Όλοι και όλες γνωρίζουν ότι στις επόμενες εβδομάδες και στους επόμενους μήνες θα κυριαρχήσει (κυριαρχεί ήδη) στην πολιτική συζήτηση η αντιπαράθεση ενόψει των προσεχών εκλογικών αναμετρήσεων και κάθε πολιτική κίνηση της κυβέρνησης σε αυτό το διάστημα οφείλει να ερμηνεύεται και υπό αυτό το πρίσμα.
Ιδιαίτερα, η προσπάθεια των κυβερνητικών επιτελείων να χτίσουν μια εικόνα «ριζοσπαστικής αριστεράς» και προσπάθειας συγκρότησης ενός πλατιού «προοδευτικού πόλου» απένατι στη συντηρητική (ακρο)δεξιά της ΝΔ, είναι η απέλπιδα προσπάθεια του Τσίπρα και της κυβέρνησης να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί από την κοινωνική/εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής μνημονιακής λιτότητας. Και για να είμαστε ξεκάθαροι, η περίφημη έξοδος από τα μνημόνια, όχι μόνο δεν τερματίζει (ούτε καν μετριάζει!) τη λιτότητα και την επιτροπεία από τους θεσμούς, αλλά αντίθετα σηματοδοτεί τη μονιμοποίηση αυτής της πολιτικής για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Η μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού (με το μνημονιακό νόμο Βρούτση και ενόψει κατάργησης του αφορολόγητου), η δήθεν προοδευτικότητα της συνταγματικής αναθεώρησης, η τάχα μου αντιεθνικιστική πολιτική, η τακτική πόλωσης απέναντι στη ΝΔ, η επιδοματική πολιτική που βαφτίζεται κοινωνική πολιτική είναι η αριστερή στάχτη στα μάτια των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, που, αντίθετα με τις κυβερνητικές διακυρήξεις, αδυνατούν να δουν με ποιον τρόπο βελτιώνεται βραχυμεσοπρόθεσμα η ζωή τους. Στην πραγματικότητα, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια της κυβέρνησης του Τσίπρα να αποκρύψει τη στρατηγική σύγκλιση με τη ΝΔ και τα λοιπά μνημονιακά κομματικά ρετάλια στο μνημονιακό μονόδρομο. Για όποιον/α δυσπιστεί, αρκεί να δει τη στήριξη που απολαμβάνει ο πρωθυπουργός από όλες τις μεγάλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε όλους τους πολιτικούς χειρισμούς των τελευταίων χρόνων.
Ο «προοδευτικός» κυβερνητικός ανασχηματισμός υποτίθεται ότι έρχεται ως επιβεβαίωση μιας κάποιας «αριστερής» στροφής της κυβερνητικής πολιτικής μετά το συναινετικό διαζύγιο με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Από τη μία, δύο νέα στελέχη του κομματικού «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες, αλλά η είδηση είναι η επιλογή των Μωραΐτη και Τόλκα, στελέχη του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ και στενοί συνεργάτες του Γ. Παπανδρέου, του πρωθυπουργού που έβαλε τη χώρα στη δίνη των μνημονίων, συνοδευόμενο από δηλώσεις ότι ακόμα και με τον ΓΑΠ μπορεί να υπάρξει πολιτική συνεργασία.
Παρά τις εξαγγελίες για την προστασία της πρώτης κατοικίας, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί προχωρούν ακάθεκτοι ενώ το σχέδιο «Κλεισθένης» για την τοπική αυτοδιοίκηση, μετατρέπει και τους δήμους σε υπαλλήλους των τραπεζών. Αλλά και η ίδια η κυβέρνηση συνεργάζεται άψογα με τους τραπεζίτες -πόσο αριστερό και φιλολαϊκό!- εκβιάζοντας τα υπερχρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά να ξεπληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος υπέρογκων δανείων υπό την απειλή πλειστηριασμού ή κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας. Αυτός είναι ο τρόπος που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, ενώ την ίδια στιγμή αυτή η τραπεζική πολιτική επιδοτείται από το δημόσιο, ώστε ο εξαναγκασμός και εκβιασμός απέναντι στα λαϊκά νοικοκυριά να γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Οι φτωχοί καλούμαστε άλλη μια φορά να πληρώσουμε το βάρος των τραπεζών και μάλιστα με «αριστερή» υπογραφή.
Ακόμα και στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, πέρα από διάφορες διατάξεις «συνταγματοποίησης» της λιτότητας και της εξουσίας καπιταλιστών-τραπεζών (όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενα φύλλα της «ΕΑ») ο ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τη νεοφιλελεύθερη τύφλωση της ΝΔ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την αναθέωρηση του άρθρου 16, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο θεματοφύλακας της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, ακολουθώντας ταυτόχρονα μια εξαιρετικά πολωτική τακτική (προεκλογική περίοδος γαρ) απέναντι στη ΝΔ. Ωστόσο ξεχνάει ο ΣΥΡΙΖΑ να πει δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, ξεχνάει να μας πει για την εκπαιδευτική του πολιτική και το τρομακτικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ που δίνει για τη δημόσια παιδεία, οδηγώντας στο μαρασμό και την υποστελέχωση όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια. Δεύτερον, ξεχνάει «να θυμηθεί» ότι το άρθρο 16 δεν αναθεωρήθηκε πριν μια δεκαετία επειδή το φοιτητικό και συνολικά το εκπαιδευτικό κίνημα, με μαζικό τρόπο μπλόκαρε τα σχέδια της τότε κυβέρνησης του Καραμανλή. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς: οι μαζικοί μαχητικοί αγώνες μας είναι οι μόνοι που μπορούν να διασφαλίσουν τα δικαιώματά μας, θεσμικά, συνταγματικά, εργασιακά, κοινωνικά. Και για να μπορέσουμε να οργανώσουμε αυτούς τους αγώνες με νικήφορα προοπτική χρειάζεται μια μαζική, ενωτική, μετωπική ριζοσπαστική αριστερά, που θα σηκώσει το γάντι.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού