Η συζήτηση στο δρόμο για την ιδρυτική συνδιάσκεψη συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις της περιόδου καθώς και την κατάσταση της Αριστεράς και του κινήματος όπως προβάλλονται πάνω στη ΛΑΕ.

Μάλιστα σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό. Αφορά στην τρέχουσα «φωτογραφία» του γενικού, ταξικού και πολιτικού συσχετισμού δύναμης μέσα στην χώρα αλλά και στις μεγάλες και «ανοιχτές» αντιθέσεις στο διεθνές πεδίο, κυρίως εντός του ευρω - ατλαντικού στρατοπέδου, στα ζητήματα της διαχείρισης της κρίσης χρέους και ευρύτερα που καθορίζουν τις συνθήκες και στην Ελλάδα – πειραματόζωο.  

Η συγκυρία

Με τα μέτρα του τρίτου μνημονίου και ιδιαίτερα με το ασφαλιστικό – φορολογικό επιτυγχάνεται άλλη μία ιστορική νίκη στα χρόνια των μνημονίων για την ελληνική άρχουσα τάξη απέναντι στον κόσμο της εργασίας και ευρύτερα  στις κατακτήσεις του κινήματος στα «χρόνια της Μεταπολίτευσης». Η στάση των δανειστών εξαρτάται και αποτυπώνει ευρύτερες, ευρωπαϊκές και διεθνείς αντιφάσεις της κρίσης, έτσι ώστε δεν διαφαίνεται κανένας ορίζοντας ουσιαστικής απαλλαγής από το «μνημονιακό καθεστώς» και ακόμη περισσότερο ανατροπή των μνημονιακών μέτρων και προοπτική φιλεργατικής / φιλολαϊκής πολιτικής. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παριστάνει ότι διαπραγματεύεται ενώ στην πραγματικότητα υλοποιεί τις αποφάσεις των αστικών, ιμπεριαλιστικών κέντρων και παλεύει σκληρά ώστε να τα πείσει ότι αποτελεί γνήσιο εκφραστή των συμφερόντων τους επιδεικνύοντας την ικανότητά της να εξαπατά την κοινωνία. Εγχείρημα ωστόσο ιδιαίτερα δύσκολο καθώς όσο εξυπηρετεί τις ανάγκες και τα σχέδια των «από πάνω», των ντόπιων αστών και των δανειστών, τόσο χάνει την εμπιστοσύνη των «από κάτω», της νεολαίας, των ανέργων, των μισθωτών, αλλά και των μεσοστρωμάτων που τσακίστηκαν από την λιτότητα και «προλεταριοποιήθηκαν». Εξάλλου και αυτοί οι χειρισμοί έχουν τα όριά τους. Η κυβέρνηση που πρώτα προπαγάνδιζε την επιλογή να στηριχθεί στις ΗΠΑ (ΔΝΤ) για να κάμψει την Μέρκελ και τον Σόιμπλε (ΟΝΕ/ΕΕ), χθες ήθελε να διώξει το ΔΝΤ και να στηριχθεί στην Ευρώπη λόγω των σκληρών απαιτήσεων του Ταμείου και σήμερα και πάλι ζητά να παραμείνει ελέω της στάσης του στο χρέος! Μια πολιτική γελοία αν και πολύ επικίνδυνη.

Οι λοιπές μνημονιακές δυνάμεις, της δεξιάς και της κεντροαριστεράς, διεκδικούν την θέση τους στην κυβερνητική εξουσία και την διαχείριση της κρίσης, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ φθείρεται και εμφανίζει αδυναμίες. Όχι όμως απαλλαγμένες από προβλήματα και βαθιές αντιφάσεις. Ιδιαίτερα η ΝΔ παραπαίει μεταξύ της επιθυμίας της να επιστρέψει στην κυβέρνηση και της ανάγκης να στηρίζει τα μνημόνια του Τσίπρα. Ο «φέρελπις» νέος αρχηγός δεν καταφέρνει να ενοποιήσει τον χώρο της δεξιάς αλλά μάλλον το αντίθετο.

Όλο αυτό το θέατρο παίζεται μπροστά στα μάτια της κοινωνίας η οποία, για την ώρα παρακολουθεί αμήχανη και απογοητευμένη τα έργα της δήθεν «αριστερής» κυβέρνησης αλλά και την απουσία εναλλακτικών επιλογών στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής, μνημονιακής, μεγάλης πλειοψηφίας. Όπως όμως φαίνεται κυρίως από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ένα μεγάλο και διευρυνόμενο κοινωνικό τμήμα δεν αποδέχεται και δεν «νομιμοποιεί» τις επιλογές και την επιχειρηματολογία του πρωθυπουργού και των στελεχών της κυβέρνησης χωρίς ταυτόχρονα να μεταγγίζεται στο ποσοστό της ΝΔ. Μετά την ακύρωση των ελπίδων που καλλιέργησε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω από τη δυνατότητα «αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού» το ποσοστό αυτών που με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα απορρίπτουν τον εκβιασμό του ευρώ έχει αυξηθεί και κινείται σταθερά πάνω από το 30%. Ωστόσο ακόμη σημαντικότερος κοινωνικός δείκτης από την σκοπιά της αριστερής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής ανατροπής είναι ο δείκτης της μαζικής κοινωνικής «αντίστασης» στις πλέον σκοτεινές διαδρομές του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που ευνοούνται από την κρίση και μάλιστα του προσφυγικού, επιδεικνύοντας εντυπωσιακή, αυθόρμητη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Συμπερασματικά, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται ασταθής σ’ ένα ρευστό πολιτικό περιβάλλον, μπροστά σε διαρκείς προκλήσεις για νέα μνημόνια και μέτρα λιτότητας - κατάσταση που υπογραμμίζει την ανάγκη για εναλλακτική πρόταση και προοπτική – και με ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό τμήμα να μην «παραδίνεται στην μοίρα του», η υποκειμενική δυνατότητα της ΛΑΕ και ευρύτερα, ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς, απαιτεί γενική ανασυγκρότηση. Ξεκινώντας από την διαπίστωση πως όσο λάθος είναι να θεωρήσει κανείς πως η κυβέρνηση Τσίπρα θα μπορέσει να εξασφαλίσει μακροβιότητα - άποψη που πρόσφατα εμφανίζεται ενισχυμένη λόγω της συμφωνίας για την εκταμίευση της δόσης - «παραλύοντας» και υποτιμώντας τα καθήκοντα άλλο τόσο λάθος είναι να πιστεύει και να διακηρύσσει κανείς την σίγουρη, σε σύντομο χρόνο, πτώση της κυβέρνησης στηρίζοντας την γραμμή, προς τα «μέσα» και προς τα «έξω», στην διαρκώς επαναλαμβανόμενη σχετική εκτίμηση.

