Ο λαϊκισμός είναι ένας ιδιότυπος πολιτικός όρος. Δεν υπάρχει κανείς που να τον χρησιμοποιεί για τον αυτοπροσδιορισμό του.
Στη δημόσια αντιπαράθεση πάντοτε αποδίδεται στον αντίπαλο ως ψόγος και, συνήθως, υποδηλώνει μια πολιτική πρακτική, η οποία βασίζεται στη δημαγωγία και στη «θωπεία των χαμηλών ενστίκτων».
Οι περισσότεροι χρήστες του –και στο σύνολό τους, σχεδόν, οι καθεστωτικοί πολιτικοί– αυτό έχουν στο μυαλό τους, όταν εκτοξεύουν τις αντίστοιχες κατηγορίες.
Ελάχιστοι είναι υποψιασμένοι, έστω, για τη θεωρητική συζήτηση αναφορικά με τον όρο, ενώ και όσοι διανοούμενοι της δικής τους πλευράς επιχείρησαν να εμβαθύνουν περισσότερο, λίγα κατάφεραν: χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρητικής ρηχότητας είναι τα, πολύ δημοφιλή στη χώρα μας τελευταία, βιβλία του Cas Mude.
Οποιος, λοιπόν, θα ήθελε να εντρυφήσει στη σοβαρή συζήτηση είναι υποχρεωμένος να σκύψει πάνω στους «κλασικούς», από τον Ερνεστ Γκέλνερ και τη Μάργκαρετ Κάνοβαν μέχρι τον Λακλάου (1).
Μόνο που, τότε, θα ήταν δύσκολο να αξιοποιήσει τον όρο με τον τρόπο που το κάνουν η Δεξιά και το εξτρεμιστικό Κέντρο.
Θα ήταν δύσκολο πρώτα πρώτα να κρύψει πως, ιστορικά, οι κατεξοχήν λαϊκιστές ανήκαν συχνότατα στις τάξεις αυτών των πολιτικών παρατάξεων, της Δεξιάς και του «Κέντρου».
Ο νεοσυντηρητικός λαϊκισμός του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, απαραίτητο συμπλήρωμα της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης, είναι υπόδειγμα εκμετάλλευσης των χαμηλότερων ενστίκτων ενάντια στους «προοδευτικούς», που τόσο επικίνδυνοι είχαν αποδειχτεί στην αλλοίωση των «λαϊκών αξιών» και τόσο είχαν προσβάλει το αισθητήριο και την «ηθική» του μέσου ανθρώπου.
Επειδή δε οι λαϊκιστές είναι πάντοτε και δεόντως οπορτουνιστές, προκειμένου να πετάξει ο γάιδαρος του νεοφιλελευθερισμού, δεν το είχαν σε τίποτε να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες και τα ελλείμματα σε πρωτοφανή επίπεδα: ο ημι-πολεμικός κεϊνσιανισμός του Ρέιγκαν είναι μόνο το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Πράγμα που ισχύει εξίσου και στα καθ' ημάς. Το πιο ρητό εγχείρημα νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα πριν από την κρίση, αυτό δηλαδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη των αρχών της δεκαετίας του 1990, «μείωσε το κράτος» διά της αύξησης του δημόσιου χρέους από το 68% του ΑΕΠ στο ιστορικό υψηλό του 110%, σε τρία μόλις χρόνια!
Και συνδέθηκε, όσο τουλάχιστον και οι πατεντάτοι λαϊκιστές, τους οποίους διαδέχτηκε, με τη ρουσφετοκρατία και τον πελατειασμό.
Πάντα στο όνομα της μάχης εναντίον του λαϊκισμού! Καλό είναι να το θυμόμαστε – και όχι κυρίως για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης έπειτα από όσα υπερβολικά (sic) ακούστηκαν λίγες μέρες πριν με αφορμή την αποδημία του Μητσοτάκη πατρός.
Ο κύριος λόγος είναι για να κρατάμε την εγρήγορσή μας μπροστά σε αυτά που γίνονται και σε όσα χειρότερα είναι να γίνουν με πρωτοβουλία των «αντι-λαϊκιστών» διαδόχων του.
Οπως χρειάζεται να θυμόμαστε ακόμη πως οι περισσότεροι ενεχόμενοι σε σκάνδαλα από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που ακολούθησαν τον Μητσοτάκη, ανήκαν, μάλλον, στο μπλερικό «εκσυγχρονιστικό» τμήμα του, παρά στο παραδοσιακό λαϊκιστικό.
Κι αυτό μ’ όλο που ο «εκσυγχρονισμός» ήρθε να μας σώσει, ως γνωστόν, από την κρατική ρεμούλα.
Χρειάζεται να θυμόμαστε και πολλά άλλα. Οπως τα επιχειρήματα, σε εκείνο το τόσο μακρινό κι ελπιδοφόρο 2012, αλλά κι έπειτα, των αντιλαϊκιστών της Ν.Δ. ότι μια έλευση της Αριστεράς θα σήμαινε κατέβασμα των εικονισμάτων από τις σχολικές αίθουσες και έλλειψη κρίσιμων ποσοτήτων χαρτιού υγείας για τις ανάγκες κένωσης των γνήσιων πατριωτών.
Αλλωστε, πάντοτε η Δεξιά ήταν με τις επενδύσεις, αλλά τι θα ήταν οι επενδύσεις χωρίς την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια;
Η διαχρονική αυτή περιουσία της Δεξιάς, από την εποχή που προστάτευε τους νέους, λαϊκά αγροτόπαιδα στη μεγάλη πλειονότητά τους, από τους «νεωτεριστές», ερωτικά αχαλίνωτους και εχθρούς των χρηστών ηθών κομμουνιστές –και ιδίως από τις «Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες»–, είναι στον πυρήνα του λαϊκισμού της.
Μαζί με τον άλλο, αυτό του αδιαφοροποίητου και ενιαίου «ιδιωτικού τομέα» που πλήττεται ο κακομοίρης τόσο.
Οσο να μην πληρώνει ενάμισι εκατομμύριο εργαζόμενους παρά στη χάση και στη φέξη ή να τους δίνει κουπόνια και γυάλινες χάντρες ως αμοιβή για τη δουλειά τους, της οποίας οι συνθήκες έχουν χειροτερεύσει αδιανόητα.
Η απόλυτη μούγκα της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου μπροστά στη δολοφονική εκμετάλλευση νομίζω είναι δείκτης του βαθέως λαϊκισμού τους, στο μέτρο που εναγωνίως επιχειρούν να αποκρύψουν πως δεν «κάνουμε όλοι θυσίες», δεν «βάζουμε όλοι πλάτη».
Το «όλοι μαζί», που εκπέμπουν συνεχώς και παντού, είναι η λαϊκιστική, ακριβώς, απάντηση στον ταξικό λόγο, που αξιοποιεί η Αριστερά.
Εναν λόγο που δεν «διχάζει», αλλά επιχειρεί να πάρει το μέρος όσων από τους ήδη «διχασμένους» υφίστανται την εκμετάλλευση.
*οικονομολόγος - εκπαιδευτικός