Στην Ελλάδα ζούμε «ημέρες Δεξιάς» και ήδη ο Μητσοτάκης φροντίζει να θυμίσει τα «οικόσημα» και τους «θυρεούς» της παράταξης, ενισχύοντας πρώτα απ’ όλα το δόγμα «τάξη και ασφάλεια». Επιλογή που περιλαμβάνει ασφαλώς τον ζήλο των «οργάνων», που θυμίζουν συχνά με τη συμπεριφορά τους ένστολα «τάγματα εφόδου».

Στην οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή πο­λι­τι­κή η κυ­βέρ­νη­ση της Ν.Δ., παρά τις επι­κοι­νω­νια­κές προ­σπά­θειες να μην προ­κα­λέ­σει άμεσα τη λαϊκή οργή και δυ­σα­ρέ­σκεια, έχει ήδη δώσει δείγ­μα­τα γρα­φής ότι είναι το κόμ­μα-ση­μαιο­φό­ρος της τα­ξι­κής λι­τό­τη­τας και του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου δόγ­μα­τος, στο­χεύ­ο­ντας στην επι­τά­χυν­ση των ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων, στην υπο­νό­μευ­ση της δη­μό­σιας υγεί­ας, παι­δεί­ας και ασφά­λι­σης, στην πε­ραι­τέ­ρω απε­λευ­θέ­ρω­ση της αγο­ράς και της ασυ­δο­σί­ας του με­γά­λου κε­φα­λαί­ου, στην ου­σια­στι­κή επι­βε­βαί­ω­ση ότι τα «μνη­μο­νια­κά μέτρα» δεν απο­τέ­λε­σαν ούτε απο­τε­λούν «εξω­τε­ρι­κή» επι­βο­λή αλλά στρα­τη­γι­κή εξό­δου από την κρίση για το εγ­χώ­ριο κε­φα­λαίο και την άρ­χου­σα τάξη.

Ομως ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεί­χνει ότι δυ­σκο­λεύ­ε­ται αν όχι αδυ­να­τεί να κάνει (αρι­στε­ρή, ρι­ζο­σπα­στι­κή) αντι­πο­λί­τευ­ση. Από τη στιγ­μή που συν­θη­κο­λό­γη­σε με τη «διε­θνή του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού», ανα­λαμ­βά­νο­ντας τη δια­κυ­βέρ­νη­ση με «μνη­μο­νια­κή», νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στη ρα­χο­κο­κα­λιά της, οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή και εθε­λού­σια και πρω­το­βου­λια­κή πλήρη υπο­τα­γή στον διε­θνή ιμπε­ρια­λι­στι­κό συ­σχε­τι­σμό και στους ΝΑ­ΤΟϊ­κούς σχε­δια­σμούς, ως κε­ντρι­κό μέρος του σχε­δί­ου του, είχε συ­νέ­πεια την απώ­λεια του ρι­ζο­σπα­στι­κού πρό­ση­μου στα μάτια της κοι­νω­νί­ας.

Σή­με­ρα επι­λέ­γει τη συγ­χώ­νευ­σή του με στε­λέ­χη και δί­κτυα της πρώην κρα­ταιάς σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας (τη μνήμη της οποί­ας αδυ­να­τεί να «ανα­στή­σει» το ΚΙΝ.ΑΛΛ.) και πο­λι­τι­κό στίγ­μα που διαρ­κώς διο­λι­σθαί­νει προς τα δεξιά. Σε μια δια­δρο­μή που στο βάθος της πε­ρι­λαμ­βά­νει (ως γνω­στό από την ευ­ρω­παϊ­κή εμπει­ρία) ακόμη και το εν­δε­χό­με­νο του «με­γά­λου συ­να­σπι­σμού».

Η εξέ­λι­ξη αυτή σχε­τί­ζε­ται επί­σης και με την ιστο­ρι­κό­τη­τα του κόμ­μα­τος. Δεν έχει να υπε­ρα­σπι­στεί καμιά μνήμη νίκης, καμιά ση­μα­ντι­κή μάχη που να προ­βάλ­λει τις (ανύ­παρ­κτες) ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις του με την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα κα­τώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, όπως επί­σης με τα διά­φο­ρα κι­νή­μα­τα. Η μο­να­δι­κή «μνή­μη-ταυ­τό­τη­τά» του, «πριν από την υπο­γρα­φή του μνη­μο­νί­ου» ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ήταν ακρι­βώς η πο­ρεία από το 2010 ώς την κυ­βέρ­νη­ση σε συν­θή­κες μα­ζι­κής κοι­νω­νι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης και αρι­στε­ρής στρο­φής (και ως συ­νέ­χεια της πε­ριό­δου των Φό­ρουμ και των νε­ο­λαι­ί­στι­κων εκρή­ξε­ων). Είναι όμως ακρι­βώς αυτό το πα­ρελ­θόν το οποίο ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ο ίδιος ο Τσί­πρας απο­τάσ­σο­νται ως «αυ­τα­πά­τες».

Ποια ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά, ωστό­σο, διεκ­δι­κεί τη «μνήμη του κι­νή­μα­τος» της τε­λευ­ταί­ας 20ε­τί­ας, με απο­κο­ρύ­φω­μα το ίδιο το δη­μο­ψή­φι­σμα; Μια απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα «υπήρ­χε άλλος δρό­μος;», με αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο; Μια προ­σέγ­γι­ση που να δια­κρί­νει στοι­χεία «πρό­βας» αντί μόνο κα­τα­στρο­φής και υπο­χώ­ρη­σης; Σή­με­ρα, που πολ­λοί θέ­λουν να ξε­χά­σουν το πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν, είναι ανα­γκαίο να διεκ­δι­κη­θεί ακρι­βώς το αντί­θε­το. Αυτό θα σή­μαι­νε τη συ­γκρό­τη­ση εναλ­λα­κτι­κής αφή­γη­σης από τη σκο­πιά των «από κάτω». Με δια­φο­ρε­τι­κή απο­τί­μη­ση και προ­ω­θη­τι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα.

Το ερώ­τη­μα αυτό, όσο κι αν εμ­φα­νί­ζε­ται «θαμπό» και «πα­ρω­χη­μέ­νο» μετά την κυ­βερ­νη­τι­κή θη­τεία του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και τη ση­με­ρι­νή εμ­φα­νι­ζό­με­νη εντε­λώς αλ­λαγ­μέ­νη πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή γε­ω­με­τρία, παρ’ όλα αυτά εκ­φρά­ζει την ανά­γκη εναλ­λα­κτι­κής σε μια βαθιά «μα­ταί­ω­ση» των «από κάτω» και της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας, σε μια ιστο­ρι­κή στιγ­μή ανα­κα­τα­τά­ξε­ων στο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και στους συ­σχε­τι­σμούς, ανε­ξάρ­τη­τα από τις με­τέ­πει­τα επι­λο­γές του κα­θε­νός και της κα­θε­μιάς.

Τα στοι­χεία ενός τέ­τοιου αφη­γή­μα­τος είναι σή­με­ρα απα­ραί­τη­τα για την Αρι­στε­ρά που θέλει να δια­δρα­μα­τί­σει ση­μα­ντι­κό ρόλο και να προ­ε­τοι­μα­στεί για την επό­με­νη ευ­και­ρία που θα προ­σφέ­ρει η άνο­δος της τα­ξι­κής πάλης – κάτι το οποίο ελ­λο­χεύ­ει στην «ιστο­ρι­κή επι­και­ρό­τη­τα». Η «ανα­συ­γκρό­τη­ση» της κοι­νω­νι­κής πεί­ρας και της μνή­μης της μα­ζι­κής κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής δρά­σης του άμε­σου πα­ρελ­θό­ντος (20ε­τία) είναι απα­ραί­τη­τη προ­κει­μέ­νου να «συ­να­ντη­θεί» με την «επα­να­στα­τι­κή θε­ω­ρία», συμ­βάλ­λο­ντας μ’ αυτόν τον τρόπο στην ανοι­κο­δό­μη­ση του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού ορά­μα­τος προς μα­ζι­κά ακρο­α­τή­ρια.