Η διεθνής και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, τροφοδοτεί τις αντιφάσεις και την αστάθεια στο εγχώριο πολιτικό πεδίο και καθόσον δεν επιτυγχάνει την επιστροφή σε συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης και ομαλής λειτουργίας του δικομματισμού παραμένει ενεργή η πρόκληση συγκρότησης πολιτικού χώρου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς με δυνατότητα και ικανότητα μαζικής απεύθυνσης.

Ωστόσο οι όροι της συγκρότησης αυτού του χώρου σήμερα, μετά την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί. Τόσο στο επίπεδο της μαζικής γραμμής και επικοινωνίας όσο και στο επίπεδο του κομματικού υποκειμένου.

Εναλλακτική πρόταση, κόμμα, επικοινωνία

Μετά την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και την υπογραφή του μνημονίου η αριστερά έχει βρεθεί σε δεινή θέση. Ιδίως η μη σεχταριστική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά (για το ΚΚΕ, δυστυχώς όπως φαίνεται, σημαίνει την αυτοεπιβεβαίωση στις επιλογές του σεχταρισμού και της απόρριψης κάθε μεταβατικής προσέγγισης).   

  • Η ακύρωση της μαζικής, ριζοσπαστικής γραμμής «κυβέρνηση της αριστεράς» αναδεικνύει την πολιτική πρόκληση για την συγκρότηση εναλλακτικής πρότασης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Ο στόχος της «κυβέρνησης της αριστεράς», που ενέπνευσε μαζικά κοινωνικά τμήματα με ελπίδα και αποφασιστικότητα, την οποία, παρά τις εμφανείς δεξιές ολισθήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του, διατήρησαν και κλιμάκωσαν έως την ιστορική πρόκληση του δημοψηφίσματος, μετατράπηκε από τον Τσίπρα σε νέο μνημόνιο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει σε άγρια ταξικότητα από τα προηγούμενα. Η γραμμή «κυβέρνηση της αριστεράς» δυσφημίστηκε βαρύτατα στα μάτια της σαστισμένης κοινωνίας, όσο κι αν ο ισχυρισμός ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβρη αποτέλεσε έγκριση του μνημονίου αποτελεί χυδαία ερμηνεία που χρησιμοποιούν διαρκώς ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη.

Η επαναφορά του στόχου αυτού, με ανανεωμένο το μεταβατικό και ριζοσπαστικό περιεχόμενό του, έχει προϋποθέσεις που ξεπερνούν κατά πολύ την αντίθεση στην Ευρωζώνη, ακόμη και την διάκριση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Πάνω απ’ όλα προϋποθέτει την αποσαφήνιση του μεταβατικού χαρακτήρα αυτού του στόχου που δεν επιτρέπει καμία σύγχυση με οποιαδήποτε ερμηνεία «δια» - κυβέρνησης ή «αριστερής» διαχείρισης του συστήματος. Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, από την πρώτη στιγμή τον Γενάρη του ΄15 και έκτοτε, ουδέποτε προσέγγισαν τα χαρακτηριστικά και τον ρόλο μιας «κυβέρνησης της αριστεράς». 

  • Το έλλειμμα του πολιτικού φορέα και η επείγουσα ανάγκη συγκρότησής του αποτελεί την δεύτερη πρόκληση. 

H ήττα του Σεπτέμβρη δεν σήμανε μόνο την βαθιά υπονόμευση της γραμμής που εξέφρασε εκλογικά /πολιτικά μια προηγούμενη φάση κλιμάκωσης της κοινωνικής αποδοκιμασίας απέναντι στα μνημόνια και την λιτότητα. Σήμανε επίσης το τέλος του κομματικού εργαλείου που αντιστοιχούσε σ’ ένα ορισμένο επίπεδο σχέσεων με το κοινωνικό ακροατήριο.

Σήμερα είναι επείγουσα η ανάγκη οικοδόμησης πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα μπορεί να στηρίξει τις ανάγκες του κινήματος ώστε να ξεδιπλωθεί η δυνατότητα και η δυναμική της κοινωνικής αποδοκιμασίας των μνημονίων και της λιτότητας. Πολύ περισσότερο που η κατάσταση του οργανωμένου εργατικού κινήματος δεν είναι καθόλου καλή. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κύρια στην ΓΣΕΕ και όχι μόνο, δεν βοηθά στην ανοικοδόμηση των αντιστάσεων αλλά λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντα και τις ανάγκες του εργατικού και μαζικού κοινωνικού κινήματος πιο απροκάλυπτα από ποτέ.

Ο άμεσος προσανατολισμός της ΛΑΕ στα μέτωπα που άνοιξε και ανοίγει το «μνημόνιο Τσίπρα» και η αναφορά στα κινήματα και στις αντιστάσεις αποτέλεσε την σημαντικότερη επιλογή. Δεν χωρά αμφιβολία πως η ΛΑΕ διεκδικεί τον ρόλο και την καταγραφή της στο πλευρό των κινημάτων και πιστώνεται την ανοιχτή και αντισεχταριστική στάση της. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επιμείνει οικοδομώντας την ουσιαστικότερη σχέση του «κόμματος» με το κίνημα σε όλα τα επίπεδα: γειτονιά, δήμος – τοπική αυτοδιοίκηση, χώρος δουλειάς – συνδικαλιστικό, νεολαία, γυναίκες και ΛΟΑΤ, αντιρατσισμός - αντιφασισμός, περιβάλλον, δικαιώματα κ.α. Παρά ταύτα αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να εξελιχθεί ανεξάρτητα από την εναλλακτική πρόταση και το γενικότερο ιδεολογικοπολιτικό πολιτικό στίγμα. Τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί στην Περιφέρεια και στο συνδικαλιστικό δεν είναι δευτερεύοντα αλλά αποτελούν έκφραση αμηχανίας στο επίπεδο της φυσιογνωμίας και της στρατηγικής της ΛΑΕ.

