους φασίστες, που ξεθάρρεψαν μετά τα συλλαλητήρια.

Ποιο «μέτωπο» μπορεί να σηκώσει αυτόν το συνδυασμό καθηκόντων;

Εμείς απαντάμε καθαρά. Το μέτωπο των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ένας «πόλος» ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΑΡΚ-ΟΝΡΑ κ.ά., που μπορούν να γίνουν σημείο αναφοράς του κόσμου που απογοητεύεται και εγκαταλείπει το καράβι του ΣΥΡΙΖΑ.

Μια, όποια, διεύρυνση αυτού του πόλου προς την κατεύθυνση «πατριωτικών» ομάδων ή προσωπικοτήτων όχι μόνο δεν προσθέτει υπαρκτές δυνάμεις, αλλά αντίθετα διαλύει. Γιατί διαλύει το πολιτικό «μήνυμα», την πολιτική βάση, τη στρατηγική κατεύθυνση. Τέτοιος χώρος πολιτικής ενότητας απλώς δεν υπάρχει και όποιες σκέψεις εξακολουθούν να απασχολούν, πρέπει να απωθηθούν.

Κάποιοι σύντροφοι αντιπαραθέτουν το πρόβλημα του σεχταρισμού και του μικροηγεμονισμού, ένα πρόβλημα υπαρκτό, που έχει μέχρι σήμερα εμποδίσει την πολιτική συνεργασία της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεν πρέπει να αποδεχθούμε αυτό το πρόβλημα ως οριστικό και μακροχρόνια καθοριστικό. Πρέπει να επιμείνουμε στην πολιτική της συνεργασίας με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να υπογραμμίσουμε αυτή την πολιτική με πρωτοβουλίες από τα κάτω.

Η ζωντανή εμπειρία των αγωνιστών/στριών της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο συνδυασμός της ενότητας στη δράση μέσα στους αγώνες με την υποστήριξη της συνεργασίας στο πολιτικό πεδίο, είναι κατά τη γνώμη μας η απάντηση που μπορεί να κάμψει το σεχταρισμό και τον ηττοπαθή μικροηγεμονισμό.

(Απόσπασμα από την ομιλία στο ΠΣ της ΛΑΕ)

Ετικέτες