Η Τουρκία μπαίνει στην τελική ευθεία προς την εκλογική αναμέτρηση στις 24 Ιούνη σε συνθήκες αβεβαιότητας.
Η εκτίμηση του κυβερνητικού επιτελείου ότι ο χρόνος θα λειτουργούσε σε βάρος του Ερντογάν και του ΑΚΡ (όταν προέκρινε την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές) αποδεικνύεται απολύτως ορθή. Oι «περιπέτειες» στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων συνεχίζουν να προκαλούν κραδασμούς και ερωτηματικά, ενώ (κυρίως) παίρνουν όλο και πιο εκρηκτικό χαρακτήρα τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Και σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις, αυτά ήδη φθείρουν την επιρροή του Ερντογάν και του κόμματός του.
Ο Ερντογάν επιδιώκει να διατηρήσει τις δυνάμεις του σε αυτή τη φάση και να διαχειριστεί ως «νικητής» την δύσκολη περίοδο, αξιοποιώντας και το νέο προεδροκεντρικό καθεστώς του συντάγματος που θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή μετά τις εκλογές.
Για την επόμενη μέρα προετοιμάζεται και η «Δύση» (οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η ΕΕ). Τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας είναι πραγματικά, αλλά τα πλήγματα που δέχεται η τουρκική λίρα και οι απανωτές «επιθέσεις» των Οίκων Αξιολόγησης δεν είναι απολύτως «αντικειμενικές» καταστάσεις –ο χρόνος και η ένταση των δύο φαινομένων δείχνουν και έναν «υποκειμενισμό» από πλευράς των δυτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, μια ένταση της πίεσης πάνω στην Τουρκία, να εκβιαστεί οικονομικά για (επι)στροφή στη Δύση.
Και στο γεωπολιτικό πεδίο είναι σε εξέλιξη ένα παζάρι, όπου συνυπάρχει το καρότο με το μαστίγιο. Κατά τη συνάντηση του Μάικ Πομπέο με τον Τσαβούσογλου φάνηκε να επιβεβαιώνεται ο «οδικός χάρτης για την Μανμπίτζ», όπως αυτός είχε συμφωνηθεί από τον Ρεξ Τίλερσον (και η εφαρμογή του είχε καθυστερήσει λόγω του κενού κατά την «αλλαγή φρουράς» στο αμερικανικό υπ. Εξ.), και ανοίγει ο δρόμος για «οικειοθελή» (υπό αμερικανική πίεση) αποχώρηση των Κούρδων μαχητών από τη συριακή πόλη. Ωστόσο τα πιο σοβαρά (από τη σκοπιά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού) ζητήματα μένουν ανοιχτά: Όπως το «πάγωμα» της παράδοσης των F-35, σε συνάρτηση με την τύχη που θα έχει η αγορά/εγκατάσταση των ρωσικών S-400, που εξαγρίωσε το Πεντάγωνο. Εκεί η Άγκυρα δείχνει να κερδίζει χρόνο: αυτό που εμφανίστηκε ως «πάγωμα» της αγοράς είναι στην ουσία η απόφαση να καθυστερήσει η παραλαβή προκειμένου να αποκτήσει στο μεταξύ ο τουρκικός στρατός την τεχνογνωσία αντί για την επιλογή να επισπευστεί η παραλαβή, αλλά να απαιτούνται Ρώσοι ειδικοί και χειριστές του οπλικού συστήματος. Στο μεσοδιάστημα, θα συνεχιστούν λογικά οι αμερικανικές πιέσεις και η σχετική διαπραγμάτευση. Στα μέσα Ιούνη, η αμερικανική Γερουσία συζητά το νομοσχέδιο αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
Ένα ζήτημα που είναι κομβικό, είναι οι σχέσεις με το Ισραήλ, που μετά από μια «χλιαρή» επαναπροσέγγιση μπήκαν και πάλι σε κρίση, με δεδομένη τη στάση που κράτησε η Άγκυρα και στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ και στις σφαγές διαδηλωτών στη Γάζα. Ακόμα και στο ζήτημα των F35 υπήρξε ισραηλινή παρέμβαση κατά της παράδοσής τους, με αξιωματούχο να δηλώνει χαρακτηριστικά στην Haaretz: «Οι ανησυχίες μας για την Τουρκία είναι μεγάλες, καθώς απομακρύνεται από τις θέσεις του ΝΑΤΟ, αλλά και από το ρόλο ως σύμμαχος εναντίον των τρομοκρατών. Αυτή δεν είναι συμπεριφορά συμμάχου…».
