Ένα καθημερινό απογευματινό σιωπητήριο με μια θλιβερή τρομπέτα να ακούγεται... και ένα ελικόπτερο να απογειώνεται το πρωί και να επιστρέφει το μεσημέρι. Δύο από τις πιο έντονες παιδικές μου μνήμες στην πόλη της Ξάνθης από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80.

Και αν το σιωπητήριο σταδιακά πνίγηκε από την οικοδομική δραστηριότητα που άρχισε να γεμίζει με πολυκατοικίες την ενδιάμεση περιοχή του Αστικού Συνοικισμού καλύπτοντας τους ήχους από το στρατόπεδο Στεφανίδη που έφταναν ως το μπαλκόνι του διαμερίσματος, το ελικόπτερο παρέμεινε στη συντροφιά μου μέχρι την εφηβεία.

Η αποστολή του ελικοπτέρου ήταν να ελέγχει την περιβόητη «Επιτηρούμενη Ζώνη» του νομού Ξάνθης -μία εκ των δύο που παρέμειναν σε ισχύ μέχρι και το 1996, ενώ η έτερη βρισκόταν στο νομό Ροδόπης- η οποία είχε θεσμοθετηθεί το μακρινό Μεταξικό 1936. Αρχικά κάλυπτε όλο το νομό από τις βόρειες παρυφές της πόλης μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, και στη συνέχεια, σταδιακά συρρικνούμενη, κατέληξε να ορίζεται από τις περίφημες «μπάρες της ντροπής» στο 14ο χιλιόμετρο του δρόμου Ξάνθης-Σταυρούπολης, στην είσοδο της περιοχής όπου κατοικούν μέχρι και σήμερα αποκλειστικά Πομάκοι.

Η «μουσουλμανική» -όπως ορίζεται από τη συμφωνία της Λωζάνης το 1923- μειονότητα του νομού Ξάνθης που εξαιρέθηκε της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μετά το τέλος του «μακρύ πολέμου» (Βαλκανικοί, Α Παγκόσμιος, Ελληνοτουρκικός) αποτελείται από 3 διακριτές πληθυσμιακές ομάδες, τους Πομάκους που είναι σλαβογενής πληθυσμός του βουνού και εξισλαμίστηκε κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τους Τουρκογενείς του κάμπου και συγκεκριμένων συνοικιών της πόλης της Ξάνθης που ζούσαν εκεί από την είσοδο των Σελτζούκων στη Βαλκανική και τους εξισλαμισμένους Ρομά που ζουν -όπως συνηθίζεται- σε συγκεκριμένες περιοχές στις παρυφές του αστικού ιστού. Το βλέμμα του ελληνικού κράτους μέχρι το 1987 και η έκφραση της πολιτικής του μέσω του μιλιταριστικού κατεστημένου της περιοχής -πιθανώς η πιο στρατιωτικοποιημένη της επικράτειας- ήταν σταθερά στραμμένο προς την πρώτη εξ αυτών.  

Στα πλαίσια μιας παράλογης -ακόμα και για τα ψυχροπολεμικά δεδομένα- κομμουνιστοφοβίας και μιας ανησυχίας για το δυνητικό πολιτικό μέλλον αυτού του πληθυσμού, η πολιτική του ελληνικού κράτους έσπρωχνε την περιοχή των Πομάκων προς μια κοινωνική-οικονομική αποτελμάτωση. Το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής απέμεινε ως ο μόνος εκφραστής των συμφερόντων των κατοίκων της περιοχής, καθώς για την Ελλάδα  ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» φάνταζε μεγαλύτερος εχθρός, παρόλο που ποτέ η αριστερά δεν είχε καταφέρει να προσεγγίσει αποτελεσματικά αυτόν τον πληθυσμό. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και λόγω των γεωπολιτικών αλλαγών, το ελληνικό κράτος προσπαθεί μάταια να αναιρέσει αυτή τη σχέση Πομάκων-Προξενείου. Παρά την ύπαρξη πια οδικής σύνδεσης που ενώνει την περιοχή με τους ομόφυλους και ομόθρησκους Πομάκους της βουλγαρικής πλευράς, το βλέμμα των Πομάκων της ελληνικής επικράτειας παραμένει σταθερά στραμμένο προς την Τουρκία. 

