Τρία είναι τα ζητούμενα των ευρωεκλογών από την σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και ευρύτερα της κοινωνικής πλειοψηφίας: η ήττα του καθεστώτος, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το δυνάμωμα της Αριστεράς συνολικά.

Η προεκλογική πάλη βρίσκεται στη κορύφωσή της σε Ελλάδα και Ευρώπη. Ωστόσο μόλις λίγες μέρες πριν και παρά τις προεκλογικές αψιμαχίες, οι Γιούνγκερ και Σουλτς δημοσίευσαν κοινή δήλωσή τους που ξεκαθαρίζει την προσήλωσή τους στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Μήπως εδώ παρουσιάζεται ένα πεδίο κοινού προβληματισμού όλων των πολιτικών δυνάμεων– πλην της ακροδεξιάς – για την δημοκρατική μεταρρύθμιση και την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ; Για την Αριστερά η απάντηση οφείλει να είναι ασφαλώς όχι!

Εδώ η υποκρισία περισσεύει καθώς είναι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν διαχειριστεί την πορεία της ΟΝΕ/ΕΕ μέχρι σήμερα και πάντως την ευρωπαϊκή κρίση χρέους με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και τα γνωστά αποτελέσματα σε βάρος του κόσμου της εργασίας πανευρωπαϊκά. Αυτοί που καταγγέλλουν σε όλους τους τόνους την άνοδο του ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού είναι αυτοί που στο όνομα της «δημοκρατίας» διαπράττουν τα χειρότερα εγκλήματα μέσα από τις πολιτικές της λιτότητας, πρωτίστως στους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου, μέσα από τις εκατόμβες των νεκρών που προκαλεί η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, μέσα από τις άμεσες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο πλευρό των ΗΠΑ, τώρα στην Ουκρανία στηρίζοντας χωρίς προσχήματα την δράση και τα εγκλήματα των ένοπλων νεοναζί.

Οι ευρωεκλογές του Μάη δεν είναι σημαντικές κυρίως για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην ΕΕ συνολικά, αλλά επειδή η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της Αριστεράς είναι δυνατή σε μια χώρα. Στην Ελλάδα.

Η «ελληνική περίπτωση», με τη ρευστοποίηση του πολιτικού χάρτη και τη δραματική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της Αριστεράς μέσω της ανόδου των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το εμβληματικό παράδειγμα. Η ελπίδα των εργαζόμενων και των πληττόμενων από την σκληρή ταξική λιτότητα ή αντίστροφα ο φόβος των καπιταλιστικών κέντρων, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στον βαθμό που θα προκαλέσει ουσιαστικό ρήγμα στο ευρωπαϊκό καθεστώς οικοδομώντας ταυτόχρονα υπόδειγμα που θα μπορεί να γενικευτεί. Εμπνέοντας και κινητοποιώντας τις κοινωνικές δυνάμεις και πρωτίστως τις δυνάμεις της εργασίας πανευρωπαϊκά. Αυτός εξάλλου είναι και ο μόνος τρόπος να καταστεί μια τέτοια ανατροπή σε μια χώρα της ΟΝΕ/ΕΕ, μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, βιώσιμη.

Απ’ αυτή την σκοπιά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών της 25ης Μάη στην Ελλάδα αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το μέλλον της αντιπαράθεσης των «από κάτω», του κόσμου της εργασίας και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με την ολιγαρχία του κεφαλαίου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ήττα του καθεστώτος

Η κεντρικότερη διακύβευση αφορά στην ήττα, ει δυνατόν στην συντριβή του καθεστώτος. Η κατάρρευση του μνημονιακού μπλοκ συνολικά και της ΝΔ πιο συγκεκριμένα αποτελεί την αναγκαία (όχι όμως και ικανή) συνθήκη για την αναζωπύρωση της εργατικής / λαϊκής ελπίδας και προσδοκίας προς τ’ αριστερά.

