Στη μνημονιακή μικροαστική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ολόκληρο το ιστορικό ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς που την τροφοδοτεί, είναι κυρίαρχη η λογική ότι η κυβερνητική παρέμβαση της εκσυγχρονιστικής μικροαστικής τεχνοκρατίας, που αποτελεί και τον πυρήνα της, έχει ως θεμελιακή κατεύθυνση την «ορθολογικοποίηση και εκσυγχρονισμό» της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όλων των πλευρών που την συνοδεύουν.
Αυτή ήταν η λογική προαγωγής της διαμόρφωσης του νέου τηλεοπτικού τοπίου της χώρας το τελευταίο διάστημα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ : Παραχώρηση τηλεοπτικών αδειών μέσα από πλειοδοτικό διαγωνισμό με εξονυχιστικές διαδικασίες, εκ των πραγμάτων κλείσιμο των υπολοίπων καναλιών, με βάση την οικονομική αποκλειστικά ισχύ των παραγόντων που διεκδικούσαν τις τέσσερεις τηλεοπτικές άδειες. Ως εάν επρόκειτο για τον διαγωνισμό (μειοδοτικό αυτή τη φορά) για την ανάληψη της εκτέλεσης δημόσιων έργων, ή αντίστοιχο διαγωνισμό για την προμήθεια ιατρικού υλικού των νοσοκομείων. Αποκλειστικό κριτήριο η οικονομική επιφάνεια των επιχειρηματιών που επεδίωκαν να μονοπωλήσουν το καινούριο τηλεοπτικό τοπίο.
Προφανώς αυτό που συνέβη, κάτω από την ίδια την ασφυκτική πίεση της αστικής τάξης, των ιδιοκτητών τηλεοπτικών σταθμών, της συντηρητικής παράταξης, του συντηρητισμού των ανωτάτων δικαστηρίων (ως μηχανισμών του αστικού κράτους), ήταν η ακύρωση ουσιαστικά του σχετικού νόμου 4339/2015, ως αντισυνταγματικού, και η ματαίωση προς ώρας αυτού του αστικού εκσυγχρονισμού, που σε κάθε περίπτωση δεν έχει, ακόμη και αν υλοποιούνταν, καμία σχέση με οποιαδήποτε αριστερή λαϊκή επιδίωξη. Το γνωστικό πεδίο ενός μέρους του λαϊκού πληθυσμού διαμορφώνεται από τους δημόσιους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς όλων των βαθμίδων, και μάλιστα κατά έναν τρόπο σύμφυτο με την αστική ιδεολογία, και κυρίως μιας περιχαρακωμένης εξειδίκευσης. Αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία που για ορισμένους φθάνει μέχρι την ολοκλήρωση πανεπιστημιακών σπουδών, και για την πλειονότητα σε κατώτερα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος (από αποφοίτους δημοτικού μέχρι τους αποφοίτους των περισσοτέρων ΤΕΙ), εξαντλείται και ολοκληρώνεται σε ένα σαφές χρονικό σημείο, μεταξύ 22 – 25 ετών. Από εκεί και πέρα, και μέχρι του τέλους του εργάσιμου βίου της, η κοινωνική πλειονότητα εκείνο που έχει μπροστά της και χρησιμοποιεί δεν είναι άλλο από την ιδιωτική (περισσοτέρων ή λιγότερων τηλεοπτικών σταθμών) τηλεόραση, στο επίπεδο της καθολικής της διαμόρφωσης και χειραγώγησης, πολιτιστικά, πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, καλλιτεχνικά κλπ.
Τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης έχουν αναδειχθεί άρα στον κύριο και κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους για την διαμόρφωση των λαϊκών συναινέσεων, την αποδοχή των κυβερνητικών πρακτικών, την στρέβλωση της ίδιας της αντιμετώπισης των κοινωνικών πραγμάτων κλπ. Δίπλα στους άλλους ιδεολογικούς αστικούς κρατικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης συνείδησης και πρακτικών (σχολείο, εκκλησία, στρατός, οικογένεια, εργοστάσιο κλπ.), ο τηλεοπτικός μηχανισμός έγινε ο ισχυρότερος και αποτελεσματικότερος. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκείνο που ήρθε να κάνει με το διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών ήταν να επικυρώσει, και να ενδυναμώσει μάλιστα, τον ακραιφνώς ιδιωτικό χαρακτήρα αυτού του μηχανισμού πληροφόρησης, καθιστώντας τον πιο «ορθολογικό και εκσυγχρονισμένο». Εντούτοις δεν επιτεύχθηκε ούτε αυτό, γιατί η αντίληψη της «ορθολογικοποίησης» του καπιταλισμού και των διαφόρων συνοδευτικών αστικών θεσμών και μηχανισμών, δεν μπορεί να υπακούει σ’ αυτή την μυθολογία της μικροαστικής διανόησης, αλλά έχει τους δικούς της κανόνες και τρόπους λειτουργίας, οι οποίοι και είναι αδιατάρακτοι, τουλάχιστον απέναντι στα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα.