Η ΛΑΕ οφείλει να στοχεύσει στην οικοδόμηση «χώρου» και «ταυτότητας» στο «πολιτικό διάνυσμα» με μαζική κοινωνική αναγνώριση. Αυτή η προσπάθεια μπορεί να καταγραφεί με τρόπο σημαντικό και εκλογικά. Αν όμως επικρατήσει η αντίστροφη αντιμετώπιση και τεθεί ο εκλογικός στόχος (στην βάση της εκτίμησης για την βέβαιη και σε σύντομο χρόνο, πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα μέσα από τις δικές της αντιφάσεις) ως προϋπόθεση της ουσιαστικής οικοδόμησης του φορέα, οι πιθανότητες των χειρότερων σεναρίων αυξάνονται δραματικά (όχι μόνο ως προς το αποτέλεσμα και την ποιότητα μιας τέτοιας οικοδόμησης αλλά πριν απ’ αυτό για την ίδια την εκλογική επίδοση).  

  • Το τρίτο μεγάλο έλλειμμα αφορά στο «επικοινωνιακό προφίλ», στη συνολική εικόνα, στη γενική επικοινωνία με τα κοινωνικά ακροατήρια.

Όσο πιο ουσιαστικές, πολιτικές και οργανωτικές, σχέσεις έχει αναπτύξει ο φορέας, το «κόμμα» της αριστεράς, με τα συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα που αντιστοιχούν στον κορμό της εναλλακτικής πολιτικής πρότασης – δηλαδή στον κόσμο της εργασίας και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τον κόσμο της ανεργίας, τη νεολαία, τους/τις αποκλεισμένους/ες – τόσο μικρότερη σημασία έχει το επικοινωνιακό προφίλ του κόμματος και πολύ περισσότερο του «επικεφαλής». Και αντίστροφα, όπως έδειξε η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Το βάρος που δόθηκε στην «εικόνα» και την «επικοινωνία» ήταν ανάλογο με την υποχώρηση από την απεύθυνση στα συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα, τα συμφέροντα και τα αιτήματά τους και την επιλογή της διάχυσης του πολιτικού «σήματος» στο γενικό εκλογικό σώμα, με έμφαση στα μεσαία στρώματα «κλείνοντας το μάτι» στην ντόπια αστική τάξη.

Εντούτοις θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι για τις απόψεις της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν έχει σημασία ο τρόπος  προσέγγισης των κοινωνικών ακροατηρίων και ιδιαίτερα της νεολαίας στη σύγχρονη εποχή. Η εικόνα της ΛΑΕ σήμερα, η «αισθητική της γραμμής», αντλεί τις επιλογές της από το μακρινό παρελθόν.  Η απεγνωσμένη δε, προσπάθεια αναζήτησης προβολής των απόψεων της ΛΑΕ στα ΜΜΕ, τα οποία ομολογουμένως σε μεγάλο βαθμό την αποκλείουν, έχει οδηγήσει σε επιλογές επιπόλαιες αλλά και σε ορισμένες ατυχείς δηλώσεις που βλάπτουν παρά ωφελούν το προφίλ της. Η ποιότητα της αισθητικής – επικοινωνίας αποτελεί, λιγότερο ή περισσότερο, απεικόνιση της γενικής φυσιογνωμίας και του περιεχομένου της πολιτικής και σε κάθε περίπτωση επηρεάζει, στις μέρες μας ιδιαίτερα, την αποτελεσματικότητα της μαζικής απεύθυνσης.   

«Εσωτερική» συζήτηση και δημόσια εκφώνηση

Η συζήτηση για το πρόγραμμα και τον κανονισμό λειτουργίας αφορά στην συνολική φυσιογνωμία του φορέα, δηλαδή σε ένα ζήτημα κατά πολύ ευρύτερο από το «γράμμα» των κειμένων. Αυτά αποτελούν κυρίως «συμβόλαιο συμβιβασμού» μεταξύ των συνιστωσών οργανώσεων (και πρώτ’ απ’ όλα όσων είναι φορείς όχι μόνο απόψεων αλλά και κάποιων δυνατοτήτων). Γι αυτό τα κείμενα είναι καλοδεχούμενα και θετικά ακριβώς επειδή αποτελούν την «γραπτή εγγύηση» για τις προθέσεις συγκρότησης του μετωπικού φορέα. Δεν ορίζουν όμως το πεδίο συζήτησης που αφορά στην «εξωστρεφή» πολιτική. Στην «εσωτερική» συζήτηση συναντιούνται στην ΛΑΕ διαφορετικές εμπειρίες, ιδεολογικές ταυτότητες, δυνατότητες, επιλογές εύρους ακροατηρίου, συμπεράσματα από την πρόσφατη εμπειρία. Όμως η αναγκαία «ισορροπία» απόψεων και συσχετισμών δεν συνιστά και γραμμή προς την κοινωνία ούτε την αντίστοιχη αντίληψη οικοδόμησης του πολιτικού φορέα.

Αυτή την αντίφαση μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε μόνο στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης δυνατής πολιτικοποίησης της συζήτησης ταυτόχρονα με τα μέτρα και τις λειτουργίες που θα εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη δυνατή κοινωνικοποίησή της μέσα στο «κόμμα». Εξασφαλίζοντας δηλαδή, τους πραγματικούς όρους της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Η ουσιαστική συζήτηση αφορά στην δημόσια εικόνα και λόγο της ΛΑΕ. Εκεί διατυπώνεται η προγραμματική πρόταση προς την κοινωνία η οποία κατά τα άλλα αγνοεί όχι μόνο τα κείμενα μα τις ίδιες τις συνιστώσες – οργανώσεις του μετωπικού σχήματος και τις διαφορές τους, όσο σημαντικές κι αν είναι. Η δημόσια εικόνα και εκφώνηση της ΛΑΕ είναι που πρέπει να τεθεί ως επίδικο καθώς μάλιστα αποκλίνει από τα κείμενα, ή έστω τα ερμηνεύει με συγκεκριμένο τρόπο.