Η επιτήρηση αυτή καθαυτή είχε να κάνει με την απαγόρευση μεταβολής ακίνητης περιουσίας -που μετέτρεψε τους Πομάκους σε εξαιρετικούς χτίστες αφού έπρεπε να κάνουν τα μερεμέτια τους ανάμεσα σε δύο καθημερινές πτήσεις ελικοπτέρων και να χτίζουν αποθήκες και κοτέτσια μέσα σε μία νύχτα-, με τον πολύ στενό έλεγχο σε νέες άδειες οικοδόμησης με ανώτατο όριο 60 τ.μ. ανά κτίσμα, σε μια περιοχή με μέσο όρο παιδιών ανά οικογένεια, εκείνα τα χρόνια, που άγγιζε τα 4 και άρα με φοβερές ανάγκες για στέγαση. Το ειδικό καθεστώς «απαρτχάιντ» εναντίον τους προέβλεπε την παροχή προσωρινών αδειών οδήγησης που ίσχυαν μόνο εντός της επιτηρούμενης ζώνης, την απαίτηση ειδικής άδειας της αστυνομίας για έξοδο και διανυκτέρευση εκτός αυτής, την απαγόρευση μετακόμισης σε χωριό εκτός ζώνης, την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος εντός της ζώνης αυτής σε οποιονδήποτε μη ντόπιο και τέλος τη δυνατότητα της Επιτροπής Στρατιωτικής Ασφάλειας (Ε.Σ.Α.) ακόμα και να εκτοπίσει όποιον θεωρούσε ύποπτο για την «ασφάλεια της περιοχής». Έτσι, ενώ στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της χώρας φυσούσε ο «αέρας της μεταπολίτευσης» με πολιτικές και πολιτιστικές κινήσεις που έφερναν νέες ιδέες και υποδείγματα, στους δύο εκ των τριών νομών της Θράκης ζούσαμε ένα ειδικό καθεστώς, που θύμιζε τη μετεμφυλιακή δεξιά σε μια γκροτέσκα εκδοχή της.

Φυσικά, το «χέρι» του στρατού δεν έφτανε μόνο εκεί. Η οικονομική ισχύς του στην περιοχή επηρέαζε τόσο την στεγαστική αγορά με τους εκατοντάδες αξιωματικούς που ερχόντουσαν να κρατάνε τις τιμές ψηλά δημιουργώντας ζήτηση, όσο και την αγορά των τροφίμων για να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες. Περιττό να πούμε ότι τόσο οι ιδιοκτήτες αυτών των ακινήτων όσο και οι προμηθευτές για τις ανάγκες σίτισης του στρατού επιλεγόταν να είναι χριστιανοί παρότι οι τιμές προσφοράς τους, με καπιταλιστικούς όρους, δεν είναι ανταγωνιστικές.

Ο βραχίονας του μιλιταρισμου στην περιοχή δεν άφηνε ούτε τα σχολεία ανεπηρέαστα. Πέραν των εθιμικών επάρσεων και υποστολών της σημαίας σε εβδομαδιαία βάση με το σύνολο των μαθητών να καλείται να ψάλλει τον εθνικό ύμνο, είχαμε μια επίμονη προώθηση των προσκοπικών σωματείων της πόλης τα οποία είχαν και ηγετική παρουσία κατά τις μαθητικές παρελάσεις των εθνικών εορτών. Το δε στρατιωτικό άγημα που κατέβαινε στην κεντρική πλατεία κάθε Κυριακή το πρωί να σηκώσει την ελληνική σημαία και -κυρίως- στη δύση του ηλίου για να την κατεβάσει αποτελούσε ένα αξιοθέατο που ένωνε όλη την -πλειοψηφική- ελληνοχριστιανική κοινότητα με ανθρώπους να βγαίνουν στα μπαλκόνια τους και να στέκονται προσοχή και όλη τη ζωή του κέντρου να νεκρώνει κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Έτσι, αν μια παιδική μου μνήμη, όπως έγραψα παραπάνω, ήταν το στρατιωτικό ελικόπτερο, μια εφηβική είχε να κάνει με την αποφυγή αυτής ακριβώς της συνθήκης, το πέρασμα από την πλατεία δηλαδή, όπου όλοι θα στεκόντουσαν προσοχή και εγώ θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να το αποφύγω.

Μετά τα γεγονότα του 1987 στο Αιγαίο -Πρίνος, Σισμίκ- αλλά κυρίως μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ την περίοδο 1989-1990, το βλέμμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στράφηκε για τα καλά προς την Ανατολή και την ψυχροπολεμική καχυποψία αντικατέστησε ο αντιτουρκισμός. Και αν ο στρατός αυτός καθαυτός είχε μειωμένο πεδίο δράσης έναντι τουρκογενών πληθυσμών καθώς η χώρα συνυπήρχε με την Τουρκία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, παραστρατιωτικές και παραθρησκευτικές ομάδες ανέλαβαν δράση. Στόχος πια δεν ήταν τόσο οι Πομάκοι του βουνού, αλλά οι Τουρκογενείς του κάμπου.

Η ύπαρξη ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών που προκύπτουν στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-1990 πριμοδοτείται από τον αναλογικό εκλογικό νόμο -το νόμο του «συν ένα». Αυτός ψηφίζεται τον Απρίλιο του 1989 και καταργεί το νόμο των τριών κατανομών. Στις εκλογές του Ιουνίου εκλέγεται στη Ροδόπη ο γιατρός Σαδίκ Αχμέτ, ενώ τον Νοέμβριο ο Ισμαήλ Μολλά με το κόμμα Εμπιστοσύνη. Η άρνηση του Σαδίκ να κατέβει στο ψηφοδέλτιο του Νοεμβρίου έχει σημαντικές παράπλευρες συνέπειες όπως θα δούμε παρακάτω. Έτσι τελικά, τον Απρίλιο του 1990 συμπράττει η Εμπιστοσύνη με το Πεπρωμένο που δρα στο νόμο Ξάνθης και εκλέγονται 2 μειονοτικοί βουλευτές, ο Σαδίκ Αχμέτ στη Ροδόπη και ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ Αχμέτ Φαΐκογλου στην Ξάνθη, οι οποίοι δίνουν και ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ενώ ο Σαδίκ ψηφίζει και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη ψηφοφορία για ΠτΔ. Η αυτοδυναμία Μητσοτάκη και άρα η πλήρης βουλευτική περίοδος που έρχεται δίνουν για πρώτη φορά ανεξάρτητη πολιτική εκπροσώπηση στη μειονότητα της Θράκης. Ενώ στην Ξάνθη ο Φαΐκογλου είχε διαρροές προς τη ΝΔ στις μουσουλμανικές περιοχές, στη Ροδόπη ο Σαδίκ σάρωσε και η Εμπιστοσύνη βγήκε πρώτο κόμμα στο νομό.

Ακόμα και πριν την πρώτη εκλογή του, ο Σαδίκ Αχμέτ μιλά ξεκάθαρα για τουρκική μειονότητα στην Δυτική Θράκη και προτάσσει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Θίγει το ζήτημα του διορισμένου από το ελληνικό κράτος, «δοτού» όπως χαρακτηριστικά έλεγε, μουφτή και ζητά να αναγνωριστεί το δικαίωμα στη μειονότητα να εκλέγει η ίδια τους θρησκευτικούς της ηγέτες. Μιλά για συλλόγους πολιτών που πρέπει να έχουν δικαίωμα να τοποθετήσουν τον επιθετικό προσδιορισμό «Τουρκικός/ή/ό» στην ονομασία τους.