Το «χάος», η «ανομία», η «διαπλοκή» και άλλα χαρακτηριστικά, δεν αποτελούν παρά σταθερές της λειτουργίας της αστικής κυριαρχίας, και δεν μπορούν να κλονιστούν με αστικές πολιτικές παρεμβάσεις όπως η πρόσφατη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η λειτουργία των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, ψυχαγωγίας κλπ. δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί ως μια μακρά μορφωτική διαδικασία, όπως ακριβώς η ίδια η δημόσια εκπαίδευση, από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο. Κατά συνέπεια η λειτουργία τους υπό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου, και μάλιστα από ισχυρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων έχει στην ιδιοκτησία της και σημαντικές ποδοσφαιρικές ΑΕ, είτε με το προηγούμενο καθεστώς της «ανομίας», είτε με το καθεστώς του αστικού εκσυγχρονισμού, είτε το πιθανότερο σήμερα μέσα από ένα καθεστώς συμβιβαστικού χαρακτήρα, αυτή είναι το πρόβλημα εφόσον επιβάλλει την αστική χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων.
Από αυτή την άποψη εύστοχα είχε προταθεί από την Αριστερή Πλατφόρμα στο 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η αναλυτική πρόταση για την κοινωνικοποίηση των μέσων μαζικών ενημέρωσης, η οποία και απορρίφθηκε από την μεγάλη πλειοψηφία του σώματος, η οποία και διέπονταν από τα μικροαστικά σύνδρομα του «εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού» και σε σημαντικό βαθμό έχει περιέλθει στη λήθη στο ενδιάμεσο μέχρι σήμερα διάστημα. Εντούτοις πρόκειται για την μοναδική πρόταση, στρατηγικού προφανώς χαρακτήρα, η οποία και δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά σε παραλληλία με την κοινωνικοποίηση συνολικότερα της γνώσης για το σύνολο των εργαζομένων, την κοινωνικοποίηση παραγωγικών διαδικασιών κλπ. Σε κάθε άλλη περίπτωση, παρ’ όλες τις όποιες αστικές «εξορθολογιστικές» ρυθμίσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και εφόσον το τηλεοπτικό δίκτυο συνεχίζει να βρίσκεται ανοιχτά και επίσημα στα χέρια του μεγάλου επιχειρηματικού κεφαλαίου, αυτά δεν θα μπορούν να λειτουργούν παρά ως ιδεολογικοί μηχανισμοί χειραγώγησης συνειδήσεων, και πέραν αυτού ουδέν.
Εκείνο άρα στο οποίο χρειάζεται να στοχεύει η ελληνική Αριστερά είναι η ανάδειξη του δημόσιου χαρακτήρα των μέσων μαζικής πληροφόρησης και ενημέρωσης, με κοινωνικοποιημένα χαρακτηριστικά ιδιοκτησίας, ελέγχου και λειτουργίας. Αυτή η στόχευση διαφέρει από το τρίπτυχο των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι και βρίσκονται κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία εξίσου έχει ρόλο ιδεολογικής χειραγώγησης των λαϊκών τάξεων. Η στρατηγική άρα διαμόρφωση ενός δημόσιου κοινωνικού τηλεοπτικού τοπίου, είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει εκπομπές, προγράμματα, ενημέρωση και τηλεοπτικά κανάλια που αναδεικνύουν το αντικειμενικά κοινωνικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο πλαίσιο με τα κατάλληλα κοινωνικά υποκείμενα. Π.χ. ένα κανάλι τέτοιου είδους, που να αφορά την τέχνη, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, μπορεί να στηρίζεται σε έναν πολυφωνικό και πλουραλιστικό συνεταιρισμό που να περιλαμβάνει ενώσεις σκηνοθετών, συγγραφέων, ηθοποιών, κινηματογράφου, εκπαιδευτικών οργανώσεων, μουσικών καλλιτεχνών, κριτικών, θεατρικών σκηνών, εκδόσεων, δηλαδή όλο το φάσμα των παραγωγών του σύγχρονου πολιτισμού, με όρους γνωστικής χειραφέτησης των εργαζομένων στρωμάτων. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με ένα δημοκρατικά οργανωμένο τηλεοπτικό σταθμό που θα είχε ως δημιουργικό υποκείμενο εργατικά σωματεία και οργανώσεις, οικονομικές αναλύσεις, κοινωνικές αντιπαραθέσεις, συνδικαλιστικές παρατάξεις, συνεταιριστικά εγχειρήματα, αγροτικούς συλλόγους, διεθνείς αναφορές για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, την παραγωγή, την απασχόληση κλπ.
