Συμβολή στον διάλογο της Πανελλαδικής Σύσκεψης της Λαϊκής Ενότητας.

          Στην μαρξιστική θεωρία του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως αναδείχθηκε τόσο από τους θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού τον 19ο αιώνα, όσο και από διανοητές του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα, επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής πάλης, είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας, εκμετάλλευση εργατικής δύναμης κ.ά.) που επικαθορίζουν την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων (μηχανολογικός εξοπλισμός, εργατική εμπειρία, τεχνολογική εξέλιξη, κυριαρχία της «νεκρής εργασίας» επί της ζωντανής εργασίας κλπ.), και σε καμία περίπτωση το αντίστροφο. Αυτό το θέμα αναδείχθηκε σε ένα από τα μείζονα ζητήματα του αριστερού κινήματος, προσλαμβάνοντας στην εξέλιξη των πραγμάτων διαφορετικές απαντήσεις, που είχαν εξαιρετικά σημαντικές συνέπειες. Προφανώς είναι ο μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων (κοινωνικοποίηση αστικής ιδιοκτησίας, εργατικός έλεγχος, οριζόντιος καταμερισμός γνώσης και εργασίας) αυτός που καθορίζει την οικονομική εξέλιξη, ενώ η μονοδιάστατη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση, στην κατάργηση της αλλοτρίωσης, στην καθολική χειραφέτηση της εργατικής τάξης.

          Παρόλα αυτά στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών εκφράσεων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος επικράτησε η αντιστροφή αυτής της σχέσης, δηλαδή η πριμοδότηση και προτεραιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μεταθέτοντας την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής (σοσιαλιστικός μετασχηματισμός) σε ένα μέλλον που όσο το πλησίαζε κανείς τόσο απομακρύνονταν. Αυτό συνέβη με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που επικεντρώθηκε στην επιδίωξη της «οικονομικής ανάπτυξης», και μάλιστα σε μια λογική σταθεροποίησης των υφιστάμενων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Το ίδιο συνέβη με την επικράτηση αυτού του «οικονομισμού» στο αριστερό κίνημα του μεσοπολέμου, που έβλεπε την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής ως το απώτατο αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Στην οικονομικά κατεστραμμένη ρωσική οικονομία της οκτωβριανής επανάστασης το λενινιστικό πρόταγμα «εξηλεκτρισμός + σοβιέτ», που επεδίωκε την ταυτόχρονη οικοδόμηση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής παράλληλα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η εξέλιξη των πραγμάτων από την δεκαετία του 1920 και μετά, εξαφάνισε την πολιτική διάσταση του προτάγματος (σοβιέτ) και άφησε στην επιφάνεια μόνον την διάσταση του «οικονομισμού» (εξηλεκτρισμός). Ιστορική θεωρητική αποκορύφωση αυτής της στρέβλωσης του μαρξισμού υπήρξαν οι επεξεργασίες της τσεχοσλοβακικής διανοητικής ομάδας του Ρ. Ρίχτα για την επιστημονικοτεχνική επανάσταση, που υποστήριζε ότι το σοσιαλιστικό μέλλον θα άνθιζε μόνον μετά την βαθειά και εκτεταμένη ανάπτυξη και εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας, πράγμα που ιστορικά διαψεύστηκε. Οι επιστημονικές και τεχνολογικές επαναστάσεις τροφοδότησαν την ίδια την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας (ρομποτική, αυτοματοποίηση, μικροηλεκτρονική), χωρίς προφανώς να θίγουν τους καθοριστικούς προσδιορισμούς των αστικών σχέσεων παραγωγής.

          Στη σύγχρονη περίοδο και για να περιοριστούμε στην εμπειρία της ελληνικής Αριστεράς, το ΚΚΕ θέτει μεν τον στόχο της γενικευμένης κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, ξεπερνώντας την ιστορική του αντίληψη για την προτεραιότητα του «οικονομισμού», ωστόσο όμως μεταθέτει αυτή την αλλαγή στο ιστορικό υπερπέραν και κατ’ αυτόν τον τρόπο ακυρώνει την ίδια του την σοσιαλιστική επαγγελία. Από την άλλη πλευρά, δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς, επικρίνουν τον «οικονομισμό» και προτάσσουν τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής, εντούτοις όμως μετατρέπουν αυτό τον στρατηγικό στόχο σε άμεση πολιτική τακτική, πράγμα που τις οδηγεί στην κοινωνική περιθωριοποίηση. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και ενώ στην πρώτη φάση της ανάπτυξής του και μέχρι την ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση (προθάλαμο για την μεθύστερη κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας), αναδείκνυε στόχους αντιπλουτοκρατικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα, που μπορούσαν να έχουν στην υλοποίησή τους μια αντικαπιταλιστική δυναμική (να πληρώσουν οι πλούσιοι κλπ.), από εκεί και πέρα εγκαταλείφθηκε αυτός ο προσανατολισμός και στην θέση του τοποθετήθηκε η «παραγωγική ανασυγκρότηση».

          Αυτός ο προσανατολισμός αποτέλεσε έκτοτε, συνοδευόμενος σχεδόν πάντοτε από την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (που αποτελούν την κατώτερη διαστρωμάτωση της αστικής τάξης, σε διαφοροποίηση από τα μικροαστικά αυτοαπασχολούμενα στρώματα που σήμερα πολώνονται προς την πλευρά των λαϊκών τάξεων), σταθερά της οικονομικής πολιτικής όχι μόνον της πλειοψηφίας, αλλά και όλων σχεδόν των συνιστωσών και τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, η αναφορά στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του περασμένου Σεπτεμβρίου έχει καταλάβει κυρίαρχη θέση, καλύπτοντας άλλωστε τα δύο-τρίτα των προγραμματικών του αναφορών,  θέτοντας τελεσίδικα στα αζήτητα την όποια αντικαπιταλιστική πολιτική που έθετε στο επίκεντρό της την πρόταξη του σταδιακού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, και βάζοντας σε προτεραιότητα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

          Μ’ αυτή την έννοια η επινόηση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης»,  για την οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά στο μαρξιστικό έργο, αντιπροσωπεύει την επικράτηση των αστικών οικονομικών αντιλήψεων στη Ριζοσπαστική Αριστερά, την ηγεμονία των μικροαστικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Η θεώρηση αυτή έχει από πίσω της την αντίληψη για το ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι «πραγματικός» καπιταλισμός, ότι το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν «στρεβλό, παρασιτικό και εξαρτημένο», και ότι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η ελληνική οικονομία περιέπεσε στην δίνη της κρίσης την τελευταία εξαετία. Το συμπέρασμα άρα ήταν ότι απαιτούνταν μια αριστερή δύναμη στην διακυβέρνηση της χώρας που να προωθήσει την «παραγωγική ανασυγκρότηση» (μέτρα εκσυγχρονισμού, κλαδικών αναδιαρθρώσεων, επενδυτικών δράσεων κλπ.), δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, χωρίς να θίγονται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Η οικονομική και κοινωνική καταστροφή της τελευταίας περιόδου του ενός-τετάρτου της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας και της ζωντανής εργασίας αποδίδονταν σ’ αυτή την αιτιολογία.

          Απεναντίας εκείνο που συμβαίνει είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός παραμένει «αυθεντικός» και αναπτυγμένος, έχει πραγματοποιήσει μια υπερεικοσαετή πορεία υψηλής κερδοφορίας και συσσώρευσης – συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (1986 – 2008), έχει «αυτοτελή χαρακτηριστικά», όντας παράλληλα ενσωματωμένος στους θεσμούς και μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη), και περιήλθε σε βαθύτατη κρίση εξ αιτίας της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου της προηγούμενης περιόδου, της μεγάλης πτωτικής πορείας του ποσοστού κέρδους και του εκμηδενισμού της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Είναι αυτή η πορεία που τον χαρακτήρισε στην περίοδο 2008 – 13, με την επικράτηση ζημιογόνων αποτελεσμάτων και εκκαθάρισης εκατοντάδων επιχειρήσεων. Και δεν ήταν παρά οι μνημονιακές πολιτικές (του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ) που ακριβώς δρομολογήθηκαν, σε σύμπλευση ελληνικής αστικής τάξης και συνασπισμένων αστικών τάξεων της ευρωπαϊκής ηπείρου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η καπιταλιστική κρίση και να επιτευχθεί έξοδος από το τούνελ της κρίσης προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης της χώρας, πράγμα που φάνηκε ήδη στον ορίζοντα από τις οικονομικές χρήσεις του 2013 – 14 που επανέφεραν την καπιταλιστική οικονομία σε κερδοφόρα τροχιά.

