Μαθημένοι από τα χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε αναπτύξει το –σωτήριο την προηγούμενη περίοδο- αντανακλαστικό, να κάνουμε κριτική από τα αριστερά. Νομίζω όμως ότι είναι καιρός να μάθουμε και καινούρια κόλπα. Σε ένα ολοένα και πιο σύνθετο περιβάλλον, όπου η κρίση συναντάει την περιστολή της δημοκρατίας και τον πόλεμο, αυτό δεν αρκεί.
Βγαίνουμε από μια ήττα που δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά. Έχουν βεβαίως γραφτεί εξαιρετικά κείμενα. Αλλά η καλή ερμηνεία δεν αρκεί να εξηγεί, πρέπει να μπορεί να επιδρά και να αλλάζει τα πράγματα. Και δυστυχώς, αν και έχουν περάσει τρεις μήνες από την εκλογική ήττα, η επιρροή της Λαϊκής Ενότητας δεν φαίνεται να μεγαλώνει αλλά να συμπιέζεται. Αυτό σημαίνει ότι δεν λάβαμε το μήνυμα και δεν ερμηνεύσαμε σωστά το αποτέλεσμα, αφού δεν αλλάξαμε αυτά που έπρεπε να αλλάξουμε. Φυσικά, είναι νωρίς ακόμα.
Είναι βεβαίως σωστή η κριτική από τα αριστερά. Είναι αλήθεια ότι πιστωνόμαστε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρά την αποχώρηση -την πιο άμεση αποχώρηση στην ιστορία της Αριστεράς- και συνεπώς είναι αναγκαίες κινήσεις που να ενισχύουν την αξιοπιστία μας, χαρακτηριστικά στο συνδικαλιστικό και στην Τ.Α. (τί να πει κανείς για την Περιφέρεια Αττικής;), αλλά και μικρές καθημερινές κινήσεις που να εμπεδώνουν έναν ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Είναι επίσης ανάγκη, από αυτή την άποψη, να δείξουμε ότι έχουμε αφήσει πίσω μας το μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ, ότι μιλάμε για ελεγχόμενη και συλλογική ηγεσία, ότι διαθέτουμε τις δημοκρατικές δικλείδες που θα μας προστατεύσουν από μια πλήρη αυτονόμηση της ηγεσίας. Ισχύει επίσης ότι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας δεν είναι μόνο μια άλυτη αντίφαση αλλά και μια πολύ στενή ιδέα, άχαρη, ανίκανη να εμπνεύσει. Νομίζω ότι αποδείχτηκε ήδη επαρκώς στις εκλογές ότι πολύ λίγοι θα ήθελαν να φανταστούν τη χώρα σαν ένα μεγάλο εργοστάσιο, και καλώς έκαναν αν το δούμε έτσι. Επιπλέον, η άποψη αυτή, άποψη της φερόμενης ως πλειοψηφίας, ανοίγει με λάθος όρους επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια σε μια ταραγμένη εποχή, και αντικαθιστά την αφέλεια όσων περίμεναν «λογική» από τον δυτικό ιμπεριαλισμό με την αναμονή στήριξης από τον ρώσικο και τον κινέζικο ιμπεριαλισμό, υπόθεση που έχει διαψευσθεί επανειλημμένως. Ισχύουν όλα αυτά. Αυτή η κριτική από τα αριστερά είναι αναγκαία και τη συμμερίζομαι απόλυτα, εκεί είμαι. Αλλά δεν αρκεί. Δεν αρκεί να ισιώσουμε από τη μία πλευρά. Πρέπει να ισιώσουμε και από την άλλη. Θέλει ισορροπία το ποδήλατο.
Δυστυχώς, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με βάση τις συντηρητικές όψεις του περιεχομένου του εκφερόμενου λόγου της ΛΑΕ, στις οποίες αναφερθήκαμε. Αυτά δεν εμπόδισαν ούτε τους ΑΝΕΛ ούτε το ΚΚΕ να τα πάνε καλύτερα. Εμείς έχουμε μάλλον και ένα επιπλέον πρόβλημα. Νομίζω λοιπόν ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος αποτελεί αυτή τη στιγμή και ο διακηρυκτικός μαξιμαλισμός, ένας διακηρυκτικός μαξιμαλισμός λειτουργικός, αφού υποκρύπτει, έστω και αθέλητα, τον επί του συγκεκριμένου αδιακήρυκτο συντηρητισμό. Και είναι ο συνδυασμός του συντηρητισμού στο πραγματικό περιεχόμενο και του μαξιμαλιστικού, υπεραριστερού βερμπαλισμού στην εκφορά, αυτό που εξηγεί την τόσο χαμηλή πτήση. Ο συνδυασμός.
Έχουμε κλίνει το «έξω από το ευρώ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ», καθώς και το «θα διαγράψουμε τα μνημόνια» σε όλες τις κλίσεις. Αλλά πριν από εμάς το έκανε και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν τη βοήθησε σε κάτι. Αυτό θα έπρεπε να μας έχει μάθει κάτι, αλλιώς θα βρισκόμασταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλωστε, αυταπάτες δεν είχαμε για όσο βρεθήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δεν βοηθάει να το ξέρεις. Και δεν βοηθάει να το λες. Έχει σημασία πότε το λες, για να μην σε θεωρούν απλώς ιδιόρρυθμη περίπτωση. Ειδικά εγώ έχω πικρή πείρα σ’ αυτό, γιατί έμαθα με τον δύσκολο τρόπο. Η πρωτοπορία, αν φύγει πολύ μπροστά, παύει να είναι τέτοια. Δεν ανοίγει κανέναν δρόμο, γιατί δεν τη βλέπει κανείς να την ακολουθήσει. Χρειάστηκε λοιπόν στο προηγούμενο διάστημα να περιμένουμε σε κάποια σημεία τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και τον παραέξω κόσμο και να μη φύγουμε νωρίς, γιατί θα φεύγαμε μόνοι μας, και ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε φύγει λίγο νωρίτερα, ίσως, αλλά υποθέτω, για να καθίσουμε τόσο, έχουμε καταλάβει ότι δεν πρέπει να φεύγουμε μπροστά πολύ νωρίς. Λοιπόν, φεύγουμε μπροστά πάρα πολύ νωρίς, από αυτή την άποψη.
Συνεπώς, επείγει ο λόγος μας να γειωθεί και να αλλάξει φορά: από το πρόγραμμα στην έξοδο και όχι από την έξοδο στο πρόγραμμα. Και προκειμένου να γειωθεί, θα πρέπει να κάνουμε πιο συγκεκριμένη την ταξική μας αναφορά. Επείγει ένας ταξικός αναπροσανατολισμός από τα μεσοστρώματα στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, στη δική μας τάξη. Όπως έδειξε η γιγαντιαία αποχή, υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας που δεν εκφράζεται πολιτικά. Είναι κυρίως οι άνεργοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι, που μέχρι στιγμής έχουν μείνει έξω από κάθε προεκλογική και κυβερνητική εξαγγελία. Είναι πολύ σημαντικό να συγκεκριμενοποιηθεί και προγραμματικά ότι εκφράζουμε πρώτα και κύρια αυτόν τον κόσμο, στον οποίο ανήκουμε, και όχι μεσοστρώματα που στερούνται πραγματικής δυναμικής γιατί δίνουν μια μάχη οπισθοφυλακής. Έτσι, στην ιεράρχηση, πρέπει να μπαίνει μπροστά το ζήτημα της απασχόλησης και της συλλογικής οργάνωσης μιας ζωής αξιοβίωτης και όχι η διαρκής υπεράσπιση δικαιωμάτων που, εκτός από αμυντική, δεν αφορά άμεσα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και προϋποθέτει τις περισσότερες φορές την αναπαραγωγή του συστήματος χωρίς ριζικές αλλαγές.
Επιπλέον, είναι γνωστή πλέον η κριτική στον οικονομισμό, σε σημείο που είναι σχεδόν ύποπτο να την αγνοεί κανείς. Ταξικός αναπροσανατολισμός δεν μπορεί να σημαίνει μόνο μέτρα οικονομικής φύσης αλλά και παρεμβάσεις στους ιδεολογικούς μηχανισμούς που να εμπεδώνουν την ηγεμονία μιας χειραφετητικής κουλτούρας. Αλλαγή των σχολικών συγγραμμάτων, παρεμβάσεις στο οικογενειακό δίκαιο, εκδημοκρατισμός του στρατεύματος και της αστυνομίας, εκκοσμίκευση του κράτους, και τόσα άλλα που ήταν πάγια αιτήματα της αριστεράς πριν αφαιρεθούν ένα προς ένα από τον λόγο της κατά τη διαδικασία «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ.
Κι έπειτα έχουμε άλλα ζητήματα, πιο σύγχρονες προβληματικές, που για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι και πιο ουσιαστικές. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την κρίση του καπιταλισμού χώρια από την κρίση της πόλης και την κρίση του οικοσυστήματος. Η χρηματοπιστωτική κρίση είναι στενά -και διαχρονικά- συνδεδεμένη με τα όρια και την παθογένεια της κατασκευαστικής φούσκας. Και τα όρια του νεοφιλελευθερισμού έχουν αποδειχθεί το νερό και ο αέρας. Είναι λοιπόν αδύνατον να απαντήσουμε χωρίς να τα λάβουμε υπόψη, χωρίς να βάλουμε ζητήματα διεκδίκησης της πόλης και προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να σκάσουμε την ιδεολογική φούσκα της ανάπτυξης, μιας έννοιας που εξ ορισμού φυσικοποιεί σύνθετες παρεμβάσεις διαχείρισης και ελέγχου της καθημερινής ζωής σε μοριακό επίπεδο.
Προφανώς, δεν μπορώ και δεν έχει νόημα να φτιάξω πρόγραμμα επιτόπου αλλά θα δώσω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα, για να μην κατηγορηθώ ότι θεωρητικολογώ:
-Μαζικοί διορισμοί στα σχολεία και τα νοσοκομεία με στόχο την κάλυψη των πάγιων αναγκών και την αντιμετώπιση της ανεργίας.
-Τριανταπεντάωρο, χωρίς μείωση αποδοχών, για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
-Επαναφορά της αργία της Κυριακής και αύξηση των αδειών.
-Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού.
- Νομοθετικό πλαίσιο για να περάσουν τα παρατημένα εργοστάσια στους εργάτες.
- Δωρεάν παραχώρηση όλης της καλλιεργήσιμης γης στους αγρότες.
- Σεισάχθεια.
- Σταδιακή κατάργηση της κρατικής μισθοδοσίας των κληρικών.
- Θεσμοί λαϊκού ελέγχου της διαφθοράς.
-Πάγωμα των εξοπλισμών.
-Στάση πληρωμών στους δανειστές.
Και μετά διαπραγμάτευση. Μόνο μετά.
Αυτό δεν είναι το Plan B. Αυτό μοιάζει με το Plan A, πράγματι. Κάποια από αυτά τα έχει πει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ναι. Δεν έχει καμιά σημασία. Κι οι μπολσεβίκοι από τους Εσέρους πήραν το αγροτικό πρόγραμμα και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το πήρε από εμάς… Η διαφορά είναι ότι εμείς έχουμε τη βούληση να το κάνουμε πράξη και έχουμε ήδη αποδείξει ότι εννοούμε αυτό που λέμε –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «καθαρίσαμε» και δεν πρέπει να συνεχίσουμε να το αποδεικνύουμε.
Άρα, Plan C. Ριζοσπαστικό περιεχόμενο και πράξη, μεταβατικό, γειωμένο, ταξικά αναπροσανατολισμένο πρόγραμμα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, για την κοινωνική απελευθέρωση. Να τελειώνουμε με τον ρεφορμισμό, με τη γραφειοκρατία, με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Να τελειώνουμε όμως και με τον διακηρυκτικό μαξιμαλισμό, να βρούμε την ισορροπία, να μάθουμε ποδήλατο.