Ο Σαμαράς επιχειρεί να σταθεροποιήσει το σύστημα εξουδετερώνοντας τις εργατικές / λαϊκές ελπίδες κυρίως στην βάση του επιχειρήματος πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Παρουσιάζει ταυτόχρονα διάφορα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα περί εξόδου από την κρίση. Οι πιο πρόσφατες εκδοχές του «success story» είναι το «πλεόνασμα», η «έξοδος στις αγορές», το δήθεν τέλος των μνημονίων και η προοπτική (μιας, κάποιας) διευθέτησης του χρέους. Ωστόσο, παρά την πολιτική στήριξη από εγχώρια και διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, το πλεόνασμα και η έξοδος στις αγορές αμφισβητείται από τις ίδιες τις … αγορές καθώς το πρόβλημα του χρέους παραμένει στο επίκεντρο. Ακόμη όμως και η «επιθετική» εκδοχή του ΔΝΤ για κούρεμα δεν συνιστά καμιά ελάφρυνση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από την λιτότητα αλλά μάλλον το αντίθετο. Παράλληλα η – μετ’ εμποδίων και εν μέσω βαθύτατων αντιφάσεων και υπαρξιακών αδιεξόδων - «ενοποιητική διαδικασία» της ΟΝΕ /ΕΕ καθώς και η όποια προοπτική «ανάπτυξης» βασίζεται ακριβώς στην ένταση της ταξικής επίθεσης και στην θεσμοθέτηση του μόνιμου υπερμνημονίου για όλα τα κράτη – μέλη. Σ’ αυτό το φόντο τα νέα εξοντωτικά μέτρα της κυβέρνησης που καταστρέφουν ότι έχει απομείνει από τα εργατικά δικαιώματα και τα στοιχεία του «κράτους πρόνοιας», ακολουθούν το ένα το άλλο προοιωνίζοντας την ακόμη σκληρότερη συνέχεια.

Το τελευταίο προεκλογικό επιχείρημα της κυβέρνησης αφορά στην «ανάπτυξη». Πέρα από το ότι πρόκειται για ψευδή προπαγάνδα που δεν τεκμηριώνεται, είναι το επιχείρημα που βρίσκεται στην καρδιά της ιδεολογικής επίθεσης. Κρύβει μέσα του την ιδέα πως το σταμάτημα της διαρκούς υποβάθμισης των συνθηκών της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων και πολύ περισσότερο η προοπτική βελτίωσης, εξαρτάται αποκλειστικά από την σταθεροποίηση της λειτουργίας της αγοράς και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και διεθνούς.

Αν η επανεκκίνηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και μάλιστα μέσα στο πλαίσιο της τρέχουσας διεθνούς κρίσης, θεωρηθεί ως αυστηρή προϋπόθεση για κοινωνική πολιτική και η πολιτική συζήτηση μετακινηθεί από την προτεραιότητα των άμεσων αιτημάτων και των αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας στην συζήτηση για τις «βέλτιστες» πολιτικές επιλογές που θα προκαλέσουν την «ανάπτυξη» - που σήμερα απαιτεί τις χειρότερες «ανθρωποθυσίες» για τον κόσμο της εργασίας, τις άνευ ορίων ιδιωτικοποιήσεις, την χωρίς προηγούμενο καταστροφή του περιβάλλοντος, την ισχυρή πρόσδεση στους ιμπεριαλιστικούς άξονες - τότε η υπόθεση της ανατροπής και μαζί οι ελπίδες εκατομμυρίων ανθρώπων θα έχουν «εξαερωθεί».

Η κυβέρνηση έχει εντείνει τις προσπάθειες να πείσει την κοινωνία για την προοπτική εξόδου από τα μνημόνια και την λιτότητα. Ελπίζει πως επιτέλους θα μπορέσει να δημιουργήσει όρους και δυναμική κοινωνικών συναινέσεων καθώς ένα μεγάλο μέρος του σχεδίου «εσωτερική υποτίμηση» έχει ήδη υλοποιηθεί. Για τις συστημικές στρατηγικές είναι ασφαλώς προτιμότερο να πείθεται η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία παρά να εξαναγκάζεται δια της βίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε δημοκρατική ευαισθησία όταν είναι απαραίτητη η πειθάρχηση του λαού και του μαζικού κινήματος. Αυτό το γνωρίζει καλά η ελληνική κοινωνία από το μέγεθος της καταστολής, του αυταρχισμού και της εκτροπής από το «δημοκρατικό πλαίσιο», στα χρόνια των μνημονίων. Σήμερα, σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος, το συστημικό στοίχημα είναι να αποδεχτεί η κοινωνία τις καταστροφές που ήδη έχουν συντελεστεί σε βάρος των εργατικών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων του παρελθόντος, ως ανεπιστρεπτί δεδομένες και η συζήτηση να προσανατολιστεί στο «από δω και πέρα».