          Ο λόγος ύπαρξης της Αριστεράς δεν είναι παρά η στρατηγική επιδίωξη της ανατροπής των αστικών σχέσεων παραγωγής, δημιουργώντας τους όρους της γενικευμένης χειραφέτησης (μορφωτικής, οικονομικής, κοινωνικής κ.ά.) των εργαζομένων, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως ιστορικό ρόλο και αποστολή την προαγωγή του «οικονομισμού», της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από την όποια «παραγωγική ανασυγκρότηση», που απολήγει εξ αντικειμένου στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Μορφές πολιτικής υπόστασης του αριστερού κινήματος (όπως κατ’ εξοχήν ο σημερινός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ), που προτάσσουν την ιδεοληψία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», το κάνουν αποκλειστικά για να θέσουν στα αζήτητα τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής, και εκ των πραγμάτων βρίσκονται υπό την αστική ή μικροαστική ηγεμονία. Άλλωστε αυτή η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιουνίου 2012 – Ιανουαρίου 2015, η γονυκλισία δηλαδή έναντι της πρωταρχικότητας των αστικών συμφερόντων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό πίσω από τηνμνημονιακή μεταστροφή που ακολούθησε από την άνοδό του στη διακυβέρνηση και μέχρι το τέλος του περασμένου καλοκαιριού. Δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς με το πλέγμα των ευρωπαϊκών νομισματικών, οικονομικών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων, και τελικά «προσαρμόζεσαι» σ’ αυτό, όταν έχεις ήδη «παραδοθεί» στο εσωτερικό μέτωπο της ταξικής διαπάλης.

          Και βέβαια επειδή η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν έχει «στιγμιαία» ιστορικά χαρακτηριστικά που τοποθετούνται στο «υπερπέραν», ούτε μπορεί να προκύψει ως άμεσος τακτικός στόχος (τοποθέτηση της στρατηγικής στη θέση της τακτικής), γι’ αυτό και απαιτείται η ολόπλευρη ανάδειξη του ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος, που το συνδέουν χίλια νήματα με την σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αυτό δεν αποτελεί πρόγραμμα μιας μελλοντικής διακυβέρνησης που καλείται να εφαρμόσει μια συνεπής αριστερή αντιμνημονιακήεξουσία, αλλά εμπεριέχει ένα πολύμορφο σύνολο στόχων πάλης του ιστορικού παρόντος, απόληξη του οποίου είναι και το όποιο κυβερνητικό μελλοντικό πρόγραμμα. Στόχοι όπως η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων, η ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, η επιδίωξη ανάδειξης μορφών εργατικού ελέγχου στην παραγωγική διαδικασία, η κατάκτηση επιδομάτων ανεργίας για το σύνολο των ανέργων κλπ. αντιπροσωπεύουν αιχμές του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος στο σήμερα. Στοχεύσεις που έχουν να κάνουν με την προώθηση μορφών κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, του οριζόντιου καταμερισμού εργασίας (κατάργηση του διχασμού διανοητικής / χειρωνακτικής εργασίας)  και απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων στην πιο πλήρη τους κοινωνική ανάπτυξη και άνθιση, προφανώς ανήκουν στη σφαίρα των κυβερνητικών στοχεύσεων μιας αριστερής, αντισυστημικής λαϊκής πλειοψηφίας.

Ετικέτες