Δημοσιεύουμε άρθρο του Μισέλ Ισόν, οικονομολόγου του Ινστιτούτου οικονομικών και κοινωνικών ερευνών-IRES και μέλους του επιστημονικού συμβουλίου της ATTAC, γραμμένο τον Αύγουστο του 2011, στο οποίο εξετάζει την εξέλιξη της κρίσης και του καπιταλισμού, όπως και τις αντιφάσεις και τα εμπόδια που έχει μπροστά του. Ο Ισόν θα είναι στο διεθνές τριήμερο του Rproject.gr, ομιλητής στη συζήτηση για την κρίση στην ευρωζώνη.
Καθώς αυτό το άρθρο ολοκληρωνόταν, δύο μεγάλες κρίσεις κλώνισαν τον καπιταλισμό και βύθισαν τα χρηματιστήρια: η κρίση δημοσιου χρέους στην Ευρώπη όπως και το χρέος των ΗΠΑ που έπιασε ταβάνι. Το πιθανότερο είναι ότι οι αρμόδιες κυβερνήσεις θα διαχειριστούν αυτές τις κρίσεις, στο χείλος του γκρεμού. Παρ όλα αυτά, τρία χρόνια μετά το αρχικό ξέσπασμα της κρίσης, αυτές οι σοβαρές τάσεις δείχνουν ότι απέχουμε πολύ από την επίλυση του προβλήματος και το κόστος, αφού αρχικά παρουσιάστηκε στους δημόσιους προϋπολογισμούς, μετακυλίεται πλέον στους πολίτες. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να κάνει μια επισκόπηση στην τροχιά που έχει πάρει ο καπιταλισμός και να εξετάσει τις επιπλοκές της περιόδου της κρίσης.
Εντωμεταξύ, το ποσοστό κέρδους....
Παρ όλα αυτά, όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλύτερα, αν χρησιμοποιήσουμε ως βαρόμετρο του καπιταλισμού το κέρδος. Το οριακό ποσοστό, δηλαδή το μερίδιο των κερδών ανά προτιθέμενη αξία, ανακάμπτει. Στις ΗΠΑ, όπου είχε βουλιάξει αρχικά [1], έχει πλέον σχεδόν ανακάμψει στα προ-κρίσης επίπεδα. Στην Ευρωζώνη πάλι, η πτώση ξεκίνησε αργότερα και αντίστοιχα η ανάκαμψη ήταν λιγότερο άμεση: το οριακό ποσοστό επέστρεψε στα προ δεκαετίας επίπεδα, οπότε και χάθηκε η ανάκαμψη της περασμένης δεκαετίας, τουλάχιστον προς το παρόν. (βλέπε και διάγραμμα 1). Τα κέρδη πάντως κινούνται προς τα πάνω.
Επιπλέον, ένα από τα πιο συγκλονιστικά χαρακτηριστικά της όλης κατάστασης είναι το ακόλουθο: ενώ περνούν μέτρα λιτότητας, η ανεργία παραμένει υψηλή και οι μισθοί παγώνουν ή και μειώνονται, το πρώτο μέλημα των τραπεζών και των μεγάλων εταιρειών ήταν να αρχίσουν να μοιράζουν ξανά μερίσματα και μπόνους.
Η ανάπτυξη αυτη όμως παρουσιάζει αρκετά διαφορετικές ενδείξεις. Η αύξηση του ΑΕΠ είναι επίσης ένας καλός δςείκτης όσον αφορά την υγεία του καπιταλισμού (η ευημερία των πολίτων είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα). Αν και τελικά το ποσοστό του κέρδους είναι το καθοριστικό κριτήριο, η διατήρησή του μετά την κρίση δεν θα έχει διάρκεια αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες εξαγωγές. Από αυτή την άποψη, το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα ξεπεραστεί το σημείο καμπής της ύφεσης. Μπορούμε να κανουμε aprioriτην εκτίμηση τριών σεναρίων: την επιστροφή στην προ-κρίσεως τάση, διαρκείς απώλειες ή ακόμα μεγαλύτερο βάθεμα.
Διάγραμμα 1: Κέρδη σε Ευρώπη και ΗΠΑ
Ως ποσοστό % ανά προστιθέμενη αξία – Πηγή: Eurostat, Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης.NB. Τα επίπεδα δεν είναι συγκρίσιμα εξαιτίας των διαφορών στον ορισμό και το πεδίο.
Τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι πολλές χώρες έχουν διαρκείς απώλειες. [Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε: “Pertes de Pib et facture de crise”, note hussonet number 35, July 2011, http://hussonet.free.fr/pertepib.pdf]]. Στο πρώτο τρίμηνο του 2011, αρκετές δεν είχαν καταφέρει να ξαναπιάσουν τα επίπεδα ΑΕΠ που είχαν προ κρίσης: αυτό συμβαίνει σε χώρες όπως η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιταλία. Οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Σουηδία μόλις το κατάφεραν και η Γαλλία απέχει λίγο. Αλλά η επαναφορά του ΑΕΠ στα προηγούμενα επίπεδα δεν σημαίνει ότι οι απώλειες καλύφθηκαν. Αυτή η ανάγνωση των δεδομένων μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τις πιο διηνεκείς τάσεις.
Μια διαλυμένη Ευρώπη: Αν η Γαλλία, η Γερμανία και η Σουηδία ξεπέρασαν τον ύφαλο, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για μια σειρά από άλλες χώρες: η Ισπανία, η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, η Ιταλία και η Πορτογαλία έχουν υποστεί πολύ μεγάλες απώλεις ή έχουν σημαντικές δυσκολίες να διατηρήσουν το μομέντουμ.
Οι παλιές καπιταλιστικές χώρες βρίσκονται πίσω: Οι ΗΠΑ προς το παρόν έχουν ανακτήσει τον προ-κρίσης ρυθμό ανάπτυξης τους. Η Ε.Ε. –ως σύνολο – το επιτυγχάνει με μεγαλύτερη δυσκολία και δεν έχει γεμίσει το κενό μέχρι στιγμής. Τέλος, η Ιαπωνία απέχει πολύ από το στόχο και το ΑΕΠ της ξαναπέφτει μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα. Από την άλλη, η ανάπτυξη των δύο μεγάλων αναπτυσσόμενων χωρών (Κίνα και Ινδία) συνεχίζεται και μέχρι στιγμής δεν έχουν επηρεαστεί από την κρίση. Άλλες (Ρωσία, Ν.Κορέα και Βραζιλία) έχουν υποστεί μια πιο σημαντική πτώση στις δραστηριότητες τους.
Η ανεργία μονιμοποιείται: Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη παρουσιάζουν το ίδιο προφίλ. Η ανάπτυξη επανέρχεται αλλά ποσοστά ανεργίας δεν υποχωρούν από την ώθηση που τους έδωσε η κρίση. (διάγραμμα2)
Διάγραμμα 2 Ανάπτυξη και ανεργία στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ
Πηγή: ΟΑΣΑ
Το κόστος δεν έχει αποπληρωθεί ακόμα: Οι απώλειες της οικονομικής μεγέθυνσης δείχνουν να μη γιατρεύονται. Ακόμα και αν οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. επανέλθουν στους στάνταρ ρυθμούς ανάπτυξης που είχαν, οι «απώλειες εισοδήματος» δεν θα έχουν καλυφθεί. Τις παραπάνω μπορούμε να τις υπολογίσουμε ως το κενό ανάμεσα στο ΑΕΠ που παρατηρείται και αυτό που μπορούμε να συνάγουμε πραγματοποιώντας μια προβολή της προ-κρίσεως τάση. Το κενό αυτό εκτιμάται στο 8% για την Ευρωζώνη και στο 6% για τις ΗΠΑ. Το αμερικανικό ΑΕΠ βρίσκεται περίπου στα 15 τρις δολάρια και το ΑΕΠ της Ευρωζώνης περίπου στα 9,4 τρις € (δηλαδή περίπου 12 τρις δολάρια). Εν συντομία, οι απώλειες εισοδήματος και στις δύο περιπτώσεις υπολογίζεται σε περίπου 900 δις δολάρια (750 δις €)
Αυτέ οι απώλειες του ΑΕΠ αντανακλώνται μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους. Στην ευρωζώνη το χρέος την περίοδο 2008-2010 αυξήθηκε κατά 980 δις € ενώ κατά την ίδια περίοδο το χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 3,2 τρις δολάρια.
Αυτή η «απώλεια του ΑΕΠ» καθιστά πιθανή την κατάρρευση του δυσθεώρητου χρέους. Για να περιοριστούν οι ζημιές, τα κράτη ανέλαβαν να καλύψουν αυτό το χαμένο εισόδημα. Το πρόβλημα τους είναι πλέον να διαχειριστούν το χρέος, προφανώς αναζητώντας τρόπους να μεταφέρουν το βάρος στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Αλλά το σχέδιο αυτό συναντά στο δρόμο του κάθε λογής εμπόδια, και αυτές οι κρίσιμες αβεβαιότητες καθιστούν την επιστροφή στην ανάπτυξη του παρελθόντος όλο και πιο απίθανη. Εφόσον δεν υπάρξει κάποια ενέργεια για την αποκήρυξη αυτών των χρεών, τότε για να απορροφηθούν μπορεί να χρειαστεί όσος χρόνος χρειάστηκε για την δημιουργία τους... Η δε ανάπτυξη θα καθυστερήσει, κατ αναλογία με τον τεχνητό τρόπο με τον οποίο προωθήθηκε πριν την κρίση. Αλλά υπάρχουν και άλλοι θεμελιώδεις λόγοι για να υποθέσει κανέις ότι θα έχουμε μειωμένη ανάπτυξη για καιρό στους δύο πόλους της καπιταλιστικής οικονομίας: το αμερικανικό μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως παλιά και η Ε.Ε. έχει βουλιάξει σε μια επίμονη δομική κρίση.
Τα όρια του αμερικανικού μοντέλου
Η λογική του αμερικανικού μοντέλου αποτυπώνεται καθαρά στο διάγραμμα 3, στο οποίο αποτυπώνονται κατά προέκταση και τα όρια του. Το διάγραμμα συγκρίνει δύο καμπύλες.Η πρώτη αναπαριστά την αποταμίευση των νοικοκυριών (ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος): διακρίνεται μια σταθερή πτωτική τάση από τις αρχές του 80, έως και το ξέσπασμα της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, που αποτελεί το εν τέταρτο του αιώνα, τα νοικοκυριά (κατά μέσο όρο) κατανάλωσαν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος τους.
Διάγραμμα 3 Επίπεδο αποταμιεύσεων και εμπορικό έλλειμμα
Η έντονη γραμμή δείχνει το εμπορικό ισοζύγιο ως ποσοστό του ΑΕΠ (δεξιά κλίμακα). Η απαλή γραμμή δείχνει τα επίπεδα αποταμίευσης των νοικοκυριών (αριστερή κλίμακα). Πηγή: Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης.
Η παραπάνω κατάσταση εμφανίζεται καθαρότερα στην περίπτωση των ΗΠΑ. Σε αυτήν εμπεριέχονται δύο μηχανισμοί τους οποίους οι διάφορες κοινωνικές κατηγορίες χρησιμοποιούν σε διαφορετικές αναλογίες. Ο πρώτος είναι το αποτέλεσμα του πλούτου: όταν η χρηματοοικονομική αλλά και η ακίνητη περιουσία μου αυξάνεται κατ αξίαν, τότε χρειάζεται να αποταμιεύω λιγότερο και κατά προέκταση καταναλώνω μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος μου. Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η αύξηση του δανεισμού: το εισόδημά μου «λιμνάζει», αλλά χρεώνομαι όλο και περισσότερο για να διατηρήσω τα επίπεδα κατανάλωσης μου. Και σε ορισμένες περιπτώσεις οικονομικά εύρωστων νοικοκυριών μπορεί να υπάρξει δανεισμός ακόμα και για να παίξουν στο χρηματιστήριο! Το παραπάνω φαινόμενο συνέβαλε αποφασιστικά στην προηγούμενη αύξηση του ΑΕΠ, που προέκυψε από την υπεραύξηση της κατανάλωσης[2].
Παρ όλα αυτά, το συγκεκριμένο μοντέλο οδηγεί σε υποβάθμιση του εμπορικού ισοζυγίου που είναι η δεύτερη καμπυλη του διαγράμματος. Ωθούμενη από την κατανάλωση των νοικοκυριών, η εσωτερική ζήτηση τείνει να αυξάνεται ταχύτερα από το εθνικό προϊόν και η διαφορά αυτή καλύπτεται από επιπλέον εισαγωγές που με τη σειρά τους αυξάνουν το εμπορικό έλλειμμα. Το μοντέλο αυτό μπορεί να λειτουργεί μόνο στο βαθμό που η χρηματοδότηση αυτού του ελλείμματος μπορεί να επιβάλλεται στον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι δύο καμπύλες του παραπάνω διαγράμματος συμβαδίζουν σεόλη την περίοδο 1980 – 2006.
Η συσχέτιση φυσικά δεν είναι τυχαία αλλά προκύπτει από μια βασική λογιστική ισότητα που θα μπορούσε να ονομαστεί ως «κανόνας της ισορροπίας των ισοζυγίων»[3], ο οποίος μπορεί να συνοψισθεί ως εξής : ιδιωτική αποταμίευση + δημόσιο έλλειμμα(ή πλεόνασμα) = εμπορικό ισοζύγιο.
Η ιδιωτική αποταμίευση αποτελείται από το άθροισμα των αποταμιεύσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Οι πρώτες είναι κατά κανόνα αρνητικές (οι εταιρείες δανείζονται) και οι δεύτερες θετικές (παγκοσμίως τα νοικοκυριά αποταμιεύουν περισσότερο από ότι δανείζονται) αλλά το άθροισμα των δύο μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Όσον αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι κατά κανόνα ελλειμματικός. Η ισότητα λοιπόν εκφράζει ότι το εμπορικό ισοζύγιο προκύπτει ως το άθροισμα των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και του δημόσιου ελλείμματος. Εφόσον είναι αρνητικό, αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχουν ροές εισαγωγής κεφαλαίου που εξασφαλίζουν την ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών. Με άλλα λόγια, οι αποταμιεύσεις του υπόλοιπου πλανήτη καλύπτουν τις εγχώριες ανάγκες για αποταμίευση της υπό εξέταση χώρας. Από την άλλη, σε περίπτωση που το εμπορικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό συμβαίνει το αντίθετο: η χώρα (το κράτος + τα νοικοκυριά + οι επιχειρήσεις) ξεφορτώνονται τις πλεονασματικές αποταμιεύσεις οι οποίες με τη σειρά τους με τη μορφή εκροών κεφαλαίου μπορούν να εξαχθούν, σαν αντίβαρο του εμπορικού πλεονάσματος.
Η πτώση της αποταμίευσης των νοικοκυριών στις ΗΠΑ αποτυπώνεται καθαρά και επιδρά με βαρύνουσα σημασία στο εμπορικό ισοζύγιο. Τα υπόλοιπα υπό εξέταση στοιχεία ( ο εταιρικός δανεισμός και το εμπορικό έλλειμμα) έχουν δευτερεύουσα βαρύτητα. Αλλά μπορούμε να βρούμε ίχνη τους στο διάγραμμα 3. Στη δεκαετία του 90 παρατηρούμε ότι οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών πέφτουν σταθερά αλλά το εμπορικό ισοζύγιο σταθεροποιείται. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: στην πορεία της ελεγχόμενης περιόδου υπήρξε σημαντική βελτίωση στον προϋπολογισμό. Από ένα έλλειμμα της τάξης του -5% το 1992 έφτασε σε πλεόνασμα της τάξης του 2,6% το 2000, προτού βυθιστεί ξανά με το σκάσιμο της Ιντερνετικής φούσκας, τις περικοπές στους φόρους από τον Μπους και τις στρατιωτικές δαπάνες. Λόγω της κρίσης και των σχεδίων για πληθωριστική τόνωση της οικονομίας, το έλλειμμα βούλιαξε κυριολεκτικά φθάνοντας πλέον στο 10% του ΑΕΠ .
Η παραπάνω λογιστική ισότητα διατηρεί την ισχύ της, αλλά αυτό δε μας λέει κάτι για τους όρους πραγματοποίησής της. Δεν υπάρχει κάποιος παράγοντας πάνω στον οποίο να προσαρμόζονται οι άλλοι: όλες σχετίζονται μεταξύ τους. Αλλά το πλέον σημαντικό είναι ότι η συνθήκη δεν είναι συμβατή με οποιοδήποτε επίπεδο ανάπτυξης. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η πραγματοποίηση της ισότητας μπορεί να υπάρξει μόνο με ένα επίπεδο ανάπτυξης χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.