Το γεγονός αυτό, η απόκλιση δηλαδή μεταξύ των κειμένων που αντανακλούν την εσωκομματική συζήτηση και της δημόσιας εικόνας της ΛΑΕ (που συμπεριλαμβάνει την δημόσια εκφώνηση, την δράση και την παρουσία του «κόμματος» και την επικοινωνιακή τακτική), μπορεί να ερμηνευτεί από τις ίδιες τις αντιφατικές (αντικειμενικές και υποκειμενικές) συνθήκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα διαφορετικό από την ανάδειξη του προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπιστεί και όλων εκείνων των επιλογών αλλά και των «συνηθειών» που πρέπει ν’ αλλάξουν.

Η επιμονή στην ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και η ορθή διαπίστωση για τις αντικειμενικές δυνατότητες αριστερής πολιτικής έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας έχει οδηγήσει αφενός στις κινηματικές επιλογές, αφετέρου σε μια έντονη, σχεδόν αγωνιώδη προσπάθεια να καλυφθεί η ανάγκη της μαζικής απεύθυνσης με μια γραμμή, πρωτίστως εκλογική, γενικού κοινωνικού ακροατηρίου ή δυνατόν πλειοψηφικού. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Οδηγεί σε λάθος επιλογές που εντέλει μειώνουν παρά αυξάνουν τα ακροατήρια. Η δυναμική που ενοποιούσε την εργατική τάξη και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με τους μικρομεσαίους και μάλιστα με την ηγεμονία των συμφερόντων των πρώτων και εκφράστηκε εντυπωσιακά, ως τελευταία αναλαμπή της σχέσης κοινωνίας – αριστερής κυβέρνησης, στο δημοψήφισμα, σήμερα έχει σπάσει.

Η αποφυγή της πολυδιάσπασης σε δυνάμεις με καθαρή ιδεολογική ταυτότητα και ιδιαίτερα περιορισμένη σχέση με τα μαζικά ακροατήρια δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί σήμερα, άμεσα από την αναζήτηση πλειοψηφικής γραμμής. Η εκφώνηση που αγνοεί ή υποτιμά αυτές τις διαπιστώσεις ρέπει στην γενική εκλογική απεύθυνση και πρακτικά υποκλίνεται στα μεσοστρώματα, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερη επιτυχία, χάνοντας ταυτόχρονα  την επαφή με τους μισθωτούς και τους ανέργους. Υπονομεύει ταυτόχρονα και αυτή καθαυτή την προσπάθεια συγκέντρωσης δύναμης και ενότητας των επιμέρους δυνάμεων της αριστεράς.

Το νομισματικό δίλημμα και η αριστερά

Η ΛΑΕ εκπέμπει ένα δημόσιο, μαζικό πολιτικό σήμα που συγκροτείται από ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά: τον κινηματισμό, την άρνηση των μνημονίων, την εναλλακτική πρόταση με επίκεντρο την έξοδο από την Ευρωζώνη, την διαγραφή του χρέους, το πολιτικό προσωπικό που αρνήθηκε την παραμονή στην κυβέρνηση και στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.  Αυτή είναι η κοινωνικά αναγνωρίσιμη ταυτότητά της.

Σήμερα, μετά και την εμπειρία της «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα δεν υπάρχει κανείς να υποστηρίζει στα σοβαρά την δυνατότητα ενός συμβιβασμού που θα επέτρεπε την ανατροπή της λιτότητας και γενικότερα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην Ελλάδα, εντός της ΟΝΕ. Τέτοιες αυταπάτες δεν έχουν πλέον κανένα έρεισμα. Ίσως αυτό είναι το μόνο θετικό στοιχείο που απορρέει από την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Διαμορφώνει την εντύπωση σε μαζική κοινωνική κλίμακα ότι η ανατροπή της μνημονιακής πορείας και της διαρκούς ταξικής λιτότητας απαιτεί, όχι μια, κάποια «διαπραγμάτευση» αλλά πραγματική σύγκρουση και ρήξη με τα αστικά κέντρα εξουσίας, ντόπια και διεθνή. Δίλημμα σκληρό, δύσκολο αλλά και αρκετά ξεκάθαρο.

Εντούτοις η ουσία της ανατροπής αφορά στη νεοφιλελεύθερη, ταξική λιτότητα και στις συνέπειές της στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Το ζήτημα του νομίσματος προκύπτει ως συνέπεια. Η αμφίδρομη σχέση δεν τεκμηριώνεται. Αντίθετα όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στο νόμισμα και ευρύτερα στην σχέση της χώρας με την ΟΝΕ/ΕΕ η ουσία της ανατροπής συσκοτίζεται. Μάλιστα η συζήτηση αυτή γίνεται σήμερα βαρύτατα υπονομευμένη από τα μέτρα των προηγούμενων μνημονίων που έχουν ήδη αλλάξει δραματικά τον ταξικό συσχετισμό σε βάρος της εργασίας και υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου στο εθνικό πεδίο. Εκεί δηλαδή όπου, παρά τα ανοιχτά θέματα συζήτησης για την παγκοσμιοποίηση, την λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού και πιο συγκεκριμένα για την «φύση» της ΟΝΕ/ΕΕ, αναπτύσσεται συγκεκριμένα η ταξική καπιταλιστική σχέση. Πλέον τίθεται όχι μόνο ο στόχος της διακοπής της τρέχουσας μνημονιακής πορείας αλλά και η ανάταξη της σοβαρής ήττας που έχει υποστεί ο κόσμος της εργασίας μέσα στην χώρα καθώς κανένα σχέδιο για την «επιστροφή στην ανάπτυξη» δεν νομιμοποιεί από την πλευρά της αριστεράς και του εργατικού κινήματος, την αποδοχή του συσχετισμού σε βάρος των εργαζόμενων που διαμόρφωσαν τα μνημόνια.

Το «όριο» του ευρώ δεν το έθεσε η αριστερά στο κίνημα και στην πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Πρόκειται για το ισχυρότερο ιδεολογικό όπλο των αντιπάλων καθώς λειτουργεί υπέρ του συστήματος σε όλες τις ενδεχόμενες απαντήσεις. Ακόμα και σ’ αυτές τις οποίες τα κυρίαρχα αστικά και ιμπεριαλιστικά κέντρα απορρίπτουν, δηλαδή αυτές που ενισχύουν τις διαλυτικές τάσεις της ΟΝΕ/ΕΕ. Ιδεολογικά υποβάλει σε κάθε περίπτωση την αποδοχή του πλαισίου της αγοράς και της «μηχανικής» της μέσα στην κρίση: καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων με προτεραιότητα την μείωση του κόστους της εργασίας και την υποτίμησή της.

Η επιλογή του νομισματικού διλήμματος από την πλευρά μεγάλου τμήματος της αριστεράς, και μάλιστα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής, και η επίμονη προβολή του, ως το «ερώτημα κλειδί» που βρίσκεται στο επίκεντρο της ταξικής και ιδεολογικοπολιτικής πάλης συνιστά στην πραγματικότητα αποδοχή του πλαισίου του αντιπάλου. Με άλλα λόγια αποδοχή της επιλογής του εχθρού για το πεδίο και τις συνθήκες της μάχης.

Τρία διαφορετικά και αντιθετικά επιχειρήματα/ κατευθύνσεις εντός της αριστεράς, υποστηρίζουν/ συγκλίνουν σε αυτή την επιλογή. Το βασικό επιχείρημα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αφορά στην διαπίστωση ότι στην Ελλάδα κανένα, ορατό τουλάχιστον, αστικό τμήμα δεν υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ και ως εκ τούτου μια τέτοια επιλογή μετατρέπεται σε μέσο της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής».  Μια άλλη προσέγγιση αφορά, αν και μάλλον ανομολόγητα, στην προσπάθεια να εκτιμηθεί η δυνατότητα της οικοδόμησης του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Τέλος, αν και κανείς τουλάχιστον, μέσα στην ΛΑΕ δεν το αποδέχεται ρητά, η «θεωρία της εξάρτησης και των σταδίων» και μαζί η πολιτική των «λαϊκών μετώπων» (την οποία εγκατέλειψε εδώ και χρόνια ο βασικός εκφραστής της, το ΚΚΕ). Η επιλογή δηλαδή της διαταξικής συμμαχίας υπό τον στόχο της εθνικής ανεξαρτησίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού με δημοκρατία και φιλολαϊκό/ φιλεργατικό πρόσημο, αντίληψη που οδήγησε σε καταστροφές το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς. Πιο σοβαρό μοιάζει το πρώτο επιχείρημα καθώς οι άλλες δύο προσεγγίσεις, παρόμοιες σε μεγάλο βαθμό, έχουν ήδη εκτεθεί ιστορικά και καθόλου τυχαία, αν και ενυπάρχουν ως προβληματισμοί μέσα στην ΛΑΕ, δεν διαθέτουν την αυτοπεποίθηση να εμφανιστούν με το θεωρητικό και ιστορικό τους πρόσωπο.

Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα της (όποιας) προσέγγισης που «ποντάρει τα πάντα» στο νόμισμα εμφανίζονται έντονα όταν επιχειρείται η διατύπωση «μαζικού σήματος» προς το κοινωνικό ακροατήριο. Εκεί πλέον εξαφανίζονται τα «ιδιαίτερα επιχειρήματα» που διαχωρίζουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις και παραδόσεις της αριστεράς και απομένει η κεντρική αιχμή: το νόμισμα και η έξοδος από την ΟΝΕ ή/και από την ΕΕ (επίσης ακατανόητη διαφορά στην μαζική κλίμακα καθώς σ’ αυτό το επίπεδο ΟΝΕ και ΕΕ ταυτίζονται).

Άρα λοιπόν, η έξοδος από την ΟΝΕ/ΕΕ μοιάζει σήμερα προφανής συνέπεια της ανατροπής των μνημονίων και της λιτότητας σε ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του κοινωνικού ακροατηρίου χωρίς όμως να είναι καθόλου προφανές το αντίστροφο.

Μια προσέγγιση που βάζει στο επίκεντρο την έξοδο από την ΟΝΕ ως προϋπόθεση και όχι ως συνέπεια δημιουργεί σύγχυση. Ιδιαίτερα σ’ ένα περιβάλλον όπου ήδη σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες σημαντικά αστικά τμήματα επιλέγουν την φυγόκεντρη κατεύθυνση στηρίζοντας ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά μορφώματα. Είναι απολύτως απαραίτητο να ακυρώσουμε κάθε εντύπωση «σύνδεσης» ή «επαφής» του σχεδίου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς με αυτά τα αστικά σχέδια. Το γεγονός ότι αποτελούν μειοψηφία - στην Ελλάδα σήμερα μη καταγράψιμη - δεν αρκεί για να διασφαλίσει τον απαραίτητα διακριτό και ανεξάρτητο χαρακτήρα και περιεχόμενο της αριστερής, ριζοσπαστικής εναλλακτικής πρότασης.

Δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό και πολύ περισσότερο να εκπέμπεται προς της κοινωνία πως υπάρχει το «σχέδιο της εξόδου» (αντικειμενικό)  το οποίο μπορεί να έχει αστικό περιεχόμενο όταν το προτείνουν αστικές πολιτικές εκφράσεις και κυρίως η ακροδεξιά ή αριστερό, ακόμη και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο όταν το προτείνει η ριζοσπαστική αριστερά (υποκειμενικό). Το μαζικό «σήμα» προς την κοινωνία μιας τέτοιας προσέγγισης (ή ακόμη η μη θωράκιση από μια τέτοια ερμηνεία) είναι θολό, όσα διευκρινιστικά προγραμματικά κείμενα κι αν γραφτούν. Φυσικά η αδυναμία γίνεται μεγαλύτερη όταν δεν είναι καν διευκρινισμένη η πλήρης και απόλυτη διακριτότητα του σχεδίου της ριζοσπαστικής αριστεράς από κάθε αστική προσέγγιση.  Το σχέδιο της αριστεράς δεν μπορεί να είναι ένα «ουδέτερο», «αντικειμενικό» σχέδιο το οποίο αποκτά περιεχόμενο ανάλογα με το εάν το επιλέγει η δεξιά ή η αριστερά! Όπως δηλαδή συχνά λέγεται ότι πρέπει να …. προλάβει η αριστερά να δώσει περιεχόμενο στον ευρωσκεπτικισμό πριν τον … καπαρώσει η ακροδεξιά!

