Μητσοτάκης και Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη

Η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο φραστικό επίπεδο, παρέμεινε σε υψηλούς τόνους. Ο Μητσοτάκης («φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν ο Τσίπρας βρισκόταν σήμερα στην εξουσία…») αλλά και ο Τσίπρας («ο Μητσοτάκης είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας…») αντάλλαξαν στη Θεσσαλονίκη δημαγωγικές κορώνες, προσπαθώντας να συντηρήσουν την εικόνα της σύγκρουσης μεταξύ δύο «διαφορετικών κόσμων». 

Όμως πίσω από τα φραστικά πυροτεχνήματα, η σύγκλιση ήταν πρωτοφανής. Όχι τυχαία: Στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής, οι εξελίξεις είναι προδιαγεγραμμένες από τα 3 μνημόνια και τη συμφωνία του 2018 με τους δανειστές, είναι εγκλωβισμένες σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, που τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν δηλώσει την απόφασή τους να σεβαστούν. Στο επίσης κρίσιμο πεδίο των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην ανατολική Μεσόγειο (στα λεγόμενα «εθνικά θέματα»), το «μίγμα» πολιτικής –μεταξύ εξοπλισμών και πολιτικής «διαλόγου» με την Τουρκία– καθορίζεται από κεντρικές καθεστωτικές επιλογές του «πυρήνα του κράτους» αλλά και των διεθνών συμμάχων του, που τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας δεσμεύονται να «υπηρετήσουν» πολιτικά. 

Σχεδόν ποτέ στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία του «δικομματισμού», η διαχωριστική γραμμή που χώριζε την πραγματική πολιτική του κυβερνητικού κόμματος και της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν υπήρξε τόσο αχνή, αδιόρατη και επουσιώδης. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1993, που έκριναν το μέλλον του πατρός Μητσοτάκη, παρόλο που είχε αρχίσει η σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ έβαζε κάποια πραγματικά ζητήματα απέναντι στην πολιτική της ΝΔ (πχ άρνηση της ιδιωτικοποίησης του «στρατηγικού τομέα» στο Δημόσιο, σχετική προστασία του μισθού, περιορισμός του καλπασμού της ελαστικότητας κλπ). Χρειάστηκε η λαίλαπα της περιόδου Σημίτη για να γίνει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αδιόρατη και επουσιώδης στα μάτια της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, τον εκφυλιστικό ρόλο που έπαιξε ο «εκσυγχρονισμός» στη σοσιαλδημοκρατία, έχουν επιτελέσει τα πεπραγμένα της κυβερνητικής θητείας του Τσίπρα και η «κωλοτούμπα» του 2015. 

Για τον προσεκτικό παρατηρητή, η σύγκλιση Μητσοτάκη-Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη φανερώθηκε στο ιδεολογικό και στο πολιτικό πεδίο. 

Ο Μητσοτάκης ερωτήθηκε για τη σχέση της πολιτικής της κυβέρνησής του με τα προεκλογικά ιδεολογήματα που ανέθεταν τις πιο κρίσιμες επιλογές στον «αυθορμητισμό» των αγορών. Απάντησε ότι ο νεοφιλελευθερισμός στον οποίο πιστεύει, ουδέποτε παραιτήθηκε από το «ισχυρό κράτος», που παραμένει απαραίτητο και για τις αναγκαίες απαντήσεις στην κρίση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στη «νικηφόρα» αντιμετώπιση των ανταγωνισμών στην περιοχή. 

Αυτός ο ακραία νεοφιλελεύθερος, εξήγγειλε ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών, μια μεγάλη ενίσχυση του μιλιταρισμού (με μαζικές προσλήψεις και ανάθεση στο στρατό «ειδικού ρόλου» στην οικονομία) και ένα πρόγραμμα μαζικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων με δημόσιους πόρους. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε το ρόλο του κράτους στη διάλυση της εργατικής αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις (κατάργηση με νόμο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων). 

Ο Τσίπρας παρουσίασε αυτοβούλως «το ρόλο του κράτους» ως τάχα διαχωριστικά γραμμή με τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ. Το σερβίρισμα ενός διστακτικού κεϊνσιανισμού , αυτού του «ρεαλιστικού ριζοσπαστισμού», ως αριστερής απάντησης στη σημερινή βαθιά κρίση του καπιταλισμού, θα προκαλούσε τα πιο βαθιά χασμουρητά σε οποιοδήποτε κομματικό «σώμα» της Αριστεράς, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές του ΚΚΕ εσ. ή της ΕΑΡ. Ο Λ. Κύρκος φαντάζει έξαλλος αριστεριστής μπροστά στο σημερινό Αλ. Τσίπρα. Αυτό είναι το ιδεολογικό αποτέλεσμα της «σύνθεσης» μεταξύ της κυβερνητικής παρέας του 2015-19 και των ξεσκολισμένων σοσιαλφιλελεύθερων που έχουν προστρέξει στον ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνοντας ως οριστική τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ. Στελέχη, ομάδες και απλοί άνθρωποι που παρέμειναν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας σε «αριστερή στροφή», θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι πλέον «αυτή η στάνη – αυτό το τυρί βγάνει»…

Η ιδεολογική σύγκλιση στη στρατηγική αντιμετώπισης της περιόδου (αποδοχή των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων – «ισχυρό κράτος» προς τα μέσα και προς τα έξω…) αποδείχθηκε στα κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής. 

Και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας έθεσαν ως άμεση προτεραιότητα για την αντιμετώπιση της κρίσης την «ενίσχυση της εργασίας». Εννοούν –και εξαγγέλουν– μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων που, τάχα, «αντικειμενικά» θα λειτουργήσουν και προς όφελος των εργαζομένων. Αυτό δεν συνέβη ποτέ, και ούτε πρόκειται να συμβεί: οι περίοδοι κρίσης είναι περίοδοι όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού και η ενίσχυση της θέσης των εργοδοτών πάντα ισοδυναμεί με αποδυνάμωση της θέσης των εργαζομένων. Για παράδειγμα, η πολιτική επιδότησης των μισθών και των εργοδοτικών εισφορών, δεν θα λειτουργήσει στην πραγματική ζωή ως κίνητρο για αύξηση της απασχόλησης, αλλά ως κίνητρο επιτάχυνσης της «κινητικότητας» στην αγορά εργασίας, δηλαδή απολύσεις παλαιότερων εργαζομένων και «ανακύκλωση» του εργατικού δυναμικού με νέες επιδοτούμενες προσλήψεις από την «εφεδρική στρατιά» των ανέργων. Στα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων, η μοναδική προϋπόθεση που θέτει ο Μητσοτάκης είναι η διατήρηση του αριθμού των εργαζομένων, όχι η απαγόρευση των απολύσεων. 

Ακριβώς το ίδιο εξήγγειλε ο Τσίπρας: Στα 11 μέτρα που πρότεινε, τα 7 αφορούν άμεση ενίσχυση των επιχειρήσεων (με δέσμευση να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο απασχόλησης), ένα αφορά τους αγρότες (επιστροφή του κόστους πετρελαίου) και δύο τις προσλήψεις στην Υγεία και την Εκπαίδευση και μόνο ένα άμεσα  τους εργαζόμενους (εισόδημα έκτακτης ανάγκης). 

Πέρα από τις «σάλτσες» του Τσίπρα, η πραγματική διαφορά στις δύο «δέσμες προτάσεων» ήταν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για 15.000 προσλήψεις στην Υγεία και άλλες τόσες στην Εκπαίδευση. Όμως πόσο μπορεί να υποστηριχθεί αυτή η πρόταση από τα κυβερνητικά πεπραγμένα του Τσίπρα; Και ακόμα περισσότερο, με τι μέτρα και πρακτικές πρωτοβουλίες το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποδείξει ότι εννοεί ειλικρινά το (ολόσωστο) αίτημα για μαζικές προσλήψεις στα σχολεία και στα νοσοκομεία;

Ένα εντυπωσιακό σημείο σύγκλισης είναι ότι τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας, αναζητούν τη χρηματοδότηση της ενίσχυσης των επιχειρήσεων στη μείωση των φόρων του κεφαλαίου και στη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους της εργασίας» (κυρίως των ασφαλιστικών εισφορών). Μόνο που αυτή η «πηγή» δεν είναι ουδέτερη: δημιουργεί «λογαριασμούς» που, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να πληρώσει η εργαζόμενη πλειοψηφία. Το πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων προκειμένου να «αντέξουν» στην κρίση, είναι μια κολοσσιαία μεταφορά πόρων προς όφελος των καπιταλιστικών, που θα φορτωθεί στις πλάτες των εργατών, είτε με τη διατήρηση και την αύξηση άδικων φόρων, είτε με την υποβάθμιση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και κοινωνικών παροχών. 

Στο ζήτημα των εξοπλισμών και της ενίσχυσης του μιλιταρισμού, που ο Μητσοτάκης έκανε «κέντρο» της στρατηγικής τοποθέτησής του, υπήρξε εντυπωσιακή η αφωνία του Τσίπρα. Στα ζητήματα της θητείας περιορίστηκε σε ένα «ευφυολόγημα» για τη στράτευση στα 18, κάνοντας ότι δεν άκουσε τις απειλές για αύξηση της θητείας. 

Και όχι τυχαία. Η στάση της ηγετικής ομάδας Τσίπρα στα ελληνοτουρκικά αποτελεί ντροπή για κάθε αριστερό άνθρωπο. Η κριτική τύπου «βυθίσατε το Χόρα», στις σημερινές συνθήκες δεν αποτελεί απλό οπορτουνισμό «εθνικοαπελευθερωτικής» αυταπάτης, αλλά κριτική στο Μητσοτάκη από… δεξιά. Και είναι μια κριτική απολύτως αναποτελεσματική, την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί οσονούπω «να κάνει γαργάρα», προσχωρώντας στη διαλεκτική του «διαλόγου» που ετοιμάζουν τα ευρωατλαντικά επιτελεία. Ο Τσίπρας ερωτηθείς για τη σχέση αυτής της γραμμής με την παράδοση του κόμματός του προ του 2015, έστειλε αναγκαστικά τη μπάλα στην εξέδρα. Εμείς να θυμίσουμε ότι ο ίδιος και η ομάδα της πρώην Νεολαίας ΣΥΝ γύρω του, άρχισαν την άνοδό τους στην κομματική ιεραρχία όταν φώναζαν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις και στη Γένοβα: «Τα Βαλκάνια πνίξατε στο αίμα – Άντε και γαμ… σύντροφε Ντ’ Αλέμα». Σήμερα ο Ντ’ Αλέμα θα κοκκίνιζε από ντροπή ακούγοντας την «κριτική» του Τσίπρα στο Μητσοτάκη για τα ελληνοτουρκικά. 

Αυτή η πραγματική πολιτική σχέση ανάμεσα στις γραμμές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, εξηγεί το δημοσκοπικό «παράδοξο» της συγκυρίας. Ενώ η φθορά του Μητσοτάκη έχει αρχίσει, ο Τσίπρας δεν είναι ικανός να την αξιοποιεί πολιτικά. Τα «γραμμάτια» της ντροπής του 2015 είναι ακόμα ανεξόφλητα. Η ανατροπή της αντιδραστικής και επικίνδυνης πολιτικής Μητσοτάκη έχει τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις από αυτές που παρουσίασε ο Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού



 

Ετικέτες