Αλλά αυτά αφορούν το τοπίο μετά τις εκλογές. Προς το παρόν, στο εσωτερικό της Τουρκίας παρακολουθούμε το πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει από προηγούμενες εποχές ο Ερντογάν να δίνει μάχη με τα όρια που έχει η αντοχή αυτού του κεφαλαίου, ιδιαίτερα μετά την αυταρχική στροφή των τελευταίων χρόνων.
Ένας πρώην υπουργός, ο Ερτουγκρούλ Γκιουνάι, αναφέρεται σε «δύο διακριτές φάσεις της διακυβέρνησης ΑΚΡ», ισχυριζόμενος ότι στην «πρώτη» (οικονομική ανάπτυξη που επέτρεψε κάποια κοινωνικά προγράμματα, άνοιγμα προς τους Κούρδους και τις μειονότητες, σύγκρουση με το στρατιωτικό κατεστημένο) μπήκαν οι βάσεις για όλους τους μελλοντικούς εκλογικούς θριάμβους του ΑΚΡ.
Όμως η «δεύτερη» φάση, καθώς εμπεδώνεται, προκαλεί φθορά. Η περιπέτεια του 2015, όταν χρειάστηκε να καταφύγει σε επαναληπτικές εκλογές, που έγιναν σε έκτακτες συνθήκες κρίσης (με την κλιμάκωση της πολεμικής/κατασταλτικής αντικουρδικής εκστρατείας) για να αποκατασταθεί η πλειοψηφία του ΑΚΡ στη Βουλή ήταν ένα δείγμα. Η οριακή νίκη στο δημοψήφισμα για την αλλαγή συντάγματος το 2017 (όπου έχασε παραδοσιακά του προπύργια) ήταν ένα άλλο.
Στις δημοσκοπήσεις, φαίνεται να χρειάζεται δεύτερος γύρος για να διασφαλίσει ο Ερντογάν την εκλογή του στις προεδρικές. Ενώ στις βουλευτικές εκλογές, η συμμαχία του ΑΚΡ με το ακροδεξιό MHP δείχνει να μη συγκεντρώνει την πλειοψηφία.
Παρ’ όλα αυτά παραμένει ο μεγαλύτερος «παίχτης». Ο ένας λόγος είναι ότι παρά τις απώλειες στην επιρροή του, αυτή ακόμα αντέχει. Για καθέναν που δηλώνει ότι «το 2002 ήλπιζα να αλλάξει η παλιά Τουρκία, αλλά πλέον απογοητεύτηκα» υπάρχουν κι εκείνοι που δηλώνουν «θυμάμαι ακόμα τις άσχημες εποχές που δεν είχαμε νερό. Αλλά μας έδωσε το μετρό, νοσοκομεία και σχολεία».
Υπέρ του Ερντογάν λειτουργεί και η αθλιότητα των μεγάλων αντιπολιτεύσεων. Το κεμαλικό CHP βρήκε έναν «χαρισματικό» υποψήφιο, τον Μουχαρέμ Ινς, αλλά το προσωπικό χάρισμα δεν αρκεί για να κρύψει τα προβλήματα που έχουν καθηλώσει το CHP εδώ και χρόνια: δεν πείθει ότι θα χειριστεί καλύτερα την οικονομία (θεωρείται συνδεδεμένο με «την αστική τάξη της Ισταμπούλ»), η προσπάθειά του να εμφανιστεί ως η «φιλοδυτική» δύναμη απευθύνεται περισσότερο στην Ουάσινγκτον και το Βερολίνο και λιγότερο σε μια κοινή γνώμη βαθιά και μαζικά αντιαμερικανική, ενώ παραμένει ταυτισμένο με «την Τουρκία πριν το 2002», μια Τουρκία που ακόμα και όσοι απογοητεύτηκαν από τον Ερντογάν δεν θέλουν καν να τη θυμούνται.
Η Μεράλ Ακσενέρ, η υποψήφια του «Καλού Κόμματος» (διάσπαση του ακροδεξιού MHP, του τμήματος που διαφώνησε στη συμπόρευση με το ΑΚΡ) είναι ακόμα χειρότερη. Παρά την «αντικαθεστωτική» δημαγωγία της, όλοι ξέρουν ότι ήταν η σκληρή υπουργός Εσωτερικών κατά το αποκορύφωμα της βίας ενάντια στις κουρδικές περιοχές και ότι ακόμα κουβαλά το προσωνύμιο «Λύκαινα».