Πιο έμμεσα και πιο σοβαρά θέτει το πρόβλημα το επίσης σύνηθες επιχείρημα ότι το ευρώ δεν είναι ένα απλό νόμισμα αλλά το σχέδιο των νεοφιλελεύθερων διευθυντηρίων της ΕΕ. Πρόκειται για επιχείρημα που αφήνει να εννοηθεί ότι δεν ισχύει το ίδιο για άλλα νομίσματα (το δολάριο, το γιέν, το ρούβλι τι σχέδια είναι;) ή έστω, τουλάχιστον για τη δραχμή! Αν η προσέγγιση αυτή επιχειρεί να τονίσει την διαφορά μεταξύ του υπερεθνικού ευρωπαϊκού «ολοκληρώματος» και των εθνικών κρατών οφείλει να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ρητά και να ξεκαθαρίσει εάν αναφέρεται στην αντικαπιταλιστική ρήξη του «αδύναμου κρίκου» (κατά την λενινιστική νοηματοδότηση) ή στην άποψη ότι στα πλαίσια του νομισματικά «ανεξάρτητου» εθνικού κράτους υπάρχουν περιθώρια «εξόδου από την κρίση» με επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη με φιλολαϊκό – φιλεργατικό πρόσημο. Ωστόσο στην πρώτη περίπτωση η «θεωρία» του ευρώ – προγράμματος έναντι του εθνικού νομίσματος - προγράμματος δεν προσφέρει απολύτως τίποτα. Μάλλον υπονομεύει τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της ανατροπής. Το επιχείρημα του ευρώ – προγράμματος ταιριάζει μόνο στην δεύτερη προσέγγιση η οποία όμως δεν είναι απλή παραλλαγή της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Είναι διαφορετική στρατηγική!

Από την αντικαπιταλιστική σκοπιά μόνη χρήσιμη αλήθεια είναι πως το σχέδιο δίνει περιεχόμενο στο (κάθε) νόμισμα και όχι το αντίστροφο. Αλλιώς προκύπτει δια της αποσιωπήσεως το ενδεχόμενο να εννοηθεί ως «ρήξη και ανατροπή» η έξοδος από την ευρωζώνη και όχι η έξοδος από το πλαίσιο και τους κανόνες που ορίζει η «ελεύθερη οικονομία» και η αγορά, ιδιαίτερα μάλιστα όσον αφορά στην έξοδο από την κρίση, και ως «μεταβατικό πρόγραμμα» η μετάβαση από το ευρώ στην δραχμή! Με συνέπεια την αποδοχή των ίδιων θεμελιωδών αντιλήψεων για την φύση της κρίσης και την αντιμετώπισή της (με μείωση του κόστους παραγωγής δηλαδή του κόστους της εργασίας και λιτότητα).    

Η αποδοχή του νομισματικού διλήμματος ως κυρίαρχου οδηγεί στο φαινομενικά «αυτονόητο» επιχείρημα ότι αναγκαιότητα για την αριστερά αποτελεί να πείσει τον λαό να μην φοβηθεί την έξοδο και να του περιγράψει «όσο πιο πειστικά και τεκμηριωμένα» γίνεται το σχέδιο Β. Στην υπόθεση όμως της ταξικής και πολιτικής αντιπαράθεσης δεν υπάρχουν ούτε «αυτονόητα» ούτε «κοινή λογική». Αυτή την πρόκληση την έθεσε και την θέτει ο αντίπαλος! Από την πρώτη στιγμή. Με πιο καθαρό και απροκάλυπτο τρόπο στην ιστορική εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα. Εάν «προβάλουμε» το επιχείρημα αυτό στην εμπειρία του δημοψηφίσματος αποκαλύπτεται πως απευθύνεται στην κοινωνία «απ΄τα πάνω προς τα κάτω». Με προτεραιότητα σ’ αυτούς που «έχουν να χάσουν τα περισσότερα» παρά σ’ αυτούς που «δεν έχουν να χάσουν πολλά ή και τίποτα». Δηλαδή στο δημοψήφισμα αφορούσε περισσότερο αυτούς που ψήφισαν ΝΑΙ (μένουμε Ευρώπη) ή έστω τους πιο διστακτικούς του ΟΧΙ. Η κοινωνική δυναμική του 63% εξέφρασε ένα αποφασιστικό «παρόν» για μια μεγάλη ανατροπή, μια πραγματική περιπέτεια, χωρίς την γνώση και την εγγύηση κανενός «σχεδίου Β», υπογραμμίζοντας την διαθεσιμότητά της να συμμετάσχει στην σύγκρουση και την εμπιστοσύνη στο κόμμα και την κυβέρνηση της αριστεράς. Μια κοινωνική δυναμική που εξέφρασε επιθετικά τα συμφέροντα της εργασίας κόντρα στο κεφάλαιο, στοίχισε πίσω από τα πιο αποφασιστικά κοινωνικά τμήματα διστακτικές μερίδες των μικρομεσαίων στρωμάτων, εξαφάνισε το νομισματικό δίλημμα! Συγκρότησε το «κοινωνικό μέτωπο» κόντρα στους ντόπιους αστούς και τους μη κατεστραμμένους μικρομεσαίους, αμφισβητώντας το ευρώ αλλά χωρίς κανένα διαθέσιμο σχέδιο δραχμής. Ακριβώς γιατί ηγεμόνευσαν τα συμφέροντα των «από κάτω», βάζοντας στο στόχαστρο τα αστικά συμφέροντα και μετατρέποντας τα συμφέροντα των διστακτικών μικροεργοδοτών σε ελάσσονος σημασίας.

Αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη στο κόμμα της αριστεράς, προσδοκία από την «κυβέρνηση της αριστεράς» για μεγάλες ανατροπές, ηγεμονία του κόσμου της δουλειάς μαζί με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα - των ανέργων, της νεολαίας, των αποκλεισμένων - επί των μικρομεσαίων, υπήρξαν τα στοιχεία που αναδείχτηκαν από το συγκλονιστικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος.

Πρόγραμμα ρήξης ή πρόγραμμα ανάπτυξης;

Σήμερα οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Η συνθηκολόγηση του Τσίπρα, η σοκαριστική ακύρωση της ανατρεπτικής και απελευθερωτικής προοπτικής, η καθημερινά τροφοδοτούμενη εμπειρία της νέας, «αριστερής», μνημονιακής διακυβέρνησης κατέστρεψε την ουσία εκείνης της λαϊκής δήλωσης/σχέσης εμπιστοσύνης. Όσοι επέλεξαν στις εκλογές τον ΣΥΡΙΖΑ και όσοι ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να τον επιλέγουν, το κάνουν, απέναντι στη δεξιά, ως «μη χείρον βέλτιστο» μη βλέποντας εναλλακτική λύση.

Η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης είχε σαν συνέπεια την απόσυρση από το προσκήνιο του ουσιαστικότερου στοιχείου της αριστερής, ριζοσπαστικής στρατηγικής: την «στιγμή» της σύγκρουσης και της ρήξης. Στιγμή στον ιστορικό χρόνο, όμως τόσο «ασφυκτικά γεμάτη» από ανατρεπτικό περιεχόμενο όσο χρόνια ολόκληρα «κανονικότητας». Εκεί οφείλει να στοχεύει η ριζοσπαστική αριστερά. Στην δημιουργία της «στιγμής» της ρήξης. Που προηγείται ενός μέλλοντος άγνωστου (όπως σε κάθε ιστορική ανατροπή και επανάσταση) όμως με βεβαιότητα ανοιχτού στην αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική προοπτική μέσα από την μόνη ρεαλιστική οδό: την ενεργή συμμετοχή των εργατικών και λαϊκών μαζών στην οικοδόμηση της νέας, ανατρεπτικής πραγματικότητας με την στήριξη στην διεθνιστική αλληλεγγύη και την εξάπλωση της φλόγας ευρύτερα, στο εύφλεκτο ευρωπαϊκό πεδίο.

Αυτή η δυνατότητα πρέπει να οικοδομηθεί εκ νέου από την πλευρά της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το πρόγραμμά της οφείλει να στηρίξει μια τέτοια διαδικασία συγκρότησης ξεπερνώντας το «σοκ» της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι αυτό η συζήτηση για το πρόγραμμα και μάλιστα για το «πρόγραμμα» που εμφανίζεται και εκφωνείται δημόσια, πρέπει να στηρίζεται στο δίλημμα «πρόγραμμα ρήξης ή πρόγραμμα ανάπτυξης» επιδιώκοντας να προβάλει την εναλλακτική προοπτική προς τον Σοσιαλισμό σε αντιπαράθεση με τους δήθεν «αντικειμενικούς» νόμους της αγοράς και την επιστροφή (!) στην «ανάπτυξη».   

Η σύγκρουση με τα ασφυκτικά, νεοφιλελεύθερα πλαίσια της ΟΝΕ/ΕΕ και η «αντικαπιταλιστική έξοδος» απ’ αυτά μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της ανόδου της αυτοπεποίθησης των κατώτερων κοινωνικών τμημάτων με την ηγεμονία του κόσμου της εργασίας και όχι μόνο δεν απαιτείται γι αυτό η προσφορά του σχεδίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης με εθνικό νόμισμα αλλά αντενδείκνυνται. Χρειάζεται η έμπρακτη, ειλικρινής και ανυποχώρητη υποστήριξη των συμφερόντων και των αιτημάτων αυτού του κόσμου και η προώθησή τους στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ρήξης μέσω του μεταβατικού προγράμματος, απορρίπτοντας ως εκ τούτου το «όριο του ευρώ».

Αντίθετα η επιλογή της προβολής ενός (αμφίβολου) σχεδίου ανάπτυξης με δραχμή, ενός σχεδίου δηλαδή που παρακάμπτει την αντικαπιταλιστική ρήξη και την νοηματοδοτεί μόνο ως ρήξη με την ΟΝΕ (ακόμη έστω και με την ΕΕ) αλλά όχι και με την λειτουργία της αγοράς, στοχεύει, αντικειμενικά και πέρα από προθέσεις, κατά προτεραιότητα στα τμήματα των εργοδοτών, των επιχειρηματιών (μικρομεσαίων αλλά ενδεχομένως και μεγάλων, εάν διατίθενται) που δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την διαδικασία της «εξυγιαντικής» καταστροφής των πιο αδύναμων κεφαλαίων μέσα στην κρίση όπως αυτή εξελίσσεται μέσα στην ΟΝΕ/ΕΕ. Υπόσχεται ένα μέλλον σταθεροποίησης της οικονομίας με εθνικό νόμισμα που θα τους επιτρέψει την επιστροφή στην κερδοφορία. Πόσο άραγε ενδιαφέρον έχει αυτή η προοπτική για τους εργαζόμενους; Πόσο «αριστερή» φαντάζει γι’ αυτούς και για τους ανέργους αυτή η προοπτική;  Εξάλλου η προϋπόθεση της ανάπτυξης για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την βελτίωση των όρων της εργασίας είναι ακριβώς το κυρίαρχο αφήγημα. Αυτός ο δρόμος είναι ολισθηρός και απομακρύνεται γοργά από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Κυρίως όμως αποτελεί ένα μη ρεαλιστικό σχέδιο για την αριστερά. Εάν υπάρξουν όροι και προϋποθέσεις υποστήριξης της εξόδου από το ευρώ από τμήματα της ανώτερης και μεσαίας αστικής τάξης δεν θα επιδιώξουν την πολιτική τους έκφραση από ένα κόμμα της αριστεράς.

Η μεταβατική προσέγγιση δεν υπεκφεύγει του αστικού, νομισματικού διλήμματος. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο αυταπατών για λύσεις συναινετικές με τα νεοφιλελεύθερα διευθυντήρια των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον. Αναπλαισιώνει το δίλημμα και αποκαλύπτει το ουσιαστικό ερώτημα: ποιος πληρώνει το μάρμαρο της κρίσης; Ο κόσμος της εργασίας ή το μεγάλο κεφάλαιο; Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα «ολοκληρωμένο» σχέδιο για την «ανάπτυξη». Δεν υπόσχεται κανενός είδους «σταθεροποίηση» του συστήματος (του ελληνικού καπιταλισμού). Είναι ένα σχέδιο διαρκούς αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας προς όφελος του κόσμου της εργασίας, που υπόσχεται «μνημόνιο για το κεφάλαιο». Στοχοποιεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και διευκολύνει στην αποσαφήνιση των πολιτικών στόχων του εργατικού και μαζικού λαϊκού κινήματος ώστε να επιτυγχάνουν καίρια πλήγματα και ανατροπές στην αστική κυριαρχία, ανατρέποντας τον ταξικό συσχετισμό μέσα στην χώρα. Γι’ αυτό είναι ένα σχέδιο διαρκώς μεταβαλλόμενο που κάθε φορά ανταποκρίνεται στο επίπεδο της ταξικής και πολιτικής πάλης φέροντας τα στοιχεία της στρατηγικής και των ιδεών μέσα από τους προγραμματικούς και πολιτικούς στόχους.

Χρειάζεται να συνδεθεί οργανικά και να εξυπηρετήσει: α) την κοινωνική / ταξική στόχευση- το επίπεδο και την ποιότητα των σχέσεων κόμματος – κοινωνικού ακροατηρίου, β) την ίδια την κίνηση και τις εμπειρίες των μαζών, γ) την δύναμη του «κόμματος» του κόσμου της εργασίας και της ριζοσπαστικής, μαρξιστικής αριστεράς.

Στις τρέχουσες συνθήκες πρέπει να εξυπηρετήσει την συγκρότηση της ταυτότητας του χώρου που επιχειρεί να οικοδομήσει η ΛΑΕ.

Συμπερασματικά πρέπει να επιμείνουμε πως η «σειρά της προτεραιότητας» είναι: ανατροπή της λιτότητας με μνημόνιο στο κεφάλαιο και αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, άρνηση του χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων της παραγωγής και της οικονομίας και σαν συνέπεια όλων αυτών η ρήξη με την Ευρωζώνη. Η σύγκρουση, η ρήξη με την ΟΝΕ και η έξοδος απ’ αυτήν κατανοείται ως «αναγκαία» αλλά όχι και «ικανή συνθήκη». Αφορά στις ανάγκες, στα συμφέροντα, στα αιτήματα του κόσμου της εργασίας. Μόνο αυτή η κατεύθυνση δίνει ανατρεπτικό νόημα και περιεχόμενο στο λαϊκό αίτημα για «δημοκρατία» - όχι ως επιστροφή στην δήθεν εύρυθμη λειτουργία της «αστικής δημοκρατίας» και στην «τήρηση των νόμων και του Συντάγματος» (άποψη που επίσης εκφωνείται στις μέρες μας ως περιεχόμενο της πάλης για την ανατροπή του μνημονίου και την άρνηση του χρέους) αλλά ως δυνατότητα ανάδυσης νέων μορφών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.

Στην κλίμακα του «δημόσιου σήματος» προς την κοινωνία χρειάζεται η ΛΑΕ να διεκδικήσει την ταυτότητα του πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής αριστεράς που απευθύνεται με αυστηρή προτεραιότητα, με «οφθαλμοφανή» μονομέρεια στον κόσμο της μισθωτής εργασίας και «προς τα κάτω», στους ανέργους, στη νεολαία, στους κάθε λογής αποκλεισμένους. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ούτε μόνο με την επιλογή της σύγκρουσης και της ρήξης με την ευρωζώνη και ευρύτερα, ούτε πολύ περισσότερο με προτάσεις «ρεάλ πολιτίκ» για την «ανάπτυξη» με εθνικό νόμισμα ως προϋπόθεση αναδιανομής, για τις διεθνείς σχέσεις με δηλώσεις συμπάθειας για την Ρωσία, και γενικά με το προφίλ μιας αριστεράς προηγούμενων δεκαετιών που μοιάζει περισσότερο να νοσταλγεί ένα παρελθόν ηττημένο στα μάτια της κοινωνίας παρά να οραματίζεται το μέλλον μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής ανατροπής. Οι απαιτήσεις της οικοδόμησης ταυτότητας σύγχρονης ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς με μαζική κοινωνική απεύθυνση αφορούν πρώτ’ απ’ όλα στο ξεκαθάρισμα της στάσης της μέσα στους ίδιους τους χώρους δουλειάς (συνδικαλιστικό) και διαβίωσης (γειτονιά, αυτοδιοίκηση). Εκεί όπου οι πρωτοβουλίες του πολιτικού φορέα θα κτίζουν πραγματικές, αγωνιστικές και αλληλέγγυες σχέσεις με τον κόσμο σε αντίθεση με την εκλογική – πελατειακή προσέγγιση. Ταυτόχρονα θα εκφράζονται ξεκάθαρα στο επίπεδο της κεντρικής εκφώνησης με αιχμή τα αιτήματα και τα συμφέροντα του κόσμου της μισθωτής εργασίας σε προφανή αντίθεση με τα συμφέροντα κάθε κλίμακας (μικρομεσαίας ή μεγάλης) εργοδοσίας.  Επιμένοντας στη ενιαιομετωπική κατεύθυνση και στο κάλεσμα σε ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα πρωτοβουλίες που θα πιέζουν στην πράξη τα μέλη και τους φίλους αυτών των χώρων παρά με γενικές καταγγελίες. Τέλος με την φροντίδα να περιέχει και να αποπνέει ο λόγος, τα κείμενα και η δράση την επιμονή στον στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής προοπτικής και την ανάδειξη της επικαιρότητάς του στον παρόντα ιστορικό χρόνο.

Πρόκειται ασφαλώς για μια προσπάθεια δύσκολη και απαιτητική, ρεαλιστική εντούτοις καθώς η περίοδος παραμένει «ανοιχτή» και πάντα ευεπίφορη στην ανάδυση νέων κοινωνικών εκρήξεων. Η Γαλλία μας υπενθυμίζει τις δυνατότητες!

Ετικέτες