Όπως το εκπαιδευτικό σύστημα έχει δημόσια χαρακτηριστικά, όπως εξίσου αυτό χρειάζεται να είναι ανοιχτό σε όλες του τις βαθμίδες στο σύνολο των εργαζομένων και της νεολαίας, έτσι και οι μηχανισμοί πληροφόρησης, ψυχαγωγίας, ενημέρωσης κ.ά., δεν μπορούν παρά να βρίσκονται σε δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνική οργάνωση και διαχείριση. Μπορεί το επιχειρηματικό κεφάλαιο, ιδιαίτερα το πολυεθνικό, να ελέγχει όλες τις βασικές πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, στον ίδιο τίτλο με τις μεγάλες εταιρίες πληροφορικής, έχουν στα χέρια τους όχι μόνον την χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων αλλά και τον προσδιορισμό της ίδιας της πορείας και εξέλιξης των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων. Άλλωστε αναγνωρίζεται με σαφήνεια, και από την ίδια την συντηρητική ανώτατη δικαστική εξουσία ότι οι τηλεοπτικές συχνότητες είναι «δημόσιο αγαθό» (και μήπως η επεξεργασία και διανομή του νερού, οι συγκοινωνίες, η παραγωγή φαρμάκων κλπ. δεν είναι «δημόσια αγαθά ;).
Το ζήτημα είναι ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η ΝΔ καθώς και η δικαστική εξουσία αναγνωρίζουν ταυτόχρονα ότι ως τέτοιο (δημόσιο αγαθό) χρειάζεται να οδηγεί στην αποκομιδή οφέλους για το κράτος, μια και είναι πλεονεκτική επιχειρηματική δραστηριότητα (απόφαση του ΣτΕ 2597 / 2015). Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι αν η ιδιωτική εκμετάλλευση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται με «ορθολογικούς» όρους τακτικής πληρωμής ενός σχετικού ενοικίου, ή αν αυτό πραγματοποιείται με το μέχρι σήμερα υπάρχον καθεστώς, αλλά αν η χρήση αυτού του «δημόσιου αγαθού» χρησιμοποιείται με βάση τη φύση του ως «δημόσιου», δηλαδή με όρους κοινωνικής διαχείρισής του. Γιατί άλλωστε η εκπαιδευτική διαδικασία βρίσκεται στον κύριο έλεγχο του δημόσιου (πέραν βέβαια της λειτουργίας της ως ιδεολογικού μηχανισμού του αστικού κράτους), και δεν θα έπρεπε οι ραδιοσυχνότητες να χρησιμοποιούνται από τους κοινωνικούς φορείς, αντί των μεγάλων καπιταλιστών επιχειρηματιών; Αυτό είναι το «διαρκές σκάνδαλο» και όχι ο τρόπος αδειοδότησης, το ύψος του τιμήματος ή οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ έναντι της κυβερνητικής εξουσίας.
Η λειτουργία του τηλεοπτικού συστήματος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί παρά ως μια διαρκής διαδικασία μορφωτικής χειραφέτησης των λαϊκών τάξεων, με την ίδια την αυτενέργεια και δημιουργικότητα των κοινωνικών, διανοητικών, καλλιτεχνικών, πολιτιστικών, επιστημονικών δυνάμεων, και δεν μπορεί να αφήνεται στα χέρια των ιδιωτών επιχειρηματιών να λειτουργεί εκ των πραγμάτων, ούτως ή άλλως, ως μηχανισμός ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζομένων ως «παθητικών δεκτών – ακροατών». Μια τέτοια επιδίωξη στρατηγικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να συνοδεύεται παρά από μια ορισμένη τακτική παρέμβαση στη συγκυρία, οι μορφές της οποίας δεν μπορεί παρά να προσδιορίζονται από τα κοινωνικά υποκείμενα των λαϊκών τάξεων, άσχετα αν βρίσκονται σήμερα, εξαιτίας της παρατεταμένης μνημονιακής πολιτικής σε κατάσταση περιθωριοποίησης και αδρανοποίησης, παρόλο όμως που καταβάλουν σημαντικές διανοητικές προσπάθειες, έστω περιορισμένου χαρακτήρα. Και από την άλλη πλευρά, αν τα τρία κανάλια της κρατικής τηλεόρασης χρηματοδοτούνται κυρίαρχα από την γενικευμένη είσπραξη τελών, μέσω των τιμολογίων κοινής ωφέλειας, γιατί αυτό να μην ισχύσει κατά μείζονα λόγο για τηλεοπτικούς σταθμούς δημόσιους (και όχι κρατικής προπαγάνδας) με κοινωνικοποιημένα χαρακτηριστικά ;