Στις 26 Ιανουαρίου 1990 και ενώ ο Σαδίκ στερείται βουλευτικής ασυλίας καθώς βρισκόμαστε με τη βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Νοέμβρη και επί Οικουμενικής Κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, το Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής καταδικάζει τον Σαδίκ σε 18 μήνες φυλάκιση χωρίς αναστολή με την καταπληκτική εφεύρεση της «πρόκλησης πολιτών σε διχόνοια» επειδή σε προεκλογική του διακήρυξη του προηγούμενου Ιουνίου αποκαλούσε τη μειονότητα «τουρκική». Επικρατεί αναστάτωση στις τάξεις της μειονότητας στην πόλη της Κομοτηνής. 1500 μειονοτικοί πολίτες πραγματοποιούν συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από ένα από τα κεντρικά τζαμιά της πόλης. Την επόμενη μέρα ένα τυχαίο περιστατικό δίνει την αφορμή. Ένας μειονοτικός ασθενής με το όνομα Χασάν Αλή με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια μέσα στο νοσοκομείο Κομοτηνής επιτίθεται με όπλο ένα σιδερένιο σκαμπό και τραυματίζει έναν ασθενή στον ίδιο θάλαμο, τον Άγγελο Σολακίδη. (Ο Αλή προφυλακίζεται, καταδικάζεται πρωτοδίκως και αυτοκτονεί στο κρατητήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κομοτηνής την παραμονή του εφετείου του, πολύ αργότερα βέβαια.)

Ενώ ο Σολακίδης χαροπαλεύει (χάνει τη μάχη λίγες μέρες αργότερα), μέλη παραστρατιωτικών ομάδων συρρέουν στο κέντρο της Κομοτηνής, λεηλατούν και καταστρέφουν το σύνολο των μουσουλμανικών μαγαζιών -και κάποια αρμενικά- ενώ μαρτυρίες λένε πως καθοδηγούνται από τις αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή. 400 περίπου καταστήματα ισοπεδώνονται. Τα γραφεία δύο μειονοτικών εφημερίδων καταστρέφονται. Ο διορισμένος μουφτής ΜέτσοΤζεμαλή πέφτει θύμα ξυλοδαρμού από το πλήθος. Τα ελληνοχριστιανικά καταστήματα έχουν σημαδευτεί εκ των προτέρων με ελληνικές σημαιούλες ή πρόχειρα σημειώματα προδίδοντας το γεγονός πως το πογκρόμ ήταν προσχεδιασμένο. Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Δαμασκηνός παρεμβαίνει σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και συγχαίρει τους πρωτεργάτες. Η τοπική ΟΝΝΕΔ υπερασπίζεται τα γεγονότα και τα παρουσιάζει ως «διαδήλωση πίστεως στα εθνικά ιδεώδη». Μια αντιπροσωπεία του Συνασπισμού, υπό τη Μαρία Δαμανάκη, που προσπαθεί να επισκεφτεί την περιοχή και προπηλακίζεται από συγκεντρωμένο πλήθος έξω από το Δημαρχείο και τελικά φυγαδεύεται από την Αστυνομία. Λίγους μήνες μετά, κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας μειονοτικών για το θέμα του μουφτή, 13 διαδηλωτές τραυματίζονται από παρακρατικούς και ένα τζαμί πυρπολείται. 

Ο Σαδίκ σκοτώνεται σε τροχαίο τον Ιούλιο του 1995 με μέλη της οικογένειάς του να χαρακτηρίζουν τις συνθήκες του δυστυχήματος ύποπτες. Τον Οκτώβριο του 1996 δικαιώνεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο οποίο είχε προσφύγει, με ψήφους 8-1. Μειοψηφεί ο Ιταλός δικαστής, ενώ ο Έλληνας δικαστής Νίκος Βαλτικός τάσσεται υπέρ του Σαδίκ. Στο ενδιάμεσο, το ελληνικό κράτος έχει προχωρήσει σε δύο κινήσεις-κλειδιά για τη διαχείριση του ζητήματος της μειονότητας. 

Σε πρώτη φάση ορίζει οδικό χάρτη για την Επιτηρούμενη Ζώνη και την καταργεί οριστικά το 1996. Για να κατανοήσει κανείς τη σημαντικότητα αυτής της μεταβολής, αρκεί να πούμε πως η κρίση στα Ίμια/Καρντάκ που συμπίπτει χρονικά δεν δημιουργεί καμία αναστάτωση στην περιοχή και η μειονότητα την αντιμετωπίζει με αδιαφορία -κάτι βέβαια που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο σταθερά αντι-κεμαλικό πολιτικό της πρόσημο. 

Η δεύτερη κίνηση είναι η ψήφιση του εκλογικού νόμου Κούβελα στην αρχή της διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη λογική του οποίου έχουμε παραμείνει μέχρι σήμερα με μικρές μεταβολές. Επανέρχεται η τρίτη κατανομή, πριμοδοτείται το πρώτο κόμμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι θα έχουμε ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις -μέχρι την έλευση του ΔΝΤ το 2010- και η ΝΔ προσβλέπει σε διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας. Αυτή σκόρπισε μέσα σε 3 μόλις χρόνια βέβαια, αλλά η σημαντική παράμετρος του νόμου ως προς το ζήτημα που πραγματευόμαστε εδώ είναι φυσικά η θεσμοθέτηση του ορίου του 3% για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτό είναι που τελειώνει κάθε απόπειρα ανάδειξης μειονοτικού κόμματος στη Θράκη. Το αντίστοιχο όριο του 10% που θεσμοθέτησε στην Τουρκία το ANAP (Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας) του Οζάλ τη δεκαετία του '80 για να φρενάρει την πολιτική χειραφέτηση των Κούρδων, αποτελεί μία ομοιότητα- μεταξύ πολλών- της πολιτικής των δύο κρατών πάνω στις μειονότητες που υπάρχουν στα εδάφη τους.

Οι συνέπειες αυτού του εκλογικού νόμου πάνω στην πολιτική πρακτική των ελίτ της μειονότητας ήταν τεράστιες. Σταδιακά, οι πολιτικές προσωπικότητες της μειονότητας επιστρέφουν στα ελληνικά πολιτικά κόμματα, αφού δεν έχουν να κερδίσουν κάτι με την αυτόνομη παρουσία τους πέραν μιας καταγραφής δυνάμεων, κάτι που το επιλέγουν μόνο στις Ευρωεκλογές έκτοτε. Εκλέγουν σταθερά βουλευτές στους νόμους Ξάνθης και Ροδόπης μέσω των κοινοβουλευτικών ομάδων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και στη συνέχεια και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος τους ως προς τα προτάγματα της μειονότητας «στρογγυλεύει» και αυτό έχει αντίκτυπο και στις τάξεις της ακροδεξιάς της περιοχής, η οποία στρέφει την προσοχή της προς το Μακεδονικό ζήτημα που αναζωπυρώνεται με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η διπλωματία των σεισμών και η προσέγγιση Παπανδρέου-Τζεμ στα τέλη της δεκαετίας του '90 ρίχνουν και άλλο τους τόνους στην περιοχή. Επιπροσθέτως, στην Τουρκία έχουμε κατάρρευση του πολιτικού συστήματος με την έλευση του ΔΝΤ -10 χρόνια πριν γινει το αντίστοιχο στην Ελλάδα. Από τα παλιά κόμματα εξουσίας επιβιώνει μόνο το CHP, και το κόμμα Ερντογάν αρχίζει τη μακρά πορεία του προς την πολιτική του ηγεμονία. Η «Ισχυρή Ελλάδα» μπαίνει στη ζώνη του Ευρώ και για λίγα χρόνια νιώθει ότι δεν απειλείται από μια Τουρκία που ψάχνει να βρει τις νέες πολιτικές της ισορροπίες. 

Ο μιλιταρισμός και οι παρακρατικοί του εκφραστές στη Θράκη βρίσκονται σε διαδικασία υποχώρησης μέχρι που οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό της ελληνικής ακροδεξιάς φέρνουν στο προσκήνιο τη Χρυσή Αυγή ενώ ταυτόχρονα η μειονότητα στη Θράκη βλέπει για πρώτη φορά την Τουρκία να την κυβερνά ένας ηγέτης κοντά στα δικά της πολιτικά πιστεύω, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Στο νομό Ξάνθης οι παρακρατικές δυνάμεις παραδοσιακά είχαν δύο σημεία αναφοράς, την εφημερίδα ΣΤΟΧΟΣ του Γιώργου Καψάλη, πρώην δημοσιογράφου της Αυριανής, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως... Μεταξική εφημερίδα και τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), το ειδικό παραστρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού τον Σεπτέμβριο του 1948, μια μετεξέλιξη των δοσιλογικών Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ) και των Μονάδων Αποσπασμάτων Διώξεως (ΜΑΔ) που είχαν δημιουργηθεί στην Κατοχή. Η παρουσία τους στη Β. Ελλάδα παραμένει ισχυρή και παρά την επίσημη διάλυσή τους με την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την ίδρυση της Εθνοφυλακής ως... «κανονικό» σώμα του ελληνικού στρατού, τα ακούγαμε ακόμα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 στην Ξάνθη. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τουλάχιστον 2 καθηγητές μου να διατρανώνουν δημόσια μέσα στην σχολική αίθουσα το γεγονός πως είναι μέλη των ΤΕΑ, 10 χρόνια και πλέον μετά την τυπική διάλυσή τους. 

Από την άλλη, η Χρυσή Αυγή στην Ξάνθη και τη Ροδόπη είχε αναφορά κυρίως σε νεότερο κόσμο. Από το καλοκαίρι του 2012 προβαίνει σε μηχανοκίνητες παρεμβάσεις τρομοκρατίας σε μουσουλμανικά χωριά κυρίως στο νόμο Ροδόπης, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου μετά το τέλος των εγκαινίων των γραφείων της στην πόλη της Κομοτηνής ακολουθεί πορεία των μελών της έξω από γραφεία νεολαιίστικων μειονοτικών συλλόγων αλλά και έξω από το τουρκικό προξενείο. Συγκρούονται με αντιφασίστες φοιτητές και τραυματίζουν μια φοιτήτρια. Η σχέση τους με κομμάτια του στρατού αποκαλύπτεται όταν τον Οκτώβριο του 2013 συλλαμβάνεται 29χρονος στρατιωτικός-Επαγγελματίας Οπλίτης (ΕΠ.ΟΠ) εξερχόμενος από τα γραφεία της οργάνωσης στην Κομοτηνή, οπλισμένος με πτυσσόμενο γκλομπ. Η δράση πάντως των παρακρατικών στην περιοχή είναι μάλλον υποτονική τα τελευταία χρόνια. 

Η παρουσία του στρατού στην πόλη της Ξάνθης είναι πια αναιμική εδώ και κάποια χρόνια. Τα δύο μεγάλα στρατόπεδα που εφάπτονται του αστικού ιστού έχουν μετατραπεί σε διοικητικές υπηρεσίες. Η ανατολική πλευρά του στρατοπέδου Στεφανίδη -εκεί όπου υπήρχε και το ελικοδρόμιο- έχει μετατραπεί σε δρόμο, ενώ στο στρατόπεδο Αποστολίδη έχει μετακινηθεί το φρουραρχείο, που κάποτε βρισκόταν μέσα στον αστικό ιστό στρατηγικά τοποθετημένο στις παρυφές μιας συνοικίας της παλιάς πόλης στην οποία ο τουρκογενής πληθυσμός είναι συντριπτικά πλειοψηφικός. Η Λέσχη Αξιωματικών ακόμα δεσπόζει στη μία πλευρά της κεντρικής πλατείας αλλά έχει χάσει την αίγλη της. Στρατιωτικά αγήματα έχουν πάψει να μπαίνουν μέσα στον αστικό ιστό, εκτός φυσικά από τις μέρες των παρελάσεων στις εθνικές εορτές. Αλφαμίτες της Στρατονομίας δεν βγαίνουν για σουλάτσο πια -χρειάστηκε να βρεθώ στο Edirne/Αδριανούπολη στις αρχές της δεκαετίας του 2010 για να ξαναδώ αυτή την τόσο χαρακτηριστική εικόνα. Οι μάχιμες μονάδες έχουν βγει προς τον κάμπο του νομού με αυτές της ταχείας επέμβασης να βρίσκονται στο Πετροχώρι, το πεδίο βολής του οποίου ακόμα μπορεί να το ακούσει κανείς αν η διεύθυνση του ανέμου βοηθήσει. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μόνο, σαν σε σκηνή από ταινία του Αγγελόπουλου, συνωστίζονται αξιωματικοί με τις στολές και τα παράσημά τους -και τις λαμπάδες τους- στην κεντρική πλατεία της πόλης. 

Οι τουρκικές ενώσεις πολιτών συνεχίζουν να μπλοκάρονται από τα ελληνικά δικαστήρια με διάφορα αιτήματά τους να εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το σχέδιο Καλλικράτη που ορίζει τη διοικητική διαίρεση των δήμων μοίρασε αριστοτεχνικά τις περιοχές έτσι ώστε να εκλέγεται μόνο ένας μειονοτικός δήμαρχος στην περιοχή των Πομάκων και οι άλλοι 3 δήμοι του νομού Ξάνθης να είναι εκλογικά ασφαλείς.  Ως έδρα του ορίστηκε η Μύκη των 1000 κατοίκων και όχι ο Εχίνος, που πληθυσμιακά και χωροταξικά θα φάνταζε ως η λογική επιλογή, προφανώς γιατί θεωρείται ως το «σκληρό» χωριό της περιοχής. Άλλωστε, στον Εχίνο λειτουργεί και η μαντράσα του νομού, το ισλαμικό θρησκευτικό σχολείο, μία από τις μόλις δύο ενεργές στην Ελλάδα -η άλλη λειτουργεί στην πόλη της Κομοτηνής. Τον Εχίνο τον απέφυγε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πρόσφατα,  όταν επισκέφτηκε την περιοχή, προτιμώντας την πιο... ασφαλή Σμίνθη. Εκεί συνομίλησε με μαθητές της περιοχής και μάταια περίμενα να προβεί σε κάποια γκάφα ρωτώντας κάποιο παιδάκι... «τί ομάδα είναι».

Παρά τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους αλλά και επιχειρηματικών συμφερόντων να εκδώσουν πομάκικα λεξικά, παρά την υποψηφία ΓκιουλΚαραχασάν που επέλεξε ο Γιώργος Παπανδρέου για την υπερνομαρχία Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2006, παρά τη χρηματοδότηση που απολαμβάνουν πομακικά πολιτιστικά σωματεία με σαφή αντιτουρκικό προσανατολισμό, η περιοχή των Πομάκων παραμένει τουρκόφωνη -τουλάχιστον προς τα έξω. Είναι χαρακτηριστική εμπειρία το να πηγαίνει κανείς επίσκεψη σε ένα καφενείο της περιοχής όπου οι θαμώνες μιλούν πομάκικα μεταξύ τους αλλά τα αλλάζουν σε τουρκικά μόλις αντιληφθούν την παρουσία ατόμου εκτός της κοινότητάς τους. Τα παιδιά φοράνε αθλητικές εμφανίσεις της Γαλατασαράι, της Φενερμπαχτσέ και της Μπεσίκτας και τα δορυφορικά πιάτα Televes κοιτάνε προς την ανατολή.

Οι δύο τελευταίες χρονικά αναφορές της κεντρικής ειδησεογραφίας πάνω στα μειονοτικά ζητήματα ήταν η νουθεσία της Ντόρας Μπακογιάννη μετά τις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2023 όταν το μπλε χρώμα του χάρτη σε όλη την επικράτεια έσπασε με τη ροζ παραφωνία του νομού Ροδόπης -αποκλειστικά λόγω των εκλογικών επιλογών της μειονότητας. «Εάν δεν μας στηρίξετε, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Αυτό είναι το μήνυμα που ήρθα να σας πω.». Πιο πρόσφατα, έκπληκτοι, είδαμε την απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου να προχωρήσει στη νομική αναγνώριση των ΑλεβιτώνΜπεκτασήδων της Θράκης, μιας θρησκευτικής μειονότητας μέσα στη σουνιτική κυριαρχία που πρακτικά αφορά δύο χωριά, το Μεγάλο και το Μικρό Δέρειο. Η δυνατότητα που δίνεται σε αυτήν την κοινότητα να κινηθεί ανεξάρτητα, εκτός αρμοδιότητας του μουφτή, αποτελεί έναν πρωτάκουστο πολιτικό χειρισμό που ανατρέπει σταθερές 100 ετών στην περιοχή και σκοπό έχει να εκνευρίσει το τουρκικό προξενείο και τους πολιτικούς ηγέτες της μειονότητας. Ο σεβασμός στον θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό ειδικά γι αυτούς τους -3000 περίπου- ανθρώπους είναι ένα πρόσχημα αφού σε όλα τα άλλα ζητήματα κανένα δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού δε γίνεται αποδεκτό από το ελληνικό κράτος. 

Έχοντας μπει για τα καλά σε μια ρευστή περίοδο γεωπολιτικών εξελίξεων με τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν περιφερειακά, οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες θα αντιμετωπιστούν δυνητικά ως ο «εσωτερικός εχθρός» μαζί με άλλες κοινωνικές ομάδες ειδικά αν αυτές αντισταθούν στην πολεμική προοπτική. Πρόσφυγες, μετανάστες, εργάτες, φτωχοί, μέλη των κινημάτων. Χρέος κάθε υπάρχοντος ή μελλοντικού αντιπολεμικού κινήματος είναι να λαμβάνει υπόψη αυτή τη συνθήκη και να στέκεται αλληλέγγυο με τις πληθυσμιακές αυτές ομάδες που στοχοποιούνται στα πλαίσια της επιθετικής πολιτικής των κρατών. 

ΥΓ: Στο παρόν κείμενο επιχειρήθηκε μια ανάλυση της ιστορικότητας του φαινομένου στη Δυτική Θράκη από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και ύστερα, μέσα από βιωματικές εμπειρίες και δημοσιογραφικές πηγές. Για μια πιο ενδελεχή ανάλυση που αφορά και τις δύο μειονότητες που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, προτείνεται η ανάγνωση των "The Muslim Minority in Western Thrace 1945-1999: A Strained Saga" του Γιώργου Νιάρχου και "Rum Polites in the Context of Turkish-Greek Relations" της Ilay Romain Örs, που περιέχονται στο καταπληκτικό "A Century of Greek-Turkish Relations, A Handbook" σε επιμέλεια Νίκου Χριστοφή και Αντώνη Δεριζιώτη, Transnational Press London, 2024. 

Ετικέτες