Στην πράξη, για τις ορ­γα­νώ­σεις, τις συλ­λο­γι­κό­τη­τες και τον «κόσμο της Αρι­στε­ράς» ση­μαί­νει την επι­μο­νή σε επι­λο­γές που ενι­σχύ­ουν τη συ­γκρό­τη­ση της κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής δύ­να­μης των «από κάτω», τις επι­λο­γές των ενω­τι­κών και με­τω­πι­κών προ­σπα­θειών, ανα­ζη­τώ­ντας τον «κοινό πα­ρο­νο­μα­στή». Ομως, αυτό πλέον δεν αρκεί, όπως απο­δεί­χτη­κε από τις ήττες των «πλα­τιών κομ­μά­των» της Αρι­στε­ράς, στην Ελ­λά­δα, πα­νευ­ρω­παϊ­κά και διε­θνώς. Είναι ταυ­τό­χρο­να ανα­γκαίο να (ξανα)ανοί­ξει συ­γκρο­τη­μέ­να η συ­ζή­τη­ση και για όσα «χω­ρί­ζουν» τα ρεύ­μα­τα και τις τά­σεις της Αρι­στε­ράς, με όρους σύγ­χρο­νους και συ­μπε­ρά­σμα­τα από τις πιο πρό­σφα­τες ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες.

Στην τρέ­χου­σα, δύ­σκο­λη και υπό συ­γκρό­τη­ση συ­ζή­τη­ση εντός της ρι­ζο­σπα­στι­κής και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς είναι ανα­γκαίο να πα­ρα­μεί­νει μα­χη­τός ο στό­χος της «μα­ζι­κής πο­λι­τι­κής», ανα­γνω­ρί­ζο­ντας κατ’ αρχάς το πο­λι­τι­κό κενό που αφή­νει η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία συν­θη­κο­λο­γώ­ντας με τον «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μο­νό­δρο­μο» (μια δια­δι­κα­σία που αν και διαρ­κεί δε­κα­ε­τί­ες, στις μέρες μας έχει πάρει πλέον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ολο­σχε­ρούς με­τάλ­λα­ξης, όπως στις πε­ρι­πτώ­σεις Γαλ­λί­ας-Ιτα­λί­ας, αφή­νο­ντας χωρίς πο­λι­τι­κή έκ­φρα­ση και εκ­προ­σώ­πη­ση με­γά­λα έως πλειο­ψη­φι­κά κοι­νω­νι­κά τμή­μα­τα).

Ανοί­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να με έμ­φα­ση τα ζη­τή­μα­τα της επι­και­ρό­τη­τας του σο­σια­λι­σμού, της διεκ­δί­κη­σης της ενό­τη­τας των «επι­μέ­ρους» κι­νη­μά­των (με έμ­φα­ση, πέρα από το δε­δο­μέ­νο ερ­γα­τι­κό, συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα, στο «γυ­ναι­κείο/ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ» όπως και στο «οι­κο­λο­γι­κό»), απο­φεύ­γο­ντας την εύ­κο­λη ανα­γω­γή των πά­ντων στη «βα­σι­κή αντί­θε­ση» (ορθή όμως σε «τε­λι­κή ανά­λυ­ση»), της συ­νεί­δη­σης ότι η δια­χω­ρι­στι­κή «με­ταρ­ρύθ­μι­σης-επα­νά­στα­σης» ή «κυ­βερ­νη­τι­κής δια­χεί­ρι­σης-αντι­κα­πι­τα­λι­σμού» δεν εμ­φα­νί­ζε­ται πρω­τί­στως με ορ­γα­νω­τι­κούς όρους, αλλά διαρ­κώς ανα­πα­ρά­γε­ται στο εσω­τε­ρι­κό των μα­ζι­κών κομ­μά­των της Αρι­στε­ράς, όσο ρι­ζο­σπα­στι­κή κι αν είναι η φυ­σιο­γνω­μία τους και ξε­κα­θα­ρί­ζο­ντας πάνω στο μεί­ζον ζή­τη­μα (ιδιαί­τε­ρα για τις πα­ρα­δό­σεις της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς) της σχέ­σης/αντί­θε­σης εθνι­κι­σμού-διε­θνι­σμού.

Η ρι­ζο­σπα­στι­κή, αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πάλη στη σύγ­χρο­νη εποχή είναι μια πάλη με διαρ­κώς διευ­ρυ­νό­με­νο διε­θνή ορί­ζο­ντα και σ’ αυτόν τον ορί­ζο­ντα «λο­γο­δο­τεί», με τις εμπει­ρί­ες και τα απο­τε­λέ­σμα­τα που πα­ρά­γει σε κάθε χώρα χω­ρι­στά.

*Ζω­γρά­φος και εκ­παι­δευ­τι­κός

Ετικέτες