Ο Ινς και η Ακσενέρ δίνουν μάχη για το ποιος θα βρεθεί σε έναν πιθανό δεύτερο γύρο. Η αλληλοστήριξη σε μια τέτοια περίπτωση είναι δεδομένη, καθώς το CHP διευκόλυνε το νέο ακροδεξιό κόμμα να συμμετέχει στις προεδρικές εκλογές (του «δάνεισε» 15 βουλευτές του), ενώ στις βουλευτικές κατεβαίνουν ήδη σε κοινή λίστα.
Απέναντι σε όλους –και απομονωμένο από όλους– στέκεται το αριστερό HDP. Ο Ντεμιρτάς είναι ο φυλακισμένος υποψήφιος πρόεδρος και συμβολίζει τα δεκάδες στελέχη του κόμματος που επίσης βρίσκονται στις φυλακές. Ένα υψηλό ποσοστό θα είναι ένα πολύ ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Στις βουλευτικές, ο στόχος είναι να διατηρηθεί η αριστερή συμμαχία πάνω από το 10% και να επαναλάβει τον άθλο της εισόδου στη Βουλή. Ό,τι διαφωνίες κι αν έχει κανείς μαζί τους, οι σύντροφοι του HDP δίνουν έναν ηρωικό αγώνα σε συνθήκες πολύ σκληρής καταστολής, ενώ είναι η μόνη μαζική πολιτική δύναμη που επιχειρεί να ενώσει εθνικές και θρησκευτικές ομάδες πάνω σε μια ταξική, δημοκρατική βάση.
Η συζήτηση στην Ελλάδα και ο ανταγωνισμός στο Αιγαίο: Δύο μέτρα και σταθμά
Στο μεταξύ οι εκλογές στην Τουρκία προφανώς απασχολούν και την πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα. Είναι μια παράδοση που επιμένει να σχολιάζει όλες τις εξελίξεις στη γείτονα μέσα από το πρίσμα «τι θα σημαίνει αυτό για τα ελληνικά συμφέροντα». Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες, πράγματι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι στην ημερήσια διάταξη και άρα απασχολεί πράγματι και το προεκλογικό σκηνικό στην Τουρκία.
Τα ελληνικά ΜΜΕ ξεψαχνίζουν κάθε δήλωση που αφορά τα ελληνοτουρκικά για να εντοπίσουν «τουρκικές προκλήσεις». Φυσικά η προεκλογική περίοδος προσφέρεται για πολλές τέτοιες δηλώσεις και λεονταρισμούς –ο Ερντογάν επενδύει στον εθνικισμό, ενώ οι αντίπαλοί του αρέσκονται να τον καταγγέλλουν για ενδοτισμό. Σ’ αυτό δεν διαφέρει και πολύ η πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας σε σχέση με την ελληνική πολιτική σκηνή, παραδοσιακά πεδίο υπερ-πατριωτικού ανταγωνισμού όποτε προκύπτει «εθνικό θέμα».
Μόνο που, όταν εκστομίζουν εθνικιστικές κορώνες, οι Τούρκοι πολιτικοί «προκαλούν» κι «απειλούν», ενώ όταν τις εκστομίζουν Έλληνες πολιτικοί είτε «κρατούν σθεναρή στάση», είτε «πουλάνε τσάμπα μαγκιές» (ανάλογα αν ο εκάστοτε σχολιαστής είναι πολιτικός φίλος ή πολιτικός αντίπαλος εκείνου που ξεστόμισε την εθνικιστική κορώνα).
Οι δύο εθνικισμοί –ο ελληνικός και ο τουρκικός– μοιάζουν στην επιχειρηματολογία τους εντυπωσιακά. Πρόσφατα ο ηγέτης του ακροδεξιού MHP ξεσπάθωσε ενάντια σε υποτιθέμενα ελληνικά σχέδια εισβολής στην Τουρκία. Στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως παρανοϊκός. Μόνο που στην Ελλάδα, η συζήτηση για τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό γίνεται επίσης με όρους πιθανής «τουρκικής εισβολής».
Ένα άλλο σημείο ταύτισης των δύο εθνικισμών είναι η αναφορά στον αμερικανικό παράγοντα. Δεν είναι μόνο η ελληνική εθνική αφήγηση (κυρίως στην παλαιοπασοκική παραλλαγή της, που επηρεάζει και την Αριστερά) που βλέπει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να στηρίζει ή να υποθάλπει την «τουρκική επιθετικότητα». Τα ίδια ακριβώς ισχυρίζεται και ο εθνικισμός «ερντογανικού τύπου» (γιατί οι φιλοδυτικοί κεμαλιστές είναι άλλη περίπτωση): Η εθνικιστική ρητορική, που καταγγέλλει τους σχεδιασμούς της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο, πηγαίνει χέρι-χέρι με την ένταση της «αντι-αποικιοκρατικής», αντιδυτικής ρητορικής. Καμιά φορά η σύνδεση ανάμεσα στα δύο γίνεται άμεσα: Καταγγέλλονται οι ΗΠΑ ότι «εξωθούν την Ελλάδα σε σύγκρουση με την Τουρκία».