Παρ όλα αυτά μπορούμε (ακόμα και στο διάγραμμα 3) να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ενός ενάρετου κύκλου για την τρέχουσα περίοδο. Από την έναρξη της κρίσης και έπειτα η αποταμίευση των νοικοκυριών σταμάτησε να πέφτει, έφτασε δε μέχρι το ύψος του 4% του ΑΕΠ! Η επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο ήταν άμεση και περίπου της ίδιας τάξης. Με μια πρώτη ματιά αυτό είναι καλό νέο, καθώς σημαίνει ότι μειώνεται η εξάρτηση της αμερικανικής οικονομίας από το εξωτερικό κεφάλαιο. Αλλά η αντίφαση είναι η ακόλουθη: καθώς η μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν από τους βασικούς μοχλούς κίνησης της αμερικανικής οικονομίας, το γεγονός ότι πλέον αυξάνεται σημαίνει ότι δεν γίνεται πλέον να υπολογίζουν σε αυτή την ώθηση.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να λάβουμε υπόψιν την αύξηση του δημόσιου ελλείμματος. Το μέγεθος του (περίπου 10% του ΑΕΠ) δεν έχει προηγούμενο τον τελευταίο μισό αιώνα και δεν είναι τυχαίο ότι το μέγεθος του αποτελεί τη βασική αιτία διαμάχης ανάμεσα σε δημοκρατικούς και ρεπουμπλικάνους. Εδώ βρίσκεται ακόμα μία αντίφαση: το ποσοστό αποταμίευσης, είτε προέρχεται από το δημόσιο έλλειμμα είτε από τον ιδιωτικο τομέα,θα καλυφθεί με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία από εισροή ξένου κεφαλαίου.
Ξανά λοιπόν το σημείο ισορροπίας βρίσκεται σε μειωμένα επίπεδα ανάπτυξης με προφανείς πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις καθώς παγιώνεται πλέον μια κατάσταση που συνδέεται με ιστορικά υψηλά επίπεδα ανεργίας , τα οποία πέφτουν πολύ αργά. Έχουν δε αρχίσει να αυξάνονται καθώς ανέβηκαν από το 8,8% τον Μάρτη στο 9,2% τον Ιούνη. Αν συμπεριλάβουμε όλους όσους έπαψαν να αναζητούν εργασία και όσους εργάζονται parttime, η πραγματική ανεργία αγγίζει 1 στους 6 εργάτες.
Υπάρχουν μόνο δύο μονοπάτια που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν από αυτό το σύστημα των περιορισμών. Το πρώτο προϋποθέτει μια πολιτική αύξησης των αμερικάνικων εξαγωγών, που θα επέτρεπε αυξημένη ανάπτυξη χωρίς να μεγαλώνει το εμπορικό έλλειμμα. Ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί με επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη αλλά στην παρούσα συγκυρία οι επενδύσεις είναι αδύναμες και οι μεγάλες πολυεθνικές προτιμούν να επενδύουν σε άλλες χώρες. Μόνο η συνεχής πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας καθιστά την αμερικανική οικονομία πιο ανταγωνιστική. Αλλά αυτή η τάση έχει τα όρια της, θα οδηγούσε σε σοβαρά ερωτηματικά και θα μπορούσε να εξαντλήσει τα απαραίτητα για την κάλυψη των ελλειμμάτων εξωτερικά κεφάλαια.
Η δεύτερη λύση θα μπορούσε να εμπεριέχει μια ριζική αλλαγή στην κατανομή των εισοδημάτων Από τις αρχές του 80 το επιπλέον εισόδημα που προερχόταν από την ανάπτυξη πήγαινε στις τσέπες ενός πολύ μικρού κλάσματος του πληθυσμού. Συνεπώς, ανάμεσα στο 1982 και το 2007 , το μέσο εισόδημα αυξήθηκε κατά 18.900$, αλλά το πιο πλούσιο 10% της κοινωνίας πήρε το 81% αυτής της ανάπτυξης[4]! Μια χαμηλότερη ανάπτυξη θα μπορούσε να εφαρμοστεί εάν ήταν καλύτερα κατατμημένη, έτσι ώστε οι μισθοί να ακολουθούν την παραγωγικότητα της εργασίας. Μια άμεση, ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να μειώσει τα ελλείμματα αν έβαζε στο στόχαστρο αυτούς που ευνοήθηκαν το περασμένο τέταρτο του αιώνα. Δυστυχώς όμως ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει μια τέτοια λύση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το πιθανότερο είναι ότι οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να επιβάλλουν το τίμημα της ευημερίας τους στον υπόλοιπο πλανήτη. Αλλά και αυτό είναι ανέφικτο, καθώς θα έρθει αντιμέτωπο με την μείωση των κεφαλαίων που χρηματοδοτούν το αμερικάνικο έλλειμμα. Η Κίνα και πολλές άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα δουν επιπλέον τα πλεονάσματα τους να μειώνονται στο βαθμό που οι οικονομίες τους θα στραφούν προς την εσωτερική αγορά και οι συναλλαγές αναμεταξύ τους θα αυξηθούν.
Η κρίση της αστικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη
Η λογική λέει ότι η κρίση θα ωφελούσε πολιτικά τους επικριτές του καπιταλισμού. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική: η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει προοδεύσει σημαντικά, η σοσιαλδημοκρατία και η δεξιά εναλλάσονται στο ρυθμό των εκλογών, ενώ η εθνικιστική δεξιά κερδίζει έδαφος παντού. Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι οι ρίζες αυτής της κατάστασης βρίσκονται στη συστημική φύση της κρίσης, η οποία στην Ευρώπη συνδυάζεται με τις αντιφάσεις της ίδιας της δομής.
Εν προκειμένω, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συγκρότησης της Ευρώπης και η επιλογή για ενιαίο νόμισμα έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Το τελευταίο χρησιμοποιήθηκε βασικά για να υπάρξει πειθαρχία στους μισθούς: με δεδομένη την αδυναμία διαχείρισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι μισθοί έγιναν η μόνη μεταβλητή προσαρμογής που επέτρεπε σε διάφορες εθνικές οικονομίες να συγχρωτιστούν στην ίδια νομισματική ζώνη. Αλλά το σύστημα δεν έχει συνοχή και υπάρχουν δύο πηγές διαρροών. Το ενιαίο νόμισμα σημαίνει ότι υπάρχει ονομαστική σύγκλιση των επιτοκίων, εν προκειμένω προς τα κάτω. Το «παράλογο» λοιπόν αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι το εξής: μια χώρα που δεν έχει σοβαρό έλεγχο στις τιμές της ευνοείται από ένα χαμηλό πραγματικό επιτόκιο και αυτό ευνοεί μια ανάπτυξη στηριγμένη στο δανεισμό. Επίσης, το ενιαίο νόμισμα εκ των πραγμάτων καταργεί το μηχανισμό ανατροφοδότησης που αποτελούσε το εμπορικό έλλειμμα στη συναλλαγματική ισοτιμία της κάθε χώρας. Η Ισπανία ευνοήθηκε σημαντικά από αυτά τα δύο και σημείωσε σημαντική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε σε αξιοσημείωτη πτώση της ανεργίας. Αλλά αυτή η ανάπτυξη πατούσε πάνω σε ένα ανεξέλεγκτο κατασκευαστικό μπουμ και σε ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να έχουν, αλλά η κρίση ξεγύμνωσε με μιας την έλλειψη συνοχής του ευρωπαϊκού νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Πέρα από τα καθημερινά μπαλώματα, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: είτε θα κάνει ένα βήμα προς τα μπρος, προχωρώντας προς μια ομοσπονδιακή δομή και κατά προέκταση μια άμεση «αμοιβαιοποίηση» των χρεών, ή εναλλακτικά στη διάλυση της Ευρωζώνης. Καθώς οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν είναι σε θέση να αποδεχθούν ούτε τη μία ούτε την άλλη λύση, το αποτέλεσμα είναι μια πολύ βαθιά κρίση, πολύ δε περισσότερο καθώς δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μια ενιαία ευρωπαϊκη αστική τάξη εφόσον δεν υπάρχει ούτε ευρωπαϊκό κεφάλαιο ούτε ευρωπαϊκό κράτος.
Είναι υποχρεωτικό να ξεχωρίσουμε, για λόγους απλοποίησης, τέσσερεις διαφορετικούς παίκτες: τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, τις τράπεζες, το χρηματοοικονομικό/κερδοσκοπικό κεφάλαιο και τους κυβερνητικούς εκπροσώπους των αστικών τάξεων. Σε μια σειρά ερωτημάτων, προφανώς υπάρχει απόλυτη συμφωνία στα σημεία που εδράζονται τα συμφέροντα των καπιταλιστών: εν προκειμένω η συμφωνία βρίσκεται στο να αξιοποιηθεί επικερδώς η κρίση μέσω της επιβολής θεραπειών σοκ. Η κρίση είναι η μεγάλη ευκαιρία για να προχωρήσουμε ακόμα βαθύτερα στην κοινωνική παλινδρόμηση: περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, πάγωμα μισθών, αντιμεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και πάει λέγοντας.
Αλλά αυτές οι κοινές βλέψεις δεν εμποδίζουν να υπάρχουν σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις, καθώς η κρίση βαθαίνει. Μπορούν να παρουσιαστούν σχηματικά ως δύο αντίθετοι άξονες: από τη μία το κράτος συγκρούεται με το κεφάλαιο και από την άλλη η χρηματοοικονομία με τα άλλα τμήματα του καπιταλισμού. Η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται, από καπιταλιστικής σκοπιάς, από μια όλο και μεγαλύτερη αδυναμία να καταστούν διαχειρίσιμες αυτές οι αντιφάσεις.
Η κρίση δημόσιου χρέους σχετίζεται με την πρώτη αντίφαση. Το κεφάλαιο γενικώς δεν υπόλογίζει τόσο τις διαδικασίες σε εκείνη ή την άλλη χώρα, καθώς η βασική του έννοια είναι η κερδοφορία και τα μερίσματα των μετόχων. Και πράγματι, ούτε οι εκροές ούτε οι γραμμές παραγωγής συνδέουν τις πολυεθνικές με κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αν και σε περίπτωση δυσχεριών αισθάνονται την ανάγκη να ανασυνταχθούν στο εθνικό τους έδαφος. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, ο ρόλος του κράτους είναι να συρρικνώνεται κατά το δοκούν για να εξασφαλίζει τις γενικές συνθήκες για την κερδοφορία. Έτσι ο CarlosGhosn, ο διευθυντής της Renault, μπορεί να δηλώνει στους FinancialTimes(2 Ιουνίου 2010) ότι «Η Renaultδεν είναι πλέον Γαλλικός Κατασκευαστής», αλλά επιτόπου υπαινίσσεται και μια διαφορετική απόχρωση, λέγοντας ότι «Η Renaultόμως είναι γαλλική, η έδρα της βρίσκεται στη Γαλλία.[5]»
(Europe1, 13 Ιούνιου 2010). Και πράγματι το γαλλικό κράτος απέδωσε τα αναγκαία κεφάλαια στις αυτοκινητοβιομηχανίες όταν ήταν σε δυσχερή θέση. Πλέον δεν βρισκόμαστε στον καπιταλισμό που περιέγραφε ο Μπουχάριν[6] σχεδόν έναν αιώνα πριν, όπου το κράτος και το κεφάλαιο μπορούσαν να επικαλυφθούν.
Η μεγάλη καινοτομία είναι ότι ο ορίζοντας των πολυεθνικών είναι πλέον παγκόσμιος και όχι περιορισμένος στο εθνικό ή έστω ευρωπαϊκό έδαφος. Ο Μπουχάριν στην εποχή του μίλησε για «υψηλότερο προστατευτισμό» που κατά τον ίδιο ήταν η «κρατική φόρμουλα της οικονομικής πολιτικής των καρτέλ». Τα πράγματα έχουν αλλάξει και δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε που δεν κατάφερε να προβλέψει τις μεταμορφώσεις του καπιταλισμού. Τα παραπάνω όμως δεν έχουν γίνει αντιληπτά στους υποστηρικτές της «αποπαγκοσμιοποίησης» που προτείνουν εμπορικό προστατευτισμό , λές και δεν υπήρξε προστατευτισμός στην παγκοσμιοποίηση. Η νέα κατάσταση δημιουργεί μια εξόφθαλμη ασυμμετρία: τα κράτη βρίσκονται στις υπηρεσίες του «δικού τους» κεφαλαίου, αλλά το τελευταίο είναι απελευθερωμένο από την ανάγκη να στηρίξει μια δυναμική εσωτερική αγορά. Κατά αυτή την περίοδο, τα κράτη συνεχίζουν παρά τα παραπάνω να διαχειρίζονται τις ταξικές σχέσεις στο εσωτερικό κάθε χώρας. Και προφανώς είναι αυτά τα κράτη που φροντίζουν ότι οι πολίτες τους θα είναι αυτοί που θα πληρώσουν την κρίση.
Η δεύτερη αντίφαση φέρνει σε αντιπαράθεση το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, τις τράπεζες και τα κράτη. Εκφράζεται σήμερα με τη μορφή του χρηματοοικονομικού/ κερδοσκοπικού κεφαλαίου που σπεκουλάρει ενάντια στα δημόσια χρέη των κρατών και ρισκάρει, κατά προέκταση, την κατάρρευση των τραπεζών, καθώς οι τελευταίες έχουν μεγάλο μέρος των τίτλων χρέους των πρώτων. Οι γραμμές ανάμεσα στους τρεις παίκτες είναι προφανώς ρευστές και κυρίως πολύ δυσδιάκριτες. Αλλά είναι ακριβώς αυτές οι αντιθέσεις η πηγή από την οποία εκρέει η σημερινή αστάθεια. Οι συζητήσεις που ανοίγουν στους κύκλους της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας σκιαγραφούν τη βαθιά κρίση της αστικής «διακυβέρνησης» , που βρύθουν φόβο, ή ορθότερα πανικό, για τις πιθανές επιπτώσεις αν η Ελλαδα χρεωκοπήσει. Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους κινούνται ανάμεσα σε δύο στόχους: από τη μία να πληρώσουν οι πολίτες και από την άλλη να μην πληρώσουν οι τράπεζες.
Το ρίσκο που εμπεριέχεται είναι διπλό. Η αναπόφευκτη ελληνική χρεοκοπία απειλεί τις τράπεζες με απώλειες που είναι δύσκολο να εκτιμήσουν. Σήμερα, είναι πολλοί οι οικονομολόγοι των τραπεζών που εργάζονται πυρετωδώς για να φτιάξουν stresstestπου να είναι πολύ πιο ρεαλιστικά από τα σενάρια που εμφανίζουν επισήμως για τη βιτρίνα τους. Τα αποτελέσματα θορύβησαν αρκετά μια σειρά από τράπεζες ώστε να προκρίνουν να αφομοιωθεί το σοκ μέσω μιας ελεγχόμενης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μέχρι νεοτέρας. Μια άλλη οπτική όμως, η οποία στηρίζεται και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απορρίπτει κατηγορηματικά αυτό το σενάριο.Το σκεπτικό τους προέρχεται από τον φόβο της επέκτασης σε άλλες «επικίνδυνες» χώρες και για ποσά πολύ μεγαλύτερα από αυτά της Ελλάδας. Η δογματική αυτή προσέγγιση σκοπεύει κυρίως να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε να «καθησυχάσουν» οι αγορές, με την ελπίδα ότι η κατάσταση στις επικίνδυνες χώρες θα βελτιωθεί.
Ένα πράγμα πάντως είναι βέβαιο: κανένας ούτε προς στιγμήν δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της! Ο αρχισυντάκτης του Bloomberg[7] σημειώνει σε σημείωμα του: Ακόμα και αν η Ελλάδα διασωθεί και η οικονομία ανακάμψει, η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, πέραν των τοκοχρεωλυσίων, της τάξης του 5% του ΑΕΠ για περίπου τρεις δεκαετίες για να απομειώσει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ που είναι και το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρώπης. Ένα τέτοιο δημοσιονομικό επίτευγμα ακόμα και για πέντε χρόνια είναι εξαιρετικά σπάνιο για οποιαδήποτε κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο για την ελληνική[8]. Το τελευταίο σχέδιο διάσωσης μπορεί να τροποποιήσει οριακά μόνο την κατάσταση.
Το σοσιαλδημοκρατικό αδιέξοδο
Αρχικά έστω, η κρίση έδωσε νέα πνοή στην σοσιαλδημοκρατική θεματολογία : Κεϋνσιανισμός, ρύθμιση στις χρηματαγορές, τις τράπεζες και τον καπιταλισμό εν γένει, επιστροφή των κρατικών παρεμβάσεων, παραχώρηση ρόλου στο κοινωνικό κράτος για την απορρόφηση των συνεπειών της ύφεσης, επαναφορά σε αξιακές συζητήσεις για περισσότερη δικαιοσύνη στην διανομή του πλούτου και των φόρων κλπ. Η κρίση έδειχνε να ανοίγει μονοπάτια για την επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας και είναι σημαντικό να αντιληφθούμε γιατί αυτή δε μεγαλώνει, αν και δεν μικραίνει επίσης.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει υποβληθεί επίσης σε προσομοιώσεις κινδύνου και δεν πέρασε τη βάση... Το αρχέτυπο είναι προφανώς ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος αντιμετώπισε την κρίση με έναν πραγματικά αξιοθρήνητο τρόπο. Θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει έναν αγώνα μπρα-ντε-φερ λέγοντας «Κύριοι, δεν έχουμε να πληρώσουμε, άρα πρέπει να συζητήσουμε». Αυτό έκανε η σοσιαλδημοκρατία στην Αργεντινή, επέβαλλε δηλαδή το 2001 στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση. Αλλά ο Παπανδρέου πήγε πάσο και αποδέχτηκε όλους τους όρους της Τρόικας (ΕΚΤ, ΔΝΤ και ΕΕ).
Ο Παπανδρέου δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Υπάρχει επίσης ο Θαπατέρο, υπάρχουν επίσης οι ευρωβουλευτές οι οποίοι, μαζί με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, αποδέχτηκαν την αναφορά της Γαλλίδας ευρωβουλευτίνας των Σοσιαλιστών Pervenche Berès[9]. Μεταξύ άλλων προτάσεων βρίσκουμε και τα ακόλουθα στην εν λόγω αναφορά: «καλούμε σε μέτρα αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές»(...)«Καλωσορίζουμε την αρχή του Ευρωπαϊκού εξαμήνου» (κατά το οποίο παρακολουθούνται στενά και ανιχνεύονται ανακολουθίες στα προγράμματα ώστε να παίρνονται μέτρα άμεσα...). Και στη γαλλική της βερσιόν, η αναφορά ζητά την κατάργηση κάθε φραγμού στο εμπόριο και την ανάγκη του ανοίγματος των αναθέσεων δημόσιων έργων με βάση την διαφάνεια και την αμοιβαιότητα. Επιπλέον «ο φορολογικός ανταγωνισμός είναι αποδεκτός στο βαθμό που δεν διακινδυνεύει τη δυνατότητα των κρατών μελών της Ένωσης να εισπράττουν αυτό που θεωρούν αναγκαίο» και η αναφορά «υποστηρίζει τις προσπάθειες της Κομισιόν να βάλει φρένο στον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό». Αυτή η νέα αντίληψη του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού σίγουρα θα αποκτήσει βαρύνουσα σημασία.
Ο κίνδυνος της φτώχειας που είναι ιδιαίτερα υψηλός για τις γυναίκες δεν αγνοείται, αλλά όλως περιέργως το συμπέρασμα που βγάζουν είναι μια επίκληση στην δράση των υπαρχουσών ΜΚΟ. Αντιμέτωπη με περικοπές στους κοινωνικούς προϋπολογισμούς, η αναφορά αυτοπεριορίζεται σε μια υπόννοια, ότι ίσως και να ήταν επιθυμητό να προστατευτούν οι δημόσιες υπηρεσίες και τα υπάρχοντα επίπεδα κοινωνικής προστασίας ακόμα και αν είναι αναγκαίο να κατοχυρωθούν τα δημόσια οικονομικά. Η χρήση του υποθετικού λόγου φωνάζει από μόνη της. Υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα ίχνη, αλλά αυτά προωθούνται με μια κάπως συγκινητική ας πούμε εγκράτεια και σεμνότητα: γιαυτό κα η αναφορά καταλήγει στο να πιέζει εμφατικά (!) την Κομισιόν να προβληματιστεί για το ζήτημα των Ευρωομολόγων.
Στη Γαλλία οι δύο βασικοί σοσιαλιστές υποψήφιοι συμφωνούν στη λιτότητα. Ο Ολάντ είναι πολύ σαφής: «οι προϋπολογισμοί μας πρέπει να ισοσκελιστούν από το 2013(...) Αυτό δεν το λέω σαν υποχώρηση στις πιέσεις ας πούμε των αγορών ή των εταιριών αξιολόγησης, αλλά επειδή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να ξαναβρεί η χώρα μας τη χαμένη της αυτοπεποίθηση». Η Μαρτίν Ομπρί ευθυγραμμίστηκε επίσης και δεσμεύτηκε για «3% μέσα στο 2013, αφού αυτός είναι ο κανόνας[10]». Αυτή η φριχτή φόρμουλα λέει πολλά και παρέχει το κλειδί για το αδιέξοδο της σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ένα οποιοδήποτε αυθεντικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα θα έπρεπε σε κάποιο βαθμό να συγκρουστεί με την άρχουσα τάξη, κάτι για το οποίο δεν είναι έτοιμοι...
Αντιμέτωπη με την κρίση, μια νέα, λεγόμενη και Νέο-Κευνσιανή σχολή[11] επιχειρηματολογεί ότι μια αναδιανομή του εισοδήματος που θα είναι πιο φιλική προς τους μισθωτούς, σε συνδυασμό με λιγότερη ισχύ στους μετόχους θα είχε θετική επίδραση στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην ανάπτυξη. Αν αυτές οι συμβολές έχουν αξία για να αναδεικνύουν ορθά τα αίτια της σημερινής κρίσης, υποτιμούν τη συστημική της φύση. Συγκεκριμένα, αγνοούν τη διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και τα κριτήρια του καπιταλισμού, ακόμα και χωρίς τη χρηματοοικονομία.
Η πραγματικότητα σήμερα λέει ότι κάθε πρροδευτικό αποτέλεσμα από την κρίση θα έρθει μέσα από άμεση αναμέτρηση με τη λογική του Κεφαλαίου και συνεπώς ένα υψηλότερο επίπεδο σύγκρουσης. Τα παραδείγματα που αγγίξαμε λένε πως πέρα από ένα ελάχιστο κατώφλι ριζοσπαστισμού το οποίο αρνούνται κατηγορηματικά να διαβούν, οι σοσιαλδημοκράτες μόνο οριακά διαφοροποιούνται από τη νεοφιλελεύθερη λογική.
Ο ορίζοντας είναι φραγμένος...
Κάθε ύφεση έχει σαν αποτέλεσμα τάσεις και αντιφάσεις οι οποίες προέρχονται από τους χειρισμούς της οικονομικής πολιτικής που προσπαθεί να αναστηλώσει την ανάπτυξη. Αυτό παρατηρείται απόλυτα και στην τρέχουσα «Μεγάλη Ύφεση», αλλά και η τελευταία είναι ένα σύμπτωμα σε μια συστημική κρίση: ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργεί όπως παλιά. Μια επιστροφή στη BusinessasUsualπροηγούμενη κατάσταση ή στον ρυθμισμένο καπιταλισμό της μεταπολεμικής περιόδου δεν είναι εφικτή. Η περίοδος που ξεκίνησε από το ξέσπασμα της κρίσης χαρακτηρίζεται από βαθιές αντιφάσεις. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, ο καπιταλισμός έχει να αντιμετωπίσει τα ακόλουθα εμπόδια, τα οποία είχαν χαρακτηριστεί ως διλήμματα σε προηγούμενα άρθρα[12]:
Α) Το δίλημμα της διανομής. Η επιστροφή στην κερδοφορία αντιτίθεται στην προσπάθεια για ανάπτυξη και τείνει να συνδεθεί με μια καταφανώς άδικη διανομή του πλούτου, η οποία σημειωτέον ήταν ένα από τα βασικά αίτια της κρίσης.
Β) Το δίλημμα του προύπολογισμού. Η εξισορρόπηση των δημόσιων ελειμμάτων δημιουργεί περικοπές στις δημόσιες δαπάνες που, χωρίς να υπολογίζουμε το κοινωνικό κόστος, μπορούν να προκαλέσουν μόνο υφεσιακές τάσεις. «Η δημοσιονομική λιτότητα μπορεί να καθυστερήσει κι άλλο την ανάπτυξη» αναφέρει ένα πρόσφατο σημείωμα του ΟΗΕ[13].
Γ) Το Ευρωπαϊκό δίλημμα. Η τριπλή απόρριψη - μιας αμοιβαιότητας στην κάλυψη των δημόσιων χρεών, μιας πραγματικής συνεισφοράς από τις τράπεζες και μιας πειθάρχησης της χρηματοοικονομίας – οδηγεί στην διάλυση της Ευρωζώνης και η πιθανότητα πολλαπλών χρεοκοπιών δε μπορεί να αποκλειστεί.
Δ)Το δίλημμα της παγκοσμιοποίησης. Το ξεκαθάρισμα των ανισορροπιών μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης. Η αναφορά του ΟΗΕ μιλά ήδη για «καθυστέρηση της παγκόσμιας ανάπτυξης από τις αναπτυγμένες χώρες» και τονίζει τον κίνδυνο για μια «ανεξέλεγκτη διαδικασία επανισορρόπισης της παγκόσμιας οικονομίας».
Τα τέσσερα αυτά διλήμματα είναι δεμένα μεταξύ τους. Σηματοδοτούν μια «χαοτική ρύθμιση» του καπιταλισμού, επίμονα ανήμπορη να παρέχει μια τροχιά εξόδου από την κρίση που να ειναι συμβατή με τόσο βαθιές συγκρούσεις συμφερόντων. Μόνο οι κοινωνικές κινητοποιήσεις μπορούν να αποτρέψουν τον καπιταλισμό από το να βγει από το αδιέξοδο μέσω επιδείνωσης της κοινωνικής παλινδρόμησης και αύξησης των εντάσεων ανάμεσα σε χώρες. Αλλά υπάρχει η προϋπόθεση ότι αυτές οι κινητοποιήσεις θα έχουν και διαφορετική προοπτική. Καθώς τα παραπάνω προϋποθέτουν υψηλότερο βαθμό αντιπαράθεσης, το ιστορικό καθήκον σήμερα είναι η συνένωση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς γύρω από ένα πρόγραμμα που θα γεφυρώνει τις αντιστάσεις στη λιτότητα και το στόχο για μια ρήξη με τη λογική του συστήματος.
Σημειώσεις
[1] See “La baisse de la profitabilité des entreprises a précédé la crise financière”, note hussonet number 8, September 2009, http://hussonet.free.fr/h8probou.pdf
[2] For a more detailed analysis of the US model, see Michel Husson, “Etats-Unis: la fin d’un modèle”, La Brèche number3, 2008, http://hussonet.free.fr/usbrech3.pdfand: “Chine-USA. Les lendemains incertains de la crise”, Nouveaux Cahiers Socialistes number 2, Montreal, 2009, http://hussonet.free.fr/chimeri.pdf.
[3] See “Les limites (comptables) du modèle US”, note hussonet number 36, July 2011, http://hussonet.free.fr/uslimits.pdf
[4] Source: When Incomes Grows, Who gains?, Economic Policy Institute, http://tinyurl.com/whogain
[5] Cited by Claude Jacquin in a remarkable article: “Crise industrielle: de quoi parle-t-on ?”, Les Temps Nouveaux number 3, 2011, http://gesd.free.fr/ltn3cj.pdf
[6] Nicolas Bukharin, Imperialism and World Economy, 1917: http://tinyurl.com/bukimp
[7] June 29, 2011, http://tinyurl.com/unsavor
[8] See “Pertes de Pib et facture de crise”, note hussonet number 35, July 2011, http://hussonet.free.fr/pertepib.pdf
[9] Report on the financial, economic and social crisis: recommendations concerning the measures and initiatives to be taken http://www.europarl.europa.eu/sides...
[10] Laurent Mauduit, “Adieu Keynes! Vive Raymond Barre!” Mediapart, July 19, 2011, http://gesd.free.fr/krb11.pdf
[11] Because it is situated in the tradition of authors like Michal Kalecki, Joan Robinson or Luigi Pasinetti
[12] Michel Husson, “La nouvelle phase de la crise”, ContreTemps number 9, 2011, http://hussonet.free.fr/nouphase.pdf
[13] Situation et perspectives de l’économie mondiale, ONU, 2011, http://tinyurl.com/wesp2011. The quotations come from the French summary of this report