Η φαινομενικά αντιφατική διαχείριση Σαμαρά που απ’ την μια έχει σκληρά ακροδεξιά χαρακτηριστικά κι απ’ την άλλη εμφανίζεται ως «διώκτης» της Χρυσής Αυγής, είναι κατ’ ουσία εντελώς ερμηνεύσιμη και συμβατή με την στρατηγική της ηγεσίας της ΕΕ. Την ώρα που καταγγέλλει και απεύχεται την άνοδο της ακροδεξιάς ταυτόχρονα στηρίζει τους ναζιστές εγκληματίες στην Ουκρανία. Στο υπόβαθρο της κυβερνητικής πολιτικής υπάρχει ταξική ευθυκρισία. Επιχειρείται η επιβολή του μονοδρόμου της «εξόδου» απ’ τη κρίση με ταξικούς όρους συντριβής των εργατικών απαιτήσεων και αντιστάσεων και με πολιτικούς όρους συντριβής της ριζοσπαστικής και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Αποκαλύπτεται πόσο ελαστικό είναι στην πραγματικότητα το αστικοδημοκρατικό πλαίσιο και πόσο εύκολα η αστική δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία μπορούν – κατά το δοκούν – να μετατραπούν σε κράτος αυταρχισμού και καταστολής που εξ αντικειμένου ευνοεί την άνοδο του εθνικισμού, του ρατσισμού, ακόμη και των νεοναζιστών.

Στην Ελλάδα αυτές οι αντιφάσεις εκτοξεύτηκαν πολύ περισσότερο ακόμα και απ’ τον υπόλοιπο Νότο, καθώς κατέρρευσε ο δικομματισμός και κυρίως η σοσιαλδημοκρατία και η κεντροαριστερά. Ταυτόχρονα το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε το διεκδίκησε η ίδια η δρώσα κοινωνία με τα γνωστά αποτελέσματα του νέου πολιτικού χάρτη. Σ’ αυτό το σημείο κρύβεται η αδυναμία του συστήματος και ταυτόχρονα η ιστορική ευκαιρία για την Αριστερά.

Το «σύστημα» που σήμερα εκφράζεται κατά προτεραιότητα από τον Σαμαρά, επιχειρεί ταυτόχρονα να ανασυγκροτήσει τον κεντροαριστερό πυλώνα του ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου της κοινωνικής αντίδρασης και επιβολής δια της συναίνεσης. Αυτή η διαδικασία που είναι σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται στο υπόβαθρο όλων των κινήσεων και των «επεισοδίων» που εμφανίζονται προς ώρας ως πολυδιάσπαση σε φράξιες, ομάδες έως και ατομικές κινήσεις του πολιτικού δυναμικού που συνέθετε στο παρελθόν τον στιβαρό δικομματισμό. Είναι μια μάχη με τον χρόνο με ορίζοντα τις επόμενες βουλευτικές εκλογές και ενδιάμεσο, κρίσιμο σταθμό, τις ευρωεκλογές και λιγότερο τις αυτοδιοικητικές. Αυτές οι επιδιώξεις κρύβονται μέσα από κατευθύνσεις όπως το «συνταγματικό τόξο» ή οι κυβερνήσεις συνεργασιών, ευρείας συναίνεσης και «εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας».

Όλη αυτή η διαδικασία και οι ποικίλες εκφράσεις της, το σύνολο των παραγόντων που μετέχουν της προσπάθειας αναστύλωσης της εύρυθμης λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος, το «καθεστώς», είναι που πρέπει να πληγεί καίρια από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Και φυσικά, πρώτ’ απ’ όλα η κυρίαρχη έκφρασή του, η κυβέρνηση και ο Σαμαράς.

Δυνατή Αριστερά

Η ήττα του καθεστώτος πρέπει να συνοδευτεί από την άνοδο της Αριστεράς.

Το «ιστορικό παράθυρο» που άνοιξε στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων για την Αριστερά βάζει επιτακτικά τα καθήκοντα για την διεκδίκηση της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας της στην κοινωνία. Για την επαναθεμελίωση με μαζικούς όρους της Αριστεράς των αξιών και της σοσιαλιστικής στρατηγικής απέναντι στην «αριστερά» του συστήματος, απέναντι στην παραδομένη στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο και «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό, σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά.

Αυτή η στόχευση απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση, κοινή δράση και ενότητα της Αριστεράς ώστε να διαμορφώσει αντίστοιχα τους όρους της συγκέντρωσης δύναμης των πιο πρωτοπόρων, συνειδητών και αγωνιστικών τμημάτων του εργατικού κινήματος και συνακόλουθα να τροφοδοτήσει την κοινωνική δυναμική προς την ανατροπή. Οι ιστορικές συνθήκες εμφανίζουν μέσα στην κρίση, στην Ελλάδα, ευνοϊκούς όρους αλλά η διαδικασία αυτή είναι αντιφατική και ιδιαίτερα δύσκολη. Κανένα τμήμα της Αριστεράς δεν κατάφερε να παίξει τον καθοριστικό ρόλο ως τώρα σ’ αυτή την κατεύθυνση, όσο κι αν η συζήτηση για το «μέτωπο» βρίσκεται στις αναλύσεις και τις στοχεύσεις όλων.

Τα δύο σημαντικότερα ζητήματα που συμπυκνώνουν τις διαφορές είναι η στάση απέναντι στην ΟΝΕ/ΕΕ και απέναντι στον στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς». Και στις δύο περιπτώσεις στο κέντρο της απάντησης πρέπει να βρίσκεται η ανεξαρτησία της Αριστεράς από τις αστικές αφηγήσεις και επιλογές, από το καπιταλιστικό πλαίσιο της αγοράς εντός της κρίσης, από τις επιβολές των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Το ζήτημα της Ευρώπης, της παραμονής ή της εξόδου από την ΟΝΕ / ΕΕ έχει βρεθεί στην κορυφή της ατζέντας της πολιτικής αντιπαράθεσης, όχι μόνο εντός της Αριστεράς αλλά συνολικά με τις συστημικές δυνάμεις. Η συζήτηση αυτή έχει την δική της αυτονομία, μακρά ιστορία και ποικίλες δυσκολίες καθώς επίσης διαφορετικό πλαίσιο στην Ελλάδα και διαφορετικό στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο μια Αριστερά με κατοχυρωμένη ανεξαρτησία από τις αστικές και ιμπεριαλιστικές αφηγήσεις και επιλογές που διεκδικεί την ανατροπή με επίκεντρο την ικανοποίηση των άμεσων κοινωνικών αναγκών και την σοσιαλιστική προοπτική, πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα σαν συνέπεια του εργατικού / λαϊκού προγράμματός της και των ρήξεων που είναι αναγκαίες για την εξυπηρέτησή του.

Η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να είναι αναμφισβήτητα ριζοσπαστική και διεθνιστική. Να έχει μέτωπο απέναντι στον εθνικισμό και ταυτόχρονα απέναντι στον αστικό κοσμοπολιτισμό. Η σοσιαλιστική Ευρώπη των λαών μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από την ανατροπή της ευρωπαϊκής ενοποίησης που ονειρεύονται οι Σουλτς και Γιούνγκερ.

Μια πραγματική κυβέρνηση της Αριστεράς σε μια χώρα της Ευρώπης – στην Ελλάδα – έχει μόνο έναν δρόμο για να επιβιώσει. Να «εξάγει» το υπόδειγμά της στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς προχωρώντας τολμηρά και με την στήριξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος στις απαραίτητες ρήξεις και ανατροπές σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, ξεκινώντας από την οικονομία έως και την λειτουργία και το περιεχόμενο της δημοκρατίας. Μια τέτοια, ιστορικής σημασίας, ρήξη του αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής κρίσης δεν μπορεί να περιοριστεί a priori από το πλαίσιο της ΟΝΕ μα και ούτε να συγχέεται με τον ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό. Μια ενδεχόμενη ρήξη με την ΟΝΕ απ’ τ’ αριστερά, ως συνέπεια της υλοποίησης του εργατικού προγράμματος της κυβέρνησης της Αριστεράς, μπορεί ν’ ανοίξει δρόμους για την Ευρώπη των λαών και της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Κυβέρνηση της Αριστεράς

Ο στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς έχει τις ρίζες και την καταγωγή του στην επαναστατική / κομμουνιστική παράδοση του ενιαίου μετώπου και την αντίληψη των μεταβατικών στόχων. Έχει στην βάση του το κριτήριο της μαζικής κοινωνικής κίνησης και δράσης και την προτεραιότητα της ενίσχυσης του κινηματικού και πολιτικού συσχετισμού δύναμης μέσα από διαδοχικές ρήξεις που ταυτόχρονα οικοδομούν το στοιχείο της συνείδησης και του στρατηγικού στόχου.

Η αντίληψη αυτή αποδέχεται και παλεύει για τον στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ως μεταβατική διαδικασία με σοσιαλιστικό ορίζοντα. Με συγκεκριμένους, σύγχρονους όρους περιγράφει τον στόχο ως κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ριζοσπαστικής οικολογίας και μικρότερων δυνάμεων της Αριστεράς.

Απέναντι σ’ αυτό το περιεχόμενο στέκονται δύο, αντικατοπτρικά , λάθος προσεγγίσεις.

Η μία αφορά στην απόρριψη της κυβέρνησης της Αριστεράς καθώς και κάθε μεταβατικού στόχου ως δυνατότητα κλιμάκωσης της ταξικής και πολιτικής πάλης με σοσιαλιστικό ορίζοντα. Αυτή η κατεύθυνση καταργεί στην πράξη την δυνατότητα άσκησης μαζικής ταξικής / αριστερής / αντικαπιταλιστικής πολιτικής και οδηγείται στην επιλογή της στείρας προπαγάνδας. Συνδέεται με την επιλογή του σεχταρισμού στο εργατικό κίνημα με θλιβερά για την ανάπτυξή του αποτελέσματα. Είναι μια αδιέξοδη και αμυντική επιλογή χωρίς σχέδιο διεξόδου για το εργατικό κίνημα και την κοινωνική πλειοψηφία που χάνει απ’ τα μάτια της και εν τέλει υπονομεύει την ευκαιρία που παρουσιάζεται σήμερα.

Η άλλη ερμηνεύει τον στόχο για την «κυβέρνηση της Αριστεράς» με την έμφαση στην «κυβέρνηση» παρά στην «Αριστερά». Κινδυνεύει να οδηγηθεί άμεσα ή σταδιακά στη συνθηκολόγηση με το σύστημα και τα πλαίσια που ορίζει, αναζητώντας συμμαχίες σε τμήματα του αστικού στρατοπέδου, ντόπιου και διεθνούς. Η αντίληψη αυτή είναι φορέας της πιο βαθιάς ενσωμάτωσης της ήττας και της εγκατάλειψης κάθε στρατηγικού στόχου. Χάνει απ’ τα μάτια της τις πιο σημαντικές πτυχές της ταξικής και πολιτικής πάλης και τα συνακόλουθα καθήκοντα, επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην εκλογική διαδικασία και γίνεται έτσι έρμαιο των συστημικών «κανόνων του παιχνιδιού».

Εντούτοις σήμερα, λίγο πριν τον σταθμό των ευρωεκλογών που θα καταγράψει τον πολιτικό συσχετισμό δύναμης και θα επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις και την ταξική και πολιτική πάλη στην συνέχεια και καθώς οι αντιφάσεις μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς μα και στο εσωτερικό τους, παραμένουν, είναι παρόλαυτά, αναγκαίο να βγει από τις εκλογές αθροιστικά ενισχυμένη.

Η υπόθεση της συγκέντρωσης δύναμης της Αριστεράς και της διεκδίκησης απαντήσεων στις εργατικές και κοινωνικές ανάγκες, διεκδίκησης της κοινωνικής διαθεσιμότητας σε δρόμους συνειδητούς και ανατρεπτικούς, παραμένει ζητούμενο για την επόμενη μέρα των εκλογών.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες ευρωεκλογές είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Για να συντριβεί το καθεστώς στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας αλλά και πανευρωπαϊκά. Για να έλθει πιο κοντά ο στόχος για κυβέρνηση της Αριστεράς. Για να αναζωπυρωθεί η εργατική / λαϊκή προσδοκία και να αναθερμανθεί η κινηματική διάθεση. Για να δημιουργηθούν ευνοϊκότεροι όροι για το εργατικό / λαϊκό κίνημα και πεδίο για την αντεπίθεση των «από κάτω».

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα η ηγετική δύναμη της Αριστεράς με την μεγαλύτερη ευθύνη. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η συντριβή του καθεστώτος και η ενίσχυση της Αριστεράς συνολικά, θα θέσουν ένα νέο, πιο προωθημένο πλαίσιο στην ταξική και πολιτική πάλη στην Ελλάδα με γόνιμες συνέπειες και ανοιχτή την ανατρεπτική προοπτική πανευρωπαϊκά.

Ετικέτες