Μόνο που, στο τοπίο που έχει διαμορφωθεί σήμερα, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: όσο κι αν η επίκληση στον «αμερικανικό παράγοντα» έχει δόσεις δημαγωγίας προς μια αντι-αμερικανική κοινή γνώμη κι όσο κι αν η συνωμοσιολογία –που ανθεί στον ερντογανισμό– επιχειρεί να τσουβαλιάσει τα πάντα σε ένα ενιαίο «σκοτεινό σχέδιο», οι τουρκικές αιτιάσεις όσον αφορά το ρόλο των ΗΠΑ στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό είναι πολύ σοβαρότερες από τις αντίστοιχες ελληνικές, εν έτει 2018.
Πάνε μόλις 2 χρόνια από μια απόπειρα πραξικοπήματος που στηρίχθηκε από (φιλο)νατοϊκούς κύκλους στο στράτευμα. Μέχρι σήμερα υπάρχει ένα ένοπλο κίνημα που από τον τουρκικό εθνικισμό αντιμετωπίζεται ως «θανάσιμη απειλή», το οποίο δρα στα σύνορα της Τουρκίας και παίρνει πράγματι αμερικανική υλική βοήθεια. Υπάρχει μια πρόσφατη προϊστορία πραγματικών εντάσεων (η άρνηση παραχώρησης του Ιντσιρλίκ για την επίθεση στο Ιράκ, η κρίση στις σχέσεις με το Ισραήλ) με τις ΗΠΑ, που βάζουν δυνητικά την Τουρκία «στο στόχαστρο» της Ουάσινγκτον. Όλα αυτά είναι μια πολύ συγκεκριμένη, υλική, πραγματική βάση για τον αντι-αμερικανισμό στην τουρκική κοινωνία και τους σχετικούς φόβους στην τουρκική ηγεσία για το ρόλο των ΗΠΑ. Αλλά και στα ίδια τα ελληνοτουρκικά: Η Άγκυρα γνωρίζει ότι ένας άξονας στον οποίο συμμετέχει (κυρίως) το Ισραήλ και (δευτερευόντως) η Αίγυπτος είναι ένας άξονας με αμερικανικές ευλογίες. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο άξονας επιδιώκει να κάνει μπίζνες με την Exxon, την Total, την Eni… Σε αυτόν τον άξονα ανήκει η Ελλάδα…
Σε αυτό το φόντο εξηγείται και η νευρικότητα της Άγκυρας για την υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών. Στον απόηχο του πραξικοπήματος του 2016 και ενώ στο εσωτερικό της χώρας πράγματι ο πέλεκυς έπεσε κατά δικαίων και αδίκων, ήταν πολλοί οι αξιωματικοί (κυρίως νατοϊκοί) για τους οποίους απλώθηκε ένα «πέπλο ασφαλείας» από τη Δύση (και ειδικά τη Γερμανία). Αυτή η ειδική μεταχείριση (από τις ίδιες κυβερνήσεις που αποδεικνύονται πολύ πιο πρόθυμες να συνεργαστούν είτε σε επίσημες εκδόσεις είτε σε ανεπίσημες απαγωγές, όταν πρόκειται για αριστερούς αγωνιστές) είναι πολιτική επιλογή –και ως τέτοια κρίνεται και σχολιάζεται από μια Άγκυρα γεμάτη ανασφάλειες.
Γυρνώντας στο σχολιασμό δηλώσεων κι ενεργειών. «Ειλικρινά λέμε ότι θέλουμε να ενεργούμε σεβόμενοι τις σχέσεις καλής γειτονίας, το Διεθνές Δίκαιο, τις διμερείς συμφωνίες και το Θαλάσσιο Δίκαιο… αλλά εάν υπάρξει ανάγκη για το καθήκον για την Πατρίδα και το Έθνος θα το εκτελέσουμε χωρίς δισταγμό». Αυτές οι δηλώσεις ανήκουν στον επικεφαλής των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, και μεταφέρθηκαν στα ελληνικά ΜΜΕ ως «νέα πρόκληση» και ως «απειλή». Σε τι διαφέρουν όμως από τις αντίστοιχες τοποθετήσεις του ελληνικού ΓΕΕΘΑ;
Στην Ελλάδα συνηθίζεται να βγάζουν όλοι σπυράκια, όταν ακούνε για «γκριζάρισμα» του Αιγαίου. Κι όμως πρόσφατα (3 Ιούνη) η εφημερίδα «Καθημερινή» (όχι η «Ελεύθερη Ώρα», ούτε το «Μακελειό») ανακάλυπτε πρωτοσέλιδα «Ποιες γκρίζες ζώνες θα μπορούσε να διεκδικήσει η Ελλάδα» κι έκανε λόγο για «πολλά παραδείγματα» όπου «η Τουρκία έχει σημαντικά προβλήματα με γκρίζες ζώνες κυριαρχίας»!
Πρόσφατα προκάλεσε σάλο η κινητοποίηση/ετοιμότητα του τουρκικού πολεμικού ναυτικού. Τις ίδιες περίπου μέρες εξελισσόταν η ελληνική άσκηση «Καταιγίδα», που απλώνει όλο το ελληνικό πολεμικό ναυτικό σε όλο το Αιγαίο. Τα μιλιταριστικά σάιτ, που για λόγους ψυχολογικού «ντοπαρίσματος» δεν έχουν την ίδια έγνοια με τα άλλα ΜΜΕ να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως «μόνιμο θύμα», περιγράφουν την «Καταιγίδα» ως την άσκηση που «τρομάζει τους Τούρκους». Πίσω από την υπερφίαλη διατύπωση, κρύβεται μια αλήθεια ως προς το γιατί το τουρκικό πολεμικό ναυτικό θέλησε αυτές τις μέρες να δείξει τη δική του ετοιμότητα.
Σε τι άλλο μπορεί να λογοδοτεί το «θερμό κλίμα» που επικρατεί στην Τουρκία, εκτός από την προεκλογική περίοδο; Ίσως να έχει να κάνει με τις υπόνοιες που άφησε ο Κύπριος υπΕξ. για εργασίες προς την ανακήρυξη ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου (πιθανά και Αιγύπτου). Ή με τις διαδοχικές ελληνικές δηλώσεις πάνω στο ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και της ανακήρυξης ΑΟΖ (πιο σοφιστικέ ο Κοτζιάς, πιο πανηγυρικά ο Καμμένος με το επικό «είμαστε σε μια στιγμή της ιστορίας του έθνους που η πατρίδα μας μεγαλώνει»). Ή με τις διαδοχικές παρεμβάσεις Παυλόπουλου, που αφορούν τα προγράμματα Natura στις βραχονησίδες και τη συσχέτισή τους με την ελληνική (με ευρωπαϊκή προστασία) ΑΟΖ.
Σχολιάζοντας σχετικά, ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε δηλώσει στο «Βήμα»: «Η θεμελιώδης πηγή της έντασης μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας είναι η ελληνική αντίληψη που θεωρεί ολόκληρο το Αιγαίο συνολικά ελληνική θάλασσα, παραγνωρίζοντας τα νομικά δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα της Τουρκίας ως παράκτιου κράτους. Η αποτροπή της έντασης στο Αιγαίο δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τις προσπάθειες της Τουρκίας. Η κάθε πλευρά γνωρίζει τις ευαισθησίες της άλλης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αποτελεί κοινό συμφέρον να είναι ήρεμα τα πράγματα. Η αποχή από τη δημιουργία προβλημάτων είναι ένα πράγμα, η αλλαγή της θέσης σου είναι κάτι άλλο. Αναμένουμε υπεύθυνη και ώριμη στάση και από την ελληνική πλευρά, συμπεριλαμβανομένου και του Τύπου, αν μου επιτρέπετε!».
Και αυτό παρουσιάστηκε επίσης ως «πρόκληση»…
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι άδικος, γίνεται για τα κέρδη που θα βγάλουν οι εξορυκτικές/πετρελαϊκές από την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πόρων. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό θα επιστρατευτούν εθνικιστικές ντόπες, θα πολωθεί το κλίμα, θα απειληθεί η ειρήνη. Και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους παίζουν αυτό το παιχνίδι. Αν κανείς ξεκινήσει από αυτή την παραδοχή, μπορεί να κρίνει και την «απέναντι» πλευρά, αφού έχει πρωτίστως αποκαλύψει το ρόλο της «από δω» πλευράς. Η συστηματική όμως δαιμονοποίηση των «απέναντι» και μια άκριτη αποδοχή του «δίκιου» των «από δω» δεν έχει καμία σχέση με αυτή την αντιμετώπιση. Κι αν για τον ελληνικό εθνικισμό είναι φυσιολογικό, για την Αριστερά είναι εγκληματικό λάθος, που βάζει αυτογκόλ στην υπόθεση της αναγκαίας αντιπολεμικής προπαγάνδας